Συγκεντρώνονται σε τρεiς αντανακλαστικογόνες ζώνες: α] στην είσοδο του λάρυγγα, δηλαδή στη λαρυγγική επιφάνεια της επιγλωττίδας και τις αρυταινοειδείς πτυχές· β] στην αναπνευστική επιφάνεια της επιγλωττίδας και, γ] στην υπογλωττιδική περιοχή, αμέσως μετά τις φωνητικές χορδές. Κείνται εντελώς επιφανειακά, πιθανόν σαν ελεύθερες νευρικές απολήξεις, ευαίσθητες στο διερχόμενο ρεύμα αέρος ή στις δονήσεις του βλεννογόνου, που οφείλεται στη διέλευση του αερορρεύματος. Διακρίνονται σε 3 τουλάχιστον τύπους βραδέως ή ταχέως προσαρμοζόμενες εμμύελες ίνες, υπεύθυνες για 7 τουλάχιστον αντανακλαστικά αποτελέσματα: λαρυγγόσπασμο, βρογχόσπασμο, άπνοια, αύξηση των εκκρίσεων, κατάποση, υπέρταση και καρδιακή αρρυθμία. Ισχυρότερο ερέθισμα προκαλεί εκπνευστικό αντανακλαστικό, ενώ ακόμη ισχυρότερο προκαλεί έντονο βήχα, που χαρακτηριστικά στερείται της αρχικής εισπνευστικής του φάσεως, προς αποφυγή εισροφήσεως του ερεθιστικού παράγοντος βαθύτερα στο τραχειοβρογχικό δένδρο, πριν επιχειρηθεί η αποβολή του με τον προκαλούμενο βήχα.