ΕΥΘΑΝΑΣΙΑ - η διαχείριση της ζωής και του θανάτου - η Υγεία

© Μαθιουδάκης Α. Γ. MD pHD
Υγίεια βροτοίσι πρεσβίστα μακάρων, μετά σεύ
ναίοιμι τό λειπόμενον βιοτάς, σύ δέ μοι πρόφρων ξυνείης:
ει γάρ τις ή πλούτου χάρις ή τεκέων
ή τάς ισοδαίμονος ανθρώποις βασιληίδος αρχάς ή πόθων
ούς κρυφίοις 'Αφροδίτας έρκεσιν θηρεύομεν,
ή εί τις άλλα θεόθεν ανθρώποισι τέρψις ή πόνων
αμπνοά πέφανται,
μετά σείο, μάκαιρ' `Υγίεια,
τέθαλε καί λάμπει Χαρίτων οάροις:
σέθεν δέ χωρίς ούτις ευδαίμων έφυ.

Το μόνο ανεκτίμητο κι ανεξαγόραστο αγαθό στη ζωή ενός ανθρώπου είναι η υγεία, το οποίο οι Έλληνες είχαν θεοποιήσει και τραγουδήσει στον παραπάνω φημισμένο ύμνο του ποιητή Αρίφρονα του Σικυώνιου. Η υγεία, ως ποιότητα, αποδείχθηκε δύσκολο να προσεγγισθεί από εννοιολογικής απόψεως και απετέλεσε αντικείμενο κυριολεκτικά ευρύτατου όχι μόνο ιατρικού, αλλ΄ επίσης οικονομικού και πολιτικού προβληματισμού. Στην αρχαιότητα τη θεωρούσαν μια από τις τρεις κόρες του Ασκληπιού [οι άλλες δύο ήταν η Πανάκεια και η Ιασώ]. Η ευρεία αναδιοργάνωση που έφερε η Γαλλική Επανάσταση, βασισμένη στις ιδεολογικές προσεγγίσεις του Διαφωτισμού συμπεριέλαβε και τους αναφερόμενους στην Υγεία προβληματισμούς.  

Σύμφωνα με έναν κάπως παραγκωνισμένο (δεν έχει επαναβεβαιωθεί μετά την Παγκόσμια συνδιάσκεψη για την υγεία στην Alma-Ata, το 1978) ορισμό της World Health Organization[1], υγεία είναι η κατάσταση πλήρους φυσικής, συναισθηματικής, διανοητικής και κοινωνικής ευεξίας και αρμονικής συμβιώσεως κάθε ατόμου και της κοινωνίας με το οικολογικό τους περιβάλλον και όχι μόνο η απουσία ασθένειας, αδυναμίας ή ιδρυματικής νοσηλείας. Η υγεία είναι προσωπική ποιότητα, που δίνει τη δυνατότητα σ΄ένα συγκεκριμένο άτομο να αναπτύξει πλήρως ή σε άλλοτε άλλο βαθμό, τις ικανότητές του ώστε να κατακτήσει ένα ικανοποιητικό επίπεδο ζωής μέσα στο περιβάλλον που ζει[2]. Παρ΄όλο ότι ο ορισμός αυτός κατηγορήθηκε ως ασαφής και ουτοπικός, ωστόσο συμβάλλει στον απεγκλωβισμό της έννοιας της υγείας από εκείνη της αρρώστιας. Οι περισσότεροι ερευνητές αναζητούν ήδη μια διατύπωση αναμφισβήτητης αντικειμενικής περιγραφής της "απώλειας υγείας [185]", που θα αποτελέσει χρηστικό κριτήριο του συστήματος υγείας και –σε περίπτωση αποκαταστάσεως- θα συμβάλλει στην αποτίμηση της αποδόσεώς του. Για παράδειγμα, ένα άτομο με χρόνια βρογχίτιδα, σακχαρώδη διαβήτη, μεσογειακή αναιμία ή καρδιακή ανεπάρκεια δεν πρόκειται, βέβαια, με κανένα θεραπευτικό μέσο να επανέλθει στην κατάσταση της πλήρους ευεξίας, αλλά είναι δυνατή η ικανοποιητική και επαρκής προσαρμογή του στις ταυτόχρονα κατάλληλα διαμορφούμενες χωροβιονομικές συνθήκες, με τη βοήθεια και τη συμπαράσταση της ιατρικής περιθάλψεως. Η προσαρμογή εκείνων από τους ασθενείς, που είναι σε τελικά στάδια εξελίξεως μιας ανίατης παθήσεως, επεκτείνεται στην υποστήριξη και παροχή συνδρομής για την προετοιμασία αντιμετωπίσεως της αναπόφευκτης πραγματικότητας του θανάτου. Η αντίληψη αυτή υποδεικνύει ταυτόχρονα την ανάγκη λήψεως μέτρων, τόσο από το σύστημα υγείας, προς δύο κατευθύνσεις, προς το άτομο που πάσχει και το περιβάλλον στο οποίο διαβιεί, όσο και από το ίδιο το άτομο, φορέας του οποίου είναι η σε άλλοτε άλλο βαθμό προσαρμοσμένη υγεία του.  Από οικονομικής απόψεως, η υγεία θεωρείται μεν ως αγαθό, αλλά ο προσδιορισμός της ως δημόσιο ή ιδιωτικό αγαθό καθορίζει την ιδεολογική, οικονομολογική και πολιτική υπόσταση του συστήματος που έχει οργανωθεί για την προστασία της.  

