Ιστορία της Φυματίωσης

Παρότι δεν υπάρχουν δεδομένα που να το δείχνουν, ο Steele και οι συνεργάτες του (1958) πιστεύουν ότι η φυματίωση των βοοειδών προϋπήρχε πολύ της φυματίωσης του ανθρώπου.

Πολλά στοιχεία δείχνουν ότι η φυματίωση αποτελεί μια από τις αρχαιότερες νόσους. Ενδεικτικό είναι το γεγονός ότι έχει εντοπιστεί ακόμα και στις μούμιες της Αιγύπτου και άλλα αρχαιολογικά κτερίσματα, ενώ πιθανολογείται και περίπτωση φυματίωσης της σπονδυλικής στήλης σε άνθρωπο του Neanderthal. Με το πέρασμα των αιώνων, συνεχώς αυξάνεται ο επιπολασμός της, με αποτέλεσμα να αποτελέσει για πολλούς αιώνες μάστιγα του ανθρώπινου πολιτισμού και τροχοπέδη της ανάπτυξης.

Ο όρος φυματίωση προέρχεται από το φυμάτιο, την παθολογοανατομική εικόνα του νοσήματος. Στην αρχαία Ελλάδα, η νόσος ήταν γνωστή ως «φθίσις» (φθίνω, που σημαίνει λειώνω, υποστρέφομαι). Οι αρχαίοι Έλληνες Ιατροί την εί-χαν μελετήσει ιδιαίτερα, γεγονός που οφείλεται στον μεγάλο επιπολασμό της.

Όλοι οι αρχαίοι πολιτισμοί αντιμετώπισαν το πρόβλημα της φυματίωσης όπως αποδεικνύουν άφθονα τεκμήρια και γραπτές αποδείξεις. Μάλιστα, η νόσος είχε περιγραφεί και υπήρχαν στοιχειώδεις μέθοδοι αντιμετώπισής της (αποτελεσματικοί ή μη). Διασωθείσες πινακίδες της βιβλιοθήκης του βασιλιά Ασουρμπανιμπάλ (668-626 π.Χ.), της Αρχαίας Μεσοποταμίας, αναφέρουν τη φυματίωση, περιγράφουν τη συμπτωματολογία και την μεταδοτικότητά της. Πίστευαν τότε, ότι την προκαλεί ο δαίμονας «Ashakku» και επεδίωκαν τη θεραπεία μέσω εκδίωξης του δαίμονα. Στην Αρχαία Αίγυπτο, η Ιατρική είχε αναπτυχθεί ιδιαίτερα και ο επιπολασμός της νόσου ήταν μεγάλος. Το γεγονός της έλλειψης σχετικών αναφορών οφείλεται μάλλον στο μυστικισμό που είχε συνδεθεί με την Ιατρική γνώση και όχι στην έλλειψη σχετικής γνώσης. Υπήρχαν νεκροταφεία με τέτοια συχνότητα προσβεβλημμένων σκελετών ώστε να πιθανολογείται ότι ανήκαν σε υποτυπώδη σανατόρια. Σχετικά με τους Εβραίους, όπως αναφέρεται στην Π. Διαθήκη, γνώριζαν τη νόσο. Ήταν ο πρώτος λαός που απαγόρευσε το φάγωμα ζώου που έπασχε από φυματίωση. Μάλιστα, είχε απαγορευτεί η είσοδος κυφωτικών στο εσωτερικό ιερό και την περιοχή του μεγάλου βωμού, κάτι που δείχνει ότι είχε αναγνωριστεί η σχέση της κύφωσης με τη νόσο. Στην Αρχαία Ινδία, η ιατρική είχε συστηματοποιηθεί σε επίπεδο ιατρικών εγκυκλοπαιδειών, οι οποίες περιείχαν κάθε παθολογική κατάσταση. Οι φυματικοί κατέφευγαν στους θεούς ως ικέτες αναζητώντας θεραπεία. Στην Αρχαία Κίνα, η ιατρική είχε διαχωριστεί από μαγικές πράξεις. Είχαν περιγραφεί τα συμπτώματα της νόσου. Για την αντιμετώπισή της, προτεινόταν βελτίωση της υγιεινής και της διατροφής, αλλά και αηδιαστικές θεραπευτικές ενέργειες (χορήγηση όρχεων σκύλου, ούρων γυναίκας κ.α.).

