Κυψελιδικό υγρό

Το κυψελιδικό υγρό αποτελείται από σύμπλοκα μίγματα λιπιδίων ή/και λιποπρωτεϊνών, που βασικός τους ρόλος είναι αυτός της μειώσεως της επιφανειακής τάσεως στους χαμηλούς πνευμονικούς όγκους, εξ αιτίας της οποίας θα μπορούσε να προκληθεί ατελεκτασία της κυψελίδας. Το πλέον σημαντικό επιφανειοδραστικό στοιχείο του κυψελιδικού υγρού είναι η φωσφατιδιλική χολίνη, το κυριότερο συστατικό της οποίας είναι η γ-διπαλμιτοϋλική λεκιθίνη, που παράγεται στα πνευμονοκύτταρα τύπου ΙΙ (à754). Επιπροσθέτως, όμως, διάφορα άλλα συστατικά ολοκληρώνουν τη σύνθεση του κυψελιδικού υγρού, μεταξύ των οποίων περιλαμβάνονται φωσφολιπίδια, ουδέτερα λιπίδια, πρωτεΐνες και υδρογονάνθρακες. Στις πρωτεΐνες κυρίως περιλαμβάνονται λευκωματίνη, ανοσοσφαιρίνες IgG και IgA τρανσφερρίνη, α1-αντιθρυψίνη, ελεύθερα εκκριτικά τμήματα IgA και μικρά ποσά συμπληρώματος.

Οπωσδήποτε είναι δύσκολο να αξιολογηθεί η προστατευτική σημασία όλων αυτών των συστατικών στοιχείων στο κυψελιδικό υγρό, αλλά πρόσφατα έχει συγκεντρωθεί σημαντικός όγκος πληροφοριών επί της συνθέσεως και της βιολογικής συμπεριφοράς του, που έχουν διευκολύνει την κατανόηση της λειτουργικής συνεισφοράς των συστατικών των κυψελιδικών εκπλυμάτων. Στο κυψελιδικό υγρό, αδρανοποιούνται, με οξείδωση, αέριοι ρυπαντές και υποστηρίζεται η κάθαρση των αερογενών σωματιδίων και η φαγοκυττάρωσή τους από τα κυψελιδικά μακροφάγα. Η τελευταία δράση των κυψελιδικών εκκρίσεων επί της λειτουργίας των κυψελιδικών μακροφάγων είναι κεντρικής σημασίας ζήτημα στην ανάλυση των αμυντικών πνευμονικών λειτουργιών. Έχει, τουλάχιστον εργαστηριακά, επιβεβαιωθεί ότι οι κυψελιδικές εκκρίσεις αναστέλλουν την αυτόλυση των κυψελιδικών μακροφάγων και βελτιώνουν σημαντικά τη βακτηριοκτόνο ικανότητά τους. Οι ιδιότητες αυτές του κυψελιδικού υγρού έχουν προφανείς ευμενείς συνέπειες στην αποτελεσματικότητα της αμυντικής οργανώσεως του πνεύμονος αλλά εξακολουθεί να διατηρείται μικρός βαθμός επιφυλάξεως μεταξύ των συγγραφέων. Το κυψελιδικό υγρό μετακινείται από τις κυψελίδες προς τα βρογχιόλια, από τα οποία απάγεται “επιβιβαζόμενο” στον τάπητα της βλεννοκροσσωτής συσκευής. Στη μετακίνηση του κυψελιδικού υγρού αποδίδεται η “ταχεία φάση” της βλεννοκροσσωτής καθάρσεως, κατά την οποία αποβάλλονται περίπου το 50% των καθηλωμένων σωματιδίων, σε διάστημα 24 ωρών. Η ροή του υγρού οφείλεται στη διαφορά της γλοιότητας, της πιέσεως και της επιφανειακής τάσεως μεταξύ κυψελίδων και βρογχιολίων. Κατά πειραματικές πληροφορίες όμως, η μετακίνηση υγρού από τις κυψελίδες προς τα κροσσωτά βρογχιόλια είναι αμελητέα στον ανθρώπινο πνεύμονα, αντίθετα με τη μετακίνηση στους πνεύμονες άλλων ειδών. Έτσι, αδιάλυτες ύλες που καθηλώνονται στο βοτρυδιακό επίπεδο, παραμένουν εκεί για πολύ μεγάλα χρονικά διαστήματα. Τα σωματίδια αυτά μπορεί να είναι υπεύθυνα για την ανάπτυξη ινωτικών παθήσεων στο παρέγχυμα, πνευμονικού εμφυσήματος, λειτουργικών διαταραχών ή καρκινογενέσεως.

επιστροφή