Η γνώμη της ιατρικής για την υγεία έχει αλλάξει και οι μέθοδοι χειρισμού των εκτροπών της υγείας έχουν σε εκρηκτικό βαθμό διαφοροποιηθεί, καθώς η εξέλιξη της ιατρικής γνώσης, η ανάπτυξη των νέων τεχνολογιών, αλλά και η αγοραία μεταμόρφωση της κοινωνίας έχουν επιφέρει πρωτοφανείς αλλαγές και κρίσιμες επιπτώσεις σε κοινωνικό και πολιτισμικό επίπεδο, με τον επαναπροσδιορισμό των ορίων του σώματος, των δυνατοτήτων επέμβασης και αλλαγής των λειτουργιών του και εκπληκτική διαπλάτυνση του μεταιχμίου ζωής και θανάτου. Προοδευτικά, έτσι, κερδίζει έδαφος μια εναλλακτική, περισσότερο συγκρατημένη, προσέγγιση του ορισμού της υγείας, σύμφωνα με τον οποίο, ως υγεία αναγνωρίζεται η κατάσταση της ιδανικότερης φυσικής, συναισθηματικής και κοινωνικής προσαρμογής στις συγκεκριμένες χωροβιονομικές συνθήκες (οι υπογραμμίσεις δικές μας). Ανιχνεύεται, ήδη, ένας βαθμός επιφυλάξεως στον παρόντα ορισμό της "υγείας", ιδίως επειδή προϋποθέτει ένα απροσδιόριστο ιδανικό πρότυπο, που, από ποιοτική σταθερά βαθμονομείται σε ποιοτική μεταβλητή. Η υγεία ορίζεται πλέον με βάση ιδιότητες ενός συνεχούς, που κυμαίνεται σ΄ένα φάσμα διαφοροποιήσεων, το ένα άκρο του οποίου οριοθετείται από την αρρώστια και τον θάνατο και το άλλο από την πλήρη ευεξία. Συντελείται δηλαδή μια διεύρυνση ανοχής του τι είναι υγεία και τι εκτροπή της, καθώς, υπό τις νέες αντιλήψεις, ένα άτομο με μειωμένη ευεξία μπορεί να εξακολουθεί να θεωρείται υγιές, εφόσον διάγει σε πλαίσια σχετικής ελευθερίας από ενοχλήσεις και πόνο, "που επιτρέπει στο άτομο να κινείται για όσο περισσότερο χρόνο γίνεται και με όση περισσότερη ευχέρεια, μπορεί μέσα στο περιβάλλον, που ζει από τύχη ή επιλογή". Το σημείο του συνεχούς, επί του οποίου σταθεροποιείται κάθε άτομο, ομάδα, κοινότητα ή το κράτος ολόκληρο πριν από το οποίο καθένας με μειωμένη ευεξία μπορεί, εν τούτοις, να θεωρείται υγιής και μόνο μετά απ΄αυτό, αναγνωρίζεται η εγκατάσταση παθολογικής εκτροπής, νόσου ή απώλειας υγείας, θεωρείται συνάρτηση από πληθώρα κοινωνικο-οικονομικών και περιβαλλοντικών παραγόντων, μεταξύ των οποίων και οι εγκατεστημένες χωροβιονομικές συνθήκες της ακατάσχετης παραγωγής και φρενήρους καταναλώσεως, της κατακερματισμένης εργασίας και της διάχυτης ανασφάλειας, της φτώχειας, των κοινωνικών ανισοτήτων και του εντελώς ανθυγιεινού περιβάλλοντος, που περιγράφουν τη σύγχρονη κοινωνία μας. Έτσι, η υγεία, ως απροϋπόθετο ανθρώπινο δικαίωμα, και παρά την κοινωνική και ιστορική της θεμελίωση και το σαφή βιολογικό της προσδιορισμό, δεν περιγράφεται, πλέον, με την αποκρυσταλλωμένη αντίθεσή της από την αρρώστια, αλλά αναγνωρίζεται ως έννοια κυμαινόμενη και εξαρτώμενη από τους παραπάνω καθοριστές, οι οποίοι, όντας βεβαιωμένοι παθογόνοι παράγοντες, αναγνωρίζονται ήδη ως ανεξάρτητες μεταβλητές, έναντι των οποίων η υγεία, ως ορισμός και πραγματικότητα οφείλει να προσαρμοστεί. Αυτό το επινοημένα διαμορφούμενο σύστημα διαβαθμίσεως της υγείας, διευκολύνει τον προσδιορισμό του επιπέδου υποχρεώσεως της πολιτείας για τη χρηματοδότηση συστημάτων αποκαταστάσεως και της παρέχει την ευχέρεια να αυξομειώνει το ύψος των δαπανών και τη διάθεση πόρων, ενόσω παραμένει αδρανής, απρόθυμη, διστακτική και, πάντως, αναποτελεσματική στη λήψη αποδοτικών μέτρων για την άρση τους. Παρά τις διακηρύξεις της παγκόσμιας κοινότητας, το αγαθό της υγείας δεν κατέστη ούτε ενιαίο ούτε απόλυτο, αλλά σχετικό και κυμαινόμενο. Κατά συνέπεια, ο χαρακτηρισμός ενός ατόμου "ως υγιούς" παραμένει στη διακριτική ευχέρεια οικονομικών και πολιτικών σκοπιμοτήτων και επιτρέπει στην πολιτεία να προσδιορίζει αναπολόγητα και να ορίζει αυθαίρετα το επίπεδο υποχρεώσεώς της για τη χρηματοδότηση συστημάτων αποκαταστάσεως απωλειών υγείας και της παρέχει την ευχέρεια να αυξομειώνει το ύψος των δαπανών και τη διάθεση πόρων. Τα τερηδονισμένα δόντια, π.χ., αποτελούν ή δεν αποτελούν εκτροπή της υγείας και, ακόμη όταν αναγνωρίζεται ως πάθηση, άλλα μεν από τα συστήματα κοινωνικής περιθάλψεως θεωρούν ότι η απλή και ανέξοδη εξαγωγή είναι επαρκές μέτρο αποκαταστάσεώς της, ενώ άλλα αποζημιώνουν προσθετικές οδοντιατρικές εργασίες και άλλα προχωρούν σε αποζημιώσεις πανάκριβων ενδοεμφυτεύσεων. Η αρρώστια, στην αποκρυσταλλωμένη της αντίθεση με την υγεία, καθίσταται, έτσι, μια έννοια μεταβλητή στο χώρο και το επίπεδο υγείας επηρεάζεται από την κοινωνική δομή, το οικολογικό περιβάλλον, το σύστημα αξιών και τα πρότυπα συμπεριφοράς, δηλαδή το συνολικό πολιτιστικό περίγραμμα κάθε πληθυσμού.

