Πνευμονικό οίδημα - Γενικά

                       ΟΞΥ ΠΝΕΥΜΟΝΙΚΟ ΟΙΔΗΜΑ                       

import_contacts☛Το πνευμονικό οίδημα ορίζεται ως παθολογική συγκέντρωση υρού στις εξωααγγειακές δομές του πνευμονικού παρεγχύματος. Το πνευμονικό οίδημα συγκαταλέγετσι μεταξύ των συχνότερων πνευμονικών διαταραχών, και μπορεί να είναι επακόλουθο πλειάδας τοπικών ή συστηματικών παθήσεων. Παρ΄όλο ότι αποτελεί την κλασική, κλινική εικόνα της αριστερής καρδιακής ανεπάρκειας, τυο πνευμονικό οίδημα, επίσης, παράγεται σε πλειάδα άλλων κοινών παθολογιών, Στις περιπτώσεις αυτές η πίεση του αριστερού κόλπου μπορεί να είναι φυσιολογική ή, ακόμη, και χαμηλή. 
Είναι γνωστό ότι, υπό φυσιολογικές συνθήκες,  το ενδοθήλιο των πνευμονικών αγγείων αν και είναι αδιαπέραστο στις πρωτεΐνς, είναι διαπερατό από το νερό. Oι σχετικές ποσότητες στον ενδοαγγειακό και εξωαγγειακό χώρο καθορίζοται από τη διαπερατότητα της κυψελιδοτριχοειδικής μεμβράνης, ΚΨΜ,  και από την ογκοτική πίεση (&), όπως ορίζεται από την εξίσωση Starling, με την οποία προσδιορίζεται, θεωρητικά, το ποσόν του υγρού που διηθείται ανά μονάδα επιφανείας της ΚΨΜ, στο χρόνο:
  1. Qδιηθδιηθ(ΥΠενδ-ΥΠεξ)- t(ΟΠενδ-ΟΠεξ), όπου ΥΠ=υδροστατική πίεση, ενδ=ενδαγγειακή, ΟΠ=ογκωτική πίεση, Κ είναι η αγωγιμότητα του τριχοειδικού τοιχώματος, που καθορίζεται στις ενδοθηλιακές συνάψεις των τριχοειδών, μεταβαλλόμενη ανάλογα με τη διαφορά των υδρατικών πιέσεων μέσα κι έξω από τα τρχοειδή, t, ογκωτικός παράγων που αντανακλά την διαπερατότητα των τεροχειδών σε μακρομόρια. Όσο πιό μεγάλη η τιμή του παράγοντος αυτού, τόσο μικρότερη η διαπερατότητα των τριχοειδών, και μικρότερη η διάχυση υγρού. 
  2. Η Fnet καθορίζει τη διαφορά QfiltQlymph , όπου η  Qfilt καθορίζει τη διΐδρωση/εξίδρωση υγρού και Qlymph  καθρίζει την λεμφική επαναρρόφηση.

Πνευμονικό οίδημα παράγεται όταν η ισορροπία μεταξύ του ποσού του υγρού που διηθείται και εκείνου που απάγεται από τα λεμφαγγεία ανατρέπεται, δηλαδή όταν QfiltQlymph >0. Υπό φυσιολογικές συνθήκες, το ενδοθήλιο των πνευμονικών τριχοειδών είναι σχεδόν αδιαπέραστο στο νερό και διαλύτες, κι έτσι οι κυψελίδες παραμένουν αδιαπέραστες από νερό και διαλύτες, ενώ τα λεμφαγγεία παροχευτεύον (Qlymph) το διαρρεύσαν προς τις κυψελίδες νερό και διαλύτες. 

Έχει αναγνωρισθεί μεγάλη αύξηση της λεμφικής ροής, σε συνθήκες αυξήσεως της υδροστατικής πιέσεως, που είναι επαρκής για την  παροχέτευση της περίσσειας νερού, ιδιαίτερα όταν υπάρχει μειωμένη ογκωτική πίεση, λόγω υπολευκωματιναιμίας. Η δράση αυτή απαιτεί χρόνο,  κι έτσι μπορεί να μην είναι αποδοτική σε οξείες καταστάσεις(&, &).

 

 

