χημοκίνες

  Oι χημοκίνες είναι ισχυροί χημοελκυστές, που, συνεργαζόμενοες με τις προ-ινωτικές κυτοκίνες, όπως η iL-13  και ο TGF-β, στην ανάπτυξη της ιστικής ινώσεως, μέσω μηχανισμών στρατολογήσεως μακροφάγων και άλλων δραστικών κυττάρων, στις εντοπίσεις ιστικής βλάβης. ΠΑρ΄όλο πολυάριθμες χημοκίνες, που ενεργοποιούν παθογενετικές οδούς, εμπ[λέκονται στην ινοποίηση, η οικογένεια των χημοκινών CC  έχουν δειχθεί ότι ασκούν ένα κρίσιμο ρυθμιστικό ρόλο. Ειδικότερα, η CCl3, επίσης γνωστή και ως φλεγμονώδης πρωγτεϊνη των μακροφάγων 1α, ΜΙΡ1α, και οι σχετιζόμενες με αυτήν χημοκίνες, όπως η CCL2, επίσης γνωστή ως χημοελκύουσα πρωτεϊνη των μονοπυρήνων κυττάρων 1, MCP1, ππυ είναι χημοελκυστής για τα μοανοπύρηνα φαγοκύτταρα έχουν ταυτοποιηθεί, ως σημαντικοί παράγοντες, που επάγουν την ίνωση. Οι κυριότερες πηγές των χημοκινών, ιδίως της CCL3, είναι τα μακροφάγα και τα επιθηλιακά κύτταρα kκι έχει δειχθεί ότι αντισώματα έναντι της CCL3, αναστέλλει την επαγόμενη από την μλεομυκίνη πνευμονική ίνωση. Γενικά, η αδρανοποίηση των χημοκινών αναστέλλει την παραγωγή και εναιπόθεση κολλαγόνου και την ανάπτυξη της πνευμονικής ινώσεως, όπως εξάλλου παρατηρείται μείωση της ινογενετικής δραστηριότητας, μετά αδρανοποίηση της IL4 και IL13.