ΕΥΘΑΝΑΣΙΑ - η διαχείριση της ζωής και του θανάτου - η Αρρώστια

Σύμφωνα με τον ιατρικό λόγο, την λαϊκή αντίληψη αλλά και την κυρίαρχη πολιτική σκοπιμότητα, η υγεία ορίζεται αφαιρετικά, ως απουσία ασθένειας ή σχεσιακά ως η ιδανικότερη δυνατή προσαρμογή στις κυμαινόμενου βαθμού αντιξοότητες και δυσμενείς συνθήκες, που επιβάλλονται από το φυσικό και ανθρωπογενές περιβάλλον κι έτσι η αρρώστια καθίσταται ένα πολυπαραγοντικό φαινόμενο. Οι παράγοντες αυτοί σχετίζονται, με τη σειρά τους, όχι μόνο με δομικές ή λειτουργικές ατέλειες του εσωτερικού του σώματος, αλλά και με την κοινωνική μορφοποίηση καταστάσεων και συμπεριφορών, σε συνάρτηση με τις ανθρωπολογικές, πολιτισμικές και πολιτικές ερμηνείες για την ευημερία και την ποιότητα της ζωής.

 

Ανακαλώντας τον ορισμό για τη ζωή, που θεωρήσαμε, στο κεφάλαιο 7, ως τον πλέον δόκιμο, και ενόσω η υγεία παραμένει η δυνατότητα αντλήσεως ευχαριστήσεως από την επικοινωνία με τον εαυτό, τους άλλους τη φύση και το Θεό, μπορούμε να αντιληφθούμε τη δυσμενή συνέπεια, μόνιμη ή παροδική, της προσβολής από μια αρρώστια, καθώς αναστέλλει αυτήν την ευχαρίστηση. Η αρρώστια, όμως, ως εκτροπή της υγείας, δεν είναι μόνο αναστολή ευχαριστήσεως, είναι και, ιδίως αυτό, επιβολή δυσαρεσκειών, επώδυνων συμπτωμάτων, αναστολή ή κατάργηση ψυχοσωματικών λειτουργιών, σωματικός αποσχηματισμός και κοινωνικός απομονωτισμός.

Η αρρώστια αποτελεί οικουμενική πραγματικότητα της ανθρώπινης ζωής, καθώς συνοδεύει όλες τις ανθρώπινες κοινότητες και κοινωνικές ομάδες, οι οποίες γενικά έχουν αναπτύξει ένα σχετικά διαφοροποιούμενο μεταξύ τους σύστημα ιδεών, γνώσεων και αντιλήψεων για να την ορίσουν, καθώς, επίσης, και μια σειρά μεθόδων και ρόλων, ενταγμένων σε συστήματα, στα Συστήματα Υγείας, για να την αντιπαλέψουν. Η αρρώστια απαιτεί μια ερμηνεία, πέραν της ιατρικής/βιολογικής, που έχει να κάνει με τη διάγνωση και τη θεραπεία της, ακόμη και πέραν της οντολογικής της διαστάσεως, που έχει να κάνει με την θνητότητα του ανθρώπου και τις επιβουλές του φυσικού και ανθρωπογενούς περιβάλλοντος, που θα βοηθήσει τον ασθενή στην κατανόηση της ανατροπής των ισορροπιών του, στις αναγκαστικές αναπροσαρμοστικές διεργασίες και στην πρόσληψη προσωπικού και κοινωνικού νοήματος της υποκειμενικής εμπειρίας της νόσου. Η απαίτηση να δοθεί σαφής ερμηνεία ερείδεται στο γεγονός ότι η αρρώστια, καθιστάμενη αντιληπτή στο ατομικό επίπεδο ως δυσάρεστη εμπειρία, πόνος, δυσαρέσκεια, αίσθημα επικειμένου θανάτου και στο κοινωνικό, ως απόλυτη αναστολή αυτονομίας και αυτοπροσδιορισμού του κάθε ατόμου που πάσχει, διαμορφώνει ένα σημασιολογικό πλέγμα που σηματοδοτεί την κοινωνική πραγματικότητα. Ο ασθενής αναζητάει μια αποκωδικοποίηση όχι μόνο των δυσνόητων ιατρικών όρων, που ακούει εμβρόντητος ως περιγραφή του προβλήματός του, αλλά και της δυναμικής επεμβάσεως της αρρώστιας, η οποία ανέτρεψε τις ισορροπίες του και τον έθεσε σε κοινωνική διαθεσιμότητα. Επιπλέον, όχι μόνο η κοινοποίηση της δυσμενούς νέας συνθήκης, αλλά και αυτή η ίδια η ιατρική, η νοσηλευτική και οποιαδήποτε σημαντική άλλη παρεμβολή, καθιστούν την κάθε ατομική περίπτωση κοινωνικό ζήτημα, με δημόσιο ενδιαφέρον για τους τρόπους της πιθανούς αντιμετωπίσεώς της και την τελική της έκβαση.

