Το ιστορικό, η προσεκτική κλινική εξέταση, η ακτινογραφία θώρακος, ο ΛΕΑ, η ΑΑΑΑ και η ικανότητα διαχύσεως αποελούν το θεμέλιο, επί του οποίου ερείδεται η διαγνωστική διαχείριση ασθενών με παθήσεις του συνδετικού ιστού και επινέμηση του τραχειοπβροχγικού δένδρου, του παρεγχύματος, της πιέσεως των εισπνευστικών και εκπνευστικών μυών, της ικανότητας διαχύσεως. Η σπιρομέτρηση, ειδικότερα, μέθοδος εύχρηστη και χαμηλού κόστους, παρέχει πληθώρα χρήσιμων πληροφοριών με βάση ις οποίες διευκολύνεται η διάγνωση και καθίσταται ευχερέσερη η παρακολούθηση των εξελίξεων της βασικής παθήσεως και των πνευμονικών επινεμήσεων. Επικουρικά των ευρημάτων στις εξετάσεις των στατικών όγκων, της βραδείας και βίαιης καμπύλης ροής-όγκου (ή χρόνου) και ο έλεγχος όγκου συγκλείσεως των μικρών αεραγωγών, έρχεται η μέρηση της ικανότητας διαχύσεως στους πνεύμονες.
Η DLCO είναι ένας αξιόπιστος δείκτης των μορφολογικών μεταβολών στους πνεύμονες της βαρύττηας της εγκατεστημένης πνευμονικής ινώσεως. Σε μια μεγάλη φάλαγγα ασθενών με σκληρόδερμα και διάμεση πνευμονοπάθεια, η DLCO/VA (:KCO) συσχετιζότσν καλύτερα από οποιονδήποτε άλλο δείκτη λειτουργικής επάρκειας με την συνολική μορφολογική έκταση της παθήσεως, όπως αυτή αναδεικνυόταν στη HRCT. H DLCO, επίσης, εισφέρει προγνωστικές πληροφορίες για τη βαρύτητα των πνευμονικών εκδηλώσεων επί σκληροδέρματος και άλλων παθήσεων του συνδετικού ιστού. Επί ρευματοειδούς αρθρίτιδα, π.χ., η αναγνώριση DLCO <54% της προβλεπόμενης τιμής αποτελεί ένδειξη των αναφαινομένων στην HRCT ευρημάτων ινώδους κυψελιδιίτιδας. Σημειώνεται ότι η διαχρονική καταγραφή των δοκιμασιών ελέγχου αναπνοής, είναι ιδιαίτερα σημαντική, για τους ασθενείς με παθήσεις του συνδετικου ιστού και πνευμονική επινέμηση ιδιαίτερα για ασθενείς με σκληρόδερμα με επινέμηση του διάμεσου ιστού, καθώς, όπως eδείξαν σε μια αναδρομική μελέτη οι Steen VD et al., 1994, η μέγιστη μείωση της VC καταγράφεται τα 4 πρώτα χρόνια.
Εν τούτοις, οι εκπτώσεις που παρατηρούνται στο λειτουργικό έλεγχο αναπνοής μπορεί να αντανακλού είτε εξελιγμένη διάμεση ίνωση ή πνευμονική αγγειοπάθεια, ιδίως, η DLCO επί σκληροδέρματος. Επισημείανεται, στο σημείο αυτό, ότι, εάν δεν αναγνωρισθεί απώλεια πνευμονικού όγκου, τότε η διαπιστούμενη μείωση της ικανότητας διαχύσεως πρέπει να αποδοθεί σε πνευμονική αγγειοπάθεια, ως επιπλοκή της υποκείμενης νόσου του συνδετικού ιστού. Επιπλέον, είναι δυνατόν να καταγραφούν μετρήσεις μέσα στα όρια των προβλεπομένων τιμών, επί ασθενών με έκδηλες πνευμονικές διαταραχές διάμεσης πνευμονοπάθειας αναδικνυόμενες με HRCT. H ερμηνεία της αποκλίσεως αυτής πρέπει να αναζητηθεί στις ιδιαιερότητες της μεθόδου διακρισεως εκτροπών, από την απόκλιση των προβλεπομένων τιμών των παραμέτρων με τις οποίες προσεγγίζονται.