Αρτηριακός σφυγμός
σύμπτωση της αορτής ανεπάρεκια αορτής, αρτηριοφλεβική αναστόμωση, ανοικτός αρτηριακός πόρος, ή άλλξη αξεωακρδιακή διαφυγή.
βραδεία αύξηση, στένωση αορτής
αίτια απόντος κερκιδικού σφυγμού: [α] ανελυρσμα αορτής μe συμμετοχή της υποκλειδίου α., [b] ιατρογενώς, μετά καθετηριασμό, [g] περιφερικό, αρτηριακό έμβολο, αρτηρίτις Takayasou [δ] κάκωση.