Στην Αρχαία Ελλάδα συντελέστηκαν σημαντικότατες πρόοδοι στην Ιατρική Επιστήμη, καθώς για πρώτη φορά αυτή εκφράζεται επιστημονικά. Οι Αρχαίοι Έλληνες Ιατροί δανείζονται την γνώση από τους προγενέστερους πολιτισμούς και την εξελίσσουν αλματωδώς. Συνέβαλαν τα μέγιστα στην ανάπτυξη της επιστήμης, καθώς οριστικά απομάκρυναν τον ρομαντισμό, τις μαγικές αντιλήψεις αλλά και τη φιλοσοφία από την επιστήμη και την προσανατόλισαν προς τη βιολογία και τη μελέτη του ανθρώπου και της φύσης. Διακρίνονται δύο περίοδοι στην ανάπτηξη της Ιατρικής Γνώσης στην Αρχαία Ελλάδα.

Κατά την προϊποκράτειο περίοδο, υπάρχουν ελάχιστες γνώσεις σχετικά με τη φυματίωση. Αναφέρεται ότι ο Αρισταίος (13ος αιώνας π.Χ.), ανακάλυψε τις θερα-πευτικές ιδιότητες του σιφλίου. Αργότερα, ο Διοσκουρίδης παρατήρησε ότι ο οπός του σιφλίου χρησίμευε για τη θεραπεία των αναπνευστικών νόσων, όπως οι βρογχίτιδα, η πλευρίτιδα και άλλα. Το μόνο σύμπτωμα της φυματίωσης που α-να¬φέρεται εκείνη την περίοδο είναι η αιμόπτυση. Οι πάσχοντες θεραπεύονταν σε Ιερά Θεραπευτήρια, τα οποία τοποθετούνταν σε παραθαλάσσιες περιοχές ή σε περιοχές μικρού υψομέτρου, ανάμεσα σε δάση. Έτσι, πολλοί τα συγκρίνουν με σανατόρια. Πιστεύεται, ότι θεωρούσαν τη φυματίωση ιερή ασθένεια και κατέφευγαν στους θεούς για να ζητήσουν θεραπεία.

Στο Ασκληπιείο της Επιδαύρου, που ανακαλύφθηκε το 1883 από τον καθηγητή Δ. Καββαδία, εντοπίστηκαν δύο πλάκες με αναφορές στη χοιράδωση και την πλευρίτιδα, ως ασθένειες που είχαν θεραπευθεί. Σε άλλη επιγραφή αναφέρεται ειδικό ίαμα που πρότειναν στους φυματικούς. Γενικά πάντως η θεραπεία βασιζόταν στην εκλογή σωστής δίαιτας και κλίματος.

Περισσότερες πληροφορίες για τη νόσο έχουμε από την Ιατρική Σχολή της Κνίδου, που ήταν αποικία των Λακεδαιμονίων στην Ασιατική Δωρίδα. Εκεί, αναγνωρίζονταν διάφοροι ήχοι από την ακρόαση του στήθους των φθισικών. Οι γιατροί ήταν επιφυλακτικοί για τα αποτελέσματα της θεραπείας με καυτηριάσεις. Ο Ευρυφών, στον οποίο αποδίδεται το έργο «περί Κνιδίων Γνωμών», πρό¬τει¬νε το γάλα ως ίαμα σε όσους έπασχαν από τη νόσο.

