ΕΥΘΑΝΑΣΙΑ - η διαχείριση της ζωής και του θανάτου - ο θάνατος

Mors cesta, hota incierta. Λέει ένα παληό λατινικό γνωμικό[1]. Ο θάνατος θεωρείται ως δυστυχία και φρίκη και δεν ξέρουμε αν οι σκέψεις περί παρακάμψεως του πόνου και μεταβάσεως της ανθρώπινης υπάρξεως σ΄ ένα δικαιότερο και γι αυτό ευτυχέστερο κόσμο, που μπορεί να την περιμένει πέρα από την αποσύνθεση της χωμάτινης ουσίας της στα ανόργανα συστατικά της, αποτελούν απλή παρηγοριά ή είναι το μεταφυσικό που φωνάζει μέσα της για την απαλλαγή της ψυχής από τα γήινα δεσμά της. Ο θάνατος αποτελεί ασυμβίβαστη καταδίκη και για τις τρεις μονοθεϊστικές θρησκείες, κατά τις οποίες η ζωή αποτελεί δώρο του θεού στους ανθρώπους, ανήκει στο θεό και δεν μπορεί να αναιρεθεί από τον παραλήπτη του δώρου. Ανάλογες απόψεις συναντιώνται και στον Ινδουϊσμό, στον οποίο η ζωή προστατεύεται από τις αρχές της ahimsa. Σε άλλες κοινωνίες, όμως, η ευθανασία, όχι, μόνο επιτρέπεται, αλλά και ενθαρρύνεται ως αξιέπαινη πράξη ή και καθήκον, όπως πχ., το χαρακίρι, μια τιμητική αυτοκτονία, ως συνέπεια της αποτυχίας κάποιου να εκτελέσει το καθήκον του έναντι του αφέντη του.

Ο άνθρωπος ακυρώνει τον θάνατο με την αγάπη. Στις λατινογενείς γλώσσες, η λέξη για το θάνατο είναι mor(tus) και για την αγάπη A-mor. Με το στερητικό Α η αγάπη εξουδετερώνει τον θάνατο. Κατά τον Σοφοκλή, θάνατος είναι η απεμπλοκή των συστατικών του, είναι ο διαχωρισμός της ψυχής από το σώμα, της μεταβολικής λειτουργίας από το στοχασμό, της αισθήσεως από το συναίσθημα. Έτσι, το Εγώ, απαλλαγμένο από τον εαυτό του κι εξασφαλίζοντας την αυθυπέρβασή του έχει, απ΄εδώ και πέρα, την ελευθερία να προσεγγίσει τη γνώση και τα πράγματα, χωρίς τους αισθητικούς περιορισμούς, που επέβαλαν τα υλικά όριά του. Είναι γνωστός ο μύθος, που αναφέρει στον Φαίδρο ο Πλάτωνας, σχετικά με τις ψυχές που εκπίπτουν -κυριολεκτικά- και να φυλακίζονται σε γήινα σώματα[2]. Συνεχίζοντας τη θεωρία του Σωκράτη, για την παραδοχή της πνευματικής υποστάσεως του ανθρώπου, ο Πλάτων διαχωρίζει τον άνθρωπο σε ψυχή και σώμα, που αιώνες αργότερα υποστήριξε και ο Καρτέσιος, υποστηρίζοντας το δυϊσμό του ανθρώπου, θεωρώντας το φθαρτό σώμα ως δεσμωτήριο της αθάνατης ψυχής και την απελευθέρωσή της μέσω της διαδικασίας του θανάτου. "Ο θάνατος τυγχάνει ών, ως εμοί δοκεί, ουδέν άλλον ή δυοίν πραγμάτων διάλυσις, της ψυχής και του σώματος επ΄αλλήλοιν"[3].  Ο θάνατος είναι μια δημιουργική καταστροφή, καθώς, με την έλευσή του, ένας νέος τρόπος του υπάρχειν εμφανίζεται ως αποφασιστικό ενδεχόμενο, όχι, ίσως, επειδή το πνεύμα, απελευθερωμένο από τους περιορισμούς που του θέτει η χωμάτινη υπόσταση του σώματος, καθίσταται απελεύθερο να διαχυθεί στον αχανή κόσμο των ιδεών ούτε επειδή, ίσως, το σώμα, που με τη βιολογική υλικότητά του, αποτελώντας το φέροντα οργανισμό του πνεύματος ταυτόχρονα το οριοθετεί. Αν κάτι απομένει από εμάς που πεθαίνουμε, δεν είναι, κυρίως, τα ράκη της ανθρώπινης ύπαρξής μας, αλλά η συγκομιδή των προσπαθειών μας να φτάσουμε σε αυτό που ακόμη δεν είμαστε. Η διηνεκής επιθυμία της υπαρξιακής πληρότητας μας υπερχειλίζει πάντοτε και νοηματοδοτεί την πεποίθηση της απελευθερώσεως της ψυχής μας σε  άλλης τάξεως μεγέθη, αναζητώντας την επαλήθευσή μας. Αλλιώς η περιπλάνηση της ψυχής και η συγκομιδή γνώσεων θα ήταν χωρίς λόγο. Επομένως, κάθε επίσπευση του θανάτου αναστέλλει την παιδαγωγία της αθάνατης ψυχής μας και πρέπει να αποφεύγεται, ώστε, κατά τον Πλάτωνα δεν υπάρχει δικαίωμα στην καταστροφή της ανθρώπινης ζωής, επειδή η αθάνατη ψυχή πρέπει να ολοκληρώσει όλη παιδευτική της προοπτική προκειμένου να ενσωματώσει την αρετή. Κατά τον Πλάτωνα, ο θάνατος είναι η πύλη εισόδου στην απόλυτη ελευθερία, όπου οι ψυχές έχουν εμπλουτισθεί με τις εμπειρίες της ζωής και την ευθύνη της επιλογής.

