Όριο εκπνευστικής ροής

  Όπως είναι γνωστό, στους υγιείς, η μέγιστη εκπνευστική ροή και η εκπνευστική ροή επί ήρεμης αναπνοής διαφέρουν σημαντικά, αν και οι μεγάλες ροές που καταγράφονται, κατά τη διάρκεια μέγιστης ασκήσεως μπορεί να πλησιάζουν τις μέγιστες εκπνευσιτκές ροές, ιδίως προς το τέλος της εκπνοής. Σε άτομα με εξελιγμένη απόφραξη των αεραγωγών, η εφεδρείες στη ροή μειώνονται σημαντικά, ιδίως, στην εκπνοή, και η ήρεμη εκπνοή μπορεί να περιορίζεται ακόμη και κατά την ανάπαυση. Μια "φυσιολογική" απάντηση στην κατάσταση αναγνωρίζεται στους ασθενείς που αναπνεόυν σε υψηλότερο επίπεδο αναπνοής, δηλαδή υπό υψηλότερους τελο-εισπνευστικούς και τελο-εισπνευστικούς όγκους, επίπεδα, στα οποία διευκολύνεται η ανάπτυξη μεγαλύτερων ροών. Αυτό παρατηρείται στην ηρεμία, με περαιτέρω οξεία αύξηση του όγκου κατά τη διάρκεια σκήσεως (δυναμική υπερδιάταση), αλλά υπό το κόστος αυξημένου ελαστικού φορτίου στους ειπσνευστικούς μύες, και μείωση της αποδοτικότητάς τους. Ο περιορισμός της εκπνευστικής ροής, κατά την ηρεμία, ρχικά αναγνωρίστηκε με την υπέρθεση της καμπύλης του αναπνεόμενου όγκου στην καμπύλη της μέγιστης ροής.  Εν τούτοις, η σύγκριση της ήρεμης και μέγιστης εκπνευστικής ροής, υπό ταυτόσημους όγκους, είναι, ουσιωδώς, αδύνατη, ιδιαίτερα σε αυτές τις ομάδες ασθενών στους οποίους οι μεταβολές των εκπνευστικών όγκων είναι διαφορετικές από τις μεταβολές των απόλυτων όγκων, λόγω κυρίως των επιδράσεων της συμπιέσεως των ενδπνευμονικών αερίων. Επιπλέον,