Ο Ιπποκράτης (460-377 ή 359 π.Χ.) ήταν ο πρώτος που μελέτησε την Ιατρική ως επιστήμη, ανεξαρτήτως μαγείας, θεϊκών παρεμβάσεων, φιλοσοφίας. Βασίστηκε στην παρατήρηση, την πείρα και τη λογική. Πίστευε ότι κάθε αρρώστια αποτελεί μια φυσική εξελικτική διεργασία, της οποίας τα συμπτώματα είναι οι αντιδράσεις του οργανισμού προς αυτή. Έτσι, θεωρούσε ότι ο ρόλος του ιατρού είναι να υποβοηθήσει και να αυξήσει τις φυσικές δυνάμεις του ανθρώπου.

Με αφορμή επιδημία φυματιώσεως στην Ταρσό, περιγράφει τις κλινικές εκδηλώσεις της. Σε αυτόν μάλιστα αποδίδεται και το όνομα «φθίσις». Είχε ασχοληθεί με τη νόσο σε ιδιαίτερο έργο του, το οποίο δεν έχει διασωθεί. Κύ¬ρια συμπτώματα θεωρούσε το βήχα (διακρίνει πολλά είδη), την αιμόπτυση, τον πυρετό και τους ιδρώτες. Ο όρος «απόχρεμψη» είναι και αυτός Ιπποκρατικός. Μάλιστα, ο Ιπποκράτης διακρίνει πολλά είδη πτυέλων και αναφέρεται τόσο στη δύσπνοια των φθισικών και την ορθόπνοια, συσχετίζοντάς τες με διάφορα ήδη πτυέλων.

Γενικά, μπορούσε να ξεχωρίσει και να κατατάξει τις διάφορες μορφές της στηθικής πάθησης (πλευρίτιδα, πνευμονία, πνευμονική φυματίωση). Μπορούσε να τις συσχετίσει με τις νευραλγίες του θώρακα. Αναφερόταν σε παθολογικούς ήχους, από την άμεση στηθοσκόπηση. Αναγνώρισε και ονόμασε την πληκτροδακτυλία, που αποτελεί σύμπτωμα της χρόνιας πνευμονικής φυματίωσης. Επιπλέον, γνώριζε τη σχέση της φυματίωσης του λάρυγγα, που ακολουθεί την πνευμονική μορφή της νόσου.

Από την πλευρά της επισκόπησης, συνδέεται η νόσος με αδυναμία, «καθ’ όλου αναιμική όψη», ιδιοσυστασία και απίσχναση. Δεν ασχολείται με τη μεταδοτικότητα της νόσου, η οποία φαίνεται ότι ήταν γενικά παραδεκτή την εποχή εκείνη.

Επειδή μεταδίδεται κυρίως μεταξύ των οικογενειών, λόγω του συγχνωτισμού με τον πάσχοντα, ο Ιπποκράτης, όπως και ο Γαληνός αργότερα, είχε υποθέσει ότι η φυματίωση είναι πάθηση κληρονομική. Παρότι αυτό βέβαια δεν επιβεβαιώνεται, είναι γεγονός ότι υπάρχει κληρονομική προδιάθεση σχετικά με την ευπάθεια στη νόσο.

Η θεραπεία της νόσου κατά τον Ιπποκράτη συνίστατο σε υγιεινοδιαιτητική α-γωγή και κλιματοθεραπεία. Συμβούλευε υπερσιτισμό, με ποιοτική επιλογή όμως της τροφής. Προτιμά το ξηρό κλίμα και στέλνει τους ασθενείς του στην Αίγυπτο, τη Λιβύη κλπ. Συνιστά επίσης λουτροθεραπεία και τονίζει τη σημασία της αποφυγής της κόπωσης, ιδιαίτερα στους αρρώστους με πυρετό. Η φαρμακευτική αγωγή που χρησιμοποιούσε περιοριζόταν σε κοινά φάρμακα για την καταπολέμηση του βήχα και της αιμόπτυσης. Δυστυχώς αυτό δεν είχε αποτέλεσμα.

