Ατοπία

 Ορίζεται η γενετική προδιάθεση σχηματισμού αντισωμάτων IgE μετά έκθεση σε αλλεργιογόνα. H παραγωγή IgE είναι κεντρικής σημασίας για την παθογένεια των αλλεργικών παθήσεων. Τα αλλεργιογόνα είναι πρωτεΐνες με την ικανότητα αντιδράσεως με το ανοσοποιητικό σύστημα, μέσω των αντιγονικών τους προσδιοριστών. Η αρχική έκθεση στο αλλεργιογόνο απολήγει στην ευαισθητοποίηση του εκτεθέντος. Τα αντιγόνα εισέρχονται στον οργανισμό μέσω του αναπνευστικού ή γαστρεντερικού βλεννογόνου και του δέρματος. Οι αλλεργιογόνες πρωτεΐνες εκκολπώνονται από αντιγονοπαρουσιαστικά κύτταρα, όπως τα μονοκύτταρα, τα μακροφάγα και τα δενδριτικά κύτταρα, τα οποία επάγουν τις ανοσοαντιδράσεις. Τα αντιγόνα διασπώνται προκειμένου να αποκαλυφθεί ο αντιγονικός προσδιοριστής τους ή το επίτοπο. Ακολούθως συνδέονται με μόρια τάξεως ΙΙ του MHC στην επιφάνεια των κυττάρων αυτών και το σύμπλεγμα εμφανίζεται προ των υποδοχέων των Τ-λεμφοκυττάρων. Τα βακτηριακά αντιγόνα ευνοούν την παραγωγή Th1 κυττάρων που εκκρίνουν κυτοκίνες ιδίως ιντερφερόνη-γ. Σε ατοπικά άτομα και παρουσία συνδιεγερτικών σημάτων νέα Τ-κύτταρα μετατρέπονται σε  CD4+ Τ-επικουρικά κύτταρα -2 (Th2), που διαδραματίζουν κεντρικό ρόλο στην ενορχήστρωση των αλλεργικών αντιδράσεων. Τα Th2 κύτταρα παράγουν κυτοκίνες όπως η ιντερλευκίνη IL-4 (à93) και IL-13 (à87), που επάγουν τον πολλαπλασιασμό και τη διαφοροποιήση των Β-λεμφοκυττάρων, ώστε να παράγουν IgE και πλασματοκύτταρα, ειδικά για το αλλεργιογόνο. Μερικά από αυτά τα κύτταρα μακροβιώνουν και ονομάζονται κύτταρα μνήμης. Η IL-4 είναι η πλέον σημαντική προαλλεργική κυτοκίνη, επειδή εκτός της ικανότητάς της να διαφοροποιεί τα Β-λεμφοκύτταρα σε Β-κύτταρα ικανά να παράγουν IgE, ενεργοποιεί τα Τ-λεμφοκύτταρα και τα μακροφάγα, που ενισχύουν την έκφραση των χαμηλής συγγένειας υποδοχέων IgE στα Β-λεμφοκύτταρα και των μορίων συγκολλήσεως στα ενδοθηλιακά κύτταρα. Η τελευταία ιδιότητα επάγει την έξοδο των κυττάρων από τα αγγεία. Επίσης αναστέλλει άλλους τύπους ανοσοαπαντήσεων, όπως από τα αντισώματα εξαρτώμενη κυτταροτοξικότητα. Η ΙL-13 εμφανίζει παρόμοια, αλλά ασθενέστερη βιολογική δράση, αν και είναι μακροβιότερη της IL-4.  Η ιντερφερόνη-γ (IFN-γ) αναστέλλει τις αλλεργικές αντιδράσεις και οι δράσεις είναι αντίθετες των IL-4 και IL-13. Άλλες κυτοκίνες που αναστέλλουν τις αλλεργικές αντιδράσεις είναι η IL-8, IL-10, IL-12, TGF-b. Η κατεύθυνση που θα λάβουν οι ανοσοαντιδράσεις μετά έκθεση σε αλλεργιογόνο εξαρτάται από την ισορροπία των Th1 και Th2  και τον εμπλουτισμό του περιβάλλοντος σε κυτοκίνες.

Στα ατοπικά άτομα, η ισορροπία κλείνει προς την παραγωγή κυτοκινών τύπου Th2 (δηλαδή IL-4 και IL-13) αντίθετα με τους λοιπούς, που υπερέχουν τα Th1 και η παραγωγή IFN-­γ. Η διαφοροποίηση των Th2 και η παραγωγή IgE καταστέλλεται από ρυθμιστικά Τ κύτταρα (CD4+ και CD25+). Έτσι, ένας αδόκιμα ασθενής μηχανισμός των ρυθμιστικών κυττάρων θα διευκόλυνε την παραγωγή IgE και την ανάπτυξη αλλεργικών νόσων.  Είναι πιθανό ότι η έκθεση σε αλλεργιογόνα, στην πρώιμη παιδική ηλικία, απολήγει στη δημιουργία δεξαμενής Τ κυττάρων εφ΄όρου ζωής. Στα ατοπικά άτομα, η ανοσολολογική μνήμη διατίθεται από τα Th2 κύτταρα, που προκαλούν αλλεργικές αντιδράσεις ενώ στα μη ατοπικά άτομα τα Th1 κύτταρα διατηρούν τη δεξαμενή μνήμης.

