Αναπνευστικό κέντρο

Οι ομάδες των νευρικών κυττάρων που ελέγχουν το ρυθμό και βάθος της αναπνοής. Εδράζονται στη φαιά ουσία της γέφυρας και της ανώτερης μοίρας του προμήκους μυελού. Στο δικτυωτό σχηματισμό, στο κέντρο του προμήκους εντοπίζονται εισπνευστικοί και εκπνευστικοί νευρώνες. Στο δικτυωτό σχηματισμό, στον προμήκη, εντοπίζονται [α] οι ραχιαίοι αναπνευστικοί πυρήνες, ο μονήρεις και οι παρακείμενοι αυτού πυρήνες, και το προ- Botzinger σύμπλεγμα, που οργανώνουν την εθελούσια βίαιη  εκπνοή και αυξάνουν την ένταση της εισπνοής. [β] οι κοιλιακοί πυρήνες, όπως ο μονήρης, που οργανώνει, κυρίως, τις εισπνευστικές κινήσεις και τους χρόνους τους.  Οι κοιλιακοί πυρήνες, σε συνδυασμό με τους ραχιαίους εποπτεύουν τόσο την εισπνοή, όσο και την εκπνοή. Οι κοιλιακοί νευρώνες επεκτείνονται σε απομακρυσμένες περιοχές και διεγείρουν είτε σπονδυλικούς αναπνευστικούς νευρώνες, κυρίως των μεσοπλευρίων και κοιλιακών μυών της αναπνοής, ή τους βοηθητικούς μύες που νευρώνονται από το πνευμονογαστρικό ν., συμπεριλαμβανομένων και ανατομικών στοιχείων του λάρυγγος και του φάρυγγος. Λίγες ίνες από το σύμπλεγμα Botzinger εκτείνονται στους κοιλιακούς πυρήνες. Ο έλεγχος του ρυθμού της αναπνοής παραμένει ουσιωδώς άγνωστος, αν και πιθανολογείται ότι κύτταρα στο σύμπλεγμα Botzinger μπορεί να βηματοδοτούν την αναπνοή.

Το κέντρο της αναπνοής διακρίνεται στο εισπνευστικό κέντρο, στον προμήκη (à 531), στο εκπνευστικό κέντρο, στον προμήκη (à537), το απνευστικό κέντρο στο κατώτερο και μεσο τμήμα της γέφυρας (à327) και το πνευμοταξικό κέντρο, στην άπω γέφυρα (à1095). Το αναπνευστικό κέντρο δέχεται σήματα νευρικής, χημικής και ορμονικής φύσεως και ελέγχει το βάθος και το ρυθμό των αναπνευστικών κινήσεων του διαφράγματος και των άλλων αναπνευστικών μυών. Είναι πολύ ευαίσθητο σε μεταβολές στην ΡaCO2, και στις μεταβολές του pH αίματος.  Το προμηκικό κέντρο μπορεί, επίσης, να διεγερθεί με δύο άλλους τρόπους: Κατά τον πρώτο, από μείωση του pH, απότοκο μειώσεως του Ο2, που συνεπάγεται παραγωγή γαλακτικού οξέος. Με την αύξηση του pH, ενεργοποιείται ένας μηχανισμός γνωστός ως εκτροπή Bohr, που, γενικά, ενεργοποιείται επί μεγάλης αυξήσεως της ΡaO2 και της ΡaCO2. Οι παράμετροι αυτοί δυσχεραίνουν τη δέσμευση Ο2 και του CO2 από την Hb. Με το δεύτερο τρόπο, η υποξαιμία ελέγχεται από τα καρωτιδικά και αορτικά σωμάτια, τα οποία εκπέμπουν κεντρομόλες ώσεις στον προμήκη, προς κατάλληλη αναπροσαρμογή του αερισμού.

Επί υγιών, η παρουσία αυξημένων επιπέδων CO2 στο αίμα αποτελεί το βασικό ερέθισμα για τη διέγερση του αναπνευστικού κέντρου, προκειμένου να ενεργοποιήσει τα περιφερικά όργανα της αναπνοής. Οι εντοπισμένοι στα καρωτιδικά και αορτικά σωμάτια χημοϋποδοχείς (à1390) είναι υπεύθυνοι για την ανίχνευση των επιπέδων CO2  στο αίμα. Οι πάσχοντες από χρόνια αποφρακτική πνευμονοπάθεια, συνήθως εμφανίζουν σταθερή αύξηση της ΡaCO2, αποδιδόμενη στην εκτροπή της αναπνευστικής λειτουργίας, με αποτέλεσμα την επέλευση σχετικής αποευαισθητοποιήσεως στην υπερκαπνία και απαντήσεως μόνο σε χαμηλά επίπεδα Ο2. Κάκωση του κέντρου μπορεί να απολήξει σε κεντρικής αιτιολογίας αναπνευστική ανεπάρκεια, η αντιμετώπιση της οποίας απαιτεί εφαρμογή μηχανικής αναπνοής, με επιφυλακτική, συνήθως, πρόγνωση.

Το αναπνευστικό κέντρο αναστέλλεται λόγω: φαρμακευτικής δράσεως οπιούχων, κατασταλτικών, κλπ., αιφνίδιας διακοπής της αιματικής κυκλοφορίας στον εγκέφαλο, σοβαρή εγκεφαλική κάκωση, οξείες νευρολοιμώξεις, κακοήθειες του εγκεφάλου, βλάβη στον εγκέφαλο.|αποκορεσμός αιμοσφαρίνης στον ύπνο|αναπνευστικό κέντρο|