η Ζωή

H ζωή

Το να ζεις μόνο δεν είναι αρκετό· είπε η πεταλούδα. Πρέπει να έχει λιακάδα, ελευθερία κι ένα μικρό λουλούδι (H.C. Andersen 1805-1875).

Ο ορισμός της ζωής είναι ένα σύνθετο έργο που απασχολεί επιστήμονες, φιλοσόφους και στοχαστές για αιώνες. Αν και δεν υπάρχει ένας καθολικά αποδεκτός ορισμός, η ζωή περιγράφεται συνήθως ως μια κατάσταση που διακρίνει τους οργανισμούς από τα άψυχα αντικείμενα. Αλλά αυτή η διάκριση δεν είναι αρκετή για την κατανόηση του νοήματος της ζωής, αν δεν συνοδεύεται από τη διευκρίνιση του λόγου για τον οποίον υπάρχει η διάκριση και την ενσωμάτωση της στον ορισμό της ζωής. Δηλαδή των τύπων και των ιδιοτήτων της. Τα χαρακτηριστικά που συνδέονται συχνά με τη ζωή περιλαμβάνουν: Μεταβολισμός: Η ικανότητα μετατροπής ενέργειας από το περιβάλλον και χρήσης της για διάφορες φυσιολογικές διεργασίες. Κυτταρική Δομή: Οι ζωντανές οντότητες συνήθως αποτελούνται από ένα ή περισσότερα κύτταρα, που παριστούν τις στοιχειώδεις δομικές και λειτουργικές μονάδες της ζωής. Αναπαραγωγή: Η ικανότητα παραγωγής απογόνων, είτε σεξουαλικά είτε ασεξουαλικά, για να εξασφαλιστεί η συνέχεια του είδους. Απόκριση στα ερεθίσματα: Οι ζωντανοί οργανισμοί μπορούν να ανταποκριθούν σε αλλαγές στο περιβάλλον τους, παρουσιάζοντας συμπεριφορές ή φυσιολογικές αντιδράσεις. Προσαρμογή: Οι ζωντανοί οργανισμοί μπορούν να εξελιχθούν με την πάροδο του χρόνου, προσαρμόζοντας τις αλλαγές στο περιβάλλον τους μέσω της φυσικής επιλογής. Ομοιόσταση: Η ικανότητα διατήρησης της εσωτερικής (milieu interieur) σταθερότητας  και ισορροπίας, ακόμη και ενόψει εξωτερικών αλλαγών. Μεγέθυνση και Ανάπτυξη: Οι ζωντανοί οργανισμοί υφίστανται ανάπτυξη και ακολουθούν ένα καθορισμένο πρότυπο ωρίμανσης καθ' όλη τη διάρκεια της ζωής τους. Ενώ αυτά τα χαρακτηριστικά παρέχουν ένα γενικό πλαίσιο για την κατανόηση της ζωής, είναι σημαντικό να σημειωθεί ότι υπάρχουν εξαιρέσεις και αποκλίσεις σε διάφορα βιολογικά συστήματα. Ο ορισμός της ζωής παραμένει μια δυναμική και εξελισσόμενη πρόκληση καθώς η κατανόησή μας για τη βιολογία προχωρά. 

Στη λογοτεχνία, η έννοια της ζωής συχνά διερευνάται με διάφορους τρόπους, αντανακλώντας τον πλούτο και την πολυπλοκότητα των ανθρώπινων εμπειριών. Ενώ η λογοτεχνία δεν παρέχει έναν επιστημονικό ορισμό της ζωής, εμβαθύνει στις συναισθηματικές, κοινωνικές και υπαρξιακές πτυχές τού να είσαι ζωντανός. Μερικοί τρόποι με τους οποίους το θέμα της ζωής εκδηλώνεται στη λογοτεχνία: Εξερεύνηση της ανθρώπινης εμπειρίας: Η λογοτεχνία συχνά εμβαθύνει στις περιπλοκές των ανθρώπινων συναισθημάτων, των σχέσεων και της συνολικής ανθρώπινης εμπειρίας. Επιδιώκει να συλλάβει την ουσία του τι σημαίνει να είσαι ζωντανός μέσα από τους χαρακτήρες και τα ταξίδια τους. Υπαρξιακοί στοχασμοί: Πολλά λογοτεχνικά έργα, ειδικά στη σφαίρα του υπαρξισμού, καταπιάνονται με ζητήματα ύπαρξης, σκοπού και νοήματος της ζωής. Συγγραφείς όπως ο Albert Camus και ο Jean-Paul Sartre έχουν εξερευνήσει αυτά τα θέματα εκτενώς. Αφηγήσεις ενηλικίωσης: Ιστορίες που περιστρέφονται γύρω από την ανάπτυξη και την εξέλιξη των χαρακτήρων, που συχνά αναφέρονται ως αφηγήσεις ενηλικίωσης, εξερευνούν τις μεταβάσεις από τη νεότητα στην ενηλικίωση. Αυτές οι αφηγήσεις δίνουν έμφαση στην εξέλιξη των χαρακτήρων καθώς περιηγούνται στην πολυπλοκότητα της ζωής. Συμβολικές αναπαραστάσεις: Η ζωή στη λογοτεχνία μπορεί να αναπαρασταθεί συμβολικά. Για παράδειγμα, ένα ταξίδι σε ένα μυθιστόρημα μπορεί να συμβολίζει το ταξίδι της ζωής με τις προκλήσεις, τις ανακαλύψεις και τις μεταμορφώσεις του. Στοχασμοί για τη Θνησιμότητα: Πολλά λογοτεχνικά έργα συλλογίζονται την ευθραυστότητα και την παροδικότητα της ζωής. Τα θέματα της θνητότητας και του αναπόφευκτου του θανάτου είναι κοινά σε διάφορα είδη, από την ποίηση μέχρι τα μυθιστορήματα. Φύση και ο κύκλος της ζωής: Η λογοτεχνία συχνά κάνει παραλληλισμούς μεταξύ των κύκλων της φύσης και των κύκλων της ανθρώπινης ζωής. Αυτό συχνά διερευνάται μέσω συμβολισμών και μεταφορικών συνδέσεων μεταξύ του φυσικού κόσμου και της ανθρώπινης ύπαρξης. Αγώνες και θρίαμβοι: Η λογοτεχνία συχνά απεικονίζει τους αγώνες και τους θριάμβους ατόμων ή κοινοτήτων, αναδεικνύοντας την ανθεκτικότητα και τη δύναμη που μπορεί να βρει κανείς απέναντι στις προκλήσεις της ζωής. Τελικά, η λογοτεχνία παρέχει μια πλούσια ταπετσαρία αφηγήσεων, χαρακτήρων και θεμάτων που συμβάλλουν συλλογικά στην κατανόηση και την ερμηνεία της ζωής σε όλες τις διαφορετικές διαστάσεις της. Η εξερεύνηση της ζωής στη λογοτεχνία είναι μια αντανάκλαση της ανθρώπινης κατάστασης και της συνεχούς αναζήτησης νοήματος και κατανόησης.

Γνωρίζουμε τι είναι η ζωή, πως αρχίζει και πού τελειώνει· δεν γνωρίζουμε, ποιό είναι το νόημά της, παρά τις προσπάθειες πολλών να το μελετήσουν και να το περιγράψουν, αν έχει κάποιο νόημα· ποιός είναι ο σκοπός της, αν έχει κάποιο σκοπό. Όχι σπάνια ερωτήσεις σαν κι αυτή φαντάζουν ανόητες ή ότι στερούνται πρακτικού νοήματος, ακριβώς όπως χωρίς νόημα θα ήταν μια ερώτηση, σχετικά με τη γεύση του κόκκινου.

Η ανθρωπότητα εξακολουθεί να ελπίζει ότι η φιλοσοφία θα μπορούσε να καλύψει το κενό που άφησε η κατάργηση όλων των θρησκευτικών και ‘εστεμμένων’ αυθεντιών, που με αυθαίρετο και ιδιοτελή τρόπο χάραζε την πορεία τους που την ακολουθούσαν, μη έχοντας άλλες επιλογές και να αναλάβει εκείνη καθοδηγητικό ρόλο, στα πλαίσια του οποίου διαγράφεται το δέον γενέσθαι. Αλλά κάτι τέτοιο δεν φαίνεται ότι συνέβη. 

Αν σκοπός της ζωής είναι μόνο η διαιώνιση του είδους, τότε γιατί αυτή πρέπει να παρατείνεται πέρα από το όριο της αναπαραγωγικής περιόδου κάθε έμβιου όντος; Καθώς υπάρχουν πολλά είδη που πεθαίνουν μόλις συμπληρώσουν τον κύκλο της αναπαραγωγής τους, δεν μπορούμε να πούμε ότι από τη φύση διέφυγε αυτή η επιλογή. Σε μερικά, μάλιστα είδη, τα αρσενικά πεθαίνουν αμέσως μετά τη γονιμοποίηση των θηλυκών, όπως οι μέλισσες και οι αράχνες. Μόνο για την εξυπηρέτηση της αναπαραγωγής δεν μπορεί να δικαιωθεί η πολύπλοκη, όσο και περίτεχνη κατασκευή των ανωτέρων ειδών. Ως φιλοσοφικό ερώτημα, απασχόλησε πολλούς φιλοσόφους, όπως τον Πλάτωνα στις συζητήσεις του με τον Τίμαιο· τον Αριστοτέλη, ως την θεμελιώδη, αναλλοίωτη ιδιότητα της φύσης· τους επικούρειους και τον Λ. Ντα Βίτσι,  ως προετοιμασία για τον θάνατο· τον Καντ, ως το υψηλότερο καλό, που διακρίνεται για την οργάνωση, τη διακύμανση και την εξέλιξη, μέσω της φυσικής επιλογής, όπως την κατενόησε ο Δαρβίνος· και, τέλος, τον Ακινάτη, ως το ωραίο όραμα, για να σταχυολογήσουμε μερικούς μόνο από τους κλασικούς διανοητές. Άλλοι φιλόσοφοι, εν τούτοις, διατηρούν έναν μάλλον ενστικτώδη σκεπτικισμό κι απροθυμία να ασχοληθούν μ΄ αυτό το ζήτημα γιατί φαίνεται εξαιρετικά αόριστο ή και αδύνατο να περιλάβει την εκπλήρωση των κοσμικών προσδοκιών. Όλοι οι άνθρωποι αξίζουν ευημερίας και μακροημέρευσης. Μέσα σ΄ αυτά τα γενικότερα πλαίσια της εν γένει απομείωσης του ειδικού βάρους των ανθρώπινων κοινωνιών στις αγοραίες εκδοχές τους, διαπιστώνεται μια σθεναρή θέληση της κοινωνίας να μην μας επιτραπεί να δημιουργήσουμε δυστυχισμένες ζωές, αλλά βέβαια μας επιτρέπεται να μην δημιουργήσουμε μια ευτυχισμένη ζωή, για όλους.  Ως εξήγηση γι αυτό, προβάλλεται ότι το κόστος της ανάληψης της  δράσης για την εξασφάλιση ευτυχισμένης ζωής για όλους είναι πολύ υψηλό και, μερικές φορές, υπερβαίνει τα οφέλη απ΄ αυτήν την εξασφάλιση για τους εαυτούς και τους άλλους. Το νόημα της ζωής, όμως δεν μπορεί να θεωρηθεί -κι αυτό- ως ένα εμπορεύσιμο αγαθό, που παρέχεται σε όσους μπορούν να καταβάλουν την κοστολογημένη αξία του.