Οι εξωγενείς παράγοντες, που απειλούν την υγεία αναγνωρίζονται μεν, αλλά αναλαμβάνονται μάλλον απρόθυμες και οπωσδήποτε αναποτελεσμα­τι­κές δράσεις για την άμεση και οριστική άρση τους. Παράδειγμα η ατμοσφαιρική ρύπανση, τα φυτοφάρμακα, οι χημικές, φυσικές και βιολογικές προσμίξεις στις τροφές, οι προγεννητικές ρυθμίσεις, που αντικατέστησαν τη φυσική επιλογή και την πρόνοια της φύσης, ο προγεννητήσιος έλεγχος της ζωής και η προθανάτια προσαρμογή της σε αποφάνσεις δυσδιάκριτων αυθεντιών. Διακρίνεται γενναιόδωρη ανοχή στην καταστροφή του περιβάλλοντος και το βιασμό της φύσης που συντελείται πάντα υπό τις ιαχές προοδευτικών συνθημάτων, που απλά συσκοτίζουν κερδοσκοπικές επιδιώξεις. Είναι σαφές ότι οι δυσμενείς χωροβιονομικές συνθήκες και οι κοινωνικές ανισότητες είναι αποκλειστικά υπεύθυνες για την επιλογή από τους ανθρώπους ανθυγιεινών συμπεριφορών, όπως το κάπνισμα, η χρήση αλκοόλ και παραισθητικών φαρμάκων, η επικίνδυνη τροχαία συμπεριφορά, που συνεπάγονται την προσβολή νόσων και καταπλημμυρίσεως των ΜΕΘ και των θαλάμων των νοσοκομείων. Η απροθυμία αποκαταστάσεως και προστασίας του φυσικού και ανθρωπο­γενούς περιβάλλοντος, που αποτελεί δεξαμενή πλείστων αφορμών απωλείας υγείας συνεπάγεται τον υψηλό επιπολασμό παλαιών ασθενειών και καινούργιων παθήσεων, που βυσσοδομούν στην ολοένα φθίνουσα ποιότητα ζωής των ανθρώπων, τόσο των αναπτυγμένων, όσο και των υπό ανάπτυξη κοινωνιών. Είναι σαφές ότι οι τείνοντες να επιβληθούν ορισμοί για την υγεία και την αρρώστια εμπεριέχουν μια δυναμική που μεταγγίζεται όχι μόνο από την καθημερινή πρακτική, τις λαϊκές δοξασίες, την ηθική τάξη πραγμάτων και τις αρχές της κοινωνικής συμβιώσεως, αλλά κυρίως, και προοδευτικά ολοένα εντονώτερα, από την κυρίαρχη ιδεολογία της αγοραίας μεταμορφώσεως της κοινωνίας, που θέτει σε δεύτερη μοίρα το πρόσωπο και επικεντρώνει το ενδιαφέρον της στο καλύτερα διαμορφούμενο άτομο. Αλλά καθώς η βιοϊατρική εμφανίζεται να αγνοεί τα προβλήματα υγείας που αθροίζονται λόγω δυσμενών χωροβιονομικών συνθηκών, κακής θρέψεως, ανεπαρκούς υγιεινής και ασφάλειας, αγνοεί, επίσης, ότι, στην πραγματικότητα, πάσχουν τα πρόσωπα και όχι τα σώματα, επί των οποίων εκφέρονται τα συμπτώματα και οι λειτουργικές εκτροπές. Όλα αυτά δείχνουν, πράγματι, ότι η σύγχρονη ιατρική έχει περιέλθει σε φάση παρακμής, παρά τα "εν κυμβάλοις ευήχοις και αλαλαγμών" πολυδιαφημισμένα επιτεύγματά της, τα οποία, εν τούτοις δεν απέτρεψαν τον ακόμη αυξανόμενο επιπολασμό των παλιών νοσημάτων και την εμφάνιση νέων. Και όλα αυτά αποκαλύπτουν τη σύγχυση, στην οποία έχει περιέλθει τόσο σε πρακτικό, κλινικό επίπεδο, όσο και, το σημαντικότερο, σε ιδεολογική συγκρότηση. Έχει παρακάμψει τις ιπποκρατικές επιταγές, με βάση τις οποίες μόνο είναι δυνατή η αναγνώριση της πολυπαραγοντικής αιτιολογίας των παθήσεων. Η σύγ­χρο­νη ιατρική, βυθισμένη στο απύθμενο της επιστημονικής λεπτομέρειας, δεν επεκτείνει το ενδιαφέρον της πέρα από το πάσχον άτομο, στις διαμορφούμενες χωροβιονομικές συνθήκες που, εξασθενίζοντας τη φυσική άμυνα και την ήπια προσαρμογή, μετατρέπουν σε παθογόνο αίτιο κάθε, έτσι κι αλλιώς, ενυπάρχοντα δυσμενή παράγοντα.

