Οι προσπάθειες να συγκρατηθεί η φυματίωση, και να μη προκαλούνται ενδονοσοκομειακές μολύνσεις στο νοσηλευτικό προσωπικό ή τους εσωτερικούς ασθενείς, είναι πρώτης ανάγκης, επειδή παριστούν τις εγγύτερες επαφές πάσχοντος από ενεργό φυματίωση. Παρ΄όλο ότι οι μεγίστη αναλογία των ασθενών δεν χρειάζεται νοσκομειακή περίθαλψη, όπως, π.χ., μια πλευριτική, φυματιώδης συλλογή, οι ασθενείς με υποψία φυματιώσεως [α] κρατούνται σε απομόνωση, σε θαλάμους αρνητικής πιέσεως με τουλάχιστον 6 πλήρεις ανανεώσεις του αέρος, την ώρα, μέχρις της πλήρους αρνητικοποιήσεως των πτυέλων τους, ή μέχρις να αποκλεισθεί η φυματίωση, ως διάγνωση, ή, τέλος, μέχρι να παραληφθούν τρία αρνητικά δείγματα πτυέλων.
Το νοσηλευτικό προσωπικό, που έρχεται σε επαφή με τους ασθενείς αυτούς πρέπει να φέρουν μάσκες Ν95, ή ισχυρούς αναπνευστήρες κεκαθαρμένου αέρα, προς αποφυγή εισπνοής μολυσμένων σωματιδίων, κατά την παραμονή τους στο δωμάτιο του ασθενούς. Η απομόνωση μπορεί να διακοπεί μετά 10-14 ημέρες θεραπείας, και ενόσω ο ασθενής απαντά στη θεραπεία. Οι ασθενείς μπορεί να εξέλθουν του Νοσοκομείου εφόσον πρόκειται να μετακινηθούν στο προηγούμενο κατάλυμμά τους, και αφού το υγειονομικό προσωπικό δεν διαπίστωσε συγκατοίκηση με άτομα σε υψηλό κίνδυνο (π.χ., παιδιά ηλικίας <2 ετών, ανοσοκατεσταλμένοι ασθενείς και οι υπόλοιποι συγκάτοικοι και πιθανώς εκτεθέντες έχουν υποστεί έλεγχο για λανθάνουσα φυματίωση.
Χροηγείται θεραπεία σε συνθήκες εξωτερικού ασθενούς, υπό τήρηση των όρων συμμορφώσεως του ασθενούς. Σημειώνεται ότι η πρόσφατη μείωση της επιπτώσεως της φυματιώσεως στις ΗΠΑ, εξηγείται από την εφαρμογή κανόνων ελέγχου συμορφώσεως στη διαχείριση, με την οποία διασφαλίζεται η ευνοϊκή έκβαση της θεραπείας του ασθενούς και η αποφυγή αναπτύξεως πολυανθεκτικών μορφών (►,βλέπε πιν 1).
αντιφυματικός εμβολιασμός. Το BCG είναι εξασθενημένο στέλεχος του μυκοβνακτηριδίου το οποίο παρέχει ~75% προστασία έναντι νοσήσεων από φυματίωση για 15 περίπου χρόνια. Χορηγείται ενδοδερμικά, όχι υποδορίως, κια παράγει τοπική δερματική αντίδραση Κατά τη σύγχρονη πρακτική, χορηγείται σε παιδιά, ηλικίας; 13 ετών, και σε διάφορες ομάδες υψηλού κινδύνου.