Με την κληρονομικότητα, οι αναπτυγμένες ή νέες ιδιότητες μεταβιβάζονται στους απογόνους, ενώ οι άχρηστες ατροφούν και, συχνά, χάνονται. Μια τέτοια φυσική επιλογή επικράτησε 6.000.000 πριν, όταν η ζωή βγήκε στη στεριά. Σύμφωνα με τη θεωρία της εξέλιξης το είδος δεν είναι σταθερό και αναλλοίωτο και όλα τα είδη ζωής που ζουν ή έζησαν πάνω στη Γη είναι αποτέλεσμα της ασταμάτητης μεταβολής, της εξέλιξης από μια ελάχιστη, υποτυπώδη αρχική μορφή. Αιτία της εξέλιξης είναι η φυσική επιλογή, που αποβλέπει στον αγώνα για την διαιώνιση του είδους, για την επικράτηση του οποίου θυσιάζεται το γένος. Τα άτομα του γένους υφίστανται τα τραύματα αυτού του αγώνα. Άρα και η εξέλιξη από εκεί ξεκινάει∙ από τις επουλωτικές, διορθωτικές προσπάθειες του γένους.Ο Μαξ Σέλερ [204] αναφέρεται σ΄ένα διάσημο Παρισινό ειδήμονα, ο οποίος παρουσίασε σαν "αξίωμα" της σύγχρονης ιατρικής ότι "δεν υπάρχει φυσικό όριο της ζωής, που να μην μπορεί να μεταθέσει ατέρμονα η ιατρική επιστήμη και η τεχνική, συνδυασμένες με τη μαεστρία του επιστήμονα". Για εκείνη την εποχή και για όλες τις εποχές, αυτός ο συλλογισμός είναι συναρπαστικός: Αν δεν ισχύει ο φυσικός θάνατος, δηλαδή μια βραδεία εξάντληση της ζωικής δύναμης, και εάν κάθε θάνατος είναι αποκύημα μιας νοσηρής εκτροπής ή βίαης επιθέσεως από το εχθρικό περιβάλλον, για την οποία η σύγχρονη ιατρική επιστήμη έχει έτοιμη μια ιαματική επέμβαση, τότε δικαιούμεθα να πιστεύουμε, και να απαιτούμε, ότι το αλεξιθάνατο μάς έχει ήδη διατεθεί και ότι ήδη βιώνουμε την αθανασία μας. Αν πρόθεση της ιατρικής επιστήμης, πέρα από τις διαβατικές της νίκες και πέρα από τα κερδισμένα χρόνια της μακροβιότητας,  είναι να αναστείλει εσαεί το θάνατο, τότε δεν έχει, παρά να συνεχίσει να επινοεί μέσα, μεθόδους και πρακτικές τεχνητής παρατάσεως της ζωής, που θα εφαρμόζει αδιάκριτα σε καθέναν, που πλησιάζει την εσχατιά της ζωής του είτε συμπορευόμενος με την αδυσώπητη ροϊκή φυγή του χρόνου είτε "σκοντάφτονας"  σ΄έναν από τους άπειρους αιφνιδιασμούς της. Ευτυχώς, τα πράγματα δεν είναι έτσι. Κάθε έμβιο ον και ο άνθρωπος πρέπει να πεθάνει για να επιβιώσει η ζωή, το άτομο πρέπει να αποβιώσει για να τελειοποιηθεί ως γένος και να διαιωνισθεί ως είδος. Έτσι, κάθε άτομο  αναπτύσσει εκείνες τις ιδιότητες που το βοηθούν να επιβιώσει ως είδος ή δημιουργεί νέες, ανάλογα με το τι απαιτεί η προσαρμογή του στο περιβάλλον, ώστε να εξασφαλιστεί η συνέχεια, «η διαιώνιση εντός της εξέλιξης», όπως η φωτιά και το αμώνι κάνουν σιγά-σιγά το σίδερο κιγκλίδες. παρά το σφυροκόπημα και τη φωτιά, το σίδερο όχι μόνο επιβιώνει, αλλά εξελίσσεται κι όλας. Γιατί μια υποτυπώδης, άμορφη  ζωή έχει την εμμονή (την αποστολή, θάλεγα) να διαιωνιστεί και να εξελιχθεί σε μια ολοένα καλύτερη και πιό συγκεκριμένη. Εάν το βιωματικό γεγονός έχει το ίδιο περιεχόμενο σε κάθε άνθρωπο χωριστά, τότε αναφορές στη σημασιολογική έννοια της λέξης ‘ζωή’ μπορεί να είναι ικανοποιητική απάντηση σε όλα τα ερωτήματα που σχετίζονται με την διακρίβωση του νοήματός της, αλλά κι αυτό καταλήγει στη μελαγχολική διαπίστωση του Αραγκόν: 'μέχρι να μάθουμε πώς να ζούμε ήταν πια αργά'!

Η φιλοσοφία αποφεύγει να ασχοληθεί με πρακτικά, καθημερινά προβλήματα. Η προέλευση της σύγχρονης αντίληψής μας για το νόημα της ζωής αναζητείτια στην ιστορικά ευμετάβλητη κοσμοθεώρηση∙ είναι επομένως κι αυτή ευμετάβλητη. Όταν η ανθρώπινη μοίρα επαφίεται στις βουλές του θεού, το νόημα της ζωής δεν μπορεί να διαφέρει από την αγωνία να κερδηθεί η συμπάθειά του∙ μια αγωνία που όχι σπάνια φτάνει μέχρι την απόγνωση -ανάλογα με το ύφος και τον τρόπο που οι εκπρόσωποί του ασκούν στο όνομά του την εξουσία. Όταν πάλι η ανθρώπινη μοίρα εγκλαταλείπεται στις επιθυμίες της εγκόσμιας εξουσίας, το νόημα της ζωής μεταμορφώνεται κατάλληληα ώστε να κερδηθεί η εύνοιά της. Και όταν η ουράνια και η επίγεια εξουσία παραμερισθούν με τη βίαιη επέλαση της αγοράς, το νόημα της ζωής επιβεβαιώνεται στο χαρτάκι προτεραιότητας στις αίθουσες αναμονής των Τραπεζών.   

Τυπικά, το αληθινό νόημα της ζωής θα έπρεπε να εξαχθεί από τις ευχές που οι άνθρωποι ανταλάσσουν μεταξύ τους. Οι πιο συνηθισμένες ευχές είναι για μακροβίωτη ζωή: ‘χρόνια πολλά, με υγεία, χαρά κι ευτυχία, προόοδο, ευημερία’. Στις ευχές μεταξύ των ανθρώπων μπορούμε να στηρίξουμε τη γνώμη μας για το νόημα της ζωής. Μια ουσιαστική, σημαντική ζωή δεν είναι πιθανόν ισότιμη με μια αξιοσημείωτη ζωή, αλλά  είναι εκείνη που έχει επιτύχει επιλεγμένους σκοπούς﮲ αλλά δεν υπάρχει συναίνεση σχετικά, εάν αυτή η επιλογή των σκοπών είναι συνάρτηση των επιθυμιών ή του συμφέροντος της κοινωνίας. Η κοινωνία οφείλει, ασφαλώς, να επιβραβεύει εκείνους των οποίων οι επιλογές ευνοούν την κοινωνική πρόοδο κι εξέλιξη, αλλά όσοι δεν είδαν την ευκαιρία ή δεν θέλησαν να την αρπάξουν, δεν μπορεί, απλά για λόγους συμμετρίας, να θεωρούνται ότι διάγουν αναξιοβίωτη ζωή.  Είναι γενικά άδικο για τους δικαιοπραγούντες και τους ενάρετους να βιώνουν τη δυσάρεση έκπληξη να συναντήσουν στον παράδεισο, εκείνους που τους αδίκησαν, εν ζωή, μόνο και μόνο επειδή κατέκτησαν τον παράδεισο επειδή συγχωρέθηκαν οι αμαρτίες τους. Επομένως, στις επολογές της νοηματοδότησης της ζωής δεν είναι μεν η ηθική προϋπόθεση, αλλά δεν παραβλέπεται κιόλας. Ο καθένας φαντάζεται την μετα θάνατο ζωή, με τις ίδιες φυσικές εμπειρίες που συνάντησε -και τις ίδιες προσδοκίες-  κατά τη διάρκεια της ζωής του. 

Ο κόσμος έχει την τάση να παραπέμπει στους φιλοσόφους παρόμοιους προβληματισμούς ή να τους αγνοεί, ως στερούμενους πρακτικού ενδιαφέροντος∙ αλλά οι φιλόσοφοι εμφανίζονται σχετικά απρόθυμοι να ασχοληθούν με παρόμοια προβλήματα, επειδή τα θεωρούν ασαφή, κακοπροαίρετα ή ύποπτα. Γενικά η υγεία, η αρρώστια και η ιατιρκή δεν αποτελούν δημοφιλή φιλοσοφικά προβλήματα, όχι μόνο λόγω των συνεχών μεταμορφώσεών τους, ούτε μόνο ότι επειδή εμφανίζουν μια ιλλιγγιώδη μεταμόρφωση από χρόνο σε χρόνο ούτε βέβαια, επειδή είναι εκτεθειμένη σε αλλοτριωτικές παρεμβάσεις απροσδιόριστων προελεύσεων.   

  Στις ομάδες της αναλυτικής φιλοσοφίας, η έλλειψη ενδιαφέροντος για το νόημα της ζωής είναι απότοκο της ασάφειας, με την οποία εκφέρονται σχετικά ερωτήματα, και, ίδίως αυτό, της υποψίας ότι κάποιοι επενδύουν στον κοινωνικό απόηχο της ετυμηγορίας τους. Ο Ayer, μάλιστα, θεωρεί αλαζόνα και ανόητο εκείνον τον φιλόσοφο που παριστάνει τον ηθικολόγο ή τον ήρωα της αρετής, ενώ ο Βroad ισχυρίστηκε ότι δεν αποτελεί ’έπαγγελματικό αντικείμενο’ των φιλοσόφων, οι υποδείξεις περί του πρακτέου, κάτι το οποίο επιτελούν με ικανοποιητική επάρκεια οι ιερείς, οι πολιτικοί και οι ποιητές. Παραβλέπουν ότι οι δύο από τις προαναφερόμενες επαγγελματικές ομάδες παρατηρούν τα πράγματα μέσα από τη διόπτρα των επαγγελματικών τους ιδιοτελειών και διαγκωνίζονται σε ποιόν τελικά θα κατακυρωθεί η παγκόσμια εξουσία, πριν διαπιστώσουν πανικόβλητοι ότι μια άλλη άτρωτη και ανίκητη δύναμη, τις απώθησε, αρπάζοντάς τους τα σκήπτρα και την τιάρα: η αγορά.  Όσο για τους ποιητές, αυτοί δεν ενδιαφέρονται καν να αποτυπώσουν την πραγματικότητα, αλλά να περιγράψουν κόσμους, που τους διεγείρουν  αισθητικά.  Εν κατακλείδι, δεν είμαστε βέβαιοι ότι η φιλοσοφία πέτυχε στον καθοδηγητικό ρόλο της να διευκολύνει την πρόοδο των ανθρώπων απαλλάσσοντάς τους από παλιές και νέες δεισιδαιμονίες, περιορισμένη στα ‘κωδικοποιημένα κείμενά’ της. Είναι αλήθεια ότι η αναλυτική φιλοσοφία δεν παρέκαμψε προβλήματα, όπως ‘ποιο είναι το νόημα ης ζωής’∙ κατανάλωσε πολύ χρόνο και προσπάθειες προκειμένου να διατυπώσει τους ορισμούς των συστατικών του θεμελειώδους ερωτήματος. Όχι μόνοι το νόημα της ζωής, αλλά και το νόημα του ‘νοήματος’ αποδείχτηκε δύσκολο να διακριβωθεί σ΄ένα erga omnes ορισμό. Επιχείρησαν να εντοπίσουν τον ευρύτερο κόσμο στον οποίο εντάσσονται τα υπαρκτά στοιχεία και τα συνοδευτικά ζητήματα της ζωής. Έχει η ζωή κάποιο σκοπό; και εάν ναι, από πού τον αντλεί; Ποιες επιρροές τον καθιστούν διακριτό; Ποια είναι τα εκτελέσιμα προγράμματα και με ποια διαδικασία απαιτούν την εκπόνησή τους, στη διάρκεια της ζωής; Υπάρχουν πόνοι και δεινά και ποια ανάγκη τα επιβάλλει; Πώς τελειώνει οριστικά η ζωή∙ είναι ο θάνατος το τελικό συμβάν της. Υπάρχει εσχατολογική θεραπεία του πόνου και των δεινών της;   

Oι άνθρωποι ενδιαφέρονται να μάθουν για το νόημα της προσωπικής τους ζωής, δίνοντας στο νόημα της εν γένει ζωής μια ουδέτερη ποιότητα. Πέρα από τη διάκριση μεταξύ της ατομικής ζωής και της ζωής εν γένει, έχει υπάρξει περιορισμένος διάλογος, ως λογικού φορέα κάποιου νοήματος. Μερικοί εξακολουθούν να πιστεύουν ότι κάποιες περίοδοι στη ζωή ενός ατόμου έχουν διαφορετική αξία ή ότι οι ζωές κάποιων έχουν μεγαλύτερη αξία από τις ζωές άλλων, παραβιάζοντας κοινωνικά συμβόλαια και διεθνείς ομοφωνίες, περί του ότι οι άνθρωποι έχουν εν γένει ίση ηθική αξία. Διάσημοι διανοητές εξέπληξαν με την κοσμοθεωρία τους για το νοήμα της ζωής: ο Εμίλ Ζολά, π.χ., θεώρησε ως τρομακτική αναγκαιότητα την εκτέλεση 50-100.000 ατόμων της παρισινής κομούνας, προκειμένου να αποκατασταθεί, επιτέλους, η τάξη. Ας μην συνεχίσουμε με τη μαζική καταστροφή τη ζωής, ως επιβεβαίωση του νοήματός της.

