Πίεση ελαστικής επαναφοράς

  Η πίεση ελαστικής επαναφοράς, που είναι πάντα λιγότερο ή περισσότερο θετική, δηλαδή εκπνευστική, διαμορφώνεται κατά 70% από την επιφανειοδραστική ουσία και κατά 30% από την παραμόρφωση των ελαστικών στοιχείων του πνεύμονος, που τείνουν να συμπτύξουν το παρέγχυμα, καθώς η όποια έκπτυξή του συνεπάγεται ταυτόχρονη παραμόρφωσή των συνδετικών συστατικών του, δηλαδή των ελαστικών ινών και του κολαγόνου. Στο επίπεδο της FRC ο πνευμονικός όγκος είναι περίπου 3 L. Εάν δεν υπάρχει ροή, η PA είναι ίση με την ατμοσφαιρική, δηλαδή PA = 0 και η Ppl ευρίσκεται περί τη φυσιολογική της τιμή, περί το–5 cm H20. Η PL μπορεί να εκτιμηθεί από τις προηγούμενες τιμές και ευρίσκεται σε επίπεδο περί το +5 cm H20. Προκειμένου να παραμείνουν οι αεραγωγοί βατοί, η κυψελιδική πίεση πρέπει να διατηρείται υψηλότερη της υπεζωκοτικής. Πρέπει, δηλαδή, να υπερκεράσει την πίεση ελαστικής επαναφοράς, που είναι η πίεση που απαιτείται για να διατηρηθούν οι πνεύμονες βατοί, για κάθε δεδομένο πνευμονικό όγκο και να διαταθούν οι πνεύμονες. Με άλλα λόγια, η πίεση ελαστικής επαναφοράς διατηρεί τους πνεύμονες διατεταμένους και η υπεζωκοτιή πίεση δείχνει το βαθμό διατάσεώς τους.

Εάν ο θώρακας είναι ανοικτός και οι αεραγωγοί καθηλωμένοι, η υπεζωκοτική πίεση είναι ίση με την ατμοσφαιρική (Ppl = 0). Προκειμένου να διατηρηθεί ο πνευμονικός όγκος πρέπει να εφαρμοστεί διαπνευμονική πίεση ίση με +5 cm H20. Εάν ο θώρακας υποστεί τρώση και οι αεραγωγοί δεν ατελεκτατούν, το αποτέλεσμα είναι πνευμοθώρακας, κατά τον οποίο η διαπνευμονική πίεση είναι 0. Η πίεση στις κυψελίδες και η υπεζωκοτική πίεση ωθούν τον πνεύμονα σε ατελεκτασία. Ο άλλος πνεύμονας δεν ατελεκτατεί, επειδή το μεσοθωράκιο σχηματίζει μια αεροστεγή μεμβράνη, που εμποδίζει την εξισορρόπιση πιέσεων μεταξύ των δύο ημιθωρακίων.

βλ.: πίεση ελαστικής επαναφοράς