 "Ουδέν το αυτόματο", έλεγε ο Ιπποκράτης και οι ρίζες της κάθε ανωμαλίας θα πρέπει να αναζητηθούν σε διαταραχές του "εόντος". Το "εόν", κατά τον Ιπποκράτη, ερείδεται σε τρεις βασικούς άξονες: ο τόπος που αναπαριστά το γεωγραφικό, αλλά και το ανθρωπογενές οικολογικό περιβάλλον, από την κατοικία, ως την κοινότητα, το έθνος, την ομοσπονδία ή τη κοινωνία ολόκληρη, με τα οργανογράμματά της, τις ιεραρχήσεις της, και τις επιδιώξεις της, το χρόνο, δηλαδή το σύνολο των ιστορικών συγκυριών, των κοινωνικών, πολιτιστικών και οικονομικών δεδομένων που συντρέχουν με την εμφάνιση της νόσου και, τέλος, το νόμο, δηλαδή τα ήθη και έθιμα, τις κοινωνικοοικονομικές σχέσεις, τους τιθέμενους θεσμούς και κάθε παράγοντα που καθορίζει το γραπτό και άγραφο δίκαιο και την ηθική που διέπει τις ανθρώπινες, σχέσεις. "Οι νόμοι ουχ οίκιστα την ευψυχίην εργάζονται" (: οι θεσμοί δεν είναι λιγότερο υπεύθυνοι για την ευδαιμονία του ανθρώπου), έγραφε ο Ιπποκράτης στο απολεσθέν τελευταίο κεφάλαιο του έργου του "περί Αέρων, Υδάτων και Τόπων ".  Είναι γεγονός ότι η αναζήτηση, ο προσδιορισμός και η ποσοτικοποίηση βιολογικών μόνο παραμέτρων δεν αρκούν για την εξήγηση και την αντιμετώπιση των νόσων και της συμπεριφοράς τους ή για την εξήγηση και την αντιμετώπιση των αιτημάτων για βοήθεια που προβάλλουν οι άρρωστοι. Όλο και συχνότερα αναγνωρίζεται η σημασία κοινωνικών, ψυχολογικών, οικονομικών και περιβαλλοντικών παραγόντων που προσδιορίζουν από κοινού την έκλυση και συντήρηση των ασθενειών. Η κοινωνική απομόνωση, η κατάθλιψη θεωρούνται πλέον εκλυτικοί παράγοντες κινδύνου πρώτου μεγέθους [189].

