Γενικά, επιλέγονται δύο διαφοετικές μέθοδοι:
Είναι μια απλή, προσυμπωματική μέθοδος για τον έλεγχο φυσικής προσαρμογής που προϋποθέτει περιορισμένο εξοπλιασμό και φυσιολογική παρακολούθηση. Διενεργείται με τον εξεταζόμενο να βαδίζει επί προεμτρημένης αποστάσεως, για μια περίοδο 12 λεπτών. Π.χ., ο εξεταζόμενος μπορεί, επί 12 λεπτά να βαδίζει γύρω από ένα γήπεδο ή πάνω-κάτω σ΄ένα μακρύ διάδρομο. Ενθαρρύνεται να βαδίζεί, όσο πιο γρήγορα και να διανύσει όσο πιο μεγάλη απόσταση μπορεί, στο 12-λεπτο διάστημα. Η επιβράδυνση, λόγω κοπώσεως του βηματισμού του, κατά τη δια΄ρκεια της δοκιμασίας είναι αποδεκτή. Η ανοχή στην άσκηση εκτιμάται από το μήκος της διαρομής που κάλυψε, Μεγαλύτερη διαδρομή, στο προβλεπόμενο χρόνο, αποτελεί ένδειξη καλύτερης φυσικής προσαρμογής και ανοχής στην άσκηση.
Χρησιμοποιείται από μακρού κι έχει υποστεί επανελημμένες τροποποίησεις Στην αρχική δοκιμασία, ο εξεταζόμενος ανεβοακατεβαίνει ένα "σκαμνί",ύψους, περίπου 45 cm, με ταχύτητα 30 βημάτων/λεπτό, επί 5 λεπτά, όπως φαίνεται στην εικόνα.
Χρησιμοποιείται για τη διάγνωση καρδιαγγειακών διατααρχών και εισήχθη το 1943, από το Πανεπιστήμιο του Harvard. Αποτελεί, επίσης, αξιόπιστη μέθοδο για έλεγχο φυσικής προσαρμογής. Όσο πιο σύντομα ο καρδιακός ρυθμός επιστρέφει στα φυσιολογικά του όρια, τόσο σε καλύτεη φόρμα είναι ο εξεταζόμενος. Η εξάντληση επέρχται όταν ο ασθενής δεν μπορεί, πλέον, να διατηρήσει την ίδια ταχύτητα ανεβοκατρεβάσματος, με την οποία άρχισε τη δοκιμασία. Διακόπτει, αμε΄σως και αναπαύεται, και ο καρδιακός του ρυθμός ελέγχεται για 1-1.5, 2-2.5, 3-3.5 λπτά. ¨εχουν πτοαταθεί, διάφορες παραλλαγές και τροποποιήσεις της δοκιμασίας Ηarvard. H γνωστότερη είναι η δοκιμασία Tecumseh step test, η δοκιαμασία Sharkey step test, που εισήχθη το 1970 από το Πανεπιστήμιο της Μοντάνα, στη Missoula. Ο καρδιακός ρυθμός που παραλαμβάνεται με τον τρόπο αυτό, συνιστά τον καρδιακό ρυθμό αποκαταστάσεως και μπορεί να χρησιμοποιηθεί ως μέτρο της φυσικής καταστάσεως του εξεταζομένου. Υπάρχουν διάδφορες τροποποιήσεις της δοκιμασίας. Μια από αυτές είναι η τοποθέτηση βάρους στην πλάτη του εξεταζόμενου, όσο το 1/3 του βάρους του σώματος. Μια άλλη είναι η μετβναολήτουύψους της βαθμμίδας που ανεβοκατεαβλινει ο εξεταζζόμενος, αλλά και η διάρκεια της δοκιμασίας. Ακόμη και η μέτρηση της καρδιακής συχνόττηας, κατά τη δια΄ρκεια της δοκιμασίας.
Αποτελεί τροποποίηση της δοκιμασίας Harvard. Η διαφορά είναι ότι έχει μειωθεί το ύψος του "σκαμνιού" που ανεβοκατεβαίνει ο εξεταζόμενος, σε περίπο 20 cm και έχει μειωθεί ο ρυθμός, σε 24 βήματα/λεπτό. Η διάρκειά του, έχει, επίσης, μειωθεί σε 3, αντί των 5 λεπτών, της δοκιμασίας Harvard. Οι τροποποιήσεις αυτές, κατέστησαν τη δοκιμασία ευκολότερη και κατάλληλη για επιδημιολογικές μελέτες (Physical Activity and Health: An Epidemiologic Study of an Entire Community, Henry J. Montoye, Prentice-Hall, Inc., Englewood Cliffs New Jersey, 1975). Η καρδιακή συχνότητα επί 30 sec μετά την ολοκλήρωση του 3-λέπτου προγράμματος και 1 λεπτό αργότερα, χρησιμοποιήθηκε ως εκτίμηση της καρδιαγγειακής φυσικής καταστάσεως (McARDLE, W.D. et al., 2nd ed. Essentials of Exercise Physiology, USA: Lippincott Williams and Wilkins, p. 365, 2000).
Τόσο η 12-λεπτη βάδιση, όσο και η δοκιμασία επί βαθμίδας, μπορούν να χρησιμοποιηθούν για την εκτίμηση της φυσικής καταστάσεως του εξεταζομένου και την αποιτίμηση του έργου που μπορούν να εκπονήσουν. Είναι, στην εκτέλεσή του απλό και παιατεί ελάχιστο εξοπλισμό. Μπορεί να διενεργηθεί με ένα σκαμνί συγεκκριμένου ύψους, ένα πιεσόμετρο κι ένα παλμικό οξύμετρο με καταγραφικό. Οι δοκιμασίες αυτές μπορούν, επίσης, να χρησιμοποιηθούν σε ασθενείς που ευρίσκονται σε προγράμματα αποκαταστάσεως. Ασφαλώς, δεν είναι δυνατή η μέτρηση της παραγωγής έργου ή της εκτιμήσεως της μυικήςεπιφορτίσεως κατά τη διάρκεια των δοκιμασιών αυτών. Στη δοκιμασία του 12-λεπτου βηματτισμού, οι παράμετροι, όπως η ταχύτητα βηματισμού και η δρασκελιά, επιρεάζουν την παραγωγή έργου από τους μύες. Για τη δοκιμασία της βαθμίδας, τόσο το ύψος της, όσο και η ταχύττηα με την οποία ο εξεταζόμενος ανεβοκατεβαίνει μπορούν να χρησιμοποιηθούν για την εκτίμηση του παραχθ΄λεντος έργου.
Από τα μειονεκτήματα των μεθόδων αυτών είναι ότι δεν είναι δυνατή η αντικειμενική εκτίμησητης μέγιστης ικανότητας παραγωγής έργου από τον εξεταζόμενο. Χωρίς τις μετρήσεις αυτές είναι αδύνατος ο προσδιορισμός των παραμέτρων που αναγκαιούν για την αποτίμηση της ανοχής στην άσκηση.