Όπως διευκρινίζει ο Eisenberg[1], οι ιατροί διαγιγνώσκουν και θεραπεύουν τη νόσο (:εκτροπή της υγείας με γνωστό αίτιο) ή την πάθηση (:εκτροπή της υγείας άγνωστης αιτιολογίας), ενώ τα άτομα υποφέρουν από την ασθένεια, η οποία τους προσβάλλει ως υποκειμενική εμπειρία. Η τελευταία  μετατρέπεται αμέσως, σε δημόσια εμπειρία και κοινωνική δοκιμασία και χρησιμοποιείται ως μεταφορά για να εκφραστεί η ανησυχία για τα όρια της ζωής και του θανάτου, το ευάλωτο ή το επαρκώς θωρακισμένο από εξωτερικές επιβουλές ανθρώπινο σώμα ή ακόμη και η κοινωνική τάξη. Η υποκειμενική εμπειρία της αρρώστιας μεταφέρεται στο κλινικό επίπεδο και καθίσταται ιατρικό πρόβλημα. Από ένα πρόβλημα ανατροπών, που αφορά το άτομο που πάσχει, τον κοινωνικό του περίγυρο, που υποβάλλεται σε αναδιατάξεις συμπαραστάσεως και την κοινωνία, που δοκιμάζει την αρτιότητα των προετοιμασιών της, γίνεται ένα κλινικό πρόβλημα, που περιγράφεται με δυσνόητους ιατρικούς όρους και διευκρινίζεται με την αντικειμενική επιστημονική μεθοδολογία, ως οργανική ή πολυοργανική διαταραχή. Ταυτόχρονα, όμως, ανάγεται σε πρόβλημα δημόσιου συμφέροντος, επειδή, όπως ήδη ελέχθη δοκιμάζει την ετοιμότητα των οργανώσεων της πολιτείας να το αντιμετωπίσει και να διεργαστεί την αποκατάστασή του.

Υπό τη διάκριση αυτή, οι βαριά πάσχοντες από ανίατες παθήσεις ασθενείς διεξέρχονται το ζήτημα του πρώιμου τερματισμού της ζωής τους υπό το κράτος των συνεπειών δυσαρέσκειας που τους προξενεί η αρρώστια τους, ενώ οι ιατροί το αντιμετωπίζουν υπό την απελπισία της εξαντλήσεως των θεραπευτικών δυνατοτήτων της ιατρικής επιστήμης τους. Η κοινωνία δοκιμάζεται, επίσης, αποφασιστικά: Καθώς με την ακαταβίωτη αρρώστια, που κατατρώγει το σώμα και τη ψυχή του, ο άνθρωπος, από ένα ον-προς-ανέλιξη (βλ. Κεφ. 3.Ι) καθηλώνεται, σε ένα ον-προς-θάνατο, αποτελεί αδήριτο χρέος της κοινωνίας του να τον αντιμετωπίσει ως ένα ον-προς-σωτηρία. Πραγματικά, η αρρώστια και η εμπειρία της υπερβαίνει τα αποκλειστικά ιατρικά όρια, διαδραματίζει ένα ρόλο σε όλες τις όψεις της κοινωνικής ζωής[2] και καθίσταται, έτσι, ένα διαπροσωπικό φαινόμενο, που θέτει σε ετοιμότητα την κοινωνία, όχι μόνο επειδή η τελευταία υφίσταται ηθική και υλική ζημιά από την επίπτωσή της, αλλά επειδή, με την αφορμή της δοκιμάζεται η αλληλεγγυητική της ετοιμότητα και η φιλαλληλία της.