ευκαιριακά μυκοβακτηρίδια. Πρόκειται περί άλλων μυκοβακτηριδίων, τα οποία δεν ανήκουν στο σύμπλεγμα των μυκοβακτηριδίων φυματιώσεως,. Ονομάζονται άτυπα ή ευκαιριακά μυκοβακτηρίδια, και τα πλέον διαδεδομένα είναι το ycobacterium Kansasii, το σύμπλεγμα M. anium-intracellulare το Μ. malmoense, και το Μ xenopi. Είναι ευρέως διαδεδομένα και μπορεί να επιμολύνουν δείγματα ακόμη κια μεσα στο Εργαστήριο. Συμπεριφέρονται ως ασθενή παθογόνα και, συνήθως, δεν αποτελούν κίνδυνο σε υγιείς. Οι λοιμώξεις επιπίπτοθνμ συνήθως σε άτομα με ανοσολογικές διαταραχές όπως επί AIDS ή σε εκείνους με δομικές διαταραχές, όπως επί παρουσίας εκτεταμένου πνευμονικο΄'υ εμφυσήματος και πνευμονικών κοιλοτήτων, λόγω προηγούμενης λοιώξεως από φυμαστίωση. Συνοδεύονται από χρόνια συμπτώματα όπως ο βήχας, η απόχρεμψη η αιμόπτυση και η απώλεια βάρους. Η διάγνωση βασίζεται στα χαρακτηριστικά τους στις καλλιέργειες, ενώ η θεραπεία αποδεικνύεται δύσκολη και απαιτεί μακροπερίοδη (>2 χρόνια) χορήγηση ριφαμπικίνης και εθαμβουτόλης επειδή τα στελέχη αυτά συνήθωγς αποδεικμνύονται ανθεκτικά σε μερικά, τουλάχιστον, από τα πρωτεύοντα αντιφυματικά φάρμακα. Μερικά πρόσφστα αναπτρυχθέντα αντιβιοτικά, όπως η κλαρυθρομυκίνη, ή η σιπροφλοξασίμνη μπορεί να εισφέρουν στη θεραπεία τους. Τα στελέχη αυτά είναι χαμηλής εντάσεως παθογόινα και, συνήθως, δε αποτελούν κίνδυνο επί επαφών με ενεργείς περιπτώσεις έτσι, δεν είναι απαραίτητη η λήψη μετρων προστασίας.
Η παγκόσμια στρατηγική τονίζει την ανάγκη για προσαρμογή της χώρας και η ιεράρχηση σύμφωνα με την τοπική επιδημιολογία και τα συστήματα υγειονομικής περίθαλψης. Με την αναμενόμενη παγκόσμια πρόοδο, ένας αυξανόμενος αριθμός χωρών στο μέλλον θα εισέλθουν στην κατηγορία χαμηλής συχνότητας, δηλαδή, οι χώρες που φτάνουν <100 περιπτώσεις φυματίωσης (όλες οι μορφές) ανά εκατομμύριο πληθυσμού. Ο στόχος αυτός προϋποθέτει πρόσθετες δράσεις (πιν.1) προκειμένου να εξασφαλιστεί η πρόσβαση των σε υψηλό κίνδυνο εκτεθειμένων, καθώς και την απαλοιφή παραγόντων που ευνοούν την μετάδοσή της.
παγκόσμια στρατηγική για πλήρη εκρίζωση της νόσου ως το 2035 Η παγκόσμια στρατηγική τονίζει την ανάγκη για προσαρμογή της χώρας και η ιεράρχηση σύμφωνα με την τοπική επιδημιολογία και τα συστήματα υγειονομικής περίθαλψης. Με την αναμενόμενη παγκόσμια πρόοδο, ένας αυξανόμενος αριθμός χωρών στο μέλλον θα εισέλθουν στην κατηγορία χαμηλής συχνότητας, δηλαδή, οι χώρες που φτάνουν <100 περιπτώσεις φυματίωσης (όλες οι μορφές) ανά εκατομμύριο πληθυσμού. Ο στόχος αυτός προϋποθέτει πρόσθετες δράσεις (πιν.1) προκειμένου να εξασφαλιστεί η πρόσβαση των σε υψηλό κίνδυνο εκτεθειμένων, καθώς και την απαλοιφή παράγόντων που ευνοούν την μετάδοσή της. Μέχρι τώρα, όμως, σε ελάχιστς χώρες έχει προσεγγιστεί ο στόχος των <100 /εκατομ), ενώ ο στόχος '<10/εκατομ" αναμένεται, ως το 2050 να προσεγγιστεί μόνο σε ελάχιστες χώρες (&)!