Η πρώτη μελέτη επί του επιπολασμού των βρογχεκτασιών χρονολογείται από το 1953 (μελέτη Bedfdord), στην οποία συμπεράνθηκε 1.3/1000 κατοίκους της μικρής πόλης, και αφορούσε σε ιστορικά δεδομένα, πριν τη διάδοση των αντιβιωτικών (►). Αλλά πλέον πρόσφατες μελέτες εμφανίζουν τους σχετικούς δείκτες μειωμένους, σε επίπεδο 2.7-3.7 /100000, προφανώς ως αποτέλσσμα της επιδράσεως των αντιβιοτικών στη δημόσια υγεία (►, ►). Η επίπτωση των βρογχεκτασιών κειμένεται με την παρείσφρυση άλλων παραγόντων, ιδίως πολιτιστικών, οικονομικών κλπ.
Οι επιδημιολογικοί δείκτες της βρογχεκτασίας επηρεάζονται από παράγοντες που περιγράφτηκαν στην αρχική, προ αιώνος, διάλεξη του Blake, όπως, ότι αποτελούν δευτεροπαθή εκδήλωση ευρύτερης παθολογικής εκτροπής, όπως η ΧΑΠ, και επομένως, διατρέχει απαρατήρητη. Αλλά, επιπλέον, η αξονική τομογραφία που χρησιμοποιείται ευρέως στη παθολογία των παθήσεων του αναπνευστικού έχει καταστεί δυνατή την ταυτοποίηση περιπτώσεων βρογχεκτασιών, επί ασθενών που διερευνώνται για άλλες αιτίες και δεν αναφέρουν ειδικά για βρογχεκτασίες συμπτώματα. Σημειώνεται ότι οι μελέτες για τον επιπολασμό των βρογχεκτασιών πρέπει να βασίζονται όχι μόνο σε απεικονιστικά, αλλά, επίσης και σε κλινικά δεδομένα.
Από της εισαγωγής των αντιβιοτικών, στις αρχές του 20ου αιώνα, η επίπτωση των βρογχεκατσιών σε ασθενείς με φυματίωση και άλλες λοιμώξεις έχει περιοριστί εντυπωσιακά, από 24-99/10000 παιδιών σε μόλις 6-13/10000 (►).
Είναι ενδιαφέρον να υπογραμμξισθεί ότι οι εισαγωγές για βρογχεκτασίες και η επίπτωση της παθήσεως στον γενικό πληθυσμό αυξάνεται με την πάροδο της ηλικίας. Μελέτες από τις ΗΠΑ δείχνουν ότι ενώ η επίπτωση στις ηλικίες 18-34 κυμαίνεται περί το 4.2 /100000, στις μεγάλες ηλικίες, >75 ετών, αυξάνεται σε 278.1/100000 (►).
Η ΕΠΙΠΤΩΣΗ ΤΩΝ ΒΡΟΓΧΕΚΤΑΣΙΩΝ ΤΟΝ 21ο ΑΙΩΝΑ. Η επίπτωση των βρογχεκτασιών σε μια συγκεκριμένη κοινότητα, είναι, ουσιωδώς, άγνωστη. Γενικά, πιστεύεται ότι η επίτπωση προοδευτικά μειώνεται, αν και δεν υπάρχουν οριστικές ενδείξεις περί αυτού, έστω και ένα υπάρχουν μελέτες παρατηρήσεως που δείχνουν ότι οι εισαγωγές στο Νοσοκομείο για βρογχεκτασίες, βαίνουν μειούμενες από το 1953 και μετά (μελέτη Bedfdord). ΟΙ ευνοϊκές αυτές μεταβολές οφείλονται, κατά γενικό λόγο, στην εισαγωγή αποδοτικών αντιβιοτικών, κια, για το λόγο αυτό, οι βρογχεκτασίες δεν θεωρούνται, πλέον, υγειονομικό πρόβλημα πρώτης γραμμής. Η επίπτωση ποικίλλει ευρέως μεταξύ των διαφόρων πληθυσμών, από 3.7/100 000 παιδιά στη Νέα Ζηλανδία, μέχρι 52/ 100 000 ενήλικες στις ΗΠΑ. Στο ΗΒ δεν υπάρχει σχετική επιδημιολογική εκτίμηση, αλλά μια μελέτη, βασισμένη στακτινολογικά ευρήματα επί βρογχεκτασιών, ανεβάζουν την επίπτωσή της στις 100/100 000. Πολλές από τις μελέτες αυτές παρατηρήσεως, οι περισσότερες δεν έχουν συμπεριλάβει σύγχρονες διαγνωστικές τεχνικές, όπως η HRCT, που είναι παθογνωμονική για τις βρογχεκτασίες, σε βαθμό που έχει κaταργήσει την παραδοσιακή βρογχογραφία, μέ έγχυση σκιαστικού, (lipiodol) μετά τοπική αναισθησία, Η επίπτωση αυξάνεται με τη ηλικία. Η σημασία των πληροφοριών αυτών είναι ότι ενώ η βαρύτητα της παθήσεως, προοδευτικά, υποστρέφεται η πραγματική επίπτωσή της παραμένει αδιευκρίνιστη. Π.χ., οι παθολογοανατοιμικές αλλοιώσεις της παθήσεως ταυτοποιούνται στο 15-30% των ασθενών που διαγνώστηκαν ως ΧΑΠ ή χρονία βρογχίτις σε διατάξεις 1ο/βάθμιας περιθάλψεως. Οι διαπιστώσεις αυτές μπορεί να αποκαλύπτουν μια 'νέα' φόρτιση του Υγειονομικού Συστήματος με κλινικά σημαντικές βρογχεκτασίες, ή ήπιες παθολογοανατομικές αλλοιώσεις, σε ασθενείς που που δεν χρειάζονται παρά συνήθη θεραπευτικά σχήματα.