Ο θάνατος ως ακατανόητο φαινόμενο δεν θα πάψει να απασχολεί τον άνθρωπο, επειδή, αντίθετα, με τα άλλα έμβια όντα, γνωρίζει ότι μπορεί και πρέπει να πεθάνει, ότι η γέννησή του είναι απροϋπόθετα συνυφασμένη με τον θάνατό του.  Η ανάμνηση του θανάτου[4], αυτής της απόλυτης και οριστικής καταρρεύσεως, είναι, ασφαλώς, η ρωγμή μέσω της οποίας συνειδητοποείται ότι της γενέσεως ακολουθεί η φθορά. Η σαφήνεια της κατανοήσεώς του αυτής είναι συνυφασμένη με την εξέλιξη του πολιτισμού του. Ενός πολιτισμού, όμως, που παρ΄ όλο ότι διακρίβωσε την απολυτότητά του και κατανόησε το αναπόφευκτό του, δεν προετοίμασε τον άνθρωπο να είναι καλά αυτό, που από τη φύση του είναι: θνητός. Ο Μαξ Σέλερ [204] αναφέρεται σ΄ένα διάσημο Παρισινό ειδήμονα, ο οποίος παρουσίασε σαν "αξίωμα" της σύγχρονης ιατρικής ότι "δεν υπάρχει φυσικό όριο της ζωής, που να μην μπορεί να μεταθέσει ατέρμονα η ιατρική επιστήμη και η τεχνική, συνδυασμένες με τη μαεστρία του επιστήμονα". Για εκείνη την εποχή και για όλες τις εποχές, αυτός ο συλλογισμός είναι συναρπαστικός: Αν δεν ισχύει ο φυσικός θάνατος, δηλαδή μια βραδεία εξάντληση της ζωικής δύναμης, και εάν κάθε θάνατος είναι αποκύημα μιας νοσηρής εκτροπής ή βίαης επιθέσεως από το εχθρικό περιβάλλον, για την οποία η σύγχρονη ιατρική επιστήμη έχει έτοιμη μια ιαματική επέμβαση, τότε δικαιούμεθα να πιστεύουμε, και να απαιτούμε, ότι το αλεξιθάνατο μάς έχει ήδη διατεθεί και ότι ήδη βιώνουμε την αθανασία μας. Αν πρόθεση της ιατρικής επιστήμης, πέρα από τις διαβατικές της νίκες και πέρα από τα κερδισμένα χρόνια της μακροβιότητας,  είναι να αναστείλει εσαεί το θάνατο, τότε δεν έχει, παρά να συνεχίσει να επινοεί μέσα, μεθόδους και πρακτικές τεχνητής παρατάσεως της ζωής, που θα εφαρμόζει αδιάκριτα σε καθέναν, που πλησιάζει την εσχατιά της ζωής του είτε συμπορευόμενος με την αδυσώπητη ροϊκή φυγή του χρόνου είτε "σκοντάφτονας"  σ΄έναν από τους άπειρους αιφνιδιασμούς της. Ευτυχώς, τα πράγματα δεν είναι έτσι. Ο άνθρωπος πρέπει να πεθάνει για να επιβιώσει η ζωή, το άτομο πρέπει να αποβιώσει για να τελειοποιηθεί ως γένος και να διαιωνισθεί ως είδος. Ο θάνατος είναι το τέρμα της πορείας κάθε αναχωρητικής ύπαρξης και ο άνθρωπος είναι σ΄αυτή τη ζωή ανέγκλητα αποδημητικός, ώστε κάθε ανθρώπινο εγχείρημα υπερβάσεώς του αποδεικνύεται το ίδιο αδιέξοδο, όσο αδέξια υπήρξε η προσπάθεια του Επίκουρου να πει γιατί δεν θα πρέπει να μας φοβίζει: "Μηθέν προς ημάς είναι τον θάνατον....επειδήπερ όταν μεν ημείς ώμεν, ο θάνατος ου παρέστιν∙ όταν δ΄ο θάνατος παρή τόθ΄ημείς ουκ εσμέν (: Ο θάνατος δεν υπάρχει για μας... εφ΄ όσον όσο ζούμε δεν μας αφορά και όταν εκείνος έρθει, δεν υπάρχουμε εμείς)" [152]. Ο θάνατος, είτε βιολογικός είτε ηθικός και πνευματικός, παρακολουθεί τη ζωή, είναι άρρηκτα συνδεδεμένος μαζί της, συμμετέχει στον ορισμό της, αποτελεί τον ειδοποιό όρο της και δίνει οριστικό νόημα στη βιογραφία του καθενός μας. Είναι ο αδυσώπητος και αναπόφευκτος επόμενος κρίκος της -η ολοκλήρωσή της. Ο θάνατος είναι για το άτομο μια πραγματικότητα τόσο άθικτη, όσο απτή είναι η ατομική πραγματικότητα της ζωής και όσο αδυσώπητη είναι η ριζική χρεοκοπία του σώματος. Ο θάνατος είναι μια σίγουρη και απεριόριστη απειλή, μια δυνατότητα πραγματοποιήσιμη καθημερινά και για τον καθένα μας, γιατί κάθε μέρα και για τον καθένα μας μπορεί να εκδηλωθεί η χρεοκοπία του σώματος είτε ως νομοτελειακή επαλήθευση της θνητότητάς μας ή ως βιαιότητα. Η φυσιολογία του γήρατος, πράγματι, μας διδάσκει ότι ο θάνατος πρέπει να επέλθει βεβαιωμένα με την εκμηδένιση των θυλάκων και καθορίζει το έσχατο όριο της ατομικής εξέλιξης[5]. Ο Λόρδος Francis Bacon σημειώνει ότι "Είναι το ίδιο φυσικό να πεθαίνουμε, όσο είναι φυσικό να γεννιόμαστε" και ίσως την πεποίθησή του αυτή απεκόμισε από τον Γαληνό και τον Αναξίμανδρο. Ο πρώτος από αυτούς, στο βιβλίο του περί φυσικών δυνάμεων αποδέχεται ότι πεθαίνουν μόνο όσα γεννιούνται και φθείρονται (:...πανθ΄όσα γένεσιν και φθορά επιδέχεται ). Ο δεύτερος διδάσκει ότι τα όντα, προερχόμενα από το άπειρο, από το οποίο απομακρύνονται για να εμφανιστούν στον κόσμο, καθίστανται πεπερασμένα, και γι αυτό φθαρτά. Φθειρόμενα δε, καταλήγουν πάλι στο άπειρο, δηλαδή παύουν να έχουν αρχή, μορφή και τέλος, ως αναπόδραστη αναγκαιότητα, διότι τα όντα πληρώνουν τη συνέπεια της ατέλειάς τους και το ένα δίνει τη θέση του στο άλλο, σύμφωνα με τον καθορισμό του χρόνου. Ο Κάρολος Φον Μπάερ, ο μεγάλος Γερμανός βιολόγος είχε ορίσει τη ζωή με βάση τη δυνατότητα του θανάτου: "Αποκαλούμε έμβια τα όντα που μπορούν να πεθάνουν". Στο βιολογικό επίπεδο, ο θάνατος ευρίσκεται συνδεδεμένος με την προέλευση, τη δομή και την εξέλιξη της ζωής και μπορεί με σαφήνεια να δειχθεί ότι δεν πρόκειται για μηδενισμό αλλά για αποσύνθεση του δομικού συστήματος στα ανόργανα στοιχεία του.Είναι ζωντανό μόνο εκείνο το όν που οδεύει προς τον θάνατο και με συντεταγμένη κατεύθυνση το θάνατο,  όπως οι καρφίτσες, ανάμεσα στους πόλους του μαγνήτη

