Όρια αναπνευστικής αντιρροπήσεως στις μεταβολικές διαταραχές

Πειραματικά δεδομένα επιβεβαιώνουν ότι η αναπνευστική αντιρρόπιση επί μεταβολικής αλκαλώσεως (à206) ή οξεώσεως (à973) είναι αποδοτικότερη στις οξείες μορφές και λιγότερο αποδοτική στις χρόνιες. Με την πάροδο του χρόνου, μπορεί να απομειωθούν σημαντικά. Επί μεταβολικής οξεώσεως, π.χ., ο προκαλούμενος υπεραερισμός (αναπνοή Kasmaul, à254) και η επακόλουθη μείωση της PaCO2 αρχικά θα προκαλέσει αύξηση του pH, προς το φυσιολογικό, αλλά η μείωση αυτή, ακολούθως θα προκαλέσει περαιτέρω μείωση της [HCO3̄] λόγω, αφ΄ενός μεν μειώσεως της νεφρικής απεκκρίσεως οξέος και, αφετέρου  απώλειας HCO3̄ με τα ούρα. Οι μεταβολές αυτές είναι παρόμοιες με εκείνες που παρατηρούνται επί πρωτοπαθούς αναπνευστικής αλκαλώσεως. Το τελικό αποτέλεσμα είναι ότι το αρτηριακό pΗ μετά την οξεία περίοδο είναι πλησίον εκείνου χωρίς την ανάμειξη της αναπνευστικής αντιρροπήσεως. Επιπλέον, έχει πειραματικά δειχθεί ότι η αναπνευστική απάντηση είναι δισπροσαρμοστική, εφόσον η δευτεροπαθής μείωση της [HCO3̄] στο πλάσμα οδηγεί σε μείωση του pH σε επίπεδα χαμηλότερα, από εκείνα που θα αναμενόνταν χωρίς την αναπνευστική αντιρρόπιση.

Ανάλογα φαινόμενα έχουν, πειραματικά, δειχθεί επί καταστάσεων οξείας/χρόνιας μεταβολικής αλκαλώσεως, στις οποίες η αναπνευστική αντιρρόπιση (υποαερισμός που προκαλεί αύξηση της PaCO2) προκαλεί αύξηση της νεφρικής απεκκρίσεως όξινων ούρων και αύξηση της [HCO3̄] στο πλάσμα, παρόμοια με εκείνη που αναγνωρίζεται επί πρωτοπαθούς μεταβολικής οξεώσεως. Η νεφρική απάντηση εξουδετερώνει την αναπνευστική αντιρροπιστική μείωση του pH, μέσω του υποαερισμού, και δεν αποκλείεται η αύξηση του pH να είναι υψηλότερη από εκείνη που θα αναμενόταν επί μεταβολικής αλκαλώσεως χωρίς την παρείσφρυση αναπνευστικής αντιρροπήσεως.

επιστροφή