πολυανθεκτική φυματίωση

ορισμός
 Ως πολυανθεκτική φυματίωση ορίζεται ως την παρουσία τουλάχιστον 1% στελεχών Mycobacterium σ΄ένα μικροβιακό πληθυσμό (ή καλλιέργεια), ανθεκτικό σε τουλάχιστον ΙΝΗ και ΡΙΦ. Η αιτιολογία για την εμφάνιση πολυανθεκτικής φυματιώσεως είναι [α] η μη αναγνώριση προϋπαρχόντων ανθεκτικών μορφών, [β] η ταυτοποίησή τους, [γ] η μη συμμόρφωση στους κανόνες της θεραπείας, με ευθύνη του ασθενούς, του θεράποντος ή του συστήματος υγείας, [δ] η εφαρμογή ανεπαρκούς αρχικού θεραπευτικού προγράμματος, [ε] η χρήση μονοθεραπείας με ΙΝΗ, ως χημειοπροφύλαξη, ενώ ο ασθενής είχε στην πραγματικότητα ήδη ενεργό φυματίωση, και, [στ] τέλος, η προσθήγκη ενός -μόνο- φαρμάκου, σε σχήμα που ήδη απέτυχε. 

 Η επίπτωση πολυανθεκτικών μορφών φυματιώσεως, που βαίνει αυξανόμενη με την πάροδο του χρόνου, στις σύγχρονες κοινωνίες μας, έρχεται σε δυσμενή αντίθεση με την έλλειψη νέων θεραπευτικών παραγόντων, τα τελευταία 25 χρόνια. Πράγματι, με εξαίρεση τη ριφαμπυκίνη, η οποία εισήχθη το 1963, κανένα άλλο αντιφυματικό φάρμακο δεν προτάθηκε και μόνο η μοξιφλοξασίνη, έχει ολοκληρώσει τις δοκιμές, φάσεως ΙΙΙ, ως πρώτης γραμμής αντιφυματικό φάρμακο.

 Πρωτοπαθής πολυανθεκτικότητα μπορεί να συμβεί σε άτομα με ενεργό φυματίωση, για την οποία ουδέποτε είχαν λάβει φαρμακοθεραπεία. Δευτεροπαθής ή επίκτητη ανθεκτικότητα είναι η εμφάνιση ανθεκτικότητας μετά από μετάλλαξη, επί παρουσίας ποικιλίας αντιφυματικών φαρμάκων. Είναι γνωστό ότι μια σπηλαιώδης βλάβη στους πνεύμονες μπορεί να περιέχει μέχρι 109 βακίλους, σε ένα 'ιδανικό' για την επιβίωσή του αερόβιο περιβάλλον. Το M. tuberculosis έχει χαμηλούς ρυθμούς αυτόματων χρωμοσωμιακών μεταλλάξεων, στο εύρος  των 1 : 106 για την ΙΝΗ, 1 : 108 για την ΡΙΦ και, περίπου, 1 : 1014 για τους δύο παράγοντες, από κοινού. Οι ρυθμοί αυτοί μεταλλλάξεων είναι, από κλινικής απόψεως, ασήμαντοι, εκτός και εάν είχαν προηγηθεί χρονικές περίοδοι διαλειπούσης χορηγήσεως, που επέτρεψαν σε αυτούς τους υποπληθυσμούς να αναπτυχθούν. 

 Από δημογραφικής απόψεως, οι σημαντικότερες πηγές πολυανθεκτικής φυματιώσεως, αναζητούνται μεταξύ διαμενόντων σε μεγάλα αστικά κέντρα, σε απομακρυσμένες περιοχές, σε περιοχές με γνωστή υψηλή επίπτωση πολυανθεκτικών φυματιώσεων ή μεταξύ των προσβληθέντων από HIV, μεταξύ των οποίων αναγνωρίζονται υψηλά ποσοστά προσφάτως μολυνθέντων. Επιπλέον, ανθεκτικές μορφές εντοπίζονται σε πληθυσμούς με ιστορικό προηγηθείσης χημειοθεραποείας και, λιγότερο συχνά, μεταξύ εκείνων με σπηλαιώδεις βλάβες.

 Ο Π.Ο.Υ., εκτιμά ότι η πολυανθεκτική φυματίωση κυμαίνται ~6% των νέων περιπτώσεων φυματιώσεως, παγκοσμίως. στην Ευρώπη, επί συνόλου 461.45 περιπτώσεων, το 2008. Επομένως, οι πολανθεκτικές μορφές ήταν, ~11.1% όλων των νέων περιπτώσεων. 

 Η πολυανθεκτική φυματίωση θεραπεύεται με 4 φάρμακα, όπως επί συνήθων μορφών, με τη χορήγηση επιπλέον, τουλάχιστον δύο φαρμάκων στα οποία, πιστεύεται ότι, ο μικροοργανισμός είναι ευαίσθητος. Στους ασθενείς με μικροβιολογική επιβεβαίωση πολυανθεκτικότητας χορηγούνται τουλάχιστον 3 φάρμακα, στα οποία η ευαισθησία του μικροβίου είναι αποδεδειγμένη, και επί 12 (18-24) μήνες μετά την αποστείρωση των πτυέλων. 

 Στους πάσχοντες από ανθεκτική στην ΙΝΗ φυματίωση χορηγούνται με RIF, PZA και ETB για 6-9 μήνες, και στους ασθενείς με ανθεκτική στην RIF φυματίωση, χορηγούνται INH, PZA, και ETB για 9-12 μήνες μετά την αρνητικοποίηση των πτυέλων. Η θεραπεία πρέπει να καθοδηγείται από ειδικούς Πνευμονολόγους, σε Κέντρα Δημόσιας Υγείας. 

 Η θεραπεία της πολυανθεκτικής φυματιώσεως αποβαίνει, συχνά, ανεπιτυχής, απαιτεί  τη χορήγηση τοξικότερων και ακριβότερων φαρμάκων, προσφυγή σε χειρουργικές επεμβάσεις ή και τα δύο. Δίνεται έμφαση, επομένως, στη λήψη μέτρων αποφυγής αναπτύξεως πολυανθεκτικών μορφών φυματιώσεως.