Οι άνθρωποι έχουν μια εγγενή αξία λόγω της σύμφυτης ικανότητάς τους για αυτόνομες επιλογές, ώστε το νόημα της ζωής αποτελεί συνάρτηση της άσκησης αυτής της ικανότητας. Οι επιλογές τους υπόκεινται στον έλεγχο του καντιανού νόμου καθολικής ισχύος. Έτσι, κάθε άτομο κρίνεται ως πρόσωπο, εφόσον έχει την ικανότητα της πλήρους αυτενέργειας και, σε κάθε περίπτωση, όλοι έχουν διαμορφώσει ένα νόμο κίνησης προς τον οποίο οι επιλογές τους είναι πάντα συνεπείς. Kαθοριστικό στοιχείο της σημασίας της ζωής είναι ότι υποδηλώνει ένα αγαθό που εν γένει είναι ταυτόσημο με την ευτυχία, την ευήθεια ή την ορθότητα· δηλαδή η ερώτηση, εάν η ζωή κάποιου έχει νόημα, είναι ταυτόσημη με την ερώτηση εάν διάγει μια ευτυχισμένη, ευχάριστη ή δικαιωμένη ζωή. Αν και οι περισσότεροι σύγχρονοί μας άνθρωποι πιστεύουν ότι    μια ουσιαστική ζωή είναι μόνο μια ευχάριστη ζωή, διαφωνώ με την ιδέα ότι η ζωή ενός χρόνιου ασθενούς που εξαρτάται από περιποιήσεις τρίτων ή μηχανική υποστήριξη είναι μια ζωή που δεν μπορεί να έχει χάσει τη σημασία της εξ αυτού μόνο του λόγου. Ούτε οι ηθικές αποκλίσεις ούτε οι αποκλίσεις υγείας αναμιγνύονται στην εκτίμηση του νοήματος της ζωής, μόνο και μόνο επειδή οι αποκλίσεις προκαλούν δυσαρέσκειες στο κοινωνικό σύνολο ή στην ομάδα που ασκεί την εξουσία. Από την άλλη πλευρά, η κοινωνία αρέσκεται οποιουδήποτε νοήματος ζωής, νόμου κίνησης επιλέξει ο καθένας, που δεν απειλεί τη διαιώνιση του είδους, τη συνοχή της, τη δημόσια υγεία και την κοινωνική ισονομία και την αξιοκρατία. Το γεγονός ότι δεν κανείς δεν μπορεί να διάγει μια ζωή με ή χωρίς νόημα, ανεξάρτητα με τις βουλές της κοινωνίας του, έκανε την Suzan Wolf να συντάξει μια συναρπαστική πρόταση: Το νόημα της ζωής προκύπτει όταν το άτομο καθίσταται ελκυστικό ως πρόσωπο, μέσα σ΄ένα κοινωνικό περιβάλλον, στο οποίο γενικά ευδοκιμεί η ελκυστικότητα[i].

H διάκριση ότι μια ζωή αξίζει να βιωθεί, ενώ μια άλλη όχι, δεν μπορεί να εγγυηθεί την απόφανσή μας ότι η πρώτη ζωή έχει ένα νόημα που στερείται η δεύτερη και δεν πρέπει να παραλειφθεί να τονιστεί, ότι η υποχρέωση της κοινωνίας είναι να προβαίνει πρόθυμα και αγόγγυστα σε κάθε θετική δράση και να αποφεύγει κάθε αρνητική, προκειμένου καμιά ανθρώπινη ζωή να θυμίζει συνθήκες αναξιοβίωτης ζωής∙ αλλιώς θα φαινόταν ότι οι ιδέες μας συνομωτούν εναντίον μας, κάτι το οποίο αρνούμαστε φυσικά να παραδεχτούμε. Δόκιμες ερωτήσεις, όπως ‘τι κάνει τη ζωή πολύτιμη’, ‘ποιοι είναι οι σκοποί της ζωής’ ή ‘τι κάνει τη ζωή να αξίζει τον κόπο∙ να μην  είναι ακαταμάχητα μάταιη’  δεν επιδέχονται απαντήσεων.  Μπορεί κανείς να περιπλανιέται αενάως στα αχαρτογράφητα μονοπάτια των συλλογισμών και της εμπειρίας του, αναζητώντας τον απαλλαγμένο σκοπιμοτήτων σκοπό της ζωής, αλλά θεωρώ ότι η ελληνική γραμματεία προσφέροντας τον μύθο του Σίσσυφου (ως ένδειξη επιμονής), την επί δεκαετίες καρτερικότητα της Πηνελόπης (ως ένδειξη υπομονής) και τις ταξιδιωτικές περιπλανήσεις του Οδυσέα (ως ένδειξη στοχοπροσήλωσης), έχει ορίσει ένα τρίγωνο, σε κάθε σημείο του οποίου αποκυσταλλώνεται η ποικιλότητα της νοηματοδότησης της ζωής. Οι υποκειμενιστές πιστεύουν ότι δεν υπάρχουν αμετάβλητα πρότυπα νοήματος επειδή το νόημα σχετίζεται με το θέμα, δηλαδή, εξαρτάται από τις στάσεις ενός ατόμου όπως οι επιθυμίες, οι άκρες και οι επιλογές. Κατά γενικό κανόνα, κάτι έχει νόημα για ένα άτομο, αν πιστεύει ότι κάπου είναι κρυμμένο ή το αναζητά. Οι αντικειμενικοί υποστηρίζουν, αντιθέτως, ότι υπάρχουν κάποιες αμετάβλητες προδιαγραφές για το νόημα, επειδή το νόημα είναι (τουλάχιστον εν μέρει) ανεξάρτητο από τον λόγο ή το συναίσθημα  δηλαδή είναι μια πραγματική ιδιότητα που υπάρχει ανεξάρτητα από το αν είναι το αντικείμενο των νοητικών ή συναισθηματικών καταστάσεων κάποιου. Εδώ, κάτι έχει νόημα (σε κάποιο βαθμό) χάρη στην εγγενή του φύση, ανεξάρτητα από το αν πιστεύεται ότι είναι νόημα ή απλή επιθυμία. Οι μη φιλόσοφοι θεωρούν ότι ερωτήματα σχετικά με το νόημα της ζωής είναι από τα πλέον σημαντκά, αν όχι το κρισιμότερο της ανθρώπινης ύπαρξης.  Άλλοι, πάλι, όσοι αυτοχρήζονται θεματοφύλακες της κοινής λογικής, διατείνονται ότι ερωτήματα του είδους αυτού ή του τρόπου με τον οποίον η συνείδηση προέρχεται από καταλύσεις τη ύλης και ποιες άραγε πρέπει να είναι αυτές οι επαρκείς και αναγκαίες συνθήκες ώστε η ζωή νάχει πράγματι κάποιο νόημα. Κάποιοι θεωρούν ότι η αναζήτηση νοήματος της ζωής είναι ματαιοπονία, καθώς τίποτα δεν έχει αξία και, επομένως, ούτε και η ζωή μπορεί να έχει. Απαιτούν την πάρουσία του θεού, ως του μόνου αρμίδιου να ελέγξει εάν ο καθένας υπηρετεί μια αξία στη ζωή του, αλλά μιας και παρόμοιο βασίλειο δεν υπάρχει, τότε τίποτα δεν μπορεί να έχει τελική αξία. Θεωρούν ότι εφόσον ο ατομικός θάνατος και η κοσμική εντροπία είναι η απώτερη τελική κατάληξη της ύπαρξης, δηλαδή ότι όλα κάποτε θα γυρίσουν στην κατάσταση της αστρόσκονης, τότε δεν έχει κανένα απόλυτως νόημα να αναζητείται κανένα απολύτως νόημα για τίποτα∙ ούτε βέβαια και για τη ζωή. Ο ατομικός θάνατος και η κοσμική εντροπία είναι μια Ceteris Paribus προϋπόθεση, εντός της οποίας μόνο μπορεί να θεωρηθεί ως τελικός απολογισμός της νοηματοδότησης της ζωής. Αλλά[DM1] , η συνθήκη αυτή είναι συνθήκη εργαστηρίου∙ στην φύση και την εξέλιξή της επκρατεί η παγκόσμια αρχή 'mūtātīs mūtandīs',[1] γιατί η φύση δεν  αρέσκεται στις σταθεροποιημένες συνθήκες. Εξάλλου και αυτή η ίδια η εντροπία της φύσης είναι η σταδιακή μετάπτωσή της στην ομοιογένεια, με την αριστετλική ή τη θερμοδυναμική της έννοια. Η ζωή και η φύση δεν πρόκειται ποτέ να γίνουν ένα ατομικό και συμπαντικό αμυλοειδές, τουλάχιστον για το λόγο ότι η σχέση αιτίου αποτελέσματος είναι μια πολυδύναμη πολυπαραγοντική σχέση και κανείς δεν έχει την διάθεση ή την ικανότητα, να εξουδετερώνει άλλοτε άλλους, κατά το δοκούν,  από τους παράγοντες της πολυώνυμης συνάρτησης της ζωής

γιατί αν η μια  τάση είναι αυτή η άλλη, η ισχυρότερη τάση mutatis mutandis   

Φυσικά, το ερώτημα ‘ποιο είναι το νόημα της ζωής’ δεν περιμένει να απαντηθεί ως σημαινόμενο της λέξης ζωής, επειδή τότε θα αρκούσε μια βιολογική, πολιτιστική ή οικονομική περιγραφή των βιολογικών, πολιτιστικών και οικονομικων διεργασών, αντίστγοιχα, που λαμβάνουν  χώρα στον έμβιο κόσμο και πώς θα διατάξουμε όλα αυτά τα φαινόμενα γύρο μας, ώστε να αποκτήσουμε εμείς οι ίδιοι ένα νόημα για τους εαυτούς μας. Ουσιαστικά, στα υπονοούμενα αυτής της ερώτησης εγείρονται πληθώρα κανονιστικών, δεοντολογικών, αισθητικών επιταγών, ακόμη και ευδαιμονιστικών επιδιώξεων.    