Αντίθετα, παρατηρείται μια μετάθεση της προσοχής από την εγκατεστημένη νόσο προς την "δια βίου συντήρηση και ενίσχυση της υγείας". Αλλ΄ ενώ παλαιότερα η δια βίου συντήρηση και ενίσχυση της υγείας βασιζόταν σε  εγγενείς πρωτοβουλίες σε προσωπικό επίπεδο, όπως η τήρηση κανόνων υγιεινής, και ο σεβασμός στο περιβάλλον, όσο και σε συλλογικές δράσεις σε κοινωνικό επίπεδο, στη σύγχρονη εποχή, αυτό επαφίεται στη δράση της ιατρικής, που καθώς είναι γαλουχημένη στη  θεραπεία της παθολογικής εκτροπής, βλέπει και την υγεία ως αντικείμενο θεραπευτικής επεμβάσεως. Βλέπει τον υγιή ως άτομο επιδεχόμενο ιατρικών παρεμβάσεων προκειμένου να γίνει υγιέστερος. Στη σύγχρονη εποχή μας ακόμη και η υγεία είναι μια αρρώστια χωρίς συμπτώματα. Ενώ οι άρρωστοι αναγνωρίζονται είτε ως, όσο το δυνατόν λιγότερο άρρωστοι ή -από την άλλη πλευρά- ως θεραπευτικά "χαμένες υποθέσεις" και πρέπει να κατευθύνονται σε ευθανασιακές λύσεις, προκειμένου να εξοικονομηθούν πόροι που θα διατεθούν στο βωμό ιδιωτικών επενδύσεων, οι υγιείς παροτρύνονται σε εντατικοποίηση λήψης δαπανηρών μέτρων, αποβλέποντας στο να γίνουν  υγιέστεροι κι έτσι, ως χρήστες μιας αγοραίας ιατρικής, καθίστανται άρρωστοι, επειδή δεν είναι όσο το δυνατόν περισσότερο υγιείς. Ο υγιής μπορεί και πρέπει να γίνει ακόμη υγιέστερος, ήγουν αποδοτικότερος, επαναπαυμένος στις φροντίδες και τις τεχνικές επεμβάσεις της σύγχρονης "ενισχυτικής" ιατρικής. Αυτή η τεχνητή επέκταση των φυσικών χαρακτηριστικών του ανθρώπου, ως προσπάθεια δημιουργίας νιτσεϊκών υπερανθρώπων, με τις επιδιωγμένες υπερφυσικές τους δυνατότητες, ενός ανθρώπου ολοκληρωτικά αφιερωμένου στην ατέρμονη παραγωγή και την αχαλίνωτη κατανάλωση, είναι το ιδεατό πρότυπο του σύγχρονου ανθρώπου και η βιοϊατρική, η σημαντικότερη θεραπαινίδα του. Έτσι, ο σύγχρονος άνθρωπος μετατρέπεται σ΄ένα χιμαιρικό κράμα άπληστου κουνελιού και εργασιομανούς τερμίτη. Υπό τις διαμορφώσεις αυτές, η σημερινή ιατρική ανταγωνίζεται την υγεία και όπου –ολοένα αραιότερα- τη συναντά, την αμφισβητεί, την  υποψιάζεται, την ιατρικοποιεί[3], κι έτσι την υποσκάπτει. Με την ιατρικοποίηση της υγείας [20], το σημείο σταθεροποιήσεως στο εύρος του συνεχούς μετατίθεται διαρκώς προς την πλευρά του υγιούς, έτσι, ώστε τα άτομα παύουν να θεωρούν φυσικό το γεγονός ότι μεγαλώνουν, γερνούν και πεθαίνουν, ότι σ΄αυτή τη μοναδική διαδρομή θα αρρωστήσουν και συνήθως θα θεραπευθούν. Στις μέρες μας, λέει ο Ivan Illich, υπαίτιος του θανάτου μας δεν είναι ο θάνατος, αλλά μια αρρώστια από την οποία θα "μπορούσαμε" να έχουμε "σωθεί" [67]. Το μέτρο, μάλιστα, ιατρικοποιήσεως της υγείας αντανακλάται από το βαθμό, στον οποίο ο "ιατρός", που ξέρει να θεραπεύει αρρώστιες, παραμερίζεται από τον "επαγγελματία υγείας", που μαθαίνει να παράγει το εμπορεύσιμο αγαθό "υγεία".

Με τις νέες αντιλήψεις, ποιο είναι το προϊόν της επαγγελματικής δράσης του ιατρού; Είναι η κατανάλωση τεχνολογίας. Η θεραπεία και, ακόμη περισσότερο, η πρόληψη, ως αποκρυσταλωμένο επιδιώξιμο της ιατρικής επιστήμης και κλινικής τέχνης, μπορούν πλέον να εξυπηρετούνται ή και να αποτελούν απλές αφορμές τεχνονολογικής καταναλώσεως. Η σύγχρονη ιατρική ενδιαφέρεται μάλλον να διεξάγει τεχνολογικές μάχες με τις νόσους παρά να θεραπεύει το πάσχον πρόσωπο. Η σύγχρονη ιατρική ή βιοϊατρική, όπως αποκαλείται παραπλα­νη­τικά, με βάση τη "θεωρία της νόσου", ενδιαφέρεται να "ανακαλύψει" το μοναδικό αίτιο που προκαλεί την ασθένεια, ταυτίζοντας το αίτιο με τον εκλυτικό μηχανισμό, καθώς, όλες οι σωματικές λειτουργίες στηρίζονται κι ερμηνεύονται από περιχαρακωμένες οργανικές δομές, ανάλογες των μηχανικών προτύπων, αφού ο υπερφίαλος εγωισμός του σύγχρονου ανθρώπου ταύτισε τα επινοήματά του με την Επινόηση που τον δημιούργησε. Το κυρίαρχο ρεύμα της βιοϊατρικής αντίληψης και πρακτικής είναι οργανωμένο κατά τρόπο, ώστε η κάθε πάθηση να εξετάζεται χωριστά και να προσδιορίζεται η ταυτότητα μιας μοναδικής αιτιολογίας και του υποκείμενου μηχανισμού της. Η αγοραία βιοϊατρική μεταμόρφωση της ψυχοσωματικής ιατρικής προπαγανδίζει ως αφύσικο το γεγονός της ανθρώπινης αρρώστιας και πείθει τον άνθρωπο να αντιλαμβάνεται την αρρώστια του, ως μια επισκευάσιμη βλάβη ενός ιστού ή του οργανισμού του ολόκληρου, όπως επισκευάσιμη βλάβη θεωρεί και τα γηρατειά. Και ο θάνατος; Τίποτα άλλο από μια αστοχία, μια ατυχία, της επισκευαστικής διαδικασίας. Το να παρουσιάζεται η αρρώστια ως ατύχημα, για την πρόληψη του οποίου είχαν παρθεί όλα τα ενδεδειγμένα μέτρα και είχαν εκπονηθεί προγράμματα αποζημιώσεως διευκολύνει το σύγχρονο άνθρωπο να απενοχοποιηθεί. Τον διευκολύνει να μένει με την εντύπωση ότι έχει ενταχθεί σε μια ανώτερη και προστατευόμενη τάξη. Με την ένταξή του αυτή θα δεχόταν αδιαμαρτύρητα κάθε αντάλλαγμα και προς χάρη της θα θυσίαζε την ανεξαρτησία του και την αυτονομία του. Κι αυτό, επειδή ο άνθρωπος έχει ένα εγγενή φόβο στην αρρώστια που τον παραλύει, μια εγγενή αποστροφή στο θάνατο που τον αποτάσσει, μια παράλογη βεβαιότητα ότι τίποτα δεν θα του συμβεί και ότι θα συνεχίσει αενάως να παράγει ανέλεγκτα και να καταναλώνει αμείωτα.