Αν και η βιολογική καταγωγή του θανάτου έχει διευκρινισθεί από την επιστήμη, ως άλυτο και ακανθώδες μυστήριο, η κοινωνική του υπόσταση παραμένει αντικείμενο έρευνας και μελέτης από τις περισσότερες επιστήμες και ιδιαίτερα από τη φιλοσοφία, τη θεολογία, την κοινωνιολογία, τη ψυχολογία και τη νομική. Μόνο στο πεδίο της ιατρικής και της βιολογίας μπορούμε να τον παρατηρήσουμε και να τον μελετήσουμε. Πρέπει, όμως, να καταλήξουμε αν η ιατρική είναι, αμιγώς θετική και φυσική επιστήμη, οπότε ο θάνατος είναι μια τελική έκβαση του μελετητικού της αντικειμένου ή είναι ανθρωπιστική επιστήμη, πράγμα που σημαίνει ότι ανήκουν σ΄αυτήν η Ψυχολογία, η Κοινωνιολογία, η Ψυχολογία του βάθους. Το γεγονός αυτό σχετίζεται με το ότι ο θάνατος στις σημερινές συζητήσεις μεταξύ των ανθρώπων δεν είναι μόνο έναν αντικειμενικό γεγονός, που μπορεί να προσδιορισθεί επιστημονικά και να εξηγηθεί, αλλά γίνεται, όλο και περισσότερο, ένα στοιχείο ανθρώπινης κατανόησης είτε μέσα στην ίδια τη συνείδηση ή στο ασυνείδητο.