Τέλος, το νόημα της ζωής δεν (πρέπει να) εξαρτάται από τα επιτεύγματα καθενός στη διάρκεια της ατομικής του ζωής∙ αλλά τα προσωπικά επιτεύγματα του καθενός του προσδίδουν χαρά, δικαίωση και αναγνώριση, επαληθεύουν την ορθή επιλογή του νοήματος της ζωής κι έτσι, παρηγορούν τον θάνατο∙ τον καθιστούν μια ήττα που συμβαίνει στον καθένα, απουσία του. Υπάρχει λογικός χώρος για μια διεπιστημονική θεωρία σύμφωνα με την οποία υπάρχουν αναλλοίωτα πρότυπα σημασίας για τα ανθρώπινα όντα που αποτελούνται από αυτό που όλοι θα συμφωνήσουν από μια ορισμένη κοινοτική σκοπιά (Darwall 1983, chs. 11-12). Ωστόσο, αυτή η ορθογώνια προσέγγιση δεν είναι πολύ ένας παίκτης στον τομέα και γι 'αυτό το θέτω στην άκρη σε ό, τι ακολουθεί. Τα τελευταία χρόνια, υπάρχει η τάση να θεωρείται η ζωή ότι εμπλουτίζεται με νοήματα, μόνο στο μέτρο που ο κάτοχός της ενδιαφέρεται, είναι αφοσιωμένος ή αγαπάει κάτι[ii], να και κατα το τελευταίο τέταρτο του 20ου αιώνα, κέρδισε έδαφος, η αντίληψη της αντανακλαστικής ισορροπίας, ως διαλεκτική διαδικασία, σύμφωνα με την οποία οποιαδήποτε κανονιστική απαίτηση, οσοδηποτε αμφιλεγόμενη, μπορεί να δικαιολογηθεί, μέσω δανεισμένων δικαιολογιών, από λιγότερο αμφιλεγόμενα κανονιστικά αιτήματα, των οποίων η ικανοποίησή τους δεν απαιτούν καθολική αποδοχή. Η τεκνοθέτηση, π.χ., μεταξύ ομοφυλοφιλικών συμβιώσεων, θα φαινόταν αδιανόητη, πριν η ανθρωπότητα εκπαιδευτεί να ανέχεται και στη συνέχεια να δικαιώνει ως φυσικές σεξουαλικές παραλλαγές τις ομοφυλοφιλικές σχέσεις[iii]. Οι ερωτικές επιδόσεις διακρίνονται είτε ως ηθικές (:αποβλέπουν την αναπαραγωγή) ή ως ευχάριστες αν ποβλεπουν στο παιχνίδι, την ηδονή). Ασφαλώς οι δυο  τάσεις δεν αποκλείουν η μια την άλλη, όπως ισχυρίζονται οι μεταφυσικοί αισιόδοξοι, μεταξύ των οποίων οι ο Πλάτων, ο Μπέρναρντ Ράσσελ και αποσπασματικά ο Σ. Φρόϋντ.  ή μια αποκλείει την άλλη, όπως ισχυρίζονται οι μεταφυσικοί απαιδσιόδοξοι, μεταξύτων οποίων ο Αυγουστίνος, ο Εμ. Καντ και αποσπασματικά ο Σ. Φρόϋντ και πολλοί σύγχρονοι φιλόσοφοι. Οι θιασώτες της σεξουαλικής αισιοδοξίας, δεν αντιλαμβάνονται τίποτα ιδιαίτερα ενοχλητικό στην σεξουαλική παρότρυνση, καθώς τη θεωρούν ως μια άλλη, και ως επί το πλείστον αβλαβή διάσταση  της ανθρώπινης ύπαρξης και κρίνουν ότι η σεξουαλικότητα η οποία σε κάποιο βαθμό καορίζεται αππό την  εξέλιξη δεν μπορεί, παρά να είναι ευνοϊκή για την ευημερία χωρίς να μειώνεςται η πνευματική μας τάση, και επαινουν αντί να οικτήρουν τη δύναμη της ώθησης σε διάφορες υψηλότερες μορφές ευτυχίας. Οι μεταφυσικά αισιόδοξοι θεωρούν ότι η σεξουαλικότητα είναι ένας μηχανισμός σύνδεσης που φυσικά κι ευτυχώς ενώνει τους ανθρώπους τόσο σεξουαλικά, όσο και μη σεξουαλικά. Η σεξουαλική δραστηριότητα επιφυλάσσει μια ακραία ευχαρίστηση και αυτές οι ανταλλαγές ευχαρίστησης συντηρούν τόσο ευγνωμοσύνη, όσο και αγάπη και συντροφικότητα, ως εγγυητικόυς μηχανισμούς υποσχετικής επαναληπτικότητας της ευαρίστησης, μόλις οι φυσικές εφεδρείες το επιτρέψουν. Έτσι, εμβαβύνονται οι ανθρώπινες σχέσεις· από την προσδοκία του προσωπικού οφέλους, του ενός από την κατανάλωση του άλλου. Η σεξουαλική ευχαρίστηση είναι για έναν μεταφυσικό αισιόδοξο άτομο, ένα πολυτιμο πράγμα, από μόνο του επειδή έχει εγγενή και όχι απλά οργανική αξία Ως εκ τούτου, η αναζήτηση σεξουαλικής ευχαρίστησης δεν απαιτεί ιδιαίτερα πολύπλοκη αιτιολόγηση και δεν χρειάζεται να περιρίζεται στον γάμο ή να κατευθύνεται στην αναπραγωγή. Η καλή και ενάρετη ζωής, ενώ περιλαμβάνει τόσα πολλά άλλα, μπορεί, επίσης, να περιλαμβάνει μια ευρεία ποικιλία κι έκταση των σεξουαλικών σχέσεων.  

Οι απαισιόδοξοι αντιλαμβάνονται τη σεξουαλική παρόρμηση συχνά αν όχι παραίτητα βλαπτική της ανθρώπινης αξιοπρέπειας, καθώς εκτιμούν ότι η ουσία και τα αποτελέσματα αυτής της παρόρμησης να είναι ασυμβίβαστα με πιο σημαντικούς στόχους και προσδοκίες της ανθρώπινης ύπαρξης· καθώς φοβούνται ότι η εξουσία και οι απαιτήσεις της σεξουαλικής παρότρυνσης την καθιστούν επικίνδυνη για την αρμονική, πολιτισμένη ζωή και βρίσκουν στη σεξουαλικότητα μια σοβαρή απειλή όχι μόνο για τις σωστές μας σχέσεις με τους ερωτικούς συντρόφους μας, αλλά για την ηθική μεταχείριση άλλων προσώπων, έτσι που είναι εξαιρετικά απειλητική για την ανθρωπινότητα. Δεν υπάρχει λόγος διαβαθμίσης των σεξουαλικών επιλογών, αν πρέπει να θεωρηθούν επικίνδυνες, μόνο και μόνο επειδή είναι ευχάριστες∙ ή ασφαλείς, μόνο και μόνο επειδή είναι ηθικές. Τόσο οι αποστολικές, όσο και οι ηδονιστικές σεξουαλικές επιδόσεις είναι ουσιαστικά χειραγωγητικές, σωματικά, ψυχολογικά, συναισθηματικά, ακόμη και διανοητικά· μας βγάζουν από το δρόμο μας, την καθημερινότητά μας, το νόμο κίνησης της ζωής μας, καθώς πλέον ασχολούμαστε να κάνουμε τους εαυτούς μας πιο ελκυστικούς, και επιθυμητούς από το άλλο -συγκεκριμένο- πρόσωπο, να αποκρύψουμε όσα περισσότερα και όσο περισσότερο μπορούμε από τα ελαττώματά μας. Επιπλέον, η ίδια η σεξουαλική πράξη είναι ιδιόμορφη, με την ανεξέλεγκτη διέγερση, τις ακούσιες αποσύρσεις και τη λαχτάρα της να κυριαρχήσει και να καταναλώσει το σώμα του άλλου προσώπου. Η σεξουαλική πράξη δοκιμάζει, στιγμιαία την ανθρώπινη ζωή χωρίς προσωπικότητα, ο έλεγχος του εαυτού χάνεται, για λίγο, όπως και ο σεβασμός στην ανθρωπινότητα του άλλου. Αυτός που επιθυμεί εξαρτάται από τις ιδιοτροπίες ενός άλλου προσώπου για να κερδίζει την ικανοποίησή του άλλου. Το άτομο που προτείνει μια ακαταμάχητη σεξουαλική προσφορά σε κάποιο άλλο άτομο, τραυτόχρονα τον εκμεταλεύεται κιόλας, επειδή έχει εξασθενήσει λόγω της σεξουαλικής του επιθυμίας.       

Στο συμπόσιο του Πλάτωνα, ο Παυσανίας φαίνεται να έχει συλλάβει τη σεξουαλικότητα, στις δύο εκδοχές της: τον ‘χυδαίο’ και τον ‘ουράνιο’ έρωτα∙ επειδή η Αφροδίτη, η μητέρα του έχει δύο φύσεις, την ανθρώπινη και την ηθική. Ο χυδαίος έρωτας, ωθεί το θύμα του να βιώνει μια σεξουαλική επιθυμία, που μπορεί να ικανοποιηθεί από οποιονδήποτε εταίρο κι επιδιώκει εγωιστικά μόνο για τον εαυτό του τις απολαύσεις της ερωτικής δραστηριότητας Αντίθετα, ένα άτομο που διαπνέεται από τους χαρακτήρες του ουράνιου έρωτα, βιώνει μια σεξουαλική επιθυμία που προσφέρεται σ΄ένα συγκεκριμένο άλλο άτομο. Ενδιαφέρεται για την προσωπικότητα, όσο και για την ευημερία του ερωτικού συνεταίρου, όσο ενδιαφέρεται νάχει σωματική επαφή και σεξουαλική ικανοποίηση μέσω του άλλου προσώπου. Ο ιατρός Ερυξίμαχος, μέλος των συνδαιτημόνων του συμποσίου, βλέπει τον έρωτα σαν συγκυρία τεσσάρων ερωτικών δυνάμεων που κατοικούν μέσα αστο ανθρώπινο σώμα: η ζέστη, το κρύο, η πίκρα και η γλύκα. Ο Σωκράτης, κατά πώς το συνήθιζε, πήρε το λόγο για να πεί ότι δεν γνωρίζει τίποτα για τον έρωτα, αλλά η ιέρεια Διοτίμα, του ανέθεσε να μεταφέρει ότι ο έρωτας είναι δαίμονας που μεσολαβεί μεταξύ των θνητών (ανέραστων), και των αθανάτων, (ερωτευμένων) και ότι όπως σε όλες τις ανθρώπινες δραστηριότητες υπάρχει το δίκαιο ή ορθό και το άδικο ή λάθος, άρα πρέπει να υπάρχει ο σωστός ή λαθεμένος τρόπος του ‘ερωτεύεσθαι’. Η χυδαία μορφή του έρωτα έχει δύο συγκεκριμένα χαρακτηριστικά: 1. Το αντικείμενό του μπορεί να είναι του άλλου ή του ίδιου φύλου. 2. Αφορά το σώμα του αντικειμένου και όχι τη ψυχή του – γι αυτό, εξάλλου, ο χυδαίος εραστής προτιμά το αντικείμενό του να είναι αδειοκέφαλο, ανόητο, άρα και εύκολη λεία. Αντίθετα, ο ουράνιος έρωτας είναι ένα πάθος απαλλαγμένο από κάθε χοντροκοπιά (ύβρις) και υπόσχεται μια σίγουρη, αδιατάρακτη και ισόβια φιλία. Ο Αγάθων με μεγάλη ρητορική ικανότητα και με τη βοήθεια λογικών αποδείξεων λέει πως ο έρωτας είναι ένας θεός που είναι αιώνια νεαρός, τρυφερός, πανέμορφος, δίκαιος, σώφρων, τολμηρός και σοφός. Προς τιμήν του έχουν γραφτεί ύμνοι. Ο έρωτας, η εν αγάπη και αφοσίωση σεξουαλικότητα, είναι που δακρίνει τον άνθρωπο από τα ζώα, στα οποία η σεξουαλική έλξη, ωμά  ενστικτώδης, έχει ως απότερο και μοναδικό σκοπό την αναπαραγωγή. Εδώ, ο σεξουαλικός σκοπός έχει εξαιρετικά διασταλτική έννοια· δεν αποβλέπει μόνο στη διαιώνιση του είδους, αλλά ταυτόχρονα και στη βελτίωση και τελειοποίησή του. Η φυσική επιλογή, θα έχανε τελείως τη σημασία της, αν η σεξουαλικότητα έχανε την ερωτική (την αγαπητική και ταυτόχρονα επιθυμητική) της υπόσταση. Συμπερασματικά, οι μεταφυσικοί πεσσιμιστές πιστεύουν ότι η σεξουαλικότητα, εκτός κι αν  έχουν περιοριστεί αυστηρά από κοινωνικούς κανόνες που έχουν εσωτερικοποιηθεί, θα τείνει να κυβερνάται από τον χυδαίο έρωτα, ενώ οι οπτιμιστές πιστεύουν ότι η σεξουαλικότητα, από μόνη της δεν οδηγεί στον εκχυδαϊσμό.   

Η διαδρομή που η συζήτηση για το νόημα της ζωής εκδιπλώνεται μέσα στην αναλυτική φιλοσοφία περνάει από δύο κύριους σταθμούς: πρώτα η αναδιατύπωση του ερωτήματος ‘ποιο είναι το νόημα της ζωής’ και δεύτερο, ποιες είναι οι επαρκείς και απαραίττηες συνθήκες για να ονομαστεί μια ζωή ενδιαφέρουσα ή ουσιαστική. Μ΄αυτό θα ασχοληθούμε στο κεφάλαιο 9.2.  