Βιολογικά, επιπλέον, η πάλη με την αρρώστια δεν αποτελεί επιχείρημα εναντίον της, αφού ενδυναμώνει και διαμορφώνει την ανθρώπινη υπόσταση, ώστε οι μελλούμενες γενιές, με την εμπειρία αυτή, διαμορφώνουν καλύτερες προσαρμογές και καθιστούν ένα παθογόνο αίτιο οικειότερο και γι αυτό ευχερέστερα αντιμετωπίσιμο. Ο τρόπος με τον οποίο τελούνται οι διαντιδράσεις μεταξύ εξωγενούς παθογόνου αιτίου, ατομικής προσαρμογής και κοινωνικής αποκρίσεως μπορεί να καταδειχθεί με ένα παράδειγμα, παρμένο από την παθογένεια της φλεγμονής, που αποτελεί παθογενετικό υπόστρωμα πλήθους ασθενειών. Η φλεγμονή αποτελεί ένα ισχυρό προστατευτικό και αμυντικό μηχανισμό, όπως και έναν μηχανισμό αποκαταστάσεως, με τη συνδρομή του οποίου ο οργανισμός επιχειρεί είτε να ‘εμποδίσει’ τη βλαπτική επίδραση κάθε ξενοβιοτικού παράγοντος ή να ‘επιδιορθώσει’  την προκληθείσα διαταραχή και την εξ αυτής συνεπαγόμενη ιστική διαταραχή ή/και να  ‘αποκαταστήσει’ την ανατομική και λειτουργική του ακεραιότητα του οργάνου που προσβλήθηκε και να το ‘επαναφέρει’ στην κατάσταση που ευρισκόταν πριν από την παθογόνο προσβολή. Τις δυνατότητές αυτές ο ανθρώπινος οργανισμός τις απέκτησε στο πέρασμα των χιλιετιών και μετά από αλλεπάλληλες μαρτυρίες αναρίθμητων κάποιων που διαδοχικά προσβλήθηκαν. Κάθε προσβολή, εφόσον αναχαιτισθεί, βελτιώνει τις αμυντικές ικανότητες του ατόμου και ταυτόχρονα ανάγεται σε κοινωνική εμπειρία, καθιστά ανθεκτικότερο το είδος και επάγει τις διαδικασίες προσαρμογής του. Με αυτή της την ιδιότητα, η αρρώστια παριστά μια συμβολική γέφυρα ανάμεσα στο άτομο, το κοινωνικό σύνολο, τη φύση και τον πολιτισμό του. Σύμφωνα με τη θεωρία της "επιλογής των κλώνων", διάφορα κύτταρα, όπως τα Τ-λεμφοκύτταρα, διαφοροποιούνται, κάθε ένα χωριστά, στην αναγνώριση κάθε είδους ξενοβιοτικής ύλης, που μπορεί να συναντηθεί στον εξωμήτριο κόσμο, παρ΄όλο  ότι η διαφοροποίηση αυτή σηματοδοτείται ήδη από την ενδομήτρια ζωή. Έτσι,  κάθε οργανισμός, μετά τη γέννησή του αποκτά την ικανότητα «αναγνωρίσεως» των αγνώστων κι επομένως, δυνητικά απειλητικών για την ακεραιότητά του παραγόντων, εναντίον των οποίων διεγείρει αντιδράσεις, ενώ παραμένει αδρανής, προ της επαφής του με γνωστούς παράγοντες, προς τους οποίους είναι εξοικειωμένος και από τους οποίους αποσπά χρήσιμα τροφικά συστατικά. Η ικανότητα αυτή αποκτάται προοδευτικά, στην ιστορική διαδρομή του είδους, καθώς μια γενιά μεταλαμπαδεύει στις επόμενες τα αποτελέσματα των εμπειριών της και τους πιθανούς τρόπους αντιμετωπίσεώς τους. Οι βιολογικές αυτές διαδικασίες έχουν μελετηθεί διεξοδικά, ιδιαίτερα  κατά τις τελευταίες δεκαετίες, με τη βοήθεια της  κοσμογονικής τεχνολογικής αναπτύξεως και της εκπληκτικής επιστημονικής προόδου. Αναγνωρίζεται, δηλαδή, ότι η αρρώστια, προερχόμενη από το εξωτερικό περιβάλλον (φυσικό, ανθρωπογενές) καθορίζει μια οντολογική αναδιαμόρφωση, που εισχωρεί, μεταβάλλει και αναδιαμορφώνει το εσωτερικό περιβάλλον του υποκειμένου, όπως εκφέρεται μελλοντικά, ώστε να καταστεί ανθεκτικότερο ή και άτρωτο και υπαγορεύει προσαρμοστικές διεργασίες στο κοινωνικό περιβάλλον.  

