Πνευμονολογικά φάρμακα

βρογχοδιασταλτικά φάρμακα

  1. β2-διεγέρτες. για το βρογχόσπασμο, που είναι ανθεκτικός στην επινεφρίνη. προκαλούν χάλαση των λείων μυϊκών ινών των βρόγχων, μέσω της δράσεώς τους στους β2-υποδοχείς (:αδενυλοκυκλάση), με μικρή δράση στην συσταλτικότητα του μυοκαρδίου.
    1. σαλβουταμόλη. Δόση: 2-4 mg ΡΟ διαιρεμένες 3 4 φορές. Μέσω MDI, 1-2 εισπνοές, Χ 4-8 Η όχι περισσότερες από 12 εισπνοές την ημέρα. μέσω νεφελοποιητού: 0.5 ml (2.5 mg) διαλύματος 0.5% σε 1-2 ml φυσιολογικού ορού.
    2. μεταπροτερενόλη (Alupent, metaprel). Β2-διεγέρτης, που προκαλεί χάλαστη στις λείες μυικέ ςίνες των αεραγωγών με μικρή επίδραση στον καρδιακό ρυθμό. 0.3 ml/5% διάλυμα σε 2.5 ml σε φυσιολογικό ορό. για διάστημα 10-15 λεπτών, Χ4 ημερησίως.
    3. ιπρατρόπιο (atrovent). Αντιχολινεργικό βρογχοδιασταλτικό που χημικά συγγενεύει με την ατροπίνη. 2-4 εισπνοές, ανά 4ωρο-6ωρο. νεφελοποίηση:  250 mcg dδιαλυμένο με 2.5 mL NS q4-6h.
    4. τιοτρόπιο (spiriva). είναι συνθετικό παράγωγο του αμμωνίου και ασκεί αντιχολινεργική, αντιμουσκαρινική δράση. Αναστέλλει τους Μ3 υποδοχείς στους αεραγωγούς, εξασφαλίζοντας, έτσι, βρογχοδιαστολή 24ωρης διάρκειας. Διατίθεται σε κάψουλες που περιέχουν 18 μg ξηρής σκόνης, για εισπνοές από τους στόματος, μέσω συσκευής HandiHaler. χορηγείται Χ2.
    5. θεοφυλλίνη (Aminophyllin, Theo-24, Theolair, Theo-Dur, Slo-bid). Ενισχύει τις εξωγενείς κατεχολαμίνες, διεγείρει την απελευθέρωση των ενδογενών κατεχοκαμινών και τη χάλαση του διαφράγματος, και προκαλεί βρογχοδιαστολή. η δημοφιλία της έχει περιοιστεί λόγω του στενού θεραπευτικού της εύρους  (10-20 mg/dl) και των συχνών παροξύνσεων. χορήγησ:

      αρχικά: 10 mg/kg/d PO  διηρημένη ανά q8-12h,  5.6 mg/kg δόση φορτίσεως  IV επί διάστημα 20 min (αμινοφυλλίνη), ακολουθείται από δόση συντηρήσεως  0.1-1.1 mg/kg/h

      συντήρηση: 10 mg/kg/d PO qd ή διειραμένες Χ2, , η δόση ρυθμίζεται με κλιμακωτή αύξηση κατά 25% προς συντήρηση συγκεντρώσεων στον ορό 5-15 mcg/mL αλ΄λά να μην υπερβαίνει τα 800 mg/d.

      1. η αμινογλουτεδυμιδίνη, τα βαρβιτουρικά, η καρβαζεπίμ=νη, η κετοκοναζόλη, τα διουηρτικά αγκύλης, ο ενεργός άνθραςξ, οι υδαντοΐνες, η φαινοβαρβιτάλη, η φαινυντοΐνη, η ριγαμοικίνη, η ισονιαζιδη, και τα συμπαθητικομιμητικά μπορεί να μειώνουν τη δράσητ ης, ενώ η δράση της αυξάνεται με αλοπουρινόλη, β-αναστολείς, σιπροφλοξασίνη, κορικεοστεροειδή, δισουλφιράμη, κινολόνες, ορμόνες του θυροειδούς, εφεδρίνη, καρταβαμαζεπίνη, σιμετιδίνη, ερυθρομυκίνη, μσκρολίδες, προαπρανολόλη και ινερφερόνη.

    6. φλουμαζεσίνη (Romazicon). Αναστρέφει τις επιδράσεις των βεμζοδιαζεπινών, επί περιπτώσεων υπερδοσολογίας, ανταγωνιζόμενη εκλεκτικά τα συμπλέγματα υποδοχέων της βενζοδιαζεπίνης (GABA). Εάν ο ασθενής δεν έχει απαντήσει 5 λεπτά μετά τη χορήγηση, κατά πάσα ποθανότητα, η αιτία της καταστολής δεν είναι οι βενζοδιαζεπίνες. Έχει περιορισμένη ημιζωή, ~07-1.3 h. Εν τούτοις, επειδή οι περισσότερες βενζοδιαζεπίνες έχουν παρατεταμένο χρόνο ημιζωής, οι χορηγήσεις  πρέπει να επαναλαμβάνονται, προκειμένου να αποφεύγεται η εκ νέου μετάπτωση του ασθενούς σε κατάσταση καταστολής.

      1. Αρχικά, χορηγούνται 0.2 mg IV σε διάστημα 30 seconds, και επανάληψη με μεσοδιάστημα 1 λεπτού, με  0.5 mg επί διάστημα πλέον των 30 sec, μέχρις ότου επιτευχθεί ικανοποιητική απάντηση ή μέχρις ότου συμπληρωθούν 3 mg συνολικής χορηγήσεως. Μπορεί να απαιτηθεί περαιτέρω τιτλοποίηση μέχρις συμπληρώσεως 5 mg συνολικής δόσεως.

    7. ανταγωνιστές οπιοειδών. Τα οπιοειδή, είναι δυνητικοί παράγοντες υποαερισμού κια αναπνευστικής οξεώσεως. Οι ανταγωνιστές τους χρησιμοποιούνται για την ανάταξη από τις δυσμενείς επιδράσεις των οπιοειδών, και τη βελκτίωση του αερισμού.

      1. Ναλοξόνη (narcan). Είναι αυθεντικός αναταγωμνσιτ΄ςη οπιούχων. Εμποδίζει ή ανατάσσει τις επιδράσεις των οπιούχων, όπως η υπόταση, η αναστολή της αναπνοή, η καταστολή, πιθανόν αντικαθιστώντας τα οπιοειδή από τους υποδοχείς τους. Χρησιμοποιούνται για την ανάταξη των δράσεων των οπιοειδών. Χορηγείται σε δόση 0.4-2 mg IV/IM/SC q2- ανά 3 λεπτά prn. σε διηρημένες δόσεις των  0.1-0.2 mg. Σε ασθενείς που είναι εξαρτημένοι από οπιούχα, μπορεί να χρειαστεί η πεανάληψη της δόσεως, q20-60min. Εάν δε επιτευχθούν απαντήσεις μετά τη ν χορήγηση 10 mg πρέπει να επαναξιολογηθεί η διάγνωση.