 Η βιολογική άποψη της ζωής και οι προσδιορισμοί της ενεργοποίησης και αναστολής της περιγράφονται με τους κανόνες της ιατρικής επιστήμης (της έγκυρης γνώσης) και της βιολογίας. Η ζωή, όμως, δεν είναι, μόνο, βιολογικές αντιδράσεις, αλλά ταυτόχρονα είναι διανοητικές δεξιότητες και συναισθηματικές αποκρίσεις στη φυσική, υλική, βιολογική και κοινωνική δράση. Τα έμβια όντα έχουν ανάγκη τη φυσική τους ζωή, ως άτομα και γένη και, ειδικότερα για τον άνθρωπο, η φυσική του ζωή έχει την ίδια πρωταρχική σημασία, με τα άλλα ειδοποιά χαρακτηριστικά της, αφού αποτελεί το λίκνο της διαιώνισής του, όπου ολοκληρώνει την πνευματική του υπόσταση, και εγγυάται την αχρονική του διάρκεια, ως είδος. Όμως, καθώς αντλούμε τη σημασία της ζωής μέσα από την ατομική μας ιδιοτέλεια, έχουμε την τάση να  ιεραρχούμε τις όψεις της ζωής και να θέτουμε την πνευματική σε δεύτερη μοίρα συγκριτικά με την φυσική και τη βιολογική, πρωτύτερα από την κοινωνική.

Στην κλινική, ως ένδειξη διακοπής  της ζωής θεωρούμε την καταγραφή μιας ισοηλεκτρικής γραμμής στο ΗΚΓ, αλλά οι γιατροί, θυμόμαστε ότι παρατηρούσαμε έκπληκτοι, την εξωσωματική καταγραφή των ώσεων της βαπτισμένης σε υγρό ringer καρδιάς, που ο υπεύθυνος του Εργαστηρίου Πειραματικής Φυσιολογίας εξαιρούσε από τα απονευρωμένα άτυχα βατραχάκια, που θυσιάζονταν για τον ιερό σκοπό της ιατρικής εκπαίδευσης. Το παραγόμενο κυμογράφημα της αυτόματης εξωσωματικής λειτουργίας της καρδιάς, προβάλλεται ως  μια απτή απόδειξη της ζωής, αλλά ο ισχυρισμός αυτός δεν είναι ικανοποιητικός, επειδή έτσι αποδεικνύεται μόνο η παρουσία μιας πρωτεΐνης με συσταλτικές ιδιότητες. Οι βιολόγοι παραδέχονται ότι όλη η σκληρή δουλειά γίνεται από τις πρωτεΐνες. Αλλά πώς σχεδιάστηκε και πώς αναλήφθηκε αυτή η σκληρή δουλειά; Αν πούμε ότι οι πιο ικανές απ΄αυτές τις πρωτεΐνες επεβίωσαν και συνδέθηκαν με άλλες, εξειδικευόμενες, ώστε να συνθέσουν έναν τέλειο οργανισμό. Γιατί, αν ήταν αποτέλεσμα τυχαιότητας η συνάντηση μερικών κατάλληλων στοιχείων, σε ευνοϊκές περιβαλλοντικές συνθήκες για τη δημιουργία μιας πρωτεΐνης, τι ήταν εκείνο που κατέστησε μερικά απ΄αυτά τα τυχαίας σύνθεσης μόρια ικανά να επενδυθούν ιδιότητες, αυτοπροστασίας, αναπαραγωγής κι εξέλιξης; Ο Δημόκριτος, (ή ο Αριστοτέλης), μας δίδαξε ότι: ‘Εν τω αναπνείν κι εκπνείν είναι το ζειν και το αποθνήσκειν’. Αλλά και πάλι ούτε κι αυτός είναι ορισμός της ζωής· επειδή είναι ορισμός της απαραίτητης προϋπόθεσης κάθε αερόβιου οργανισμού κι έτσι, κατανοείται ως μέθοδος συντήρησης της ζωής, όχι του ορισμού της. Μπορούμε να πούμε, βέβαια, ότι ζωή είναι ένας χορός των συλλογισμών μας, των κινήσεών μας, των συναισθημάτων μας, αλλά εγείρεται αμέσως μια νέα ένσταση, διότι αυτός είναι ο τρόπος να εκφραστεί η ζωή. Μ΄ όσες σημασιολογικές περιγραφές της λέξης ‘ζωή’ κι αν φορτώσουμε τις σελίδες μας, δεν θα ικανοποιήσουν ως πειστικές απαντήσεις στον καταιγισμό ερωτημάτων σχετικά με το νόημά της. Στα φιλοσοφικά, μάλλον, παρά στα ερμηνευτικά λεξικά πρέπει να αναζητηθούν οι απαντήσεις για το νόημα της ζωής. Άρα, εκεί πρέπει να μετρηθούν και οι διαθέσιμοι τρόποι να την υπηρετούμε.  

Η ζωή δεν μπορεί να εξηγηθεί με αναφορά σε νόμους, βασισμένους στις αιτιώδεις εξηγήσεις της φυσικής και της χημείας, όπως κάπως έτσι, έγραψε ο γνωστός σε μας τους γιατρούς J.B.S. Haldane , μόλις το 1929, όταν επιχείρησε, πειστικά, να δείξει, όπως προηγουμένως, αλλά και εν αγνοία του, είχε κάνει και ο Oparin, ότι με την παρουσία λιπιδιακής υφής μεμβρανών, όπως οι κυτταρικές, είναι δυνατός ο σχηματισμός ολοένα μεγαλύτερων μορίων, των οποίων  η περαιτέρω ανάπτυξη μπορούσε να οδηγήσει στη δημιουργία των πρώτων ζώντων κυττάρων.  Και ότι η παρουσία συνθηκών, αναλόγων με εκείνες που υπήρξαν στην πρώιμη ατμόσφαιρα της γης, συνθήκες ένδειας οξυγόνου, μπορεί από τα ανόργανα στοιχεία, να παραχθούν οργανικά , τα οποία με τη σειρά τους, διαμορφώνουν έμβια κύτταρα.

Για σκεφτείτε αλήθεια; Σε συνθήκες έλλειψης οξυγόνου δεν μπορεί να διατηρηθεί η ζωή, η οποία όμως γεννιέται ακριβώς εκεί, μ΄ένα γοερό κλάμα, για να καταλήξει χρόνια μετά, μ΄ένα βουβό δάκρυ. Πρέπει να υποθέσουμε ότι οι συνθήκες ένδειας οξυγόνου, προϋπέθεσαν το σχηματισμό αερόβιας ζωής. Αυτή η αντίφαση, είναι το μαύρο κουτί που μέσα του κρύβει τα μεγάλα μυστικά της ζωής, ως ατύχημα, όπως θα έλεγε ο Ζ. Π. Σαρτρ. Όταν μάθουμε πώς να ζούμε θάναι πια αργά, κάπου σημείωνε ο Αραγκόνˑ Προσπαθώντας να μάθω την τέχνη της ζωής, έγραψε ο Λ. Ντα Βίντσι, κατάλαβα ότι είχα μάθει τον τρόπο, πώς να πεθάνω.

Λοιπόν, η συζήτηση για τη δημιουργία της ζωής αποτυπώθηκε καλύτερα στη μονογραφία του J.S. Haldane, αναφορικά με τη σχέση της ύλης με τη ζωή και, ιδίως, με το νου. Ο μεγάλος φυσιολόγος αντιστάθηκε στις εξηγήσεις των βιολογικών ως μηχανιστικά φαινόμενα: ʺΕίναι η ζωή που μελετάμε στη βιολογία και όχι φαινόμενα που μπορούν να εκπροσωπούνται από αιτιώδεις αντιλήψεις της φυσικής και της χημείας״, σημειώνει, αυτάρεσκα, στη σελίδα 28 της μονογραφίας του.

Το έμβιο ον υπερέχει από τις ανθρώπινες κατασκευές, επειδή φέρει μέσα του την πηγή της δικής της αναπαραγωγής και τον τρόπο αυτεπιδιορθώσης από τις φθορές που του προκαλεί η έκθεσή του στο φυσικό ή ανθρωπογενές περιβάλλον. Άλλωστε, για να εξασφαλιστεί η συντήρηση και η διαιώνιση, χρειάζονται δράσεις· χρειάζονται οριοθετήσεις –αξίες, που να την επάγουν και, ταυτόχρονα, να την υπερασπίζονται. Έτσι, η βίωση της ζωής, είναι συνάρτηση της αποδοχής των αξιών που τη διέπουν και ταυτόχρονα ο τρόπος της επιτεύξής τους – η ζωή είναι τα ηθικά πρότυπα που έχει ενστερνιστεί ο φορέας της, που υπακούει σ΄ένα νόμο κινήσης ή στασιμότητας, εν σχέσει με τον τρόπο, την ανάπτυξη, τη φθορά, την αλλοίωση. Ο ‘τα πάντα εν σοφία ποιήσας’ Πλάστης δεν επέλεξε να κάνει τον κόσμου του τέλειοˑ αντ΄αυτού, τούδωσε την ικανότητα να σχεδιάζει και να υλοποιεί την τελειότητά του, με την σκέψη, το συναίσθημα, τα ευπροσάρμοστα γονίδιά του.  Οι αρχέγονες μορφές ζωής είχαν δύο εξαιρετικής σημασίας χαρακτηριστικά: Μπορούσαν να αναπαραχθούν και έφεραν το χάρισμα της φυσικής επιλογής, που έκανε τους απόγονους καλύτερους των προγόνων τους: ”Αμες δε γ’ εσόμεθα πολλώ κάρονες”. Μερικά διεκατομμύρια χρόνια αργότερα, από την  πρώτη εμφάνιση αυτών των αρχέγονων κυττάρων, οι απόγονοί τους εξελίχθηκαν σε πλέον σύνθετους οργανισμούς, ευφυέστερους, ικανούς να αρχίσουν να παρατηρούν τον εαυτό τους.  

Η ζωή είναι μια περιπέτεια, με πολλά απρόοπτα· μας φορτώνει δυσβάστακτα βάρη, πόνο, άγχος, οδύνη και μερικές χαρέςˑ επιτυχίες, πρόοδο, ομορφιά, έρωτα. Αρτιώνεται σε μια πολύ φορτική εναλλαγή χαράς και λύπης, επιτυχιών και αποτυχιών, ευαρέσκειας και δυσαρέσκειας. Αντλούμε συνεχώς δυσαρέσκειες από τους άλλους ανθρώπους, το εξωτερικό περιβάλλον, την κοινωνία, αλλά και το ίδιο μας το σώμα. Ο σωματικός και ψυχικός πόνος είναι, σχεδόν συνυφασμένος με τη ζωή, για να θυμίζει τη φθαρτότητα των έμβιων όντων. Μερικές φορές σκεφτόμαστε ότι αυτές ήταν οι πρώτες-πρώτες εμπειρίες μας, όταν ακόμη η ζωή διένυε τα αρχέγονα στάδιά της: μερικά, μια αρμαθιά αρχέγονα κύτταρα, εκτεθειμένα, στα λάθη τους και στις βουλές ενός ανταριασμένου κόσμου, γεμάτου βίαια φαινόμενα. Αν, όπως θα δούμε αργότερα, η ζωή έχει ανεξάντλητη  αναμνηστική ικανότητα, αλλιώς πώς μάθαινε να αποφεύγει αυτό που την απειλούσε, πώς μάθαινε να προσελκύεται απ΄αυτό που την ευνοούσε και ταυτόχρονα απαρασάλευτη αποστολή, διαφορετικά, δεν θα μπορούσε να έχει αναπτύξει αμυντικούς μηχανισμούς εναντίον τους ούτε αυτό το εκπληκτικό πείσμα να διατηρηθεί και να αναπτυχθεί· τότε μια εμπειρία που συγκαλεί συναγερμούς, θα είναι μια δυσάρεστη εμπειρία. Η έμβια ύλη, γνώρισε τη δυσαρέσκεια σε όλη της διαδρομή της εξέλιξής της· σε τέτοιο  βαθμό ήταν συνυφασμένη μ’ αυτήν, ώστε κάθε άλλη πεποίθηση είναι απατηλή .Ταυτόχρονα, όμως, και στον ίδιο βαθμό γνώρισε και την ευαρέσκεια,  ως επιβράβευση των ορθών επιλογών, των θαυμαστών επιτευγμάτων της. Τι ήταν ‘ορθά επιτεύγματα’ στις αρχέγονες μορφές δημιουργίας της ζωής; Αυτό που επιβεβαιώνει τη ζωή δεν είναι άλλο, απ΄την επανάληψή της. Η ζωή αρέσκεται να διατηρείται και να ανανεώνεται∙ απαρέσκεται να απειλείται και να καταστρέφεται. Και αυτή η παλινωδία μεταξύ ευαρέσκειας και δυσαρέσκειας τη συνοδεύει από τα πρώτα στάδια της δημιουργίας της και τώρα και για πάντα.