Το κανονικό και το παθολογικό" αποτελεί κρίσιμη συμβολή στην ιστορία των επιστημών του δεύτερου μισού του αιώνα. Εκκινεί από την αιφνίδια εμφάνιση της βιολογίας τον δέκατο ένατο αιώνα και εξετάζει τις προϋποθέσεις που καθορίζουν την ιδιαίτερη συγκρότηση της. Ο Κανγκιλέμ αναλύει τον ριζοσπαστικό νέο τρόπο με τον οποίο π ροσδιορίστηκαν η υγεία και η αρρώστια στις αρχές του δέκατου ένατου αιώνα, δείχνοντας ότι οι κατηγορίες του κανονικού και του παθολογικού που προέκυψαν απείχαν πολύ από αντικειμενικά επιστημονικές έννοιες. Καταδεικνύει πως τα επιστημολογικά θεμέλια της μοντέρνας βιολογίας και ιατρικής πλέκονταν με πολιτικές, οικονομικές και τεχνολογικές προσταγές. Ο Κανγκιλέμ επηρέασε σημαντικά τη σκέψη του Μισέλ Φουκό και του Λουί Αλτουσέρ, μεταξύ άλλων, συγκεκριμένα ως προς τον τρόπο με τον οποίο θέτει το πρόβλημα του πώς συγκροτούνται νέα γνωστικά πεδία και πώς αυτά αποτελούν μέρος της ασυνεχούς ιστορίας της ανθρώπινης σκέψης

 

 

Ι

 

Σύμφωνα με τα διεθνώς ισχύοντα, τα συστήματα υγείας σχεδιάζουν τη λειτουργία τους στα πλαίσια έξη αρχών: Η αρχή της "επαγγελματικής ανεξαρτησίας", υπογραμμίζει τη σημασία του να καθορίζει ο ιατρός αυτό που εκείνος θεωρεί επιστημονικώς ορθό, κι επιβεβλημένο, στη συγκεκριμένη συγκυρία. Στον αντίποδα της αρχής αυτής στέκεται η αρχή της "ελευθερίας του καταναλωτού", η οποία εξαίρει το δικαίωμα του ατόμου να επιλέγει τον ιατρό του και την ασφαλιστική εταιρεία της προσωπικής του επιλογής. Περαιτέρω, η αρχή της "αυτονομίας του ασθενούς" επισημαίνει τη σημασία της πλήρους ενημερώσεως του πάσχοντος σχετικά με τις υφιστάμενες επιλογές του προβλήματός του και το δικαίωμα που διατηρεί να δεχτεί ή να αρνηθεί τις εισηγήσεις του ιατρικού περιβάλλοντος. Παράλληλα, η αρχή της "συνηγορίας υπέρ του ασθενούς" τονίζει το καθήκον των ιατρών να ενεργούν με βάση την προάσπιση των συμφερόντων των ασθενών τους και όχι αυτών του νοσηλευτικού ιδρύματος, της ασφαλιστικής εταιρείας ή της κοινότητας. Τέλος, η αρχή της "παροχής υπηρεσιών υψηλής ποιότητας" διαδηλώνει την απαίτηση από τον ιατρό παροχής συνολικής ιατρικής φροντίδας υψηλού επιπέδου, ενώ η συναφής προς αυτήν αρχή της "διαθεσιμότητας"  διατυπώνει τη σημασία της απρόσκοπτης πρόσβασης του πάσχοντος ατόμου σε όλες τις δυνατότητες που προσφέρει η πλέον σύγχρονη βιοϊατρική τεχνολογία.

