ΕΥΘΑΝΑΣΙΑ - η διαχείριση της ζωής και του θανάτου - Η ευθανασία στην ιστορική διαδρομή της ανθρώπινης κοινωνίας

 

Ι

Ούτω πολύπουν κακόν ή λύπη εστί[1]

Στο αρχαιοελληνικό λεξιλόγιο, στο λεξιλόγιο που οι λέξεις είχαν μια αυθεντική σημασία, απότοκη φιλοσοφικής διυλίσεως και στερράς συνδέσεως με την περιγραφόμενη ιδέα, ανεξάρτητης από την πρόταση στην οποία εμπεριέχονταν ο όρος "ευθανασία" περιγράφει τον καλό, το χαρούμενο ή ακόμη και τον ηρωικό [πχ., για την προστασία της πατρίδας ή των ιδεών] θάνατο. Υπό την έννοια του θανάτου που συναντά αυτός που επιχειρεί για το κοινό καλό. Το θάνατο που εκπέμπει μηνύματα ευψυχίας· το θάνατο εκείνου που τ΄όνομά του χαράζεται ανεξίτηλα στο μονοπάτι της σκέψης μας. Θα έλεγα με βάσιμες ελπίδες ευστοχίας, ότι κατά το αρχαιοελληνικό λεξιλόγιο, "ευθανασία" είναι η διαδρομή προς την Αθανασία. Τότε η νοηματοδότηση των λέξεων βασιζόταν σε αρραγή φιλοσοφικά ερείσματα και σε ηθικά θέσφατα, με βάση τα οποία ερμηνεύονταν και οι δράσεις και οι συλλογισμοί που κατέ­ληγαν σ΄ αυτές. Έτσι, και στο Λύκειο και στη Στοά και στην Ακαδημία διακηρύσσονταν οι ιδέες της ηθικής ευημερίας, της δημοκρατικής ευτυχίας, της συντονισμένης καταπολεμήσεως του πόνου, αλλά ταυτόχρονα της περιφρουρήσεως της φύσεως, της ζωής, του σεβασμού στην αξιοπρέπεια της ζωής και του θανάτου.

Στην αρχαία Ελλάδα, με τον όρο ευθανασία, εννοούσαν τον θάνατο που αφορούσε τον εν ειρήνη αναπαυόμενο, εκείνον ο οποίος είχε προετοιμαστεί καθ΄όλη τη διάρκεια της ζωής του ώστε να συναντήσει έναν "ενάρετο" θάνατο, να υποδεχτεί τον θάνατο ικανοποιημένος ότι διέτρεξε μια δημιουργική ζωή, κατά τη διάρκεια της οποίας, η συνεισφορά του στην υπόθεση της προόδου και της προκοπής του ατόμου, του γένους, του είδους και της κοινωνίας ήταν ικανοποιητική. Η ευθανασία συγκαταλέγεται ανάμεσα στα μέγιστα αγαθά, μαζί με τη φιλία, την παιδεία, τον πλούτο και τη δόξα. Αν οι πρόγονοί μας την κατέταξαν τελευταίο είναι επειδή ως αγαθό εμφανίζεται στο τέλος της ζωής, ως επιστέγασμα της κατακτήσεως των άλλων αγαθών, καθώς υποστασιοποιείται προοδευτικά ως κύριο μέλημα καθ΄ όλη τη διάρκεια της ζωής. Είναι ο θάνατος, ως ευτυχής κατάληξη μιας μακρόβιας, ευτυχισμένης και δημιουργικής ζωής, ο θάνατος που έπεται  μιας μακράς περιόδου γήρατος, που θα διατρέξει στις υπώρειες του συνεκτικού σύμπαντος των σημασιών και των σκοπών της εν γρηγόρσει ζωής και κατά την οποία θα απολαμβάνει τον σεβασμό, την αγάπη και την εκτίμηση των απογόνων του και του κοινωνικού του περίγυρου. "το γήρας άμοχθον και ευθάνατον ποιήσει...[2] ". Γιατί, για την αρχαία ελληνική πόλη, η ζωή άλλο δεν ήταν παρά μόνο η διαρκής προετοιμασία για το θάνατο, για τον ερχομό του οποίου έπρεπε κάθε πρόσωπο να προετοιμάζεται κατά τη διάρκεια της ζωής του. Η Αντιγόνη στην ομώνυμη τραγωδία του Σοφοκλέους ήταν αποφασισμένη "καλώς θανείν"[3] δηλαδή να πεθάνει έντιμα, και όχι ατιμασμένη μη θάβοντας τον αδελφό της Πολυνείκη. Το ίδιο ζητεί και ο Έκτορας από τον Αχιλλέα πριν από τη μονομαχία τους, να μην έχει "κακό θάνατο", όπως επί λέξει αναφέρεται στο πρωτότυπο κείμενο της Ιλιάδας του Ομήρου. Και όπως υπογραμμίζεται από τον Th. Potthoff στη διατριβή του "Η ευθανασία στην αρχαιότητα", ο όρος ευθανασία τότε δεν σήμαινε ποτέ το πρόωρο τέλος μιας αναξιοπαθούς ή μιας απελπισμένης και επώδυνης ζωής και  δεν εξισωνόταν ποτέ με τη σημερινή έννοια της "βοηθείας προς ένα επιδιωγμένο θάνατο". Ευθανασία, στον αρχαίο κόσμο, είναι μια συνεχής και επίπονη άσκηση ζωής, ένας ακαταπόνητος τρόπος ζωής, με τον οποίο επιδιωκόταν να καταδειχθεί ότι ο θάνατος δεν είναι απλά μια τυφλή καταληκτική στιγμή της βιολογικής φθοράς του ανθρώπου, μια γελοία κατάσπαση της καμπύλης λειτουργικής εκπτώσεως των οργανικών στοιχείων του σώματος μόνο, αλλά απεναντίας συνιστά το ολοκλήρωμα των κατά τη διάρκεια της ζωής προσπαθειών, είναι η απόδοση λογαριασμού, ο τελικός απολογιστικός ισολογισμός.