Λέγοντας ‘τέλειο οργανισμό’ δεν τον ορίζουμε κι όλας ως επιβίωση. Κι αν, με κάποιο τρόπο τον ορίσουμε ως επιβίωση, πώς απέκτησε και την ικανότητα -και την επιθυμία- της αναπαραγωγής του; Γιατί ο μηχανισμός μέσω της οποίας επιτελείται η παραγωγή έχει καταστεί ως εκπληκτική, αξιοθαύμαστη μέθοδος, αλλά δεν εξηγεί πώς αποκτήθηκε η ικανότητα και η επιθυμία, που οδηγεί στην επινόηση της μεθόδου. Και γιατί πρέπει συνεχώς να υπόκειται στην διαδικασία της εξέλιξης, να είναι για πάντα τελειούμενος και να μη φτάσει το στάδιο του επιτέλους τελειωθέντος.      

Γιατί όλοι σχεδόν γνωρίζουμε ότι οι ζωντανές οντότητες της φύσης, μεταβολίζονται, αναπτύσσονται, πεθαίνουν, αναπαράγονται, ανταποκρίνονται, μετακινούνται, έχουν σύνθετες και οργανωμένες λειτουργικές δομές, που παρέχουν αυξημένη προσαρμοστική ικανότητα σε μεταβαλλόμενα περιβάλλοντα.

Και κάπως έτσι πεθαίνει το άτομο για να προκόψει το είδος. Ο Ιπποκράτης υποστήριζε τη στενή σχέση μεταξύ του σώματος και της ψυχής, κάτι που εγκαταλείφθηκε μετά την εισήγηση του Καρτέσιου ότι το σώμα ως οργανική μηχανή, μπορεί να κατανοηθεί όταν αναλυθούν τα τμήματα (όργανα) από τα οποία αρτιώνεται. Η ψυχή είναι μια παράλληλη ανεξάρτητη οντότητα, μη δυνάμενη να επηρεάσει τις οργανικές λειτουργίες. Σ΄αυτόν τον καρτεσιανό δυϊσμό βασίζεται κατά μεγαλύτερο μέρος του το φυσιοκρατικό πρότυπο υγείας, σύμφωνα με το οποίο μπορούμε να αντικαταστήσουμε το χαλασμένο γρανάζι για να πετύχουμε (μια, κάποια) επαναλειτουργία της μηχανής.

Όπως ανέκαθεν, το ισοζύγιο μεταξύ των καλών και κακών στιγμών γέρνει λίγο - πολύ προς τα βάσανα και τις κακουχίες, ενώ σπανίζουν, η χαρά, η ευτυχία, η ευαρέσκεια. Τίποτα δεν είναι αβλαβές πια. Οι μικρές χαρές, οι εκφράσεις της ζωής, που φαινόταν να εξαιρούνται από την ευθύνη της σκέψης γίνονται  δύσκολες αναζητήσεις, κρυμένοι θησαυροί. Η ζωή είναι μια δοκιμασίαˑ προκειμένου να την αντέξουμε, δεν μπορούμε να στερηθούμε τα καταπραϋντικά μέσα, γράφει ο Φρόϋντ και δεν περνάει, χωρίς βοηθητικές κατασκευές, σημειώνει o Theodor Fontane, στην περίφημη νουβέλα του «Von, vor und nach der Reise» (Για το, πριν και το μετά απ΄ το ταξίδι). Τέτοια μέσα είναι οι περισπασμοί που μας κάνουν να υποτιμούμε τη δυστυχία μας, οι υποκαταστάσεις,  όπως τις προσφέρει η τέχνη και, τέλος, η χρήση χημικών ουσιών, που δρα μέσω μεταβολών της χημικής ουδετερότητας του οργανισμού.  Με τις κατασκευές αυτές, οι άνθρωποι αποβλέπουν στην κατάργηση του πόνου και της δυσαρέσκειας και την κατάκτηση της ευαρέσκειας, της ευτυχίας.

 Ο σκοπός της ζωής αναζητείται από την ορθολογική έρευνα σ΄ένα βαθμό χαμηλότερα, απ΄όπου είχε αναχθεί, με τις γνωστές ηθικές κατηγοριοποιήσεις όπως η ευεξία, ο ενάρετος χαρακτήρας και η σωστή δράση· όλα καταγεγραμμένα από την αρχαία ελληνική σκέψη. Οι άνθρωποι τείνουν να πιστεύουν ότι η ευτυχία τούς περιμένει κάπου στο μέλλον και ότι θα συναντηθούν μαζί της οπωσδήποτε, αν διαλέξουν το σωστό μονοπάτι που οδηγεί εκεί. Άμέτρητοι μικροπωλητές και χονδρέμποροι (η εκκλησία, το κόμμα, τα λόμπυ) ανέλαβαν το ρόλο του οδηγού, στα μονοπάτια προς την ευτυχία. 

Όχι! η συνάντηση με την ευτυχία δεν είναι ο σκοπός του περιπετειώδους ταξιδιού της επιστροφής του Οδυσσέα, όπως, τουλάχιστον, το κατανόησε ο Καβάφης· ήταν, ωστόσο, η επιβράβευσή του. Η επιτυχία και η ευτυχία είναι παράπλευρες εμπειρίες ευαρέσκειας, επουλωτικοί μηχανισμοί τραυμάτων, εξισορροπιστικές κατασκευές, που ο κάθε ταξιδιώτης της ζωής δέχεται κατά την πλεύση του στα αχαρτογράφητα νερά της βιοπάλης. Η δικαίωση, λοιπόν, μπορεί να είναι ο αληθινός σκοπός της ζωής. Με τη συμπεριφορά τους οι άνθρωποι δείχνουν ότι στην ευκαιρία της ζωής που τους δίνεται θέλουν να ξορκίσουν το θάνατο· να πετύχουν την αθανασία τους. Η ευτυχία, δηλαδή είναι κάτι που συμβαίνει εκ των υστέρων, που ακολουθεί, ως επιμύθιο, όχι εκείνο που αναζητείται, που ακολουθεί, όπως σημειώνει ο νεαρός εβραίος λογοθεραπευτής Βίκτωρ Φρανκλ , που επιβίωσε μετά 4 χρόνια στα κολαστήρια των στρατοπέδων συγκεντρώσης· ή εκείνο που βίωσε ο αρτοποιός, ασθενής της διάσημης Ψυχολόγου Φρ. Ντολντό, όταν αφού έχασε χέρια και πόδια σ΄ένα νβομβαρδισμό στον Β΄παγκόσμιο πόλεμο και, στο τέλος, χωρίς καν όραση πια, έφτασε να καταλάβει τη έδρα των μαθηματικών στην Ολλανδική Ακαδημία. Η δικαίωση, η υστεροφημία είναι οι επιδιώξιμοι στόχοι της ζωής· αυτοί συνιστούν και το τελικό της νόημα.

 Αφότου κατάλαβε ότι δεν μπορεί να αποφύγει το θάνατο, να τον καταργήσει, ο άνθρωπος θέλει να συμφιλιωθεί με τον διπλανό του, νάρθει σε σχέση αγάπης μαζί του, να τον κάνει λιγότερο αποκρουστικό, καθώς θα τον περιστοιχίσει με συντοτροφικότητα, αλληλεγγύη, συμπάθεια μεταξύ ομότυχων. Να εξασφαλίσει την προσωπική του επιβεβαίωση στην μαρτυρία του διπλανού τουˑ νάναι αυτό η αθανασία του. 

Ανάμεσα στην ευτυχία κα τη δυστυχία, πολύ ευκολότερο είναι να γνωρίσει κανείς τη δυστυχία. Η οδύνη μας έχει κυκλώσει, από τη στιγμή της ίδιας της γέννσής μας και μας συντροφεύει ως τα γηρατειά και το θάνατο. Με γοερό κλάμα ερχόμαστε στη ζωή, με σιωπηλό δάκρυ την αποχαιρετούμε. , 

Σε τέτοιο σημείο έχουμε βυθιστεί στη δυστυχία, που αισθανόμαστε ευτυχείς, εάν καταφέρουμε να απαλλαγούμε από ένα μόνο, έστω το πιο ήπιο, χτύπημά της.  Αλλά απειλείται επίσης και από τον εξωτερικό μακρόκοσμο που μαίνεται γύρο του με ακαταμάχητη ορμή. Ως την πιο βέβαιη πηγή δυστυχίας, είναι οι σχέσεις μας με τους άλλους ανθρώπους, που δεν είναι λιγότερο μοιραίες από τις άλλου είδους σχέσεις που επιζητεί και πετυχαίνει ο άνθρωπος. Το προσδόκιμο επιβιώσης κινείται σε ευρέα όρια, που διακρίνονται ανάλογα με τη φυλή, την κοινωνική κατάσταση, το περιβάλλον, την επαγγελματική απασχόληση και τις γενοτυπικές ιδιομορφίες κάθε ιδιαίτερης ομάδας πληθυσμού. Βέβαια, δεν είναι όλες οι ανισότητες του μήκους της ζωής άδικες per se, αν και από την άλλη, αναρωτιέται κανείς, αν οι ανισότητες στο προσδόκιμο της ζωής διαφέρουν, ως προς την ποιότητα από τις υπόλοιπες ανισότητες μεταξύ των ανθρώπων, που εξαρτώνται από τις διακυμάνσεις της εφαρμογής των αρχών δικαιοσύνης και ισότητας στον αγώνα για την κατάκτηση της παγκόσμιας ευημερίας. Ίσως δεν αρκεί η μελέτη των προκλητικών παραγόντων και ο τρόπος που διεγείρουν παθοφυσιολογικές διεργασίες που επηρεάζουν την υγεία και τη ζωή καθαυτή. Ως βιολογική δυσλειτουργία δεν μπόρεσε να ερμηνευτεί ικανοποιητικά η ζωή και η υγεία. Για αιώνες διεξάγεται η ηθική μάχη μεταξύ εκείνων που υποστήριζαν ότι η ζωή ανήκει στον Θεό, την πολιτική εξουσία ή τα πολυκαταστήματα κι εκείνων που πιστεύουν ότι η ζωή ανήκει στο μέλλον. Μεταξύ εκείνων που κήρυτταν ότι το καλό είναι η αυτοθυσία για χάρη των πνευμάτων στον ουρανό και αυτών, οι οποίοι κήρυτταν ότι το συμφέρον είναι η υποταγή στην εγκόσμια εξουσία. Διάφοροι καλοντυμένοι αρμόδιοι μας βεβαιώνουν ότι η ζωή μας μάς ανήκει και ότι η καλή μας πολιτεία έχει τακτοποιήσει με τον καλύτερο τρόπο τη δυνατότητά μας να τη ζήσουμε ελεύθερα και ανεμπόδιστα. Μνε μια μόνο προϋπόθεση ότι θα την αφειερωσουμε κάπου, σχεδ΄πον πουδήποτε: στο θεό, την πατρίδα, τον εργοδότη, τη συντεχνία μας· και, τώρα, πιο αποτελεσματικά, στην κατανάλωση.