Το άρθρο 21 παρ 3 του Συντάγματος ορίζεται ότι το κράτος μεριμνά για την υγεία των πολιτών και παίρνει ειδικά μέτρα για την προστασία της νεότητας, του γήρατος, της αναπηρίας, καθώς επίσης και για την περίθαλψη των απόρων. Το δικαίωμα της υγείας υποχρεώνει την πολιτεία να λάβει θετικά μέτρα για την περιφρούρησή  και  προαγωγή της. Συνιστά δηλαδή ένα θετικό δικαίωμα αλλά η συστηματικότητα και η ένταση με την οποία θα αναληφθούν δράσεις για την προστασία της υγείας δεν προσδιορίζονται με ακρίβεια από το Σύνταγμα. Με τη συγκεκριμένη διατύπωση της συνταγματικής διατάξεως διευκολύνεται μια γενικότερη προοπτική της προστασίας της υγείας όπου η κρατική μέριμνα παρέχεται σε όλους τους πολίτες, ανεξάρτητα με το κοινωνικοοικονομικό τους επίπεδο. Προοπτική που πρέπει να ερμηνεύεται ότι σημαίνει δωρεάν παροχή υπηρεσιών υγείας χωρίς την προϋπόθεση συναρτήσεως από την οικονομική, κοινωνική, επαγγελματική ή οποιαδήποτε άλλη ιδιότητά τους. Η αρχή αυτή της καθολικότητας, εξασφαλίζει την ισότιμη πρόσβαση όλων των πολιτών στις υπηρεσίες και φροντίδες υγείας. Σύμφωνα όμως με τη συνταγματική διατύπωση, το κράτος αναλαμβάνει μια γενική και αόριστη προστασία, που κάθε φορά εξαρτάται από τη γενικότερη φιλοσοφία του κρατούντος οικονομικού συστήματος και την πρόθεση της κυβερνήσεως για αποδέσμευση οικονομικών πόρων. Δεν διευκρινίζεται εάν η υγεία αντιμετωπίζεται ως κοινωνικό ή ιδιωτικό αγαθό, ώστε το κράτος να διατηρεί την ευχέρεια να λαμβάνει όλα τα κατάλληλα μέτρα για την προστασία και αποκατάστασή της ή να περιορίζεται σε μερικές μόνο παροχές. Ώστε και το επίπεδο υγείας των πολιτών, αλλά και το επίπεδο, στο οποίο η κοινωνία αναγνωρίζει υποχρέωση να διαθέσει πόρους προς αποκατάσταση, είναι ευμετάβλητο και εξαρτάται από τις γενικότερες πολιτικές συνθήκες που επικρατούν. Έτσι, καθώς, η παροχή υγείας στις σύγχρονες κοινωνίες είναι ένα πολύ "δαπανηρό εγχείρημα" υψηλού κόστους, σε μια εποχή μεγάλης ένδειας πόρων, επινοημένα διατηρείται ασαφές το όριο, μετά το οποίο η υγεία μπορεί να θεωρείται ότι έχει προσβληθεί, όπως σημειώθηκε προηγουμένως, και επαφίεται στην αποκλειστική ευχέρεια της πολιτείας να ορίσει την ένταση, τη συστηματικότητα, τον βαθμό καθολικότητας, αλλά και την ευχέρεια προσβάσεως στα οργανωμένα συστήματα προστασίας της υγείας. Όπως έχουμε και αλλού παρατηρήσει, η υγεία μετά την απόλυτη εκκοσμίκευσή της, οικονομικοποιήθηκε και, ξεφεύγοντας από τα χέρια του προσωπικού γιατρού, πέρασε από τη διαγνωστική και θεραπευτική μονάδα στις ασφαλιστικές εταιρείες, που διαχέουν την τρέχουσα καταναλωτική αντίληψη της υγείας. Εξώθησαν την ιατρική να εξελιχθεί σε μια πανάκριβη διαγνωστική και θεραπευτική βιομηχανία και το κοινό να εκλαμβάνει τους ιατρούς ως υπαλλήλους σε επιχείρηση παροχής υπηρεσιών, παρά το γεγονός ότι ασχολούνται με ανθρώπους και τα προβλήματα υγείας τους. Μεγάλοι τομείς ιατρικής δράσεως, όπως η περίθαλψη, η πρόνοια, η πρόληψη και η αποκατάσταση συρρικνώνονται επειδή δεν συγκεντρώνουν το ενδιαφέρον των ασφαλιστικών εταιρειών, δεν καταναλώνουν υψηλή τεχνολογία και δεν διασφαλίζουν τζίρους και υπερκέρδη. 