Είναι γνωστό το ενδιαφέρον που οι μακρινοί μας πρόγονοι έδειχναν για το τέλος της ζωής τους, αφού πίστευαν ότι αποτελούσε το επιστέγασμα μιας ζωής, ικανό να τη στιγματίσει ή να την καθιερώσει. Καθώς δεν είχαν κανένα λόγο να φοβούνται αν θα καταφέρουν να τελειώσουν χωρίς πόνο τη ζωή τους, μιας και ούτε ο χριστιανισμός είχε εμφανιστεί με την παιδαγωγική ερμηνεία που έδινε στον πόνο, ούτε βέβαια νοσήματα, όπως ο καρκίνος ή το AIDS είχαν εμφανιστεί, ούτε των φοβερών δυσμενών συνεπειών του σύγχρονού μας πολιτισμού είχαν την εμπειρία, το μόνο που τους ανησυχούσε ήταν αν θα κατάφερναν να εξασφαλίσουν την υστεροφημία τους, μέσω ενός καλά προετοιμασμένου, κατά τη διάρκεια της ζωής, θανάτου. Ουσιωδώς, δηλαδή, στον αρχαίο κόσμο, με τον όρο ευθανασία περιγράφονται τα ποιοτικά χαρακτηριστικά της ζωής που προηγείται του θανάτου. Δεν έχει να κάνει με τον τρόπο ελεύσεώς του, αν είναι ακαριαίος ή παρατεταμένος, ευχερής ή βασανιστικός, αυτόματος ή επιδιωγμένος. Είχε, αντίθετα, να κάνει  με τον τρόπο που ο καθένας διαχειρίστηκε τη ζωή του. Παρότι καταφανώς ελληνική λέξη, στην αρχαία, κλασική και ελληνιστική καθώς και στην όψιμη πατερική γραμματεία συναντάται μόλις πέντε φορές. Λόγο για αυτήν κάνουν ο Πολύβιος, ο Φίλων ο Ιουδαίος, ο Κλήμης ο Αλεξανδρεύς, ο Ποσίδιππος και ο Αίλιος [120]. Για τους συγγραφείς ευθανασία φαίνεται βέβαια να σημαίνει καλός θά­να­τος, αλλά αυτός επέρχεται μάλλον φυσικά, ως αποτέλεσμα της ολοκληρώσεως του κύκλου της ζωής ή ως θείο δώρημα. Η φυσική ροή ή το έργο του θεού σε κανένα απόσπασμα δεν φαίνεται ή δεν υπονοείται ότι παραβιάζεται, ώστε να μπορεί να υποτεθεί ότι η ευθανασία κατανοείτο ως μορφή επιδιωγμένου θανάτου. Στον Πολύβιο, η ευθανασία αναφέρεται ως το «των αγαθών ανδρών άθλον», επιστέγασμα μιας καλής και χρήσιμης ζωής (Ευθανατήσαι σπουδάζω και μηδέν ανάξιον υπομείναι). Από τον Φίλωνα παραλληλίζεται με την ευγηρία ή και ταυτίζεται με αυτήν, θεωρώντας την μαζί με τον κωμωδιογράφο Ποσίδιππο το "μέγιστο αγαθό που μπορεί ένας άνθρωπος να αποσπάσει από τους θεούς". "Ούτω πολύπουν κακόν η λύπη εστί". Το ίδιο πρεσβεύει και ο Κλήμης, ενώ και ο Αίλιος την μνημονεύει ανάμεσα στα μέγιστα αγαθά μαζί με την φιλία, την παιδεία, τον πλούτο, την δόξα. Η πολιτική αρετή και ο ενάρετος θάνατος είναι τα κριτήρια με τα οποία ο Σόλων κατέταξε τον Τέλλο τον Αθηναίο στην πρώτη θέση των ευτυχισμένων ανθρώπων, αποκαλώντας τον "ολβιώτατο", δηλαδή τον ευτυχέστερο των ανθρώπων, όταν ο Κροίσος του ζήτησε να του περιγράψει την επί γης ευτυχισμένη ζωή. Το γαλλικό λεξικό Littre εμπεριέχει το λήμμα "ευθανασία", που την ορίζει ως ήρεμο και απαθή θάνατο.

