Η διαφορά της αρτηριακής από την κυψελιδική μερική πίεση O2 χρησιμοποιείται για τη διάκριση της ενδοπνευμονικής από την εξωπνευμονικής αιτιολογίας διαφυγής (à475-478).
Η φυσιολογική τιμή κυμαίνεται από 5-10 mmHg, αλλά αυξάνεται με την ηλικία. Κάθε δεκαετία ηλικίας αυξάνεται κατά 1 mmHg. Έτσι, κατά την 8η δεκαετία της ζωής, η DA-aO2 κυμαίνεται περί το 25 mmHg. Η διεύρυνση της διαφοράς οφείλεται στη μείωση της ΡaO2, όχι στην αύξηση της ΡΑO2. Κατά τη διάρκεια βαριάς ασκήσεως, η DA-aO2 αυξάνεται κατά 2.0-2.5 φορές, της τιμής ηρεμίας. Διευρισμένη DA-aO2 αποτελεί ένδειξη είτε ότι ο ασθενής επιτείνει την αναπνοή του, προκειμένου να εξασφαλίσει επαρκή οξυγόνωση, είτε ότι, παρ΄όλο το φυσιολογικό αερισμό, ο ασθενής δεν πετυχαίνει επαρκή οξυγόνωση είτε ότι, παρόλη την αύξηση του αερισμού του, ο ασθενής διατηρεί χαμηλή οξυγόνωση[i].
Η παθολογική αύξηση της DA-aO2 δηλώνει είτε έλλειμμα διαχύσεως, διαταραχή της σχέσεως V̇/Q̇, ή δεξιά προς αριστερά διαφυγή. Στην κλινική πρακτική θεωρείται ότι αύξηση της DA-aO2 μεταξύ 30-50 mmHg είναι ενδεικτική V̇/Q̇ διαταραχών, ενώ, DA-aO2 >60 mmHg δηλώνει, μάλλον, την παρουσία διαφυγής.
Επειδή ισχύει:
DA-aO2 @(150 - 5/4(PCO2)) - PaΟ2 {1}
Μπορούμε να συνάγουμε ότι η αύξηση της κυψελιδοαρτηριακής διαφοράς οφείλεται είτε σε χαμηλή ΡaO2 ή σε χαμηλή ΡaCO2 ή και στα δύο. Η χαμηλή ΡaCO2 συχετίζεται με υψηλό κατά λεπτό αερισμό. Επιπλέον, χαμηλή ΡaO2 είναι δείκτης ότι ο τρέχον αερισμός του εξεταζόμενου (ανεξάρτητα αν ευρίσκεται φυσιολογικός ή υψηλός) δεν είναι αρκετός για την πλήρη οξυγόνωση του αρτηριακού αίματος. Επομένως, η αυξημένη DA-aO2 είναι δείκτης υψηλής αναπνευστικής προσπάθειας (:χαμηλή ΡaCO2) σχετικά με το επίπεδο της ΡaO2. Παθολογικές αυξήσεις της DA-aO2 δεν είναι σπάνιες σε υγιείς καπνιστές και άτομα με χρόνια βρογχίτιδα. Αν και η DA-aO2 φαίνεται ευαίσθητος δείκτης για την αναγνώριση διαταραχών της σχέσεως αερισμού-αιματώσεως, η δοκιμασία δεν χρησιμοποιείται ευρέως, λόγω της αδυναμίας να μετρηθεί η ΡΑO2, σε κλινικές διατάξεις και, επομένως, πρέπει να υπολογισθεί με αναφορά στην εξίσωση του κυψελιδικού αέρα (à779). Ως ΡΙO2 θεωρείται η μερική πίεση του εισπνεόμενου Ο2 στην τραχεία, αλλά οι κυψελίδες, περιέχουν, επίσης, CO2 , που προήλθε από την ανταλλαγή. Είναι γνωστό ότι, γενικά, λιγότερη ποσότητα CO2 παράγεται (200 ml/min), από όση ποσότητα Ο2 καταναλώνεται (250 ml/min), ο λόγος τους είναι γνωστός ως δείκτης ανταλλαγής, R, που, συνήθως, εκτιμάται περί το 0.8. Για την κλινική πρακτική, χρησιμοποιείται μια εξαπλουστευμένη εκδοχή της εξισώσεως του κυψελιδικού αέρα.
PAO2 = PIO2 – PaCO2/R {2}
Με δεδομένο ότι η PiΟ2 ισούται με ΕΒΡ (effective barometric pressure: βαρομετρική πίεση περιβάλλοντος – υδρατμοί) επί τη συγκέντρωση Ο2 στον εισπνεόμενο αέρα, και, δεδομένου ότι σε συνήθεις συνθήκες διατροφής το R είναι 0.8 ή 1/1.25) η εξίσωση (2) μπορεί να επαναδιατυπωθεί:
PAO2= (EBP·FiO2)-1.25·ΡaCO2 (3) εξίσωση κυψελιδικού αέρα (à779).
[i] Costanzo, Linda (2006). BRS Physiology. Hagerstown: Lippincott Williams & Wilkins