Αλλ΄ εντούτοις, το ερώτημα περί του μηχανισμού, με τον οποίο στο εσωτερικό περιβάλλον αναγνωρίζονται οι "οικείες" και δυνητικά ωφέλιμες από τις "εξωτικές" και πιθανόν βλαπτικές επιδράσεις ή ουσίες δεν μπορεί να απαντηθεί, παρά μόνο με επίκλιση των πεποιθήσεων της αρχαίας ελληνικής φιλοσοφίας. Σύμφωνα με την πλατωνική θεωρία της αναμνήσεως ‘όλη η αλήθεια είναι αποτυπωμένη μέσα μας’· κάθε τι υλικό είναι αυστηρά κωδικοποιημένο και, επομένως, δεκτικό αναγνωρίσεως ή αγνοήσεως. Η αποδοχή της προϋπάρξεως της ύλης στον κόσμο των ιδεών υποστηρίχθηκε ανεπιφύλακτα από τους αρχαίους φιλοσόφους, ανεξάρτητα από τις επιμέρους διαφωνίες τους, ιδίως αναφορικά με το σύστημα κωδικοποιήσεως της ύλης.

Πράγματι, η θεωρία του Εμπεδοκλέους ‘περί εναισθήσεως’, που, ελεύθερα αποδιδόμενη θα μπορούσε να μας θυμήσει την οικοδομούμενη στην αυτεπίγνωση ‘ενσυναίσθηση’ των συγχρόνων, παρέχει μια αξιοπρόσεκτα αποδοτική υποστήριξη  στη θεωρία των κλώνων. Κατά την άποψη του αρχαίου σοφού, που μορφοποίησε γνώμες άλλων, όπως του Ηράκλειτου και του Παρμενίδη, το υποκείμενο αντιλαμβάνεται την ύπαρξη του αντικειμένου με βάση ποιοτικά χαρακτηριστικά που ενυπάρχουν και στα δύο. Έτσι, εξ άλλου οι Έλληνες φιλόσοφοι επεχείρησαν να αντιληφθούν την ενοποίηση υποκειμένου-αντικειμένου. Δηλαδή αντιλαμβανόμαστε την εξωτερική ύλη –και τοποθετούμαστε ανάλογα απέναντί της- με βάση τα αντιστοιχά της, που ενυπάρχουν μέσα μας. [«Γαίη μεν γαρ γαίαν οπώπαμεν, ύδατι δ΄ύδωρ, στοργήν δε στοργή»].  Αυτούσια η θεωρία επιλογής των κλώνων! Έτσι, η προστατευτική και αμυντική παρέμβαση της φλεγμονής στην ομοιοστασία του οργανισμού εμπεδώνεται αποδοτικά από τη σκέψη της αρχαίας ελληνικής φιλοσοφίας και, ταυτόχρονα την επαληθεύει.