Οι κοινωνικές παραδόσεις αποτυπώθηκαν μέσα από τα κείμενα του Ιπποκράτη, ο οποίος όχι μόνο απαγόρευε κάθε μορφή επιδιωγμένου θανάτου, αλλά και την απλή υπόδειξη σ΄αυτόν (παθητική εκδοχή ευθανασίας). Είχε, μάλιστα, συμπεριλάβει τα κάτωθι στον Όρκο, που ζητούσε από τους μαθητές του να δώσουν, αποκλείοντας και την ευθανασία και την άμβλωση: "Ου δώσω δε ουδέ φάρμακον ουδενί αιτηθείς θανάσιμον, ουδέ υφηγήσομαι ξυμβουλιήν τοιήνδε' ομοίως δε ουδέ γυναικί πεσσόν φθόριον δώσω. Αγνώς δε και οσίως διατηρήσω βίον τον εμόν και τέχνη την εμήν- Θα χρησιμοποιήσω την θεραπεία για να βοηθήσω τον άρρωστο σύμφωνα με τις ικανότητες και την κρίση μου, ποτέ όμως για να τον τραυματίσω ή να του προξενήσω κακό. Ούτε θα χορηγήσω σε κανέναν δηλητήριο όταν μου ζητηθεί να το κάμω, ούτε θα προτείνω κάτι τέτοιο και ούτε θα προκαλέσω ποτέ την αποβολή ζώντος εμβρύου". Το γεγονός ότι ο Ιπποκράτης είχε συμ­περιλάβει στον "όρκο" του σχετική πρόταση, αποδεικνύει ότι η επίσπευση του θανάτου των βαριά πασχόντων ασθενών από θανατηφόρα νοσήματα απασχολούσε την αρχαία κοινωνία. Ο ρωμαίος στωικός φιλόσοφος Σενέκας, που οδήγησε τον εαυτό του στην αυτοκτονία, υποστηρίζει την παθητική ευθανασία. Στο έργο του Epistulae ad Lucilium γράφει: "Ακριβώς όπως θα διαλέξω το πλοίο μου όταν πρόκειται να ταξιδεύσω ή το σπίτι μου όταν πρόκειται να κατοικήσω, έτσι θα επιλέξω και τον θάνατό μου για το πέρασμά μου από τη ζωή". Επισημαίνουμε την αντίθεση του Ιπποκράτη με τους στωικούς φιλοσόφους οι οποίοι όχι μόνο δεν αποθάρρυναν την ευθανασία, αλλά δίδασκαν και την ματαιότητα της ζωής. Οι περισσότεροι, μάλιστα, εξ αυτών, αυτοκτόνησαν σε σχετικά μικρή ηλικία, όπως ο Ζήνων ο Κιτιεύς, του οποίου ο θάνατος υπήρξε παροιμιώδης: Όταν κάποτε σκόνταψε κι έπεσε, φώναξε "προς τη γη": "Έρχομαι, τι με αύεις; (:έρχομαι, τι με καλείς;)" κι εν συνεχεία αυτοκτόνησε δια πνιγμού. Ο Πλάτων αποδέχεται την παθητική ευθανασία υποστηρίζοντας ότι "δεν πρέπει να νομίζουμε ότι πρέπει να θεραπεύεται αυτός που δεν μπορεί να ζει κάτω από τις επικρατούσες συνθήκες". Προτείνει, δηλαδή, ο Πλάτων ευθανασία για κοινωνικούς λόγους, υποστηρίζοντας ότι ο θάνατος του επιβλαβούς για την πόλη πολίτη δικαιώνεται από την ευημερία των υπολοίπων που η παρουσία του θα στερούσε, αλλά και από την ανακούφιση του ίδιου, εισάγοντας τις βάσεις του ωφελιμισμού που αιώνες αργότερα ανέπτυξαν οι Mill και Bentham, βασιζόμενοι πάνω στις παρδόσεις των επικουρείων. Ερωτώμενος, μάλιστα, είπε ότι θα φρόντιζε μόνο για εκείνους τους πολίτες που είναι υγιείς ως προς το σώμα αλλά και την ψυχή και θα άφηνε να πεθάνουν, όσοι δεν είναι σωματικά υγιείς, ενώ τους έχοντας κακή εκ φύσεως ψυχή θα καταδίκαζε σε θάνατο. Προτείνει δηλαδή ο Πλάτων την κοινωνική ευθανασία, αφού στο συγκεκριμένο έργο λειτουργεί ως νομοθέτης. Με κανένα τρόπο, όμως, δεν δέχεται την ενεργητική ευθανασία, και στην προτεινόμενη από τον ίδιο Νομοθεσία, φαίνεται πολύ αυστηρός έναντι του ιατρού που θα χορηγούσε ένα οποιοδήποτε δηλητήριο, ακόμη και μη θανατηφόρο: Τιμωρούνταν με την ποινή του θανάτου[4]. Ο Πλάτωνας αντιδρά, επίσης, στην -χάρη στα επιτεύγματα της ιατρικής- ανούσια παράταση της ζωής, για οποιοδήποτε λόγο και αν συμβαίνει αυτή, αφού κατακρίνει, στο πρόσωπο του Ηρόδικου, όσους προσπαθούν τεχνητά να παρατείνουν την ζωή τους, ενώ νοσούν θανάσιμα. Κατ’ αυτόν, η ιατρική πρέπει να συμβάλει στην αναβάθμιση της ποιότητας της ζωής του ανθρώπου καθώς και της ζωής της πόλης. Χρονική παράταση της ανθρώπινης ζωής, όταν το αδυσώπητο κάλεσμα του θανάτου έχει ακουστεί, είναι ανούσια.