Συνοπτικά, η οντολογική ανεστιότητα της βιολογικής ζωής και η ουσιώδης τάση για πληρότητα, που εξασφαλίζει η κοινωνική της ενδημία διαδραματίζουν στο θάνατο το στερνό και πρωταγωνιστικό ρόλο τους. Έτσι, ο αναπόφευκτος θάνατος του κάθε ανθρώπου, δεν είναι μόνο πλήρης ανακοπή των βιολογικών διεργασιών, μια ισοηλεκτρική γραμμή στο ηλεκτροκαρδιογράφημα  ούτε μόνο το ληξιαρχικά ασήμαντο γεγονός του "ενός λιγότεροι", αλλά ταυτόχρονα γίνεται πρόβλημα γνώσης και παιδείας, επειδή ο προσωπικός θάνατος δεν είναι γεγονός, σαν όλα τάλλα, αλλά γεγονός μοναδικό, δίχως προηγούμενο ούτε επόμενο, ασυμβίβαστο, γι αυτό και φορέας οριστικού νοήματος. Η ζωή που ζούμε, τη ζούμε με τη συνείδηση της ανάγκης να αναλάβουμε την ασταμάτητη πορεία του κόσμου, να διατρέξουμε κι εμείς το μέρος της σκυταλοδρομίας, που μας αναλογεί, ως την υπέρβαση, είναι ήδη μια ζωή που γνωρίζει το θάνατο, ως ένστικτο, εμπειρία, βίωση ή κατανόηση· είναι συγγενής με το θάνατο. Ο έμπρακτος θάνατος εμφανίζεται σαν επικύρωση –απροσδιόριστη χρονικά, αλλά και άγνωστη σχετικά με τον τρόπο ελεύσεώς της- μιας ενορατικής βεβαιότητας, που αποτελεί εγγενές, σύμφυτο στοιχείο κάθε βιωμένης εμπειρίας· ένα στοιχείο, η σημασία, η πολυπλοκότητα και το βάρος του οποίου είναι συνάρτηση των αναμνήσεως, της εντάσεως της παρούσης στιγμής, αλλά και των προσδοκιών του ατόμου. Το βάρος των αναμνήσεων κάνει το ενδεχόμενο του θανάτου περισσότερο ορατό, ο όγκος των προσδοκιών, των διεκδικήσεων λιγότερο πιθανό. Είναι πιθανότερο ότι, καθώς ο θάνατος συνεπάγεται την απώλεια της προσωπικής μας κυριότητας πάνω στους ίδιους τους εαυτούς μας, αυτό που χάνουμε οριστικά με το θάνατο μας είναι ο αυτοπροσδιορισμός μας, ενόσω εξακολουθούμε να υπάρχουμε για τους άλλους, στο μέτρο, ασφαλώς, που υπήρχαμε και κατά τη διάρκεια της ζωής μας. Σε ό,τι αφορά τον θανόντα, πεθαίνει μαζί του οτιδήποτε είχε συλλάβει η συνείδηση του και είχε μαζί του συνδεθεί υπαρκτικά: οι πλησίον του άνθρωποι, τα παθήματα και η αγάπη τους, ολόκληρη η εξέλιξη της ιστορίας, ολόκληρη η Γη, και ο ήλιος και τα άστρα και το άπειρο διάστημα· ακόμη δε και ο ποιητής του κόσμου, κι Αυτός αφανίζεται με το θάνατό του και ολόκληρο το είναι καταβροχθίζεται από το σκοτάδι της λήθης. Μπροστά στην άμεση και πιεστική απειλή του φριχτού θανάτου, ο Ίβαν Ίλιτς του Τολστόι  αντιλαμβάνεται, με τρόμο, πως η ζωή του όλη ήταν ένα ψέμα: ο γάμος, το επάγγελμα, οι φίλοι, όλα μοναχά μια στυγνή κωμωδία, ...όταν η αυλαία πέφτει."  Δεν είναι αλήθεια παράξενο; Γι αυτόν που πεθαίνει χάνονται, πραγματικά και όλοι οι άλλοι, αλλά για όλους τους άλλους, αυτός που πεθαίνει εξακολουθεί να παραμένει ανάμεσά τους. Η αθανασία του καθενός παραμένει στη δικαιοδοσία των άλλων. Όχι μόνο από βιολογικής απόψεως, αλλά και από κοινωνικής, ο θάνατος είναι μια υπόθεση που αφορά αποκλειστικά τους ζωντανούς. Ο προσωπικός θάνατος βρίσκεται πιο πέρα από το βιολογικό επίπεδο.

Το βασικό μας συμπέρασμα, λοιπόν, είναι ότι στο βιολογικό μεν επίπεδο υπάρχει το ένστικτο του θανάτου, που προκαλεί το φόβο και μαζί του αμυντικές, προφυλακτικές αντιδράσεις και συγκινησιακές εκδηλώσεις, ενώ συνειδητοποιείται, γίνεται εμπειρία, ως απόρροια της κοινωνικής εμπλοκής του ανθρώπου, ως βέβαιη και απεριόριστη απειλή, μόνο μέσα από την πολιτισμική του ωρίμανση. Η φιλοσοφική και πολιτισμική του θεώρηση ανήκει στην αυτοσυνείδηση του ατόμου. Ταυτιζόμενος με το μηδέν δεν μπορεί να υποδηλώνει το μηδέν της ύλης, επειδή η ύλη δεν μπορεί να μηδενιστεί και είναι ήδη φύση νεκρή και το νεκρό δεν γνωρίζει το θάνατο. Αλλά ούτε μπορεί να ταυτιστεί και με το κοινωνικό μηδέν, επειδή η αέναη ανανέωση της κοινωνίας συνιστά αποφασιστικό όρο της. Έτσι, ο θάνατος, αντίθετα με τη γέννηση, που αποτελεί δημόσια προσδοκία, παραμένει εντός των ορίων του ατομικού, που παραμένει δημόσια απαντοχή. 

Οι φυσιολογικές διαδικασίες που παραλύουν και αποσυνθέτουν τα όργανα του σώματος λειτουργούν από μόνες τους, καθώς η ενεργοποίηση της μιας πυροδοτεί την άλλη και μερικά τμήματα του σώματος φθάνουν στο οριστικό τους τέρμα συντομότερα από τα άλλα. Η συνηθισμένη δήλωση, «πέθανε», υπονοεί ότι ο θάνατος είναι γεγονός. Τη μια στιγμή ζούσε και την επόμενη στιγμή πέθανε. 'Ενας τέτοιος ορισμός είναι αρκετός για τις περισσότερες περιπτώσεις του παρελθόντος, αλλά, ακόμη και για μερικές του παρόντος. Ένα πλήθος ωστόσο συμβάντων, μας έχει αναγκάσει να συμπεράνουμε ότι ο θάνατος πρέπει να θεωρηθεί σαν μια εξελικτική διαδικασία που πλήττει σταδιακά τα κύτταρα των διάφορων ιστών, βάσει κυρίως της αντοχής τους στην έλλειψη οξυγόνου, κι όχι απλώς σαν γεγονός, που συνέβη ακαριαία, στη διάρκεια ενός δευτερολέπτου που, γι αυτό, αποκτά συγκλονιστική σημασία. Κατά τη βιολογική έννοια, ο θάνατος είναι διαδοχική εξάντληση λειτουργιών.