Επιπλέον της γενετικής προδιαθέσεως, περιβαλλοντικοί παράγοντες, όπως λοιμώξεις, τροφές, κλπ., μπορεί να επηρεάζουν την εξέλιξη των αρχικών απαντήσεων μεταβάλλοντας τις διατάξεις των κυττάρων και των κυτοκινών μέσα στους λεμφαδένες. Στα ατοπικά άτομα, με την εκτροπή των Th2 κυττάρων τους, η IgE σχηματίζεται ειδικά για το αντιγόνο που εμπλέκεται στην πρώτη έκθεση (ευαισθητοποίηση). Η IgE κυκλοφορεί δια του αίματος σε μικρές ποσότητες, αλλά είναι παρούσα κυρίως στους ιστούς που διαθέτουν υψηλής συγγένειας υποδοχείς (FceR1) όπως τα σιτευτικά κύτταρα και τα βασεόφιλα, και FceR2 στα ηωσινόφιλα, μακροφάγα και αιμοπετάλια. Αυτή η IgE μπορεί να ανιχνευθεί στο αίμα με ανοσοαναλύσεις ή στο δέρμα με δερματικές δοκιμασίες. Σε επόμενη έκθεση, απελευθερώνονται προσχηματισμένοι μεσολαβητές, όπως η ισταμίνη, η τρυπτάση και η ηπαρίνη, που προκαλούν την εμφάνιση της υπερευαισθησίας τύπου Ι (à1293), που συμβαίνει εντός λεπτών από την έκθεση, εξ ού και ονομάζεται άμεση υπερευαισθησία. Ταυτόχρονα, επάγεται η σύνθεση μεταβολιτών αραχιδονικού οξέος όπως οι προσταγλανδίνες, και τα λευκοτριένια, και η έκφραση κυτοκινών, όπως η IL-3, IL-4, IL-5-, IL-6, IL-10, IL-13 και του TNF-a και χημοκινών. Προσελκύονται ηωσινόφιλα στον τόπο της εκθέσεως, προδιαθέτοντας την εμφάνιση της όψιμης φάσεως της τύπου 1 άμεσης αντιδράσεως, που άρχεται 46 h μετά την αρχική έκθεση, χωρίς να προαπαιτείται νέα έκθεση.

Η άμεση υπερευαισθησία είναι κεντρικής σημασίας για όλες τις μέσω της IgE διενεργούμενες αλλεργικές αντιδράσεις και εμφανίζεται στο άσθμα, στη ρινίτιτδα, και την  αναφυλαξία. Κατά τη διάρκεια οξειών αναφυλακτικών αντιδράσεων, οι εξελίξεις είναι οξείες με αθρόα απελευθέρωση προσχηματισμένων μεσολαβητών, ισταμίνης, κλπ., που προκαλούν τυπικά συμπτώματα και σημεία,  όπως ο οξύς βρογχόσπασμος και η αναφυλαξία. Εναλλακτικά η εξέλιξη μπορεί να είναι υποξεία ή χρόνια και εντοπισμένη σε μια μόνο ανατομική περιοχή, όπως οι πνεύμονες ή, ιδίως, η ρινική κοιλότητα.

 

Επανειλημμένες εκθέσεις σε αλλεργιογόνα, οδηγούν στην επαγωγή χρονιότερων μορφών φλεγμονής με την εισροή κυττάρων φλεγμονής, μεταξύ των οποίων τα Τ-λεμφοκύτταρα και τα ηωσινόφιλα. Κυτοκίνες που παράγονται από διάφορα κύτταρα, όπως τα Τ-λεμφοκύτταρα ρυθμίζουν τις διεργασίες της φλεγμονής, ενώ πολλαπλασιασμός των Th2 που παράγουν κυρίως IL-4 και IL-5 απολήγουν στη διαφοροποίηση και παραγωγή Β-κυττάρων σε πλασματοκύτταρα, που παράγουν IgE, καθώς και ενεργοποίηση και εισροή κυττάρων φλεγμονής, όπως τα ηωσινόφιλα. Τα ηωσινόφιλα μπορούν να προκαλέσουν ιστική βλάβη, ιδιαίτερα παρουσία IL-5. Διάφορες κυτοκίνες επάγουν την παραγωγή μορίων συγκολλήσεως στα ενδοθηλιακά και επιθηλιακά κύτταρα διευκολύνοντας τη μετανάστευση ηωσινοφίλων στο βλεννογόνο. "βλέπε: ατοπία/ρινίτις", ανοσοανεπάρκεια