Η νόσος Castleman είναι σπάνια λεμφαδενοπάθεια που συνεπάγεται διόγκωση των κυττάρων των λεμφαδένων. Συγκαταλέγεται στην ομάδα των αντιδραστικών λεμφοειδών πνευμονοπαθειών. Κατά τη συχνότερη μορφή της, προσβάλλει έναν μόνο αδένα νόσος Castleman, που συνήθως εμφανίζεται στο θώρακα ή την κοιλιά. Η πολυδύναμη μορφή της προσβάλλει περισσότερους αδένες, και συνδέεται με τον ιό του έρπητος (HHV-8), καθώς επίσης και με τον HIV. Ο HHV-8 συνδέεται, επίσης, με το σάρκωμα Κaposi που είναι ένας ένας κακοήθης όγκος που επίσης αποτελεί επιπλοκή του HIV/AIDS. Έχει δειχθεί ότι ο ΗΗV-8 είναι παρόν σε όλες τις περιπτώσεις νόσου Castleman επί HIV/AIDS, και σχεδόν στο 50% των αρνητικών για HIV ασθενών με νόσο Castleman.
Ο μονήρης τύπος μπορεί να αντιμετωπιστεί αποτελεσματικά, με τη χειρουργική αφαίρεση του προσβληθέντος λεμφαδένος, αλλά στην πολυδύναμη μορφή της αναφέρονται, πυρετός, απώλεια βάρους, νυκτερινοί ιδρώτες, ναυτία, ηπατο- και σπληνομεγαλία. Οι συχνότερο προσβεβλημένοι αδένες είναι οι αυχενικοί, οι μασχαλιαίοι, Οι ασθενείς με οποιαδήποτε μορφή της νόσου έχουν αυξημένο κίνδυνο προσβολής τους από λέμφωμα.
Η θεραπεία και η έκβαση ποικίλλουν, ανάλογα τη μορφή. Οι περισσότερες περιπτώσεις μονήρους προσβολής, η πάθηση διατρέχει ασυμπτωματικά