Κατά την πανάρχαια ιαπωνική παράδοση, απαγορεύεται να ανοιχθεί το πτώμα στη διάρκεια της εβδομάδας που ακολουθεί το θάνατο Αλλά, αναγκαστικά, πρέπει να υπάρξει μια στιγμή που η ζωική ζωή ολοκληρώνεται. Ένα από τα πιο ακανθώδη –κατασκευασμένα- προβλήματα της σύγχρονης εποχής είναι η ανάγκη των ανθρώπινων κοινωνιών να επαναπροσδιορίσουν το θάνατο. Είναι από χρόνια γνωστό ότι ο θάνατος δεν επέρχεται ακαριαία στο διάστημα μιας στιγμής πριν από την οποία όλα τα όργανα του ανθρωπίνου σώματος λειτουργούσαν, έστω υποτυπωδώς, αλλά μετά την οποία κανένα όργανο δεν λειτουργεί, αλλά είναι μια διαδικασία με χρονική διάσταση, κατά την οποία σημειώνεται σταδιακή νέκρωση του ενός μετά το άλλο των οργάνων του σώματος. Εάν, επομένως, πρέπει να προσδιοριστεί ακριβής χρόνος επέλευσης του θανάτου υπάρχουν τρεις εκδοχές προβληματισμού: είτε δεχόμαστε ότι ο άνθρωπος είναι νεκρός από τη στιγμή που αρχίζει η διαδικασία νέκρωσης ή θα επιλεγεί η νέκρωση ενός σημαντικού οργάνου του σώματος, πχ., ο εγκέφαλος, η καρδιά ή η αναπνοή, ή θα περιμένει κανείς την ολοκλήρωση της διαδικασίας του θανάτου με τη νέκρωση και του τελευταίου οργάνου του σώματος. Από βιολογικής απόψεως, ο θάνατος θα είναι πλήρης όταν θα έχει πεθάνει και το τελευταίο από τα δισεκατομμύρια κύτταρά του που συνθέτουν τον ανθρώπινο οργανισμό. Ο μερικός, προγραμματισμένος, θάνατος ομάδων κυττάρων δεν ταυτίζεται με το θάνατο του ατόμου, αλλά, αντίθετα, θα λέγαμε, με την ανανέωσή του.

Η αντικειμενική επιστήμη διακρίνει  (1) τον φαινομενικό θάνατο –παρατεταμένη συγκοπή· (2) τον σχετικό θάνατο –αναστολή της κυκλοφορίας και, (3) τον απόλυτο, οργανικό θάνατο, κατά τον οποίο, η επαναλειτουργία των ζωικών οργάνων είναι αδύνατη. Ο Nelson διακρίνει τέσσερα στάδια στη διαδικασία του θανάτου σύμφωνα, με τα οποία επιλέγεται το κριτήριο επέλευσής του, καθώς το κάθε στάδιο αποτελεί και σταθμό των επιστημονικών κατακτήσεων του ανθρώπου και, άρα, της εξελίξεως του πολιτισμού του. Κατά την εξέλιξη της επιστήμης, όταν πραγματικά ως κεντρικό κριτήριο λαμβανόταν υπ΄όψη μόνο τα "αντικειμενικά" γεγονότα  και η ιατρική σκεπτόταν στις συλλογιστικές γραμμές, που είχε χαράξει ο Virchow και άλλοι, θάνατος είναι ένα φαινόμενο για το οποίο υπάρχει αντικειμενική διάγνωση και αντικειμενική αιτιολογία, κατ΄ επέκταση της θετικής φυσιολογίας στις περιοχές της ιατρικής και της βιολογίας. Το στάδιο αυτό της εξελίξεως της επιστήμης, που παρακολουθούσε και η ιατρική, ο κλινικά φαινομενικός θάνατος, είναι εκείνος που συχνότερα συναντάται και ο ευκολότερος να εξακριβωθεί, με παραδοσιακή μέθοδο. Όταν η αναπνευστική και η καρδιακή λειτουργία παύσουν, τότε ο θάνατος έχει επέλθει και είναι ορατές οι κλινικές επιπτώσεις του, όπως η μυδρίαση, η νεκρική ακαμψία, οι πτωματικές κηλίδες κλπ. Όλα αυτά εξαντλούσαν το θάνατο, ως επιστημονικό πρόβλημα, ακόμη και μέχρι προ 100 ετών. Στην περίοδο αυτή της επιστημονικής και πολιτισμικής εξελίξεως, ο θάνατος παραμένει μια κλινική παρατήρηση, που αφορά χωριστά κάθε άτομο, που πεθαίνει και ερμηνεύεται ως καθολικό κοσμικό φαινόμενο, που συμπεριλαμβάνεται μέσα στο μεγάλο καθολικό γίγνεσθαι του κόσμου. Αυτή ήταν η αντίληψη του θανάτου μέχρι, περίπου το τέλος του 18ου αιώνα.  