Ι

Στις πολιτισμένες κοινωνίες, ο μέσος όρος ζωής, σήμερα, είναι 76 χρόνια. Είναι γνω­στό ότι τα ηλικιωμένα άτομα, άνω των 60 ετών και οι υπερήλικες, άνω των 75 (τε­τάρτη ηλικία) είναι οι κύριοι καταναλωτές των υπηρεσιών υγείας και οι πλέον δαπανηροί για το σύστημα υγείας. Οι ομάδες αυτές πληθυσμού επιβαρύνουν τις λειτουργίες των εξωτερικών ιατρείων κατά 40% περισσότερο, παρ΄ό,τι ο γενικός πληθυσμός, νοσηλεύονται στα νοσοκομεία δύο φορές συχνότερα, αυξάνουν το μέσο χρόνο νοσηλείας κάθε νοσοκομειακής κλινικής κατά 50% και καταλαμβάνουν ποσοστό μεγαλύτερο του 90% των διαθεσίμων νοσοκομειακών κλινών. Προφανώς λόγω της εκπληκτικής προόδου της ιατρικής επιστήμης και της βιοϊατρικής τεχνολογίας που παρατείνουν τη ζωή, οι χρόνιες γεροντικές παθήσεις που απαιτούν συχνή ιατρική φροντίδα έχουν καταστεί μείζον οικονομικό και βιοηθικό πρόβλημα με πολλαπλές κοινωνικές και πολιτικές επιπτώσεις και προεκτάσεις, αλλά και που δημιουργούν τάσεις αποκλίσεων σε πεποιθήσεις, αντιλήψεις, ακόμη και ιδεολογίες, σύμφωνα με τις οποίες η αξία της ζωής διαβαθμίζεται σε ηλικιακές ομάδες και, επομένως, ανάλογα διαβαθμισμένη μπορεί να διαμορφωθεί και η, κατά τα άλλα, ανεπιφύλακτη συνταγματική προστασία της. Μή­­πως φτάσουμε σε κάποιο σημείο, στο μέλλον, που μπορεί να μην είναι και πολύ μακρινό, όπου μια πολιτική άρνησης παροχής ωρισμένων κρίσιμης σπουδαιότητας μέσων διάσωσης σε πολίτες μεγαλύτερους από κάποια ηλικία θα φαίνεται εύληπτη και λογική εξέλιξη; Όπως αυτό ήδη συμβαίνει στις σκανδιναβικές χώρες, όπου διαπιστώθηκε μια τάση αρνήσεως σε εισαγωγή σε Μονάδες Εντατικής Θεραπείας, ασθενών, ηλικίας μεγαλύτερης των 70 ετών[3]

