Οι μοριακές λειτουργίες των μουσινών των αεραγωγών δεν έχουν πλήρως χαρακτηρισθεί για τις εκκριτικές μουσίνες που σχηματίζουν τη στιβάδα γέλης (à403). Απαρτίζουν το μείζον μακρομοριακό συστατικό της βλέννης και, επομένως, εμπλέκονται σημαντικά στη βλεννοκροσσωτή κάθαρση. παθογόνων μικροοργανισμών και επιμερισμένης ύλης. Οι ολογοσακχαρίτες των μουσινών δεσμεύουν τις λεκτίνες των παθογόνων, γεγονός που, εν μέρει, ερμηνεύει το ρόλο τους στην αντιμικροβιακή δράση στους αεραγωγούς. Διατίθεται ευκρινέστερες πληροφορίες, αναφορικά με τις συνδεόμενες με τις μεμβράνες, τις MUC1 και MUC4[i]. H ΜUC1 αποτελεί το φέροντα οργανισμό του υποδοχέα για το βακτηρίδιο Pseudomonas aeruginosa, ενώ η σύνδεσή του με το μικρόβιο flagella διεγείρει τη φωσφορυλίωση της τυροσίνης του κυτοπλασματικού χώρου της βλέννης, που συνεπάγεται ενεργοποίηση του εξωκυττάριου καταρράκτη της κινάσης, που ρυθμίζεται από εξωκυττάρια σήματα. Η MUC1 ασκεί έμμεση αντιοξειδωτική δράση, καθώς ρυθμίζει τη μεταγραφή του παράγοντος FOXOA3, που απολήγει σε περιορισμό του ενδοκυττάριου οξειδωτικού stress της αποπτώσεως. Σε καρκινικά κύτταρα του μαστού, η MUC1 ενεργοποιεί τους EGFR και αντεπιδρά ευθέως με τη β-κατενίνη.
Η MUC4 έχει ανοσιακό χώρο παρόμοιο με εκείνον του EGF, που για τα καρκινικά κύτταρα συμπεριφέρεται ως λιγανδίνη για τον ErbB2, που είναι μέλος της οικογένειας του υποδοχέα ErbB της κινάσης της τυροσίνης. Η MUC4 επάγει την ανάπτυξη του όγκου, αναστέλλει την απόπτωση των καρκινικών κυττάρων και προστατεύει τα καρκινικά κύτταρα από την ανοσιακή αναγνώριση. Τόσο η MUC1, όσο και η MUC4 αντεπιδρούν με τη διαμεσολαβούμενη μέσω του αδενοϊού γονιδιακή θεραπεία στους πνεύμονες, γεγονός που υποδηλώνει ότι η γλυκοζυλίωση δρα ανασταλτικά στις κύτταρο-κύτταρο αντεπιδράσεις.