αντιινωδολυτικά -αιμοστατικά

 Τα αντιινωδολυτικά φάρμακα εμποδίζουν την πρόωρη λύση του ινώδους (:ινικής) του αιμοστατικού θρόμβου, αναστέλλοντασς την μετατροπήξ του πλασμινογόνου σε πλασμίνη ή την πλασμίνη. Χορηγούνται, κυρίως, σε περιπτώσεις σύμφυτης ή επίκτητης παθολογικής ινωδολύσεως, όπως η απροτινίνη, και το τρνεξαμικός οξύ (: transamin)Στην κατηγορία αυτή εντάσσο9νται, επίσης η θειική πρωταμίνη, ως αντίδοτο της ηπαρίνης, και η βιταμίνη Κ, ως αντίδοτο της κουμαρικών αντιπηκτικών. 

αντιινωδολυτικοί παράγοντες
τρανεξαμικό οξύ transamin caps: 250 mg, inj, αμπ: 250 mg/5ml     
       
       

απροτινίνη

 Δρα ανασταλτικά σε θρομβολυτικά φάρμακα, όπως η αλτεπλάση. Ανασταλτικός παράγοντας της πρωτεϊνάσης, αδρανοποιεί την ελεύεθρη πλασμίνη και το σύ,μπλεγμα πλασμίνη-στρεπτοκινάση, που σχηματίζεται ως ενδιάμεση ένωση κατά τη θρομβόλυση με στρεπτοκινάση. Χρησιμοποιείται για τη μείωση της περιεγχειρητικής απώλειας αίματος σε ασθενείς που υηποπβάλλινται σε αορτοσταφανιαία παράκαμψη, σε επεμβάσεις με την βοήθεια εξωσωματικής κυκλοφορίας. Αντενδείμνυται στην κύηση. Στις ανεπιθύμητες ενέργειες συγκλαταλέγεται κνησμός, κνίδωση, δύσπνοια, υπόταση, βραδυκαρδία/ταχυκαρδία, έμφραγμα του μυοκαρδίου ή απόφραξη του μοσχεύματος, αναστρέψιμες διαταραχές της νεφρικής λειτουργίας.

τρανεξαμικό οξύ

Ενδείκνυται στην αντιμετώπιση αιμορραγιών που προέρχονται από υπερβολική ινω δόλυση, είτε συστηματικώς, όπως μετά εγχείρηση καριδάς, πυλαιοκοικλιακή αναστοόμωση, κίρωση ήπατος, νεοπλάσματα, πνεύμονος, στομάχου, μήτρας, προστάτη, είτε από το ουροποιητικό, όπως μετά από προστατεκτομή, ή νεφρεκτομή, αρκεί να υπάρχει απόδειξη ενεργοποιήσεως του ινωδολυτικού μηχανισμού. Χροηγείται σε αιορροφιλικούς πριν την εξαγωγή δοντιού.

Αντενδείξεις: κύηση, ιστορικό, θρομβοεμβολικής νόσου, διάχυτη ενδαγγειακή πήξη.

ανεπιθύμητες ενέργειες: ναυτία, διάρροια, κοιλιακά ζάλη, εμβοές, ρινική συμφόρηση, καφαλαλγία, εξανθήματα, μυαλγίες.

ΠΡΟΣΟΧΗ: δεν πρέπει να χορηγείται εάν δεν υπάρχουν στοιχεία ενεργοποιήσεως του ινωδολυτικού μηχανισμού. Ιδιαίτερη προσοχή σε ασθενείς με καρδιακή, νεφρική και ηπατική ανεπάρκεια. Η ταχεία ενδοφλέβια χορήγηση μπορεί να προκαλέσει βραδυκαρδία, υπόταση και αρρυθμίες.

θειική πρωταμίνη

Είναι πρωτεΐνη, χαμηλού μοριακού βάρους,