Σε πολλές κοινωνίες, ακόμη και σήμερα, οι ηλικιωμένοι θεωρούνται απόβλητοι και εξαναγκάζονται σε ευθανασία για οικονομικούς λόγους. Ας θυμηθούμε την ταινία του Imamura ‘η μπαλάντα του Ναραγιάμα’, στην οποία η ηλικιωμένη κάτοικος ενός χωριού στην Ιαπωνία, έβγαζε τα δόντια της, με τη θέλησή της, έτσι που να τη θεωρήσουν γριά και να την εγκαταλείψουν να πεθάνει, ώστε η μερίδα του φαγητού να δοθεί στα εγγόνια της. Ένα σύστημα υπηρεσιών υγείας που αποδέχεται το θάνατο σε μεγάλη ηλικία, [με βάση τον σαφή ορισμό της] είναι πολύ πιο ανθρώπινο για το ηλικιωμένο άτομο και οικονομικά λογικότερο, αφού με τον τρόπο αυτό θα εξοικονομεί πόρους, σε μια εποχή ένδειας πόρων, για παροχές καλύτερης ποιότητας υπηρεσιών υγείας σε ευρύτερες, μεγαλύτερης ελπίδας, ομάδες πληθυσμού. Η αποδοχή του θανάτου, εν τούτοις, δεν αποτελεί πρόθεση της επίσημης ιατρικής, η οποία ισχυρίζεται ότι δεν υπάρχει φυσικό όριο της ζωής, που να μην μπορεί να το μεταθέτει εσαεί, συνεργαζόμενη με την υπό αλματώδεις ρυθμούς αναπτυσσόμενη βιοτεχνολογία. Αναστέλλοντας εσαεί τον ατομικό θάνατο, όμως, η σύγχρονη τεχνολογική ιατρική βάλλει στην ουσία κατά της επιβιώσεως του είδους. Αν δίπλα σ΄αυτή την εμμονή τοποθετήσουμε την σύγχρονη τάση της αποδοχής της ενεργητικής ευθανασίας, ανεξαρτήτως τυπολογικών διακρίσεων, τότε η επίσημη ιατρική προβάλλει δεσποτική όσο ποτέ πριν, έχουσα την ικανότητα, αλλά πλέον και την εκφρασμένη πρόθεση να αποφασίζει αυταρχικά για τη μοίρα κάθε ανθρώπου. Ενόσω δηλαδή επιθυμεί την παράταση της ζωής, έχει τις μεθόδους να το πράττει, χωρίς απολογισμό και πάλι, όταν αποφασίζει να διακόπτει τη ζωή, να υλοποιεί ανέλεγκτα την απόφασή της, ως νομικά δεδομένη δικαιοπραξία. Με την αποδοχή της προσαρμοστικής επιδράσεώς της, η αρρώστια πρέπει πλέον να πάψει να διατηρείται ως σύμβολο ξεπεσμού και να αποζημιώνεται με διττό τρόπο και χρηματικά, αλλά και με έμπρακτες εκδηλώσεις κοινωνικής αλληλεγγύης. Πρέπει το καθεστώς να σταματήσει αμέσως τον αποσιωπητικό του λόγο της οιωνεί παιδαγωγικής σημασίας της αρρώστιας, μιας μεσαιωνικής αντίληψης, επί της οποίας δικαιολογήθηκαν οι εκατόμβες της ιεράς εξετάσεως, η απεμπόληση των προνοιακών υποχρεώσεων της κοινωνίας με την επινόηση της "προσωπικής ευθύνης" στην προσβολή ασθενειών και ξεπεράστηκε η αμηχανία της τότε επιστήμης. Πρέπει η κοινωνία να σταματήσει να υποκρίνεται ότι είναι περίλυπη και "τρομερά δυστυχής" επειδή αρρώστιες εξακολουθούν να προσβάλλουν τους ανθρώπους με την ίδια μανία, όπως πριν από 1000 χρόνια, νέες, που εμφανίζονται στο προσκήνιο και παλιές, που δεν ξεριζώθηκαν, όταν οι πλείστες των περιπτώσεων χρονίως νοσούντων είναι περιπτώσεις προσβολών στην υγεία των σύγχρονων κοινωνικών δομών και οφείλονται στον σύγχρονο τρόπο ζωής, στο άγχος, την ανασφάλεια, την κοινωνική υποβάθμιση, την εξαθλίωση που προκαλεί η ανεργία, η ανισότητα, η αδικία, οι δηλητηριασμένες από φυτοφάρμακα, και απορφανισμένες από θρεπτικά  συστατικά τροφές, οι γενετικά τροποποιημένοι οργανισμοί [φυτά και ζώα], τα μεταλλαγμένα τρόφιμα, τις καταστροφικές επιπτώσεις στα οικοσυστήματα. Ο Σαρλ Νικόλ στο βιβλίο του "το μέλλον των λοιμωδών νόσων" υπενθύμισε ότι ενώ οι επιδημίες των λοιμωδών νοσημάτων έχουν ή τείνουν να εκλείψουν από τις οργανωμένες κοινωνίες, τα λοιμώδη νοσήματα, όπως η φυματίωση, το AIDS, κ.ά., κάθε άλλο παρά έχουν οριστικά εκριζωθεί, όπως ήταν η ανεπιφύλακτη υπόσχεση της σύγχρονης ιατρικής και των οργανώσεων δημόσιας υγείας. Μορφή επιδημικής λαίλαπας παίρνουν  νοσήματα απότοκα του σύγχρονου τρόπου ζωής, όπως οι καρδιοπάθειες, η υπέρταση, ο καρκίνος του πνεύμονος, διάφορες ψυχασθένειες και άλλα μη μεταδοτικά νοσήματα ή νοσήματα φθοράς, όπως η οστεοπόρωση, οι αρθροπάθειες, ο σακχαρώδης διαβήτης και πολλά άλλα, καθώς επίσης και σύμφυτες παθήσεις γενετικής εκτροπής, όπως η μεσογειακή αναιμία, ενώ παράλληλα, προστίθενται άλλες κατηγορίες εκτροπών υγείας, όπως τα εργατικά και τροχαία ατυχήματα και καινοφανή προβλήματα υγείας, όπως εκείνα που προκαλούνται από τα "οικιακά" και μη οικιακά ηλεκτρομαγνητικά πεδία. Η αναμενόμενη –συνεχιζόμενη- μεγάλη αύξηση των χρόνιων νοσημάτων, ιδίως παθήσεων του ΚΝΣ επί ενηλίκων ή ηλικιωμένων με εγκεφαλική ατροφία ή άνοια, όπου ο ασθενής μεταβάλλεται σε φυτό και των αναπηριών, πχ., απότοκων τροχαίων, οικιακών  ή εργατικών ατυχημάτων, ταυτόχρονα με την αύξηση του προσδόκιμου επιβιώσεως, συνεπάγεται την αύξηση των δαπανηρών καταναλωτών των συστημάτων υγείας, τα οποία έχουν ήδη προσεγγίσει –και πολλά έχουν από μακρού ξεπεράσει- τα όρια αντοχής τους.