Οι πηγές της ανεξέλεγκτης αυξήσεως του κόστους της υγείας έχουν εντοπισθεί και αφορούν στην εισβολή της βιοϊατρικής τεχνολογίας, που συνιστά και τον σημαντικότερο παράγοντα, στην αύξηση του προσδόκιμου επιβιώσεως και στις αυξημένες προσδοκίες του κοινού, που με σύγχρονη ορολογία αποτελούν και τους καταναλωτές των δαπανηρών συστημάτων υγείας. Παρά το γεγονός ότι ο ανθρώπινος οργανισμός είναι εξοπλισμένος με ισχυρά συστήματα αυτοδιορθώσεως βλαβών (βλ. κεφ. 9), παρά το γεγονός ότι 9 στα δέκα άτομα που αρρώστησαν μπορούν να διαγνωσθούν με προσεκτική κλινική εξέταση, από καλά εκπαιδευμένους οικογενειακούς ιατρούς, χωρίς προσφυγή σε πανάκριβες και εξειδικευμένες εργαστηριακές εξετάσεις και ενδονοσοκομειακή διερεύνηση της περιπτώσεώς τους, οι ιατροί έχοντας συνηθίσει να κατακλύζονται από παρακλινικές δοκιμασίες φυσιολογικής εκβάσεως, παρακάμπτουν την κλινική εξέταση, που θα μπορούσε να διαφωτίσει μεγάλο αριθμό περιπτώσεών τους, και πρασφεύγουν στην τεχνολογική τεκμηρίωση, εκεί που η φυσική διάγνωση θα ήταν απόλυτα επαρκής και εξασφαλισμένη. Η προσκόλληση, μάλιστα, στην εκτεχνίκευση αποδεικνύεται και από το γεγονός ότι, όπως έχει παρατηρηθεί, οι ιατροί δεν βλέπουν πια, το σύνολο των παρακλινικών εξετάσεων, που οι ίδιοι παραγγέλνουν, αυξάνοντας απλά το κόστος διάγνωσης των ασθενών τους[4]. Η υγεία, ως αποτέλεσμα συνεχούς άσκησης βελτιώσεως της ικανότητας του "ζειν", μέσα στην οποία περιλαμβάνεται και η τέχνη του "θνήσκειν", από ένα καθήκον, από μια ικανότητα προσαρμογής σ΄ένα περιβάλλον που αλλάζει διαρκώς, έλαβε την αποτρόπαια εικόνα ενός στατιστικού συνόλου βιολογικών δεδομένων, εκπροσωπούμενου απλουστευτικά από τις "φυσιολογικές" τιμές μιας διαρκώς διευρυνόμενης λίστας εργαστηριακών εξετάσεων. Για την αποκατάσταση των απωλειών υγείας χρειάζονται μόνο κατάλληλες, υψηλής τεχνολογίας συσκευές, προσεκτικά σχεδιασμένα εξαρτήματα και βιοτεχνολογικά φάρμακα. Τη συμπεριφορά αυτή της εκτεχνικευμένης ιατρικής έχει υιοθετήσει και το κοινό, το οποίο αντιλαμβάνεται την αρρώστια ως μια επιδιορθώσιμη μηχανολογική βλάβη, μια εκτροπή της μηχανικής λειτουργίας του οργανισμού, ως απορύθμιση μιας προοδευτικά διευρυνόμενης λίστας κλινικοεργαστηριακών παραμέτρων με την οποία, πλέον, ολοκληρώνεται η πλήρης ιατρική αντιπροσώπευση της νόσου. Στη σύγχρονη αντίληψη, ικανή και αναγκαία συνθήκη για τη διάγνωση μιας αρρώστιας είναι ο εντοπισμός της τιμής μιας εργαστηριακής εξετάσεως, έξω από το εύρος των φυσιολογικών της τιμών και η ιατρική ικανοποιείται ότι πέτυχε αποκατάσταση της υγείας, εάν διορθωθεί η παθολογική τιμή. Κατά συνέπεια, η αρρώστια δεν είναι παρά η μετατόπιση της ακίδας στην περιοχή του κόκκινου. Ο Πυγμαλίων φαίνεται ότι διαδέχθηκε τον έκπτωτο Ασκληπιό, αφότου ο τελευταίος κατακεραυνώθηκε από το Δία για τις θνητές επιλογές του. Ό,τι συνετέθη, ως κοινή αντίληψη είναι ότι το ανθρώπινο σώμα δεν είναι παρά μια φυσικοχημική διαδικασία ιδιαιτέρως πολύπλοκη, αλλά λεπτομερώς χαρτογραφημένη, μια οριακή ανάμειξη των μορίων της άμορφης ύλης στην ατέρμονη αλληλουχία πολύπλοκων αντιδράσεων, που επιταχύνονται ή επιβραδύνονται από την προβλέψιμη επίδραση σωρείας ενζυμικών κύκλων. Κατ΄ επ­έκταση  κάθε εκτροπή του συστήματος θεωρείται με όρους μηχανικής [168] κι έτσι γίνονται αντιληπτές και οι διορθωτικές επ΄αυτού επεμβάσεις. Κάθε νόσος είναι μια απο(αντι-)καταστάσιμη μηχανική εκτροπή για την οποία δεν απαιτείται παρά η αποσπασματική εκπόνηση και ενεργοποίηση του αντίστοιχου σχεδίου δράσεως. Ο σακχαρώδης διαβήτης, για παράδειγμα, έπαψε να είναι μια συστηματική αρρώστια καθ΄αυτή, κι έγινε μια αριθμητική μετακίνηση της τιμής του σακχάρου του αίματος έξω από τα συμβατικά του όρια. Ώστε και η δέουσα θεραπεία είναι καθαρά η τεχνική αποκατάσταση της τιμής του. Αυτή η νεωτερική αντίληψη συνετέλεσε πρωταγωνιστικά στη θεώρηση της υγείας, ως οικονομικό μέγεθος και της απώλειάς της ως κόστος αποκαταστάσεως.

 

[1] World Health Organization Constition Geneva WHO 1946

[2] Κατοστάρας Θεοφάνης: Οικονομική της υγείας. Στο: Θεωρία και πρακτική της Πρωτοβάθμιας Φροντίδας Υγείας. Ελληνική Δημοκρατία

[3] Serge Karsenty: l’ Invasion Pharmaceutique

[4] Νάνος Π.: Αζήτητες Εργαστηριακές Εξετάσεις: Προκλητή ζήτηση ή προβληματική πρωτοβάθμια φροντίδα υγείας; Στο: Διάλογοι για το Νοσοκομειακό Μanagement. Πρακτικά 1ου Πανελληνίου Επιοστημονικού Συνεδρίου MediForce. Αθήνα 2000