⧉Ανάλογα με τους υποκείμενους παθοφυσιολογικούς μηχανισμούς, το πνευμονικό οίδημα μπορεί να διακριθεί σε 4 κύριες κατηγορίες:
looks_oneοίδημα οφειλόμενο σε αυξημένη υδροστατική πίεση
α. καρδιογενές πνευμονικό οίδημα, δηλαδή οφειλόμενο σε αριστερή ακρδιακή ανεπάρκεια·
β. αύξηση του όγκου του αίματος, λόγω υπερφορτίσεως·
γ. πνευμονική φλεβοαποφρακτική νόσος·
looks_twoοίδημα διαπερατότητας με ή χωρίς διάχυτη κυψελιδική βλάβη.
ARDS, ιογενής κι άλλες μορφές πνευμονίας, εισπνεόμενες τοξικές ουσίες, συμπεριλαμβανομένου του Ο2, κυκλοφορούσες τοξικές ουσίας, συμπεριλαμαβνομένης της σήψεως, διάχυτη ενδαγγειακή πήξη, ουραιμία, ακτινοβολίες, εγκαύματα, 'παρ΄ολίγο πνιγμός.
looks_3μείωση της ογκωτικής πιέσεως του πλάσματος: υπολευκωματιναιμία
looks_4 μείωση της ιστικής, υδροσταστικής πιέσεως: ταχεία επανέκπτυξη του πνεύμονος επί, π.χ., παροχετεύσεως πνευμοθώρακος ή μεγάλης πλευριτικής συλλογής· πνευμονεκτομή· καρυγγόσπασμος κια άλλες μορφές οξείας αποφράξεως των ανώτερων αναπνευστικών οδών, συνοδευόμενης από ισχυρές προσπάθειες εισπνοής·
looks_5μείωση της λεμφικής παροχετεύσεως: καρκινοματώδης λεμφαγγειΐτις· λεμφαγγειολειομυομάτωση·
μεταμόσχευση πνευμονος·
looks_6ασαφείς μηχανισμοί: παραμονή σε υψόμετρο· αύξηση ενδοκρανιακής πιέσεως· υπερφόρτιση φαρμάκων, ιδίως ΙV ηρωΐνη·πνευμονική εμβολή·μεγίστη άσκηση (σποραδικά)·καταδύσεις (scuba diving)·

μικτές μορφές, οφειλόμενες σε ταυτόχρονη αύξηση της υδροστατικής πιέσεως και μεταβολές της διαπερατότητας.

Η κλινική και ακτινολογική απεικόνιση του πνευμονικού οιδήματος είναι, συνήθως, ευχερής, παρ΄όλο ότι το πνευμονικό οίδημα μπορει, ενίοτε, να εμφανίσει ιδιότυπες εικόνες. 

οίδημα οφειλόμενο σε αυξημένη υδροστατική πίεση

  1. Αναγνωρίζονται δύο παθοφυσιολογικές και ακτινολογικές φάσεις αναπτύξεως του εξ αυξημένης υδροστατικής πιέσεως οίδημα.
    1. διάμεσο οίδημα και 
    2. κυψελιδικό οίδημα
  2. το οίδημα αυτό προκαλείται σχεδόν αποκλειστικά από αριστερή κοιλιακή ανεπάρκεια ή υπερφόρτωση. Η διάρκεια και η ένταση των δύο φάσεων καθορίζονται από το βαθμό της αυξήσεως της υδροστατικής πιέσεως που, επίσης, καθρίζεται από το λόγο υδροστατικής/ογκωτικής πιέσεως
    • το υδροστατικό οίδημα παράγεται επί αυξήσεως της ενδαυλικής αγγειακής πιέσεως σε 15-25mmHg και απολήγει σε [α] πρώιμη απώλεια της διακρίσεως των των ρμηματικών και υποτμηματικών αγγείων, [β] ήπια επίταση του βρογχαγγειακού ελύτρου, [γ] την εμφάνιση γραμμών Kerley, και, [δ] το πλευριτικό διΐδρωμα (&, &).
    • Επί μεγαλύτερης διϊδρώσεως υγρού, το οίδημα μεταναστεύει προς το κέντρο και αρχικά καταλαμβάνει λοβαίες περιοχές και αργότερεα περιπυλαίες.
    • Στη φάση αυτή, η ακτινοδιαφάνεια του πνευμονικού παρεγχύματος μειώνεται σημαντικά, καθιστώντας την αναγνώριση των μικρών αγγείων δύσκολη.
    • εμφανίζεται το περιβρογχικό οίδημα.  

 

 

 

 

βλέπε: Πνευμονικό οίδημα - εικόνες

βιβλιογραφία

Ingram RH, Jr, Braunwald E. Dyspnea and pulmonary edema. In: Fauci AS, Braunwald E, Isselbacher KJ, et al., eds. Harrison's principles of internal medicine. 14th ed. New York, NY: McGraw-Hill, 1998; 190-194.

Milne ENC, Pistolesi M. Reading the chest radiograph: a physiologic approach St Louis, Mo: Mosby–Year Book, 1993; 9-50.

Sibbald WJ, Cunningham DR, Chin DN. Non-cardiac or cardiac pulmonary edema? Chest 1983; 84 : 452.

Simon RP. Neurogenic pulmonary edema. Neurol Clin 1993; 11 : 309.

Sporer KA, Dorn E. Heroin-related noncardiogenic pulmonary edema. Chest 2001; 120 : 1628.

Staton GW. Pulmonary edema. In: ACP Medicine. Section 14. Respiratory Medicine . Hamilton: BC Dekker. 2007. Steinberg KP, Hudson LD. Acute lung injury and acute respiratory distress syndrome: the clinical syndrome. Clin Chest Med 2000; 21 : 401.

T aylor JR, Ryu J, Colby TV, et al. Lymphangioleiomyomatosis. N Engl J Med 1990; 323 : 1254.

Timby J, Reed C, Zeilender S, et al. Mechanical causes of pulmonary edema. Chest 1990; 98 : 973.