Το μέτρο της αγνόησης των χρονίως πασχόντων από μια κοινωνία της συνοχής, όπως την είπαν, μια κοινωνία, που ενώ απέτυχε να γίνει μια κοινωνία της "υγείας για όλους", ενώ απέτυχε να γίνει μια κοινωνία της "εργασίας για όλους" τείνει να γίνει μια κοινωνία της "ελεύθερης επιλογής του θανάτου για όλους", καθορίζεται από το αποδοτικότητα του κράτους πρόνοιας, που σχεδιάζεται να καταργηθεί, παραμένοντας, όμως, ως κούφια προεκλογική εξαγγελία. Μια κοινωνία που δεν αισθάνεται ηθικό χρέος να δείξει συμπάθεια στους αρρώστους της, να οργανώσει επαρκή συστήματα υγείας για όλους, να απαιτήσει από την τεχνολογία να  διαθέσει χαμηλού κόστους θεραπείες, λήψη επαρκών παρηγορητικών μέτρων και μεθόδους αποκαταστάσεως και η οποία, επιπλέον, εξακολουθεί να εμμένει στις προσχηματικές αιτιάσεις της περί δικαιωμάτων, αυτοδιαθέσεως και ελεύθερης επιλογής, όταν κανένας πολίτης δεν είναι επαρκώς προστατευμένος κι ελεύθερος να αποφύγει τις τεχνολογικές αρρώστιες, ψυχικές, ψυχοσωματικές και σωματικές και κανένας δεν είναι ελεύθερος να μην επιλέγει τους γενετικά τροποποιημένους οργανισμούς, που υπονομεύουν τόσο αποφασιστικά την υγεία του, είναι μια κοινωνία που απεργάζεται την κατάργηση του είδους που τάχθηκε να προστατεύει. Μια κοινωνία που κόπτεται για το δικαίωμα του θανάτου, όταν δεν έχει εξασφαλίσει βασικά δικαιώματα, όπως το αδιαπραγμάτευτο δικαίωμα στη ζωή, στην εκπαίδευση, στην εργασία, που τόσο καίρια πλήττονται από την αγοραία νοοτροπία της, είναι μια κοινωνία απανθρωπισμού. Πρέπει λοιπόν, να πάψει να υποκρίνεται ζητώντας από τους ανίατα πάσχοντες να αντιληφθούν μόνοι τους τη ματαιότητα της επιμονής τους να γραπώνονται στη ζωή και να μην προχωράνε προς την ευθανασιακή σύντμησή της, στο όνομα του εκσυγχρονισμού της.  

 

[1]   Eisenberg, R., L.: Clinical Imaging: An Atlas of Differential Diagnosis

[2] Αγραφιώτης Δ.: Υγεία, Αρρώστια, Κοινωνία. Αθήνα Δαρδανός, 1999

[3] Acta Anaesthesiologica Scandinavica, τον Σεπτέμβριο του 1996