Νόσος μικρών αεραγωγών: ευρήματα από το λειτουργικό έλεγχο αναπνοής

Οι αντιστάσεις των μικρών αεραγωγών μπορούν να μετρηθούν με χρήση μη παρεμβατικών μεθόδων. Μετρήσεις της ανιόντων αντιστάσεων απαιτούν πληθυσμογραφία σώματος και τοποθέτηση οισοφαγικού ασκιδίου με το οποίο επιτρέπεται η διαμερισματοποίηση των αντιστάσεων και η μέτρηση του περιορισμού ροής/μέτρο πίεσης ελαστικής επαναφοράς, υπό δεδομένο πνευμονικό όγκο. Έχει, επίσης, χρησιμοποιηθυεί η μέθοδος ενσφηνώσεως του βρογχοσκοπίου για τη άμεση μέτρηση των αντιστάσεων των περιφερικών αεραγωγών, σ΄ενα περιφερικό βρογχοπνευμονικό τμήμα (&). Σημειώνεται, ότι η μέτρηση σ΄ένα συγκεκριμένο βρογχοπνευμονικό τμήμα μπορεί να μην είναι αντιπροσωπευτική των αντιστάσεων στο επίπεδο των μικρών αεραγωγών, λόγω της ετερογένειας των παθήσεων των μικρών αεραγωγών. Επιπλέον, όλες οι προηγούμενα  αναφερθείσες τεχνικές δεν μπορούν να χρησιμοποιηθούν ευρέως, επειδή είναι παρεμβατικές και απαιτούν τη χρήση υψηλής τεχνολογίας συσκευές. 

Στα χαρακτηριστικά της φυσιολογίας των μικρών αεραγωγών περιλαμβάνεται η πρώιμη σύγκλειση των αεραγωγών (αύξηση του RV), και η παγίδευση αέρος, η περιοχική ετερογένεια των βλαβών και έδηλη εξάρτηση του περιορισμού ροής από τον όγκο. Επομένως, δοκιμασίες που στοχεύουν στις μετρήσεις αυτές είναι αξιόπιστες και ποσοστικοποιούν με ακτίβεια τις νόσους των μικρών αεραγωγών.  Επειδή η TLC αυξάνεται, γενικώς, επί αποφρακτικών παθήσεων, ο δείκτης RV/TLC είναι ο ακλύτερος δείκτης ελέγχου της υπερδιατάσεως και αποτελεί την καλύτερη μέθοδο αποτιμήσεως της αυξήσεως του RV, Ο δείκτης RV/TLC κυμαίνεται με την ηλικία και το φύλο. υπόδηλώνοντας ότι οι προβλεπόμενες τιμές του δείκτη RV/TLC και 'τα άνω όρια του φυσιολογικού' που παραλαμβάνονται από εξισώσεις προσομοιώσεως, είναι αξιόπιστες. Π.χ., εάν τα άνω όρια για τον RV/TLC είναι ∼135% των προβλεπόμενων τιμών, για ένα άνδρα 20 ετών, μπορεί να επισημανθεί η παρουσία παγιδεύσεως αέρος, εάν ο δείκτης RV/TLC μετρηθεί >135% pred. Οι Sorkness et al. (2008), έχει, πρόσφατα, δείξει ότι ο δείκτης RV/TLVCαυξάνεται σημαντικά στο αβρύ έναντι του ηπίου άσθματος. Οι συγγραφείς, επίσης, έδειξαν ότι ο δέικτης RV/TLC συσχετιζόταν αντίστροφα το FVC γεγονός που μαρτυρά ότι εάν δεν μετρηθεί ο πνευμονικός όγκος, κατά τη μέτρηση των αντιστάσεων στους μικρούς αεραγωγούς, η μείωση του FVC μπορεί να θεωρηθεί ως δείκτης παγιδεύσεως αέρος, αν και τα ευρήματα αυτά πρέπει να επιβεβαιωθούν σε ασθενείς με ΧΑΠ (&). Η προβλεπόμενη τιμή του FVC, θεωρεί ότι η TLC είναι φυσιολογική κι επομένως, η αύξηση της tLCμπορεί να θεωρηθεί ως αποτέλεσμα συδυασμού της μειωμένης FVC και αυξημένoυ RV. Η FVC % προβελπόμενης μπορεί να είναι κλιγότερο ευαίσθητος ως δείκτης παγιδεύσεως αέρος.  Από ποιοτικής απόψεως, η μορφολογία της καμπύλης εκπνευστικής ροής - όγκου είναι διδακτική, επειδή η περιοχική ετερογένεια των σταθερών χρόνου που προδευτικά αυξάνει τις αντιστάσεις, με την εξέλιξη της εκπνοής και η πρώρη σύγκλειση των αεραγωγ;vν (που αποτελούν χαρακτηριστικά της νόσου των μικρών αεραγωγών), από κοινού προκαλούν μια άνωκύρτωση της εκπνευστικής καπμπύλης που είναι χαρακτηριστική. Έχουν αναπτυχθεί μέθοδοι για την ποσοτικοποίηση των μεταβολών στην εκπνευστική καμπύλη ροής-όγκου αλλά δεν έχουν τύχει ανεπιφύλακτης αποδοχής. Λόγω της σχετικά ευρείας διαθεσιμότητάς του, ο λόγος RV/TLC παραμένει ο πλέον ενδιαφέρον δείκτης της συγκλείσεως των μικρών αεραγωγών, στην κλινική πράξη, ή σε μεγάλες πολυκεντρικές κλινικές δοκιμές. 
βλέπε: Η FEF25–75% στην απόφραξη μικρών αεραγωγών. Στις βρογχιολίτιδες επί παθήσεων του συνδετικού ιστού συνήθως αναγνωρίζεται μείωση της FEF25–75%  και μείωση της FEF50% (&).
Με τη μέθοδο της εκπλύσεως Αζώτου μετά μια εισπνοή 100% Ο2, μπορούμε να μετρήσουμε σχέση δομής-λειτουrγίας. Η κλίση της επιπεδώσεως της καμπύλης εκπλύσεως έναντι του πνευμονικού όγκου υπολογίζεται ηλεκτρονικά ως η θέση της καλύτερης προσαρμογής δια της φάσεως ΙΙΙ της εκπενσυτικής καμπύλης όγκου συγκεντρώσεως.