Και τότε, γιατί οι άνθρωποι εκπαιδεύονται να εθίζονται στο θάνατο; ιδιαίτερα στις πλέον άδικες μορφές του στις πλέον αποτροπιαστικές εικόνες του. Στην τηλεόραση ολοένα συχνότερα, ο παρουσιαστής παραλείπει να προειδοποιήσει ότι ακολουθούν αποκρουστικές εικόνες από ένα πολύνεκρο δυστύχημα, μια τρομοκρατική επίθεση· ο κόσμος δεν πρέπει να βιώνει δυσαρέσκεια στη θέα του θανάτου· όχι τουλάχιστον μεγαλύτερη από τη δυσαρέσκεια που νοιώθει κάποιος που μόλις έχασε το λεωφορείο. Σε μια χιουμοριστική εκπομπή της μεσημριανής ζώνης  ανακοινώθηκε το τραγικό συμβάν της ελεύθερης πτώσης μιας αθλήτριας, που τσακίστηκε στα βράχια επειδή την αγωνιώδη προειδοποίηση του προπονητή της  ‘no jump’,  η άτυχη κοπέλα κατάλαβε ως διαταγή: ‘now jump’. Αλλά αυτό δεν ήταν η είδηση· κάθε μέρα ακούμε για αδικοχαμένες ζωές. Ούτε καν είδηση είναι ότι όσο πάμε, όλο και για πιο ασήμαντους λόγους χάνονται ζωές. Ακόμη και το απλό παράκουσμα μιας φρασούλας δύο μόλις λέξεων, στην μητρική γλώσσα, μπορεί να στοιχίσει μια ζωή, γεμάτη όνειρα και προσδοκίες. Είδηση, όμως είναι ο νεωτερικός τρόπος της αναγγελίας άδικων θανάτων. Ανάμεσα σε χαχανητά, αστεία, ατάκες, υπονοοούμενα, με τα οποία οι νέοι πειράζονται μεταξύ τους, σε μια εύθυμη μεσημεριανή εκπομπή, προβάλλει η αναγγελία του θανάτου μιας συνομίληκής τους,  όχι πλέον ντυμένος στα μαύρα κρατώντας το αποκρουστικό δρεπάνι του. Ο θάνατος που αίφνης εμφανίζεται, σαν μια ατάκα, ανάμεσα στις άλλες, στα πολύχρωμα καμώματα των νέων και στους ξέφρενους, ανέμελους χορούς τους: ένα ρέκβιεμ που τόκαναν να μοιάζει με σκέρτσο. 

Κατά ένα περίεργο τρόπο, η ιατρική της οποίας η αποστολή έγκειται στην αποτροπή του θανάτου μοιάζει εμβρόντητη μπροστά στη θέα του· η πράϋνσή του, όχι η αποτροπή του, είναι η αποστολή της. Ένας καλός και ήρεμος θάνατος, περιτριγυρισμένος από αγαπημένα πρόσωπα, η στέρηση των οποίων και η απουσία από τα οποία είναι ο μόνος λόγος που τον καθιστά επώδυνο. Ούτε η ίαση ούτε η θεραπεία είναι πια όραμα της ιατρικήςˑ στόχος της είναι η παρηγοριάˑ ο μετριασμός του πόνου, της δύσπνοιας, της ανικανότητας. Είναι παράξενο, αλλά η λογοτεχνία, μάλλον, παρά η ιατρική στάθηκε με παρρησία ενώπιόν του· τον κοίταξε κατάματα, τον προκάλεσε, τον κατενόησε, άλλοτε ως αμετάκλητη ακύρωση της ζωής· την αναίρεσή της κι άλλοτε ως ένα είδος προσωρινής αναστολής της, που υπαγορεύει την επαναδιαπραγμάτευση της πραγματικότητας.  (Τι είναι ευγενέστερο στο μυαλό να υποφέρει –τις σφεντόνες και τα βέλη της εξωφρενικής τύχης, είτε να πάρει τα όπλα ενάντια σε μια θάλασσα ταραχών– και αντιτιθέμενος να τα τελειώσει. Τί ‘ ́ναι στο πνεύμα ανώτερο να υποφέρεις πετριές και σαϊτιές αχρείας τύχης, η να παίρνεις τα όπλα ενάντια σ΄ένα πέλαο βάσανα και αντιχτυπώντας να τους δίνεις τέλος)[2].    

Σύμφωνα με όσα προηγήθηκαν, μπορούμε τώρα να συντάξουμε έναν ορισμό: Η ζωή που εκπληρώνει το νόημά της είναι η κατάσταση, κατά την οποία το άτομο έχει την ικανότητα να επικοινωνεί με τον εαυτό του, τους άλλους, τη φύση, (κι αν το επιθυμεί) με το Θεό, ώστε, θα μπορούσαμε να συμπληρώσουμε, υγεία είναι η δυνατότητά του να αντλεί ευχαρίστηση από την επικοινωνία του αυτή. Καθώς μαθαίνουμε για τη σημασία της ζωής μέσα από τη δική μας ιδιοτέλεια, έχουμε την τάση να ιεραρχούμε τις όψεις της ζωής και να θέτουμε την πνευματική πίσω από τη φυσική της όψη και την κοινωνική, πίσω από τη βιολογική. Η ’δική μας ιδιοτέλεια’, πάλι, διαμορφώνεται γύρω από το σημείο ισορροπίας των ενστίκτων αυτοσυντήρησης και θανάτου και τις πολύπλοκες ενδοσχέσεις τους, όπως προσπαθούν να διερευνήσουν οι ψυχολόγοι, οι φιλόσοφοι και οι κοινωνιο   λόγοι όχι πάντα με την ίδια αμεροληψία, οξυδέρκεια και αξιοπιστία.

Ο άνθρωπος ζει, πρώτ’ απ΄όλα, στην κοινωνία όπου ανήκει προς χάρη της και για την ασφάλειά τουˑ εάν αγνοήσουμε το γεγονός αυτό δεν θα μπορέσουμε να συλλάβουμε την συγκρότηση του πολύπλοκου αυτού όντος. Μπορούμε να πούμε ότι ο άνθρωπος υπάρχει, επειδή αναγνωρίζεται από τους κοινωνικούς του εταίρους, έτσι, που το να αγνοείται απ΄αυτούς είναι σχεδόν συνυφασμένο με την ανυπαρξία του. Εφόσον η ζωή εμπλουτιστεί με σύμφυτες, όπως η ελευθερία, η λογική, το συναίσθημα κ.ά.,  ή επίκτητες, όπως η δικαιοσύνη, η αλληλεγγύη, η αυτονομία, η χρονικότητα, ποιότητες, ανάγεται σε βίο. Η επιστήμη που ασχολείται με τη ζωή, ονομάζεται, όχι τυχαία, βιολογίαˑ για να δείξει ότι γνωστικό της αντικείμενο δεν είναι μόνο η φυτική ζωή, αλλά και οι πνευματικές και συναισθηματικές της επεκτάσεις. Η ακρωτηριασμένη ζωή δεν είναι παρά μια φυτική εκδοχή της ζωής, στο μεταίχμιο μεταξύ ζωής και θανάτου σε μια μη εξελισσόμενη φυτική κατάσταση (permanent vegetative state)[3], όπως η κλινική επιστήμη περιγράφει κυνικά, αλλά εύστοχα, τους αποστερημένους κάθε γνωρίσματος ανώτερης ύπαρξης, τους ηθικά και κοινωνικά αποχρωματισμένους συνανθρώπους μας, που βιώνουν μια βαριά, ανίατη πάθηση, εξαιτίας της οποίας έχουν απολέσει το "έλλογο μέρος της ψυχής τους".  Ο JJ C Smart ισχυρίστηκε ότι η βιολογία δεν  είναι αυτόνομη επιστήμη, αλλά η τεχνολογική εφαρμογή πιο βασιών επσιτημών, όπως, ας πούημε η ραδιομηχανική. Όπως και η μηχανική, η βιολογία δεν μπορεί να κάνει καμιά προσθήκη στους νόμους της φύσης. Μπορεί μόνο να τους αποτυπώσει∙ να αποκαλύψει πώς οι νόμοι της φυσικής και της χημείας διαδραματίζουν τους ρόλοους σε αρχέγονες και οριακές συνθήκες. 

Zωή είναι ένας από τους γρίφους της ανθρώπινης διάνοιας, που έχει περισσότερη αξία, παρά νόημα. Για μας, ο ανθρώπινος βίος είναι δράση, που κατατείνει σε σχέση, και διαρκή πρόσκληση σε σχέση, και κατά αυτό διαφοροποιείται από την απλή ύπαρξη ‘όντος τινός’ που χαρακτηρίζει τη ζωή των ζώων. Αυτή είναι η διαφορά ανάμεσα στα ζώα που ‘ζουν’ τη ζωή τους και στον άνθρωπο που τη ‘βιώνει’, ως ψυχοφυσικό όν. Η ζωή, όμως, δεν είναι, μόνο, βιολογικές αντιδράσεις, αλλά ταυτόχρονα είναι διανοητικές δεξιότητες και συναισθηματικές αποκρίσεις στη φυσική, υλική, βιολογική και κοινωνική δράση. Τα έμβια όντα έχουν ανάγκη τη φυσική τους ζωή, ως άτομα και γένη και, ειδικότερα για τον άνθρωπο, η φυσική του ζωή έχει την ίδια πρωταρχική σημασία, με τα άλλα ειδοποιά χαρακτηριστικά της, αφού αποτελεί το λίκνο της διαιώνισής του, όπου ολοκληρώνει την πνευματική του υπόσταση, και εγγυάται την αχρονική του διάρκεια, ως είδος. Όμως, καθώς αντλούμε τη σημασία της ζωής μέσα από την ατομική μας ιδιοτέλεια, έχουμε την τάση να  ιεραρχούμε τις όψεις της ζωής και να θέτουμε την πνευματική σε δεύτερη μοίρα συγκριτικά με τη φυσική και τη βιολογική, πρωτύτερα από την κοινωνική. Όλες αυτές οι κρίσεις μας για τη ζωή βασίζονται στις αξίες που εμείς οι ίδιοι, καθένας χωριστά και όλοι μας ως κοινωνία προσδένουμε στη ζωή.

Ο ανθρώπινος βίος μπορεί να θεωρηθεί ως εντατικός αγώνας προς την τελειότητα, αλλά το ‘τέλος’ έχει τόσες διαφορετικές σημασίες, ως προορισμός, σκοπός, εκπλήρωση, αποστολή, καταβολή τέλους για την παραχώρηση ενός προνομίου, δικαιώματος, αλλά και ατελής ανολοκλήρωτη εξέλιξη, ανεξάρτητα με την κατεύθυνση που έχει αυτή η εξέλιξη. Η αποστολή, ως αποστολή κάθε μέλους της κοινωνίας μας, συγκεντρώνει το δημόσιο ενδιαφέρον, επειδή οφελεί αυτήν την ίδια. Ο ίδιος ο Αριστοτέλης αναγνωρίζει τρεις τρόπους ζωής: τη ζωή των χοντροκομένων ανθρώπων, εκείνων δηλαδή που ζουν μόνο για την ηδονή και τις απολαύσεις. Η ζωή που αφιερώνεται στην υπηρεσία της κοινωνίας και ο τρίτος τρόπος είναι η ζωή που αφιερώνεται στη σπουδή, την άσκηση και τη μελέτη. Ο άνθρωπος, μέλος μιας κοινωνίας στην οποία εντάσσεται έχοντας διαμορφώσει ένα σχέδιο συμπεριφοράς, υπακούει σ΄ένα προσωπικό νόμο κίνησης, με μοναδικό μέλημα την προσέγγιση της ευτυχίας. Όλες οι εμπειρίες, οι παραδόσεις, οι εντολές και οι νόμοι δεν αποτελούν παρά επιτυχή ή ατυχή εγχειρήματα προς προσέγγιση της ευημερίας του. Το πρόγραμμα ζωής του κάθε ξεχωριστού ατόμου και της ομάδας στην οποία ανήκει δεν αποσκοπεί παρά την επίτευξη της μεταβάσεως από μια κατάσταση μειονεξίας σε μια πλεονεκτικότερη κατάσταση. Αυτό είναι ένα απαρασάλευτο ρεύμα από το οποίο δεν μπορεί να αποκλίνει, είναι ο σκοπός της τελειότητας. Ο άνθρωπος έχει ήδη πολύ πρώιμα, διαμορφώσει το νόμο κίνησής του στη ζωή. Η στάση του στη ζωή, τα αισθήματά του, οι αποφάσεις και οι ενέργειές του καθορίζονται ως προς το ρυθμό και την κατεύθυνση, από τον κινητικό νόμο που έχει υιοθετήσει. Με βάση αυτόν διαμορφώνει την εικόνα κύρους και αυθεντικότητας με την οποία ανήκει στην κοινωνία. Διαμορφώνει ένα "πρόγραμμα ζωής" που βασίζεται σ΄ένα σύνολο γνωμών, από τις οποίες αφορμάται η γενικότερη στάση του στη ζωή και οι οποίες συνιστούν τις ερμηνευτικές κλείδες του νόμου κίνησης που έχει υιοθετήσει. "Omnia as opinionem suspense sunt”.