Στο δεύτερο στάδιο λαμβάνει χώρα ο θάνατος του εγκεφάλου. Η εργασία της φυσιολογίας του θανάτου είναι σήμερα, σχεδόν αποκλειστικά, ένα μέρος της φυσιολογίας του εγκεφάλου, ενώ δεν περιθωριοποιείται η φυσιολογία της αναπνοής και της κυκλοφορίας. Αντίστοιχα, η πιστοποίηση του θανάτου γίνεται, σήμερα, σχεδόν αποκλειστικά μέσα στον εγκέφαλο και όσα συμβαίνουν στο εσωτερικό του (ηλεκτροεγκεφαλογράφημα). Είναι ευρέως γνωστό ότι αν ο εγκέφαλος στερηθεί το οξυγόνο για μια κριτική περίοδο, συμβαίνουν μη αναστρέψιμες μεταβολές που εμποδίζουν την ανάνηψη του ατόμου. Ο θάνατος τού εγκεφάλου μπορεί να χωριστεί σε δυο περιόδους: Πρώτα επέρχεται ο θάνατος των ανώτερων εγκεφαλικών λειτουργιών που ελέγχουν την συνείδηση κι ακολουθεί ο θάνατος των κατωτέρων εγκεφαλικών λειτουργιών, που ελέγχουν το νευρικό σύστημα και τη λειτουργία της καρδιάς και των πνευμόνων. Υποστηρίζεται, δηλαδή, ότι ο εγκέφαλος είναι το ανώτερο και τελειότερο όργανο του ανθρώπινου οργανισμού, εφόσον προσδιορίζει την προσωπικότητα του ανθρώπου και οριστικοποιεί την μοναδικότητα του ανθρώπινου είδους. Ο άνθρωπος υπερέχει έναντι όλων των εμβίων όντων, λόγω του πνεύματος το οποίο είναι προϊόν του εγκεφάλου και όχι της καρδιάς. Η κατάσταση λοιπόν που προκύπτει μετά τη νέκρωση του εγκεφάλου είναι ασυμβίβαστη με τις έννοιες ″βίος″ (βλ. κεφ. 5, ΙΙΙ) και ″άνθρωπος″ κι επομένως μετά τη νέκρωση του εγκεφάλου δεν υπάρχει πια άνθρωπος. Ο εγκεφαλικός θάνατος είναι το κριτικό σημείο πέρα, από το οποίο αποσύρεται και η νομική προστασία και η ιατρική περίθαλψη.

Το τρίτο στάδιο χαρακτηρίζεται από τον βιολογικό θάνατο, που υπονοεί το μη αναστρέψιμο και μόνιμο τέλος της «σωματικής» ζωής, ενώ στο τέταρτο στάδιο, ο κυτταρικός θάνατος, υπονοεί τον οριστικό τερματισμό των διαδικασιών της ζωής στο συγκεκριμένο άτομο.

Ο σημερινός άνθρωπος σχεδόν ουδέποτε πεθαίνει "εν γαλήνη" σε βαθύ γήρας. Όλοι πεθαίνουν στις συνθήκες νοσηλευτικού θαλάμου, υπό την τελετουργική εφαρμογή μιας θεραπείας ενδεικνυόμενης για την πάθηση, για την οποία υπάρχει αντικειμενική αιτιολογία και αντικειμενική διάγνωση. Μέσα  στη συγκυτιακή του δομή, ο άνθρωπος πεθαίνει το ίδιο προγραμματισμένα, όπως προγραμματισμένα γεννιέται, μεγαλώνει και δημιουργεί την ιστορία του. Ο σύγχρονος άνθρωπος πληροφορείται το θάνατο ως μια εκτροπή που συμβαίνει στους άλλους μόνο, και στον ίδιο, ως είδηση για τους άλλους. Αλλά ο θάνατος δεν είναι μια "είδηση" που συμβαίνει σε τρίτους χωρίς να μας αφορά, αλλά ένα πραγματικό γεγονός, στο οποίο ο καθένας συμμετέχει βιωματικά ασκώντας το, ως τέχνη (ars mors=τη τέχνη του θνήσκειν). 

 

 

 

 

 

 

Το πιο δραματικό, ίσως, απ' αυτά είναι η εξέλιξη της τεχνικής στις μεταμοσχεύσεις οργάνων. Σε μια τέτοια περίπτωση ο «δωρητής», πρέπει να είναι «αρκετά νεκρός» για να δικαιολογηθεί η αφαίρεση του οργάνου, αλλά «όχι αρκετά νεκρός», έτσι ώστε το όργανο να είναι ακόμη κατάλληλο για μεταμόσχευση. Μια ανάλογη εξέλιξη είναι η αύξηση των πολύπλοκων τεχνικών που διατηρούν την βιολογική ζωή πολύ περισσότερο απ' ό,τι ήταν προηγουμένως δυνατόν, και σε μερικές περιπτώσεις, πολύ περισσότερο από την προφανή λήξη της ενσυνείδητης ζωής.

 

