Γνωστή και ως κυτοτοξική υπερευαισθησία, μπορεί να προσβάλλει διάφορα όργανα ή ιστούς. Τα αντιγόνα είναι συνήθως ενδογενή, αν και εξωγενή αντιγόνα (απτίνες), που προσκολλώνται στην επιφάνεια των κυττάρων, μπορεί να οδηγήσουν σε τύπου ΙΙ υπερευαισθησία.
Τα αντισώματα αντεπιδρούν με το συμπλήρωμα και τα εκτελεστικά κύτταρα, μέσω του Fc τμήματος του μορίου τους κι έτσι τα αντισώματα γεφυρώνουν τα εκτελεστικά κύτταρα με τα προσηλωμένα αντιγόνα στον ιστό - ή στο κύτταρο- στόχο. Έτσι, τα αντισώματα προξενούν βλάβη στους ιστούς ή στα κύτταρα επί των οποίων ευρίσκονται προσηλωμένα τα αντιγόνα. Ο μηχανισμός βλάβης αποτελεί με άλλα λόγια αντικατοπτρισμό των φυσιολογικών εξελίξεων που αφορούν την εξουδετέρωση των παθογόνων μικροοργανισμών, αν στη θέση τους αντικατασταθούν από κύτταρα ή ιστούς του οργανισμού, που φέρουν το ειδικό αντιγόνο ή ακόμη και απτίνες.
Στα συνηθέστερα παραδείγματα συμπεριλαμβάνονται η φαρμακοεπάγωγη αιμολυτική αναμία, η κοκκιοκυτταροπενία και η θρομβοπενία. Ο συστηματικός ερυθηματώδης λύκος Ο χρόνος εκδηλώσεως της υπερευαισθησίας είναι από λεπτά σε ώρες. Η υπερευαισθησία τύπου ΙΙ διαμεσολαβείται από IgM ή IgG αντισώματα και συμπλήρωμα ενώ δεν αποκλείεται να εμπλέκονται τα φαγοκύτταρα και τα Κ κύτταρα. Στη βλάβη ανιχνεύονται αντισώματα, συμπλήρωμα και ουδετερόφιλα.
βλέπε: υπερευαισθησία