Πακλιταξέλη

Αντινεοπλασματικός παράγοντας που προάγει την σταθεροποίηση των μικροσωληναρίων αναστέλλοντας τον αποπολυμερισμό τους· χρησιμοποιείται σε σχήματα χημειοθεραπείας διασώσεως, σε καρκίνο των ωοθηκών και πρόσφατα για τον καρκίνο του πνεύμονος.

Αναστέλλει το σχηματισμό μικροσωληνίων προς αναστολή της διαιρέσεώς τους. Χρησιμοποιείται στη θεραπεία του καρκίνου του μαστού, των ωοθηκών και πρόσφατα του πνεύμονος. Χορηγείται πριν από την σισπλατίνη προς ελαχιστοποίηση της τοξικότητας και ενίσχυση της καθάρσεώς της. Στις ανεπιθύμητες δράσεις της συγκαταλέγονται αντιδράσεις υπερευαισθησίας, μυελοκαταστολή, λευκοπενία, θρομβοπενία, αναιμία, κατάργηση των εν τω βάθει αντανακλαστικών, νευροπάθεια, βραδυκαρδία, υπόταση, αρρυθμίες, πλήρης αλωπεκία και γριποειδές σύνδρομο. ΠΑΚΛΙΤΑΞΕΛΗ, TAXOL

Xρησιμοποιείται στη θεραπεία του καρκίνου των ωοθηκών, του μαστού, του πνεύμονος, της κεφαλής και του αυχένα.

 

1. Μηχανισμός αντινεοπλασματικής δράσεως

Η πακλιταξέλη επάγει το σχηματισμό των μικροσωληναρίων, τα οποία σταθεροποιούν τα κύτταρα και, τελικά, αναστέλλουν τη διαίρεσή τους.

 

2. Φαρμακοκινητική

 Χορηγείται, κυρίως, παρεντερικώς και συνδέεται ευχερώς με πρωτεΐνες ορού, σε ποσοστό 98%, εμφανίζοντας Vd 49-180 l/m2. Δε διαπερνά τον εγκεφαλοαιματικό φραγμό. Μεταβολίζεται στο ήπαρ προς ενεργό μεταβολίτη, την  6-υδροξυπακλιταξέλη, μέσω του κυτοχρώματος p-450. Μετά τη χορήγηση, οι συγκεντρώσεις του φαρμάκου εμφανίζουν μη γραμμική μεταβολή με το χρόνο και η κάθαρσή του επιβραδύνεται με την αύξηση της δόσεως χορηγήσεως. Η απομάκρυνση του φαρμάκου εμφανίζει ένα διφασικό τύπο, με μικρό χρόνο ημιζωής (30 λεπτών) κατά την πρώτη φάση και παρατεταμένο χρόνο ημιζωής (3-9 ωρών), κατά τη δεύτερη φάση. 25% του φαρμάκου αποβάλλεται με τις χολικές εκκρίσεις και συγκεντρώνεται στη χοληδόχο κύστη. Από τους νεφρούς αποβάλλεται μικρό ποσοστό (4-8%) της χορηγηθείσης δόσεως.

 

3. Δοσολογία

 Η πακλιταξέλη πρέπει να χορηγείται ΠΡΙΝ από την σισπλατίνη προς ελαχιστοποίηση της τοξικότητας κι ενίσχυση της καθάρσεώς της. Στη θεραπεία του καρκίνου του πνεύμονος χορηγείται σε δόση 175-225 mg/m2, iv, σε διάστημα 3 ωρών, κάθε 3 εβδομάδες.

Διατίθεται σε φιαλίδια των 30mg/5 ml και 100mg/16.7ml, τα οποία διαλύονται σε NS, D5W ή D5NS, ώστε να εξασφαλίζεται τελική διάλυση 0.3 μέχρι 1.2 mg/ml. Η διάλυση παραμένει αμετάβλητη επί 27 ώρες στη θερμοκρασία δωματίου. Η χορήγηση της πακλιταξέλης είναι συμβιβαστή με σειρά μη χημειοθεραπευτικών και χημειοθεραπευτικών σκευασμάτων και ασυμβίβαστη με άλλα.

 

4. Ανεπιθύμητες δράσεις

i. Αλλεργικές: Αντιδράσεις υπερευαισθησίας, που οφείλονται στην απελευθέρωση ισταμίνης, σε ποσοστό 6% των χορηγήσεων· συνήθως παρατηρούνται στη διάρκεια των πρώτων 10 λεπτών από της ενάρξεως της εγχύσεως. Η απελευθέρωση ισταμίνης διαμεσολαβείται από το διαλύτη cremophor E1.

ii. Αιματολογικές: Μυελοκαταστολή, η οποία εξαρτάται από τη διάρκεια αυξημένης συγκεντρώσεως του φαρμάκου. Χορηγήσεις σε δόση μεγαλύτερη των 190 mg/m2 συνήθως υπερβαίνουν τα όρια της ασφαλούς συγκεντρώσεως (0.05 micro-molar) και καταλήγουν σε εκσημασμένη μυελοκαταστολή. Λευκοπενία παρατηρείται σε αναλογία 60% των ασθενών, με μέγιστο τη 10η ημέρα. Αποκαθίσταται μετά τη 15η ημέρα. Σε μεγαλύτερο ποσοστό παρατηρείται αναιμία (90% των ασθενών) και θρομβοπενία (27% των χορηγήσεων). Σοβαρή αναιμία (Hb<8 g/dl) παρατηρείται σε μικρότερο ποσοστό (<25% των ασθενών). Σε μερικές περιπτώσεις μπορεί να απαιτηθεί χορήγηση συμπυκνωμένων ερυθρών.

iii. Νευρολογικές: Οι έκδηλες νευρολογικές παρενέργειες της πακλιταξέλης καθορίζουν το όριο της χορηγήσεώς της (dose limiting toxicity), που συνήθως εκδηλώνεται με συμπτώματα περιφερικής νευροπάθειας και απώλεια των εν τω βάθει τενόντιων αντανακλαστικών. Η νευροπάθεια υποστρέφεται μετά παρέλευση μηνών από τη διακοπή της χορηγήσεως.

iv. Καρδιαγγειακές: Σπάνια παρατηρείται βραδυκαρδία και ήπια υπόταση. Συχνότερα παρατηρούνται αρρυθμίες, που σπάνια επισύρουν την ανάγκη θεραπευτικής αντιμετωπίσεως.

v. Δερματολογικές: Πλήρης αλωπεκία παρατηρείται στους περισσότερους ασθενείς, που λαμβάνουν πακλιταξέλη. Στην περιοχή της εγχύσεως μπορεί να παρατηρηθούν φαινόμενα τοπικής φλεβίτιδας, όπως ευαισθησία, σκληρότητα ή υπέρχρωση του δέρματος.

vi. Εξαγγείωση του φαρμάκου μπορεί να εκδηλωθεί με τοπικό πόνο, οίδημα, και ερύθημα, αλλά δεν προκαλείται δερματική νέκρωση. Τα συμπτώματα αίρονται μετά παρέλευση μερικών ημερών.

vii. Γριπποειδές σύνδρομο (flulike syndrome) παρατηρείται συχνά σε ασθενείς που λαμβάνουν πακλιταξέλη και συνίσταται σε συμπτώματα συμβατά με γριππική προσβολή, όπως πυρετός, κακουχία, αρθραλγίες, μυαλγίες.