Ι

Κατά τον πιο διαδεδομένο, λειτουργικό ορισμό, θάνατος είναι η μη αναστρέψιμη απώλεια των ζωτικών λειτουργιών του οργανισμού, που σημαίνει: [α] απώλεια της συνειδήσεως· [β] κατάργηση αυτόματης αναπνοής και, [γ] κατάργηση αυτόματης καρδιακής λειτουργίας. Η νομοθεσία πολλών χωρών προσδιορίζει το θάνατο με τη διαπίστωση διαφόρων συμπτωμάτων που αποκαλύπτουν τη νέκρωση του εγκεφάλου στην ομοιόμορφη εμφάνιση δύο διαδοχικών εγκεφαλογραφημάτων.. Το 1987, το Κεντρικό Συμβούλιο Υγείας εξέδωσε ένας τεύχος που επιγράφεται: διάγνωση εγκεφαλικού θανάτου". Εκεί αναφέρεται ότι ο θάνατος του εγκεφαλικού στελέχους, ταυτίζεται με το θάνατο του ανθρώπινου σώματος, γιατί καταργείται η αυτόματη αναπνοή, και σε δεύτερο στάδιο η κυκλοφορία. Έτσι, εγκεφαλικά ή κλινικά νεκρός είναι ο άρρωστος, που έχει υποστεί μη αναστρέψιμη εγκεφαλική βλάβη, με παράλληλη ανικανότητα συνείδησης, και αδυναμία αυτόματης αναπνοής, ώστε να έχει ανάγκη εφαρμογής μηχανικού αερισμού. Η διαφορά του εγκεφαλικά ή κλινικά νεκρού από τον άρρωστο  "φυτό", είναι ότι ο δεύτερος αναπνέει μόνος του. Κατά τα άλλα λαμβάνει παρεντερική διατροφή δεν έχει επαφή με το περιβάλλον του, δεν ελέγχει την ούρηση και αφόδευση και δεν πονάει. Αναλυτικότερα: η διάγνωση του εγκεφαλικού θανάτου ταυτίζεται με τη διάγνωση του θανάτου του εγκεφαλικού στελέχους. Το εγκεφαλικό στέλεχος είναι ένα τμήμα του εγκεφάλου που ευρίσκεται μεταξύ του κυρίως εγκεφάλου και του νωτιαίου μυελού, στο οποίο, μεταξύ άλλων, έχει την έδρα του το κέντρο της αναπνοής.   

Έτσι, λοιπόν, για την ιατρική και νομική επιστήμη ο θάνατος ορίζεται "ως η ανεπανόρθωτη απώλεια της ικανότητας για συνείδηση σε συνδυασμό με την ανεπανόρθωτη απώλεια της ικανότητας για αυτόματη αναπνοή". Ως εγκεφαλικός θάνατος ορίζεται η μη αναστρέψιμη απώλεια των λειτουργιών του εγκεφαλικού στελέχους, που σημαίνει: [α] απώλεια της συνείδησης· [β] μη διέγερση της αναπνοής· [γ] μη διατήρηση αρτηριακής πίεσης· [δ] έλλειψη λειτουργίας των κινητικών και αισθητικών νευρικών οδών [ε] έλλειψη αντανακλαστικών καρδιακών νεύρων. Στα ιατρικά χρονικά, δεν υπάρχει ούτε μια περίπτωση επανόδου στη ζωή, ατόμου που κρίθηκε εγκεφαλικά νεκρό. Είναι αποδεδειγμένο ότι 20-200 ώρες μετά το θάνατο του εγκεφαλικού στελέχους, επέρχεται με βεβαιότητα και η τέλεια διακοπή της καρδιακής λειτουργίας. Σύμφωνα με τον ορισμό της ιατρικής Σχολής του Harvard, θάνατος είναι η πλήρης και ανεπανόρθωτη παύση της λειτουργίας ολόκληρου του εγκεφάλου.Υπάρχει, όμως, και ο θάνατος του εγκεφαλικού φλοιού. Εγκεφαλικός φλοιός είναι η έδρα της προσωπικότητας –αυτό που λέμε άνθρωπος. Και στις δύο περιπτώσεις, η γνώμη των περισσοτέρων ιατρών και μάλιστα των ειδικών στις Μονάδες Εντατικής θεραπείας, είναι ότι δεν μπορούμε να μιλάμε για ύπαρξη ψυχής σε αυτή τη φάση και δεν δικαιολογείται η διατήρηση με τεχνητά μέσα. Εδώ προκύπτει ένα καίριο ερώτημα: πόσο ασφαλής είναι η διάγνωση του θανάτου του εγκεφαλικού φλοιού; Μέχρι πρόσφατα υπήρχαν σημαντικές αμφιβολίες. Ήδη, όμως, έχει αναπτυχθεί μια νέα διαγνωστική τεχνική (: η τομογραφία εκπομπής ποζιτρονίων-Positron Emission Tomography-PET) που καταγράφει την αιματική ροή και το μεταβολισμό της γλυκόζης στον εγκεφαλικό φλοιό και βγάζει από διλήμματα τους ιατρούς. 

Ο ακριβής χρόνος επελεύσεως του θανάτου έχει κεντρικό ενδιαφέρον όχι μόνο από ιατρικής, αλλά και από νομικής απόψεως. Η επέλευση του θανάτου δεν προσδιορίζει μόνο τις υποχρεώσεις του ιατρού, αλλά επίσης καθορίζει το τέλος της προστασίας του ανθρώπου στο ποινικό δίκαιο. Έτσι, όχι μόνο η έναρξη της ζωής, αλλά και η επέλευση του θανάτου πρέπει να προσδιορίζονται με ακριβή αντικειμενικότητα, επειδή επισημαίνουν τα όρια της ιατρικής και της νομικής ευθύνης. Σύμφωνα με την τρέχουσα ιατρική αντίληψη, ο εγκεφαλικός θάνατος, κατάλληλα και διεξοδικά διαγνωσμένος είναι ταυτόσημος με τον πραγματικό θάνατο, εφόσον συνιστά πλήρη και μη αναστρέψιμο διακοπή της λειτουργίας του δικτυωτού σχηματισμού, ο οποίος συντονίζει ανώτερα και φυτικά κέντρα στον πρόσθιο και τελικό εγκέφαλο.

