Ερυθροκύτταρα

Τα ερυθροκύτταρα είναι δίχωρα, εμπύρηνα κύτταρα, υπεύθυνα για τη μεταγωγή O2 /CO2  μεταξύ των ιστών του σώματος και των πνευμόνων. Η ικανότητα μεταγωγής αερίων που εμφανίζουν οφείλεται στην υψηλή τους περιεκτικότητα σε αιμοσφαιρίνη. Προέρχονται από τον αιμοποιητικό ιστό, και παράγονται κατόπιν μιας αλυσίδας δράσεων, στις οποίες πρωταγωνιστεί η ερυθροποιητίνη.

Η οξυγόνωση των ερυθροκυττάρων στους πνεύμονες διευκολύνει την αποφόρτιση του CO2 , προκαλώντας συρρίκνωση και απελευθέρωση ΑΤΡ. Το ΑΤΡ ενεργοποιεί τα ενδοθηλιακά κύτταρα να συνθέτουν ΝΟ, μέρος του οποίου συμπλέκεται με την Ηb. Η αναχθείσα αιμοσφαιρίνη στους περιφερικούς ιστούς ενεργοποιεί την απελευθέρωση ΝΟ και φόρτιση με CO2, απολήγοντας σε διόγκωση του ερυθροκυττάρου[i].

Ελλείμματα των ερυθροκυττάρων μπορεί να επηρεάζουν τους πνεύμονες. Οι αναιμίες συμπεριφέρονται ως αναπνευστικές διαταραχές, παρ΄όλο ότι η πολυκυτταραιμία σπάνια εγείρει αναπνευστικά προβλήματα. Οι αιμοσφαιρινοπάθειες, όπως η δρεπανοκυτταρική αναιμία, συχνά εμφανίζουν πνευμονικές επιπλοκές, που προκαλούν σημαντική νοσηρότητα και θνησιμότητα.

Επί επαφής των ερυθροκυττάρων με πνευμονικούς ινοβλάστες, λόγω πνευμονικών κακώσεων, διεγείρουν την απελευθέρωση IL8, που πυροδοτεί φλεγμονώδεις αντιδράσεις. Οι πάσχοντες με κυστική ίνωση εμφανίζουν σημαντικά αναπνευστικά προβλήματα, απότοκα μεταλλάξεων του ρυθμιστικού γονιδίου που ελέγχει τη διαμεμβρανική μεταγωγή ΑΤΡ[ii]. Τα ερυθροκύτταρα των πασχόντων  δεν έχουν την ικανότητα να παράγουν ΑΤΡ κατά το μηχανικό τους αποσχηματισμό στους πνεύμονες, αναστέλλοντας την από το ΑΤΡ διεγειρόμενη παραγωγή ΝΟ από τα ενδοθηλιακά κύτταρα, γεγονός που απολήγει στην ανάπτυξη πνευμονικής υπερτάσεως. Ερυθροκύτταρα προσβεβλημένα από ελονοσία εμφανίζουν πολλαπλές αλλοιώσεις που απολήγουν σε σωρεία κυψελιδικών και ενδοθηλιακών διαταραχών.

 

[i] Ingley E, Tilbrook PA, and Klinken SP (2004) New insights into the regulation of erythroid cells. IUBMB Life 56: 177–184.

[ii] Klinken SP (2002) Red blood cells. International Journal of Biochemistry and Cell Biology 34: 1513–1518.