Βηρυλλίωση

import_contactsΒηρυλίωση 
Η εισπνοή βηρυλλίου προκαλεί δύο διακριτά σύνδρομα:
οξεία χημική πνευμονίτιδα και
οξεία κοκκιωμάτωδη πάθηση, τη βηρυλλίωση.
α. η οξεία τοξικότητα παρατηρείται στα ορυχεία ή τα μεταλλουργεία, και χαρακτηρίζεται από θερμικά εξανθήματα ρινικό και οπτικό ερεθισμό, βήχα και αίσθημα συσφίγξεως στο θώρακα. Σποραδικά, η μαζική έκθεση μπορεί να οδηγήσει στο θάνατο, εντός 72 ωρών, αλλά, κατά κανόνα, παραητρείται ανάρρωση στους επόμενους   μήνες. Επί οξείας πνευμονίτιδας από βηρύλλιο, το μέταλλο, ως καπνός ή σκόνη συμπεριφέρεται ως χημικό ερεθιστικό και προκαλεί φλεγμονή. Λόγω των μέτρων προστασίας που έχουν ληφθεί, η επίπτωση της νόσου έχει σχεδόν εξαφανιστεί.
β. Χρόνια τοξικότητα. Παρατηρείται σε ερευνητικές ή βιομηχανικές εγκαταστάσεις, η οποία ακολουθεί μια μακρά σιωπηρή περίοδο μεγάλης διάρκειας~15 ετών. Εγκαθίσταται σχετικά ήπια αναπνευστική ανεπάρκεια, που συνοιδεύται με βήχα και δύσπνοια. Η διάχυτη πνευμονοπαθεια που αναπτύσσεται είναι γνωστή ως βηρυλλίωση, την οποία χαρακτηρίζει ιστολογικώς κοκκιοματώδης βλάβη, που συχνά συγχέεται με τη σαρκοείδωση, καθώς εμφανίζουν παρόμοιες ακτινολογικές εικόνες.ταυτόσημη της σαρκοειδώσεως, συνοδευόμενη ακόμη και από αμφοτρόπλευρη πυλαία λεμφαδενοπάθεια. Η διάγνωση, συχνά είναι δυσχερής και, όχι σπάνια, διαφεύγει. Η χρόνια έκθεση σε βηρύλλιο μπορεί να αυξ΄λησει, επίσης, τον κίνδυνο καρκινογενέσεως.      Πρόκειται για αντίδραση επιβραδυνομένου τύπου που διεγείρει τον πολλαπλασιασμό των Τ-λεμφοκυττάρων που προκαλούν φλεγμονή, ίνωση, και σχηματισμό μη τυροειδοποιούμενου κοκκιώματος.
Οι ασθενείς αναφέρουν βήχα, πλευροδυνία, αρθρλαγίες, κόπωση, και απώλεια βάρους. Από την ακρόαση τρίζοντες.  Από τη βιοψία, μη νεκρούμενα κοκκιώματα. Θεραπευτικά, αποφυγή εκθέσεως στο υπεύθυνο περιβάλλον και κορτικοειδή για 4-6 εβδομάδες. Η πρόγνωση κυμαίνεται ευρέως, από την λύση μέχρι την ένδειξη μεταμοσχεύσεως.
Η εισπνοή ρινισμάτων ή η διείσδυση δια του δέρματος βηρυλίου μπορεί να ίνωση και κοικκιώματα που προσβάλλουν τον πνευμονικό ιστό. Το βηρύλλιο χρησιμοποιείται σήμερα στη βιομηχανία της αεροναυπηγικής, των ηλεκτρονικών κια της χημικής βιομηχανίας, ιδίως στην κατασκευή φοριζόντων σωμάτων. Η φλεγμονή στους πνεύμονες από εισποή ατμών ή σκόνης βηρυλλίου είναι διαφορετική από εκείνη που παράγεται από άλλες επαγγελματικές εκθέσεις, επειδή φαίνεται ότι προσβάλλει μόνον εκείνους με υπρευαισθησία στο βηρύλλιο, αν και τα συμπτώματα μπορεί να μην εμφανιστούν για διάστημα 1-2 δεκαετιών μετά από ακόμη και μια σύντομη έκθεση στο μέταλλο. Έχει επισημανθεί ότι ακόμη και άτομα που διαβιούν πλησίον εργοστασίων επεξεργασίας βηρυλλίου μπορεί να αναπτύξουν βηρυλλίωση. Η δυνητικά θανατηφόρος οξεία βηρυλλίωση μπορεί να εκδηλωθεί αιφνίδια, με βήχα, δύσπνπια, απώλεια βάρους, και δερματικές και οφθαλμικές εκδηλώσεις. Η χρόνια βηρυλλίωση χαρακτηρίζεται από το σχηματισμό κοκκιωμάτων στους πνεύμονες και λεμφαδενοπάθειας, επί εκτεθειμένων ατόμων. Η νόσος μπορεί να αναγνωριστεί ως άλλη πνευμονοπάθειεα, όπως η σαρκοείδωση, και, γι αυτό μπορεί να απιτηθούν άλλες διαγνωστικές δοκιμασίες.  Η θεραπεία συνίσταται στη χορήγηση κορτικοειδών και υποστήριξη της αναπνοής, και η κατάλληλη αγωγή μπορεί να αποδώσει αποκατάσταση σε διάστημα 10 ή περισσοτέρων ημερών. Εάν οι πνεύμονες έχουν προσβληθεί σε ικανό βαθμό, για μεγάλο διάστημα ή αφού παρατηρηθούν πολλές εξάρσεις, της χρόνιας μορφής της, μπορεί να παρατηρηθούν συνοσηρότητες από την καρδιά, μέχρις και της αναπτύξεως καρδιακής ανεπάρκειας.