Εφόσον ο εγκεφαλικός θάνατος είναι οριστικός θάνατος, η ανάκληση του αναπνευστήρα δεν συνιστά ευθανασία. Η περίπτωση όμως του ‘φυτού’, του βαριά πάσχοντος ασθενούς, με πλήρη κατάργηση όλων των ανώτερων ψυχικών λειτουργιών, δεν μπορεί να θεωρηθεί εγκεφαλικός θάνατος, και επομένως, κάθε παρέμβαση που αποβλέπει στην ανάκληση μέσων συντηρήσεως συνιστά ευθανασία. Ευθανασία, επίσης, συνιστά η ανάκληση μέσων στις περιπτώσεις ασθενών με σύνδρομο ‘κλειδωμένης συνείδησης’. Οι δισταγμοί ανεπιφύλακτης αποδοχής του κριτικού σημείου της αναστολής  της εγκεφαλικής λειτουργίας ως προσδιοριστικό σημείο της επελεύσεως του θανάτου εγείρονται βασικά λόγω των περιπτώσεων ″φυτού″ στις περιπτώσεις δηλαδή που λειτουργούν οι φυτικές λειτουργίες υποστηριζόμενες ή όχι με τεχνικά μέσα, αλλά έχουν ανασταλεί οι "πνευ­μα­τι­κές" λειτουργίες, που χαρακτηρίζουν την ανθρώπινη υπόσταση και υποχρεώνουν την πολιτεία σε παροχή προστασίας.

Υποσημειώνουμε ότι ο εγκεφαλικός θάνατος, κατάλληλα και διεξοδικά διαγνωσμένος είναι ταυτόσημος με τον πραγματικό θάνατο, εφόσον συνιστά πλήρη και μη αναστρέψιμο διακοπή της λειτουργίας του δικτυωτού σχηματισμού, ο οποίος συντονίζει ανώτερα και φυτικά κέντρα στον πρόσθιο και τελικό εγκέφαλο. Εφόσον ο εγκεφαλικός θάνατος είναι οριστικός θάνατος, η ανάκληση του αναπνευστήρα δεν συνιστά ευθανασία. Η περίπτωση όμως του ‘φυτού’, του βαριά πάσχοντος ασθενούς, με πλήρη κατάργηση όλων των ανώτερων ψυχικών λειτουργιών, δεν μπορεί να θεωρηθεί εγκεφαλικός θάνατος, και επομένως, κάθε παρέμβαση που αποβλέπει στην ανάκληση μέσων συντηρήσεως συνιστά ευθανασία. Ευθανασία, επίσης, συνιστά η ανάκληση μέσων στις περιπτώσεις ασθενών με σύνδρομο ‘κλειδωμένης συνείδησης’. Εφόσον τεθεί η διάγνωση του εγκεφαλικού θανάτου δεν έχει κανένα νόημα η σύνδεση του νεκρού με τον αναπνευστήρα εκτός από την περίπτωση που υπάρχει συναίνεση των συγγενών του για δωρεά οργάνων του θανόντος οπότε η αποσύνδεση μπορεί να καθυστερήσει μερικές ώρες, προκειμένου να γίνει η αφαίρεση των οργάνων. Η διάγνωση του εγκεφαλικού θανάτου τίθεται από τρεις ιατρούς, οι οποίοι δεν ανήκουν σε μεταμοσχευτική μονάδα και οι οποίοι είναι α] ο θεράπων ιατρός, β] ένας νευρολόγος ή νευροχειρουργός και, γ] ένας αναισθησιολόγος. Απαιτείται ομοφωνία των ιατρών αυτών.

Πιο πρόσφατη είναι η εισαγωγή της έννοιας του νεοφλοιώδους θανάτου. Αυτή η περίπτωση έπεται της χρόνιας καταστάσεως του κλινικού θανάτου (φυτό) όπου παρατηρείται απόλυτη αναισθησία με διατήρηση των φυσιολογικών λειτουργιών και των οφθαλμών ανοικτών. Σε ορισμένες περιπτώσεις κανένας γιατρός δεν μπορεί να προβλέψει το τελικό αποτέλεσμα. Μετά από πολλούς μήνες σε αυτή την κατάσταση, οι άνθρωποι συνήθως, ανακτούν τις αισθήσεις τους, πράγμα που υποδεικνύει ότι ο νεοφλοιώδης θάνατος ενδέχεται να είναι μία λανθασμένη διάγνωση. Στην περίπτωση της ακινητικής αλαλίας μόνο η μπροστινή περιοχή του εγκεφάλου καταστρέφεται. Ο ασθενής περνάει τον καιρό του έχοντας ανοικτά τα μάτια του και δείχνει να παρατηρεί με προσοχή όλα τα αντικείμενα γύρω του με εξαιρετικά έντονο ενδιαφέρον. Όμως, η πραγματοποίηση οποιασδήποτε επαφής μαζί του είναι αδύνατη. Ιδιαίτερης περιπτώσεις "λαθροβίωσης" συνιστούν η κατάσταση του λήθαργου, η οποία ενδέχεται να διαρκέσει πάνω από μία δεκαετία, και η περίπτωση της ολικής παράλυσης των άκρων και των μυών που σχετί-ζονται με την ομιλία, με ανάκτηση των αισθήσεων. Σε αυτήν την περίπτω-ση, μόνο η γνώση της ειδικής γλώσσας της κινήσεως των οφθαλμών δίνει τη δυνατότητα στον ασθενή να έρθει σε επαφή με τους άλλους.

 

[1] Ο θάνατος είναι ένας αβέβαιος όρος

[2] Πλάτωνος, Φαίδρος, 246a-248c

[3] Πλάτωνος Γοργίας, 524 Β.

[4] Σωφρονίου Ζαχάρωφ: Περί της Χάρητος της μνήμης του θανάτου στο: Οψόμεθα τον Θεό, καθώς εστί.

[5] Μαθιουδάκης Γ.: Σημειώσεις Γεροντολογίας και Γηριατρικής. Εκδόσεις Πελεκάνος, Αθήνα, 1987