Οι αρχαίοι Έλληνες και οι Ρωμαίοι δεν θεωρούσαν τη διατήρηση της ζωής αναγκαία υπό οποιοδήποτε κόστος και, κατά συνέπεια, ανεχόντουσαν την αυτοκτονία σε περιπτώσεις, στις οποίες δεν μπορούσε να παρασχεθεί καμιά ανακούφιση του, έτσι κι αλλιώς, προς-θάνατο-ατόμου. Οι Σπαρτιάτες κατακρήμνιζαν  στον Καιάδα συνήθως τους κακούργους και τους αιχμαλώτους πολέμου. Συχνά, όμως ρίχνανε και τα άρρωστα και δυσπλαστικά βρέφη ή, ακόμη, και ηλικιωμένους με χρόνια, ανίατα νοσήματα. Κατά τον Στράβωνα, "Καιάδας εκαλείτο το παρά Λακε­δαιμονίοις δεσμωτήριον και σπήλαιον". Ο Παυσανίας το περιγράφει ως βαθύ βάραθρον. Η βρεφοκτονία των ανάπηρων βρεφών, για λόγους ευγονικής, θεωρούνταν μια κοινωνική υποχρέωση, αφού αποσκοπούσε στο συμφέρον των άτυχων βρεφών, των οικογενειών τους και της Πολιτείας [90]. Ο Πλούταρχος [155] σημειώνει ότι  οι γονείς παρουσίαζαν το νεογέννητο στους πρεσβύτερους της φυλής, που το εξέταζαν και εφόσον το εύρισκαν υγιές και δυνατό έδιναν την εντολή στους γονείς να το αναθρέψουν και να το εκπαιδεύσουν, ενώ ταυτόχρονα τους παραχωρούσαν πρόσθετο κλήρο. Αν όμως το εύρισκαν δυσπλαστικό και άρρωστο το έστελναν σ΄ ένα βάραθρο του Ταΰγετου που ονόμαζαν "Αποθέτη".  Αντίθετος στην ιδέα της ευθανασίας ήταν ο μεγάλος τραγικός ποιητής Σοφοκλής. Στο έργο του "Φιλοκτήτης" ασχολείται με το δικαίωμα του θανάτου και τοποθετείται ανεπιφύλακτα αρνητικά στην ιδέα της ευθανασίας. Ο μυθικός βασιλιάς της Μαγνησίας Φιλοκτήτης (13ος αιώνας π.Χ.) είχε εκστρατεύσει κατά της Τροίας, όταν στην νήσο Τένεδο τον δάγκωσε ένα δηλητηριώδες φίδι με αποτέλεσμα να έχει αφόρητους πόνους και το τραύμα να αποπνέει ανυπόφορη δυσοσμία. Κάτω από την κατάσταση αυτή παρακαλούσε τούς στρατιώτες του να τον σκοτώσουν, διότι δεν άντεχε τούς πόνους. Εκείνοι όμως δεν του ικανοποιούν το αίτημα, αλλά τον αποβιβάζουν στη νήσο Λήμνο και τον εγκαταλείπουν για να πεθάνει σιγά - σιγά. Στην αρχαιότητα συναντάμε πολλά παραδείγματα συνδρομής στην αυτοκτονία, ιδιαίτερα στην αρχαία Ρώμη. Χαρακτηριστική περίπτωση απετέλεσε ο θάνατος του τυράννου της Κορίνθου Περίανδρου, ενός από τους επτά σοφούς της αρχαιότητας, ο οποίος, σύμφωνα με την παράδοση, κάλεσε δύο από τους στρατιώτες του και τους διέταξε να στήσουν ενέδρα και να σκοτώσουν και να θάψουν αμέσως τον πρώτο περαστικό. Ο τύραννος φρόντισε έτσι, ώστε, ο πρώτος "περαστικός" ήταν ο ίδιος, ο οποίος, έτσι, θανατώθηκε από τους στρατιώτες του. Ενώ οι αρχαίοι Έλληνες αντιμετώπιζαν με διάθεση απορρίψεως την αυτοκτονία και τη συνδρομή στην αυτοκτονία, στην αρχαία Ρώμη, η αυτοκτονία μέσω τρίτου ήταν συχνό φαινόμενο. Στην αυτοκτονία μέσω τρίτου κατέφευγαν και οι ηγέτες της αρχαίας Ρώμης, όταν έχαναν οριστικά την εξουσία, αναθέτοντας τη θανάτωσή τους σε ένα έμπιστο άτομο του περιβάλλοντός τους, όπως πχ., στον προσωπικό τους δούλο, που δεν είχε τη δυνατότητα να φέρει αντίρρηση και να αντιταχθεί στη θέληση του αφέντη του. Γνωστά παραδείγματα αυτοκτονιών μέσω του δούλου τους είναι των Βρούτου και Κάσσιου, όταν έχασαν τη μάχη από τον Αντώνιο ή και, αργότερα, του Νέρωνα, ο οποίος αυτοκτόνησε με την συνεπικουρία του δούλου του Επαφρόδιτου. Η αυτοκτονία κατά τη διάρκεια της μάχης αντιμετωπιζόταν ως ηρωική πράξη και όχι με απαξία. Παράδειγμα, ο στρατιώτης που εκλιπαρεί τους συντρόφους του να τον αποτελειώσουν έτσι, ώστε να απαλλαγεί από το μαρτύριό του. 

Στους ρωμαϊκούς χρόνους "ευθανατούν" οι στωικοί –κυρίως- φιλόσοφοι. Μεταξύ των γνωστότερων, ο Κλεάνθης, ο Ζήνων, ο Κάτων, ο Σενέκας κ.α. Γενικά, η αυτοκτονία αναγνωριζόταν από τους στωικούς φιλοσόφους και κυρίως από τον ιδρυτή της ομώνυμης Σχολής –Στωική Σχολή- τον Ζήνωνα ως ηθική αρχή. Κατά την αρχή αυτή, η ζωή παύει να έχει αξία ενόσω ο άνθρωπος για λόγους, φυσικά, ανώτερους της θελήσεώς του δεν μπορεί να εξασφαλίσει την ευδαιμονία, την οποία εγγυάται η ψυχική αταραξία. Όταν ο άνθρωπος αδυνατεί να προσφέρει στον εαυτό του και τους άλλους τη ψυχική γαλήνη, τότε η ζωή δεν έχει αξία και επιβάλλεται η έξοδος απ΄ αυτή, με το θεληματικό θάνατο. Ο Βαλέριος Μάξιμος αναφέρει την ύπαρξη ειδικού κέντρου στη Μασσαλία, όπου χορηγούταν ένα δηλητηριώδες ποτό, σαν το κώνειο, σε όσους ανίατα αρρώστους ήθελαν να πεθάνουν, μετά από έλεγχο της Γερουσίας της πόλης.

Ήδη όμως από την παλαιά διαθήκη έχουμε τους αρχικούς συλλογισμούς, που θα ευόδωναν την αποδοχή μιας μορφής ευθανασίας με τη σημερινή έννοια του όρου, εφόσον δι΄ αυτής δηλωνόταν η αφοσίωση σε ανώτερες αξίες και, πάντως, ποτέ ως αποτέλεσμα περιφρονήσεως της ζωής. Στο Σοφία Σειράχ μπορούμε να δούμε τη γνώμη ότι είναι προτιμότερος ο θάνατος από μια βασανιστική, άθλια, ζωή, παρά το γεγονός ότι και οι τρεις μονοθεϊστικές θρησκείες τάσσονται κατά της ευθανασίας. Η ευθανασία επιτρεπόταν σε περιόδους πολέμου ή διωγμών, ως στενά συνδεδεμένη με την αυτοκτονία. Όσον αφορά στην αυτοκτονία προς απαλλαγή του βίου, ο οποίος κατέστη άθλιος όχι ένεκα πολεμικής αιτίας η διωγμού, καταδικαζόταν και η πράξη αποτελεί όνειδος δια τούς επιζώντες συγγενείς του αυτόχειρας και εκείνους που θα παρείχαν βοήθεια για τον τερματισμό της ζωής κάποιου άλλου. Έτσι, όταν ο βασιλιάς Σαούλ τραυματίστηκε θανάσιμα, ζήτησε από τον ιπποκόμο του να τον βοηθήσει να συντομεύσει την αγωνία του δίνοντας τέλος στη ζωή του. Όταν εκείνος αρνήθηκε, ο βασιλιάς υποχρεώθηκε να απευθύνει την έκκλησή του σ΄ έναν εχθρό, ο οποίος αποδέχτηκε να τον βοηθήσει να τερματίσει το βίο του και το μαρτύριό του. η πράξη αυτή, όμως, δεν αντιμετωπίστηκε ως πράξη οίκτου και ευσπλαχνίας από το νέο βασιλιά, αλλά ως ενέργεια κακίας και άξια σκληρής τιμωρίας, ανάλογης της αξίαςπου αποδίδεται στην ανθρώπινη ζωή από τις βιβλικές επιταγές [203].