Κατά την περίοδο μετά τον Ιπποκράτη, οι θεωρίες του εξελίσσονται. Τις θεωρίες του εξελίσσονται από τους γιούς του, τον Δράκοντα και τον Θεσσαλό, τον γαμπρό του Πολυβό και τον Μένωνα. Στη Σχολή της Κω ανήκουν και ο Κριτόδημος, ιατρός του Μ. Αλεξάνδρου και ο Ιπποκράτης Δ’, ιατρός της βασίλισσας Ρωξάνης.

Παράλληλα, εξελίσσεται η φιλοσοφία, σε στε¬νή σύνδεση με την ιατρική επι-στήμη. Ο Αριστοτέλης (384-322 π.Χ.), ο οποίος δημιούργησε τις βάσεις της επι-στήμης της βιολογίας, είχε παρατηρήσει ότι «Πρόσωπα που έρχονται σε επαφή με φθισικούς κολλάνε την ασθένεια και αυ¬τό οφείλεται σε κάποια ‘ύλη’ που εκ-πνέεται από το στόμα του αρρώστου και η οποία παράγει φθίση». Από την άλλη πλευρά, ο Πλάτωνας (430-347 π.Χ.) υπήρξε ιδιαίτερα αρνητικός σχε¬τι¬κά με τη δυνατότητα θεραπείας της νόσου. Δε συμβουλεύει θεραπεία και ιδιαίτερη φροντίδα για τους φθισικούς, καθώς δεν έχουν να προσφέρουν κανένα πλεονέκτημα στην πολιτεία και τον εαυτό τους.

Τέλος, η Σχολή της Αλεξάνδρειας αποτελεί το τελευταίο –και πιο αξιοθαύμαστο- κέντρο της ιατρικής επιστήμης, συγκεντρώνοντας τη γνώση του Αρχαίου Ελληνικού, Αιγυπτιακού και Ασιατικού πολιτισμού. Κύριοι εκπρόσωποι της Σχο-λής αυτής ήταν ο Ηρόφιλος (323-285 π.Χ.) και ο Ερασίστρατος (310-250 π.Χ.). Ο πρώτος συμβουλεύει τους φθισικούς να τρώνε αλίπαστα με ψωμί, ενώ χορηγεί για πρώτη φορά το φάρμακο θηριακή (η βάση της ήταν η σάρκα έχιδνας, η οποία ανακατευόταν με διάφορα άλλα περίεργα και μάλλον άχρηστα φάρμακα, που διέφεραν ανάλογα με τη χώρα και την εποχή. Βρισκόταν σε χρήση ως και το 17ο αιώνα) στη θεραπεία. Ο Ερασίστρατος συνιστά το λάχανο για την καταπολέμηση του βήχα και της αιμόπτυσης, και το φάρμακο «ακόνιτον», που αποτελείται από διάφορα περίεργα και μάλλον άχρηστα παρασκευάσματα. Είναι ο πρώτος που χρησιμοποιεί την περίδεση των μελών, σε περιπτώσεις έντονων αι-μοπτύσεων (κάποιοι το αποδίδουν στον Κέλσο).

Βασική διαφορά ανάμεσα στη Σχολή της Κω και αυτή της Αλεξάνδρειας είναι ότι η πρώτη πίστευε στη χυμοπαθολογία και θεωρούσε αίτιο της φυματίωσης την έλκωση του πνεύμονα που προκαλείται από «κατάρρου» ενώ η άλλη υποστηρίζει τη στερεοπαθολογία. Αποδίδει την αιτία της νόσου στην πληθώρα του αίματος και τον μαρασμό. 

 

Pulmonary Department, General Hospital of Nikaia "St. Panteleimon", Piraeus

Ένα συνοπτικό λήμμα για την Ιστροία της Πνευμονολογίας. ΘΕΜΑΤΟΛΟΓΙΟ ΠΝΕΥΜΟΝΟΛΟΓΙΑΣ http://respi-gam.net/node/5204