Θεοφυλίνη

  1.  Η θεοφυλλίνη έχει βρογοδιασταλτικές ιδιότητες και, σε μικρές δόσεις, επίσης ήπιες αντιφλεγμονώδεις (77-79). 
  2. Η θεοφυλλίνη, χορηγούμενη σε σκευάσματα βραδείας αποδεσμεύσεως, που επιτρέπουν την χορήγησή της Χ1/Η ή Χ2/ θεωρείται ως φάρμακο ελέγχου πρώτης γραμμής (49), παρ΄όλο ότι -λόγω του χαμηλού κόστους - τείνει να περιέλθει σε παρακμή.  επιλέγεται ως συμπληρωματικό φάρμακο σε άτομα που δεν περυχαίνουν ικανοποιητικό έλεγχο, με εισπνεόμενα γλυκοκορτικοειδή (81-82). Και επ΄αυτού, έχει δοιαπιστωθεί ότι η διακοπή της θεοφυλλίνης αυξάνει τον κίνδυνο απώλειας του ελέγχου του άσθματος, παρ΄όλο ότι ως συμπληρωματικό φάρμακο, εμφανίζει μικρότερη απόδοση σε σχέση με τους μακράς δράσεως β2-αγωνιστές, με τους οποίους, επίσης, έχει συμπληρωματική δράση, δεδομένου ότι, συνοπτικά, ην θεοφυλλίνη αναστέλλει την αδρανοποίηση του c-ADP, που αποτελεί ως γνωστόν του β2-υποδοχείς, επί των οποίων δρουν διεγερτικά τα εισπνεόμενα βρογχοδιασταλτικά. Φαίνεται πιθανό ότι ένα σχήμα, ιδιαίτερα εξάλλου δοκιμασμένο, μπορεί να βασιστεί ακόμη και στην εντός ορίων αντιφλεγμονώδη δράση της θεοφυλλίνης και την ακόμη μικρότερη αντιφλεγμονώδη των β2-διεγερτών.
  3. Οι παρενέργειες της θεοφυλλίνης σε υψηλότερες δόσεις (>10mg/kg Β.Σ./Η) είναι πολύ σημαντικές και καθιστούν τη χορήγησή της επιφυλακτική.Οι παρενέργειες μπορεί να περιοριστούν με προσεκτική επιλογή και έλεγχο των συγκεντρώσεων της στον ορό και, γενικά, μπορεί περαιτέρω να μειωθούν ή και να εξαφανσιτούν με την παρατεταμένη χορήγηση. 
    1. Στις κυριότερες παρενέργειες περιλαμβάνονται γαστρεντερικές διαταραχές, διάρροιες, καρδιακές αρρυθμίες, σπασμοί, ακόμη και θάνατος. Δεν είναι απαραίτηττο να προηγούνται ποι ήπιότερες παρενέργειες κια να έπονται οι σονβαρότερες, ανάλογα με τις συγκεντρώσεις του φαρμάκου στον ορό.
    2. Οι ασθενείς που πρόκειται να λάβουν θεοφυλλίνη τίθενται σε στενή παρακολούθηση, ιδιαίτερα, όταν το αναμενόμενο θεραπευτικό αποτέλεσμα δεν διαπιστώνεται ή όταν υπαρχουν εγγενείς παράγοντες, γνωστοί ότι αλλοιώνουν τον μεταβολισμό της., όπως τα εμπύρετα νοσήματα, η εγκυμοσύνη, το κάπνισμα και τα αντοφυματικά φάρμακα, που ως γνωστό μειώνουν τις συγλκεντρώσεις της στον ορό.
    3. Αντίθετα, η καρδιακή και ηπατική ανεπάρκεια, φάρμακα, όπως η σιμετιδίνη, μερικές κοινολόνες και μακρολίδες, αυξλανουν το κίνδυνο τοξικότητας.
    4. Χαμηλότερες δόσεις θεοφυλλίνης, με τις οποίες επιτυγχάνεται σημαντικό αντιφελγμονώδες αποτέλεσμα (82), συνοδεύονται από μικρότερο αριθμό ανεπιθύμητων δράσεων και οι συγκεντρώσεις της θεοφυλλίνης πλάσματος δεν είναι απαραίτητο να ελέγεται σε ασθενείς υπό χαμηλή δόση.