Η ζωή, επομένως, πρέπει να διατηρηθεί και ταυτόχρονα να εξελιχθεί, επειδή κάθε στασιμότητα σημαίνει θάνατος. Ελίσσεται ανάμεσα σε συμπληγάδες, όπως οι φυσικές αντιξοότητες, το εχθρικό περιβάλλον, οι επιθέσεις φθοράς και, ταυτόχρονα να διεκδικήσει το νόημά της και, επομένως, την επιβεβαίωσή της, σ΄ένα νοητι-κό αχανές, που μου φαίνεται ότι οριοθετείται μεταξύ της ερωτικής στο αγαθό προ-σήλωσης σε ό,τι πιο ασώματο, αόρατο και αχρονικό υπάρχει, δηλαδή την πλατω-νική ιδέα, μέχρι την απόλυτη ελευθερία της επικούρειας αντίληψης, όπως την εξέφρασε ο Heidegger, δηλαδή, της "ελευθερίας να πεθάνεις". 

 Η πνευματικότητα του Ανθρώπου, όμως, δε χάνεται με το θάνατο, πράγμα που το αποδεικνύουν καλύτερα οι σε μόνιμο κώμα ασθενείς, οι οποίοι έχουν χάσει την πνευματικότητά τους παραμένοντες, όμως εν ζωή. Όπως λέει ο Γκαίτε, ‘καμιά ύ-παρξη δεν μπορεί να ξεπέσει στο μηδέν’.  Αυτό είναι ένα απαρασάλευτο ρεύμα από το οποίο δεν μπορεί να αποκλίνει, είναι ο σκοπός της τελειότητας. Το τίμημα (τέλος) που πρέπει να πληρώσει για την εξέλιξή του είναι βαρύ, όσο και αβέβαιο. Ο ανθρώπινος βίος στερείται της ανέμελης κατανάλωσης της ζωής, που, μερικές φορές, ζηλεύουμε στα άλλα πλάσματα. Ίσως αυτό ώθησε το Φούχτερ να συντάξει μια σπαρακτική πρόταση: ‘το ζώο είναι αυτό που είναι, ο άνθρωπος είναι αυτό που οφείλει να είναι’.

Στη ζωή, το ουσιώδες κατορθώνεται πάντα από τα πλέον ασήμανταˑ από εκείνα που δεν χαίρουν καμιάς εκτίμησης. Χωρίς αυτά δεν μπορεί, εν τούτοις, τίποτα να συμβείˑ αν δεν συμβεί τίποτα, αυτά που θα ζημιωθούν λιγότερο θα ναι αυτά τα ίδια τα ασήμαντα. Είναι εύκολο λοιπόν, βλέποντας αντιπαραθετικά την αρρώστια, δεν μπορεί να θεωρηθεί ως ιδιωτική υπόθεση, μιας και η κοινωνία ολόκληρη, εκτός από τον πάσχοντα βλάπτεται  απ΄αυτή. Αλλά ακόμη και στις συνθήκες αυτές, το οφελιμιστικό ενδιαφέρον της για τον πάσχοντα συνάνθρωπο αμβλύνεται, έτσι, που αδημονεί για την αποκατάσταση τη υγείας του και την ταχεία ανάρρωση και σύντομη επανένταξη στους κόλπους των ενεργών και οφέλιμων συμπολιτών. Για τον σκοπό αυτό, χρηματοδοτεί γεναία τους τομείς έρευνας και τεχνολογίας, προκειμένου να εισάγει εργαλεία διάγνωσης και θεραπείας, αλλά και πρόληψης και αποκατάστασης. Ενόσω τα εργαλεία αυτά νοούνται ως δημόσια αγαθά, μέσω των οποίων, η κοινωνία προωθεί το συμφέρον της, είναι επίσης προστατευόμενα αγαθά. Παρέχονται σύμφωνα με τις ενδείξεις με σαφή αποστολή την αποκατάσταση της υγείας του κάθε αρρώστου, ώστε το συντομότερο δυνατό να επανενταχθεί με την καλύτερη δυνατή αποκατάσταση της υγείας του στους στις φάλαγγες των ωφέλιμων μελών της. Αλλιώς, κανείς δεν θα ενδιαφερόταν για τους αρρώστους, που διασταλτικά μπορούμε να φοβόμαστε ότι θα εγκαταλείπονταν να πεθάνουν στο περιθώριό της. Με την αντίληψη            

Τι γίνεται, όμως, όταν η κοινωνία  αντιλαμβάνεται ως πελάτη της τον ασθενή και όχι ως προστατευόμενο μέλος της που χρειάζεται περίθαλψη;

 http://www.iefimerida.gr/news/389729/i-sygklonistiki-dialexi-toy-37hronoy-kathigiti-idiofyia-konstantinoy-daskalaki-sto-apth

http://whatistranshumanism.org/#what-is-transhumanism

 

****   https://nickbostrom.com/posthuman.pdf

Θάχετε παρατηρήσει πώς γελάνε οι άνθρωποι (τα μόνα έμβια που μπορούν να γελάνε). Γελάνε με ελαφρά κύρτωση του προσώππυ τους προς τον ουρανό. Το γέληο είναι δέηση, ευχαριστίες προς ό,τι πιστεύει ο καθένας ότι του εξασφάλισε το μεγάλο προνόμιο να μπορεί να γελάει. Είναι και μερικοί που κρύβουν το κλεμμένο γέλιο τους πίσω από την  παλάμη τους. Είναι κι αυτοί, βέβαια.

Το έννομο αγαθό της ζωής προστατεύεται στο άρθρο 3 της Οικουμενικής Διακήρυξης των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου που ψηφίστηκε το 1948, από τον Οργανισμό των Ηνωμένων Εθνών, ως καταστατική αρχή του απαραβίαστου της ανθρώπινης αξίας και που προβλέπει ότι ″κάθε άνθρωπος έχει το δικαίωμα στη ζωή, στην ελευθερία και την ασφάλεια του προσώπου του″.  Ανάλογη διάταξη συναντάται στο άρθρο 2 της Σύμβασης της Ρώμης ″περί προστασίας των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και των θεμελιωδών ελευθεριών″ που υπογράφτηκε από την  Ελλάδα στις 28-11-1950 και κυρώθηκε με το ν. 2329/1953, καθώς και στο Διεθνές Σύμφωνο των Ηνωμένων Εθνών του 1966 για τα ατομικά και πολιτικά δικαιώματα [άρθ. 6 παρ. 1] όπου ορίζεται ότι ″κάθε ανθρώπινο όν έχει φυσικό δικαίωμα στη ζωή. Το δικαίωμα αυτό πρέπει να προστατεύεται από το νόμο. Κανένας δεν μπορεί να στερηθεί αυθαίρετα τη ζωή του″. Τέλος, στο άρθρο 2 του Χάρτη των Θεμελιωδών Διακαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης που ψηφίστηκε στις 7-12-2000 ορίζεται, επίσης, ότι ″κάθε πρόσωπο έχει δικαίωμα στη ζωή″. Το δικαίωμα στη ζωή είναι ένα διατακτικό απόλυτο  [133] δικαίωμα, που παρέχεται ισότιμα, απροϋπόθετα και απεριόριστα σε όλους τους ανθρώπους και δεν διαβαθμίζεται ανάλογα με οποιουδήποτε τύπου ή μορφής χαρακτηριστικά του προσώπουοι ρατσιστικές μεροληψίες. Η παρεχόμενη από το Σύνταγμα προστασία της ζωής είναι απόλυτη, δεν εξαρτάται από τη σωματική, ψυχική ή πνευματική κατάσταση και το δικαίωμα στη ζωή είναι αδιαπραγμάτευτο. Το δικαίωμα στη ζωή, περιγραφόμενο ως απόλυτο δικαίωμα, το οποίο, κατά την ακραία του τοποθέτηση μετατρέπεται σε υποχρέωση: κατά αναπόδραση συνέπεια της απόλυτης αξίας και προστασίας της ανθρώπινης ζωής, ο άνθρωπος, όσο περίεργα και να ήχεί αυτό, έχει νομική υποχρέωση να ζει, αλλά αυτή η υποχρέωση βαρύνει το κράτος, που οφείλει να λάβει κάθε ενδεικνυόμενο μέτρο, ώστε η βιολογική προστασία της ζωής να είναι απόλυτα εξασφαλισμένη.

Το Σύνταγμα, 5:2, δεν προστατεύει μόνο την πλήρη ζωή, αλλά κάθε μορφή ζωής, καθώς η αξία του εννόμου αγαθού της ζωής δεν εξαρτάται ούτε από την αξία, που προσδίδει ο ίδιος ο άνθρωπος στη ζωή του ούτε από την εκτίμηση του κοινωνικού συνόλου γι αυτή, αλλά ούτε και από το επίπεδο της πολυπλοκότητάς της. Δηλαδή η ζωή ενός βαρέως πάσχοντος που υποχρεώνει την πολιτεία σε καταβολή πόρων για τη νοσηλεία του δεν αποτελεί ″έννομο  αγαθό″ μικρότερης αξίας που, επομένως, απολαμβάνει περιορισμένης ή καθόλου προστασίας. Κατά συνεπή εφαρμογή της σκέψεως περί του απολύτου χαρακτήρος της προστασίας της ανθρώπινης ζωής, ο Ανδρουλάκης υπογραμμίζει: ″δεν είναι δυνατή η ύπαρξις συνθηκών υφ΄άς η θανάτωσις ετέρου τινός ανθρώπου παρίσταται ως δεδικαιολογημένη″. Η κοινωνία δεν μπορεί να αξιώνει περιστολή εξόδων σε περιπτώσεις π.χ., μάταιης θεραπείας σε ασθενείς τελικού σταδίου, επειδή η ζωή προστατεύεται ανεξάρτητα με τα ποιοτικά χαρακτηριστικά της. Ο χαρακτηρισμός "αναξιωβίωτη ζωή" δεν μπορεί να αποτελεί λόγο καταστροφής της, αλλά κατάσταση που υποχρεώνει την πολιτεία να προβεί σε θετικές δράσεις βελτιώσεώς της.

 Όπως προειπώθηκε, η ζωή ως φυσική, βιολογική ύπαρξη "όντος τινός" διακρίνεται από τον βίο, που εμπεριέχει ποιότητες κοινωνικής εντάξεως, όπως πολιτικός, ιδιωτικός, κοινωνικός βίος. Το Σύνταγμα προστατεύει την βιολογική, όχι την κοινωνική άποψη του βίου επειδή η κοινωνικότητα του ανθρώπου δεν χάνεται με την απώλεια της κοινωνικής του συμμετοχής και παρουσίας, πράγμα που το αποδεικνύουν καλύτερα οι σε μόνιμο κώμα ασθενείς, οι οποίοι έχουν χάσει την πνευματικότητά τους, δηλαδή το βίο τους, παραμένοντες, όμως εν ζωή. Όπως λέει ο Γκαίτε, "καμιά ύπαρξη δεν μπορεί να ξεπέσει στο μηδέν". Εάν δεχθούμε τα παραπάνω, τότε η θανάτωση ενός ασθενούς, ο οποίος βρίσκεται σε μόνιμη κωματώδη κατάσταση (Permanent Vegetative State, PVS), αποτελεί αμιγή περίπτωση αφαίρεσης ανθρώπινης ζωής, αφού οι κρίσιμες ποιότητες για την αναγνώριση της (ανθρώπινης) ζωής, ως βίου, δεν έχουν απολεσθεί, με την κατάρρευση της φυτικής εκφάνσεως της ζωής.

 

[1] Ό,τι είναι να αλλάξει, έχει ήδη αλλάξει

[2] Shakespreare: Amlet.

[3] Brahams D., Persistent vegetative state. Lancet. 1993

 

 

[i] Wolf, Susan. “Happiness and Meaning: Two Aspects of the Good Life.” Social Philosophy and Policy 14: 207-25.

[ii] Alexis., A., 2011, The Meaning of Life: A Modern Secular Answer to the Age-Old Fundamental Question, CreateSpace Independent Publishing Platform

[iii] Klemke, E. D., 1981, “Living Without Appeal”, in The Meaning of Life, E. D. Klemke (ed.), New York: Oxford University Press


 [DM1]Η παράγραφός πρέπει να ζυμωθεί ώστγε να δώσει ένα νόημα συμβατό για τί έτσι φαίνεται να συγκρούεταικ και με τον αριστοτέλη και με τη θερμοδυναμική. Άλλως να αφαιρεθεί.