 

ΙI

Η ασκούμενη ιατρική κατά τον βυζαντινό μεσαίωνα είναι ουσιωδώς η ιπποκρατική ιατρική εμπλουτισμένη με τα κηρύγματα αγάπης της χριστιανικής θρησκείας. Κατά τις αντιλήψεις των χριστιανών, η απόλυτη αξία της ζωής ερείδεται στην παραδοχή ότι είναι δώρο του Θεού και ο άνθρωπος οφείλει να τιμά το Θεό, ως πρωταρχική πηγή της ζωής. Εκείνος που δίνει τη ζωή έχει το δικαίωμα να την αφαιρεί. Ο Απόστολος Παύλος, στην προς Κορινθίους επιστολή του αναφέρει: "...ως δημιουργήματα του Θεού, δεν είμαστε στην πραγματικότητα, κύριοι, του σώματός μας και της ύπαρξής μας, τα οποία μας δωρήθηκαν.

Στο Βυζάντιο ετέθησαν από τους Πατέρες της Εκκλησίας και κωδικοποιήθηκαν από το Κράτος οι κανόνες επιτέλεσης του ιατρικού λειτουργήματος, με βάση τη σύζευξη του Χριστιανισμού και της κοσμικής Ιατρικής. Ηδη από τον Δ' αιώνα ο Ωριγένης εκφράστηκε θερμότατα για τη χρησιμοποίηση των φαρμάκων και της ιατρικής τέχνης στη θεραπεία των ασθενών. Επιχείρημα υπέρ της χρήσεως των φαρμάκων και της ιατρικής τέχνης ήταν ότι τα έχει προσφέρει ο θεός, που γνωρίζει το αδύναμο του ανθρωπίνου σώματος και το πόσο υποφέρει από τις ασθένειες. "Η Ιστορία του Βυζαντίου είναι γεμάτη από παραδείγματα σημαντικών ιατρών και σπουδαίων νοσοκομείων και η Εκκλησία τιμά ιδιαίτερα τους Αγίους Ιατρούς, που όλοι τους ήταν "ανάργυροι και προσέφεραν θεραπεία ψυχής και σώματος", σημειώνει ο Αρχιεπίσκοπος Αθηνών και πάσης Ελλάδος στην ομιλία του στο Ιατρικό Συνέδριο λαπαρασκοπικής Ιατρικής. Στην ομιλία του εκείνη, ο προκαθήμενος της Ελληνικής Εκκλησίας ανέφερε δύο παραδείγματα: τον Μέγα Βασίλειο και τον Άγιο Ιωάννη τον Χρυσόστομο, οι οποίοι έπαιξαν καθοριστικό ρόλο στην πρώτη φάση της λειτουργίας νοσοκομείων, κατά τον Δ' αιώνα. Πράγματι, ο Μέγας Βασίλειος, φιλάσθενος και βασανισμένος από χρόνια αρρώστια ο ίδιος, στο έργο του "Οροι κατά πλάτος" έθεσε ευθέως το ερώτημα αν η χρησιμοποίηση της Ιατρικής είναι συμβατή με την χριστιανική διδασκαλία και η απάντηση του ήταν απολύτως καταφατική. Αναμένοντας την υλοποίηση της αγάπης στον συνάνθρωπο, από τις προσφερόμενες υπηρεσίες ίδρυσε στην Καισάρεια, τη Βασιλειάδα, αυτό το τεράστιο για την εποχή του Ιδρυμα, με τις ποικίλες δραστηριότητες και προσφορές. Από την πλευρά του ο Αγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος έκτισε τα νοσοκομεία στην Κωνσταντινούπολη " προς δόξαν Χριστού" και τα επάνδρωσε με ασκητές, που θεωρούσαν πνευματικό καθήκον την εξυπηρέτηση των πασχόντων.

 "Το σώμα μας είναι ο ναός του Θεού και από εκεί πηγάζει η υποχρέωσή μας να το φροντίζουμε ώστε να δοξάζουμε το δωρητή". Η επιθυμία του θανάτου καταδικάζεται, όπως εξάλλου σε όλες τις μονοθεϊστικές θρησκείες. Οποιαδήποτε ανθρώπινη παρέμβαση στη συνέχεια της ζωής αναστέλλει το έργο Του. Η αυτοκτονία, ως επιθυμία του ατόμου να τερματίσει τη ζωή του, η άμβλωση, ως επιθυμία της μητέρας να τερματίσει τη ζωή του κυοφορημένου, η ευθανασία, ως επιθυμία του βαρέως πάσχοντος να τερματίσει τη ζωή του, στρέφεται εναντίον του Δημιουργού και η ανθρώπινη παρέμβαση στην πορεία της ζωής, με την αντισύλληψη, την άμβλωση, την αυτοκτονία, την ευθανασία, αποτελεί εμπόδιο στο έργο του θεού. Στον χριστιανισμό, η υπέρτατη αξία του ανθρώπου, ως ψυχοσωματικό σύνολο, ταυτόχρονα πρόσκαιρος και αθάνατος, επίγειος και ουράνιος, υλικός και ιδεατός, συνεπάγεται το δικαίωμα κάθε ανθρώπου να απολαμβάνει σεβασμού και τιμής, ακριβώς επειδή [κι επειδή μόνο] ευρίσκεται σε μια πορεία προς την πνευματική του τελείωση. Αυτή τη χριστιανική θεώρηση του ανθρώπου όπως την παρουσίασαν οι απέραντα φιλάνθρωποι Έλληνες Πατέρες της Εκκλησίας. Ο χριστιανισμός, θεωρώντας ότι ο "άλλος", ο κάθε συνάνθρωπός μας είναι "εικόνα και ομοίωση του Θεού" και ότι η αυταξία της ανθρώπινης προσωπικότητας αποτελεί τον πυρήνα γύρο από τον οποίο περιστρέφονται οι ηθικές αξίες που κανοναρχούν τη ζωή,  αναδείχτηκε το καλλίτερο φιλοσοφικό σύστημα αρχών και αξιών. Ο "άλλος" ήταν για τους τρεις Ιεράρχες "εικόνα του Θεού", χωρίς χρωματικές ή διαβαθμιστικές διακρίσεις, αποδεικνύοντας ότι κανένα φιλοσοφικό σύστημα αρχών και αξιών δεν εκτίμησε τόσο έξοχα την αξία του ανθρώπου, όσο ο χριστιανισμός.

Βέβαια, ο χριστιανισμός και η κορυφαία του αρετή, η φιλανθρωπία, διαμόρφωσαν τους κανόνες και τα ήθη στο βυζαντινό σύστημα περιθάλψεως.  Προοδευτικά, το ιατρικό σύστημα στο Βυζάντιο μετεξελίχθηκε από σύστημα, που βασιζόταν στο "δημόσιο ιατρό" του αρχαίου κόσμου, στο σύστημα της νοσοκομειακής ιατρικής, που ίδρυσε ο Ιουστινιανός και το οποίο εμφανίζει πολλές ομοιότητες με το σημερινό. Έτσι, ιδρύθηκαν νοσοκομειακές μονάδες, όπου άνθισε η συλλογική κοσμική ιατρική, βασισμένη στα ιπποκρατικά θέσφατα. Ακόμη και η αμοιβή των ιατρών άλλαξε και από κατά περίπτωση αμοιβή, έγινε πάγιος μισθός. Αξίζει από την αρχή να σημειωθεί ότι η φιλανθρωπία κυριαρχούσε στην ιατρική πρακτική των νοσοκομείων της Ανατολικής Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, εφόσον αυτά τα ιδρύματα δεν ήσαν απλά ξενοδοχεία για να χρησιμεύουν ως καταφύγιο των απόρων, όπως εκείνα της μεσαιωνικής δύσεως, αλλά ήταν οι κατ΄ εξοχήν χώροι ασκήσεως της κοσμικής ιατρικής και απασχολούσαν τους καλύτερους ιατρούς, που τους προσλάμβαναν μετά από αυστηρή αξιοκρατική επιλογή, θεσπίζοντας κανόνες για την επαγγελματική τους επάρκεια. Η φιλανθρωπία, όμως, δεν αποτελούσε το μοναδικό κίνητρο των ιατρών, των νοσηλευτών και των άλλων εργαζομένων, στα βυζαντινά νοσοκομεία, αλλά ιδιαίτερη μέριμνα λαμβανόταν για την ιατρική εκπαίδευση και την εξέλιξη της ιατρικής επιστήμης, στην εξέλιξη της οποίας φαίνεται ότι είχαν να επιδείξουν σημαντικές επιτυχίες. Η ιατρική εκπαίδευση ήταν κεντρικό μέλημα των βυζαντινών νοσηλευτικών ιδρυμάτων, τα οποία απέβλεπαν στη στελέχωσή τους με ικανούς έμπειρους και με δεξιότητες θεραπευτές. Είχαν δε σημειώσει μεγάλη ανάπτυξη στις χειρουργικές επεμβάσεις, όπως είναι πχ., η αναίμακτη αφαίρεση ουρολίθων από την ουροδόχο κύστη.

Κατά τον Ιωάννη τον Χρυσόστομο, δύο είναι τα κύρια χαρακτηριστικά του ιατρικού επαγγέλματος: το άνοιγμα ενός ιατρείου και η προσέλκυση σπουδαστών [93]. Η φιλανθρωπία και η συνεχής βελτίωση της επιστημονικής αποδόσεως αποτελούσαν την κινητήρια δύναμη της καθημερινής δράσεως των νοσηλευτικών ιδρυμάτων του βυζαντίου, που αποσκοπούσε στην προσφορά της καλύτερης δυνατής περιθάλψεως, παρά το γεγονός βέβαια, ότι ούτε και εκεί εξέλιπαν οι αναλήψεις ιδιοτελών δράσεων που αποσκοπούσαν στην απόκτηση πολιτικής ατομικής επιρροής. Η φιλανθρωπία που συναντούσε κανείς διάχυτη στους νοσοκομειακούς χώρους, ως αποτέλεσμα μιας "άμιλλας αρετής", μεταξύ των εργαζομένων σ΄αυτά, συνέβαλε θετικά και στο γόητρο του ιατρικού επαγγέλματος, παρά το γεγονός ότι η χριστιανική φιλολογία εξέφραζε ακόμη και μέχρι τον 6ο αιώνα κάποια επιφύλαξη για την κοσμική ιατρική. Σκοπός του ιατρικού σώματος –το οποίο μάλιστα συνήλθε αργότερα και σε συντεχνία- δεν ήταν απλά η φροντίδα των ασθενών, όπως αυτό συνέβαινε στα ευαγή ιδρύματα του δυτικού μεσαίωνα, αλλά στόχευαν στη θεραπεία των παθήσεων. Οι άποροι πολίτες της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας είχαν εξασφαλίσει πρόσβαση όχι μόνο στους καλύτερους ιατρούς της κοσμικής ιατρικής, αλλά επίσης και ζεστές κλίνες, επαρκή τροφή, κατάλληλη για τις θεραπευτικές τους απαιτήσεις και συνεχή νοσηλευτική μέριμνα. Τα βυζαντινά Νοσοκομεία μοιάζουν με τα σύγχρονα πολύ περισσότερο από κάθε ίδρυμα της ειδωλολατρικής αρχαιότητας ή από κάθε οίκο ευσπλαχνίας της λατινικής δύσεως κατά τον Μεσαίωνα.

Είναι προφανές ότι στα, με τον τρόπο αυτό δομημένα και στελεχωμένα, νοσηλευτικά ιδρύματα ανέκυπταν κάθε φύσεως ιατρονομικά προβλήματα, όπως και προβλήματα ιατρικής ηθικής, όπως συμβαίνει σε κάθε σύγχρονο σύστημα περιθάλψεως. Στην προσιτή μας βιβλιογραφία, οι πηγές από τις οποίες μπορεί να μελετηθεί η ανάδυση βιοηθικών προβλημάτων στα χριστιανικά νοσοκομεία του Βυζαντίου και ο τρόπος αντιμετωπίσεώς τους είναι εντελώς περιορισμένες. Στη Χριστιανική Γραμματεία δεν απαντάται η λέξη ευθανασία. Η χριστιανική διδασκαλία δεν θεωρεί τον θάνατο εφιάλτη, αλλά πύλη της αιώνιας ζωής. Το ανθρώπινο σώμα είναι "ναός του αγίου Πνεύματος" και αυτόν τον ναό, έχει χρέος ο άνθρωπος να περιποιείται και να σέβεται. Κάθε μορφή ευθανασίας είναι καταδικαστέα σύμφωνα με την διδασκαλία του Ευαγγελίου και των αγίων Πατέρων, οι οποίοι, για τούς παραβαίνοντας αυτή τη διδασκαλία, έχουν θεσπίσει αυστηρούς κανόνες. Αντίθετα, η ευθανασία, υπό την γνήσια μορφή της, ως ειρηνικός και γαλήνιος θάνατος, απαντάται σε πολλές περιπτώσεις στην Χριστιανική περίοδο. Είναι αυτό πού επαναλαμβάνεται συνεχώς στα συναξάρια των αγίων το "εν ειρήνη τελειούται". Ακόμη και στους μάρτυρες έκδηλο είναι το στοιχείο της γαλήνης και της χαράς. Βέβαια, στην ασκούμενη ιατρική στο Βυζάντιο, εμφανής είναι η τάση να αντιμετωπίζονται οι αρρώστιες με βάση τα επιστημονικά δεδομένα της εποχής, κύριο δε μέλημά τους, σε συνεπή συμμόρφωση των Ιπποκρατικών εντολών, ήταν η ανάπτυξη της θεραπευτικής και της πρόληψης των διαφόρων παθήσεων. Η επιστήμη χωρίς θρησκεία είναι χωλή και η θρησκεία χωρίς επιστήμη είναι τυφλή, έλεγε ο Αϊνστάιν. Φαίνεται ότι το ιατρικό σώμα του Βυζαντίου είχε ευαισθητοποιηθεί σε κανόνες βιοηθικής, καθώς στο "βίο του Αγίου Λουκά του Στυλάτου" του Ι΄ αιώνα περιγράφεται πως οι ιατροί του Νοσοκομείου Ευβούλου χειρίστηκαν ένα περιστατικό για το οποίο εξέλιπε κάθε ελπίδα θεραπείας. Οι ιατροί του ιδρύματος, σύμφωνα με τους κανόνες της Ιπποκρατικής παραδόσεως διέκοψαν τη θεραπεία και μετέφεραν τον ασθενή από το Νοσοκομείο σ΄ένα κοντινό άσυλο, ώστε να εισαχθεί νέος ασθενής στη θέση του. Το ηθικό ενδιαφέρον ήταν να υπάρχει ακόμη μια κλίνη διαθέσιμη το συντομότερο δυνατό, ώστε να επικεντρώσουν τις προσπάθειές τους σ΄ ένα νέο ασθενή, στον οποίο η δυνάμενη να παρασχεθεί ιατρική βοήθεια θα ήταν ενδεχομένως περισσότερο αποδοτική. Απομακρύνοντας από το Νοσοκομείο όποιον δεν είχε πια ελπίδες αποθεραπείας προς ένα καλά οργανωμένο ίδρυμα αποκαταστάσεως ακολουθούσαν τις επαγγελματικές οδηγίες της επιστήμης τους, ταυτόχρονα προσφέροντας όλα τα μέσα υποστηρικτικής περιθάλψεως στους πάσχοντες από ανίατη ασθένεια [84]. 

 

ΙII

Τα χίλια περίπου χρόνια που ακολούθησαν την κατάλυση του δυτικού Ρωμαϊκού κράτους (476 μΧ) και το θάνατο του Ιουστινιανού Α' (565 μ.Χ.), του τελευταίου βυζαντινού αυτοκράτορα που διαπνεόταν από το όραμα της αναβίωσης της παλαιάς Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας και της παγκόσμιας κυριαρχίας της, ως την εποχή της πτώσης της Κωνσταντινούπολης στους Τούρκους (1453 μ.Χ.) και την ανακάλυψη της Αμερικής(1492 μ.Χ.) από τον Κολόμβο, ήταν τα χρόνια του μεσαιωνικού σκοταδισμού. Ήταν μία περίοδος οπισθοδρόμησης, σκοταδισμού και θρησκευτικού φανατισμού, αλλά και ζυμώσεων για τη δημιουργία νέων εθνών και νέων ιδεών. Τα γεγονότα που σημάδεψαν αυτήν την περίοδο ήταν η άνοδος της δύναμης της παπικής εκκλησίας στη δυτική Ευρώπη, η άνοδος και η κυριαρχία του Ισλάμ στον χώρο της Μέσης Ανατολής, η δημιουργία των προγόνων των σημερινών κρατών, καθώς και οι Σταυροφορίες, η σφοδρή πάλη μεταξύ Ανατολής και Δύσης. Η φιλοσοφική θεώρηση κατά τον μεσαίωνα βρέθηκε εγκλωβισμένη στην αυστηρότατα οργανωμένη εγκόσμια εξουσία της ρωμαιοκαθολικής εκκλησίας. Μοναδικό μέλημα του δυτικού κόσμου ήταν η διαλεκτική θεμελίωση των τεθέντων πάγιων δογμάτων, για τα οποία δεν ήταν θεμιτή καμιά αμφισβήτηση. Τα δόγματα βασισμένα σε αποφάσεις οικουμενικών συνόδων "αιχμαλώτιζαν" τη φιλοσοφική σκέψη, η οποία αντί να ασχοληθεί με τον άνθρωπο, με τη διαγωγή του, τις σχέσεις του με τον εαυτό του, τους άλλους και τη φύση,  ασχολήθηκε αποκλειστικά με τη λογική απόδειξη της τριαδικής ύπαρξης του Θεού και τη σχέση του προς το κακό, ως πηγή του σύμπαντος, και την ευθύνη του για την επικράτησή του επί γης. Τα θέσφατα της αρχαίας ελληνικής φιλοσοφίας αποτελούσαν τις βάσεις των φιλοσοφικών συλλογισμών της εποχής, αλλά την αρχαία ελληνική φιλοσοφία οι δυτικοί την γνώρισαν, κυρίως, από τις μεταλαμπαδεύσεις των αραβικών μεταφράσεων και τις διηθήσεις μέσα από τα συμφέροντα της εγκόσμιας εκκλησιαστικής εξουσίας, που ήταν απόλυτα αδιαφιλονίκητη. Έτσι την ανιδιοτέλεια του ελληνικού φιλοσοφικού πνεύματος αντικατάστησε η σκοπιμότητα που απαιτούσαν τα συμφέροντα της πανίσχυρης ρωμαϊκής εκκλησίας. Ο άνθρωπος έπρεπε να ήταν υποταγμένος στην ανώτατη πραγματικότητα που ήταν η εκκλησία και ο φιλοσοφικός στοχασμός έπρεπε να προσαρμοστεί ή να σιωπήσει. Ο ορθός λόγος υποχώρησε έναντι της εκκλησιαστικής αυθεντίας. Σε μια εποχή, λοιπόν, που η ζωή ατενίζεται ως απόλυτο θείο δώρο, έτσι, που η αμφισβήτησή της θίγει ευθέως το δότη της, καμιά θέση δεν υπάρχει για ιδέες, περί του καθορισμού του τέλους της ζωής, της οποίας ο άνθρωπος δεν είναι ο δημιουργός της, αλλά ο αποδέκτης. Με απλά λόγια, η ανθρώπινη σκέψη κινήθηκε μακρυά από τον προβληματισμό περί του τέλους της ζωής, που το εμπιστεύθηκε στις πρωτοβουλίες του θεού και ασχολήθηκε αποκλειστικά με τον τρόπο ζωής και η φιλοσοφία καταπιάστηκε με το ζήτημα να αποδείξει ότι ο θεός, αν και ποιητής των πάντων δεν πρέπει να θεωρείται και υπόλογος για όσα κακά συμβαίνουν στην ανθρωπότητα. Η ευθανασία αντιμετωπιζόταν ως βαρύ αμάρτημα και η απόπειρα αυτοκτονίας ετιμωρείτο∙ μάλιστα η ποινή εφαρμοζόταν ακόμη και στο πτώμα του αυτόχειρα.

Οι πεποιθήσεις αυτές ήταν απόρροια της χριστιανικής διδασκαλίας για το ιερό και απαραβίαστο της ανθρώπινης ζωής και για την παιδαγωγική και ψυχοσωτήρια αποστολή του πόνου. Το αμάχητο της προέλευσης της ανθρώπινης ζωής και οι αξίες που ενσωματώνει συνεπάγεται καθήκοντα και υποχρεώσεις, στις οποίες κάθε άνθρωπος είναι υποχρεωμένος να ανταποκρίνεται, ακόμη και εάν συγκαταλέγεται μεταξύ των αποστασιοποιημένων από κάθε θρησκευτικό δόγμα ή εκείνων που δεν θρησκεύονται, επειδή είναι, γενικότερα, υποχρεωμένος να συμμορφώνεται με τις επιταγές της κυρίαρχης γνώμης, ακόμη και εάν ο ίδιος δεν αποδέχεται την αυθεντία υπό την οποία η κοινή γνώμη διαμορφώνεται. Η χριστιανική διδασκαλία στο μεσαίωνα επικέντρωνε στην προσπάθεια απαλλαγής των συνεπειών της αμαρτίας και αναγνώριζε δευτερεύοντα ρόλο στην αγάπη προς τον πλησίον και της καθολικής ηθικής αρχής, σύμφωνα με την οποία "κανείς δεν πρέπει να πράττει έναντι άλλων ό,τι ο ίδιος δεν επιθυμεί οι άλλοι να πράξουν εναντίον του". η καθολική αυτή ηθική αρχή εκπηγάζει από και συνεπάγεται το γεγονός ότι η απροϋπόθετη αξία της ζωής παραμένει ανεξάρτητη, ακόμη και από τις πλέον δυσοίωνες συνθήκες υπό τις οποίες βιώνεται, καθώς, κάτω από οποιεσδήποτε καταστάσεις, δεν παύει να απεικονίζει τη θεία φύση του Δημιουργού της. Ο όρος "ευθανασία" δεν συναντάται στα προαναγεννη­σιακά κείμενα, καθώς για τους πραναφερόμενους λόγους, ο επιδιωγμένος τερματισμός της ζωής αποφάσκεται, ακριβώς λόγω του γεγονότος ότι θεωρείται έξω από τις δυνάμενες να αναληφθούν πρωτοβουλίες του ανθρώπου.

Αργότερα, όμως, με τον Διαφωτισμό, επήλθαν πολλές μεταβολές στη θεωρία περί της ζωής και η έννοια του θανάτου εμπλουτίσθηκε με πολυάριθμες προσκτήσεις, ανθρωποποιήθηκε και έτσι από απαραίτητο στάδιο της ζωής αναδύθηκε ως εικόνα εξολοθρεύσεως. Η ευθανασία, ιδιαίτερα μετά τις δημοσιεύσεις του Moore και του Bacon, αλλά κυρίως μετά τη μετατόπιση της κοινωνίας από θεοκρατική σε φυσιολατρική και υλιστική και την μετανάστευση του παραδείσου "εδώ κάτω όπου βρισκόμαστε" [193], απέκτησε ένα νέο νόημα και με τη σύγχρονή της, πλέον, έννοια, εμφανίζεται ως μέθοδος περιστολής εξόδων κι ευκοσμίας της κοινωνίας και άρχισε να απαρριθμεί τα πρώτα της θύματα, αλλά και υποστηρικτές. Ένας απ΄αυτούς, ο υπέρμαχος της αυτοκτονίας, Φρίντιχ Νίτσε, σ΄ένα πολύ σκληρό κείμενό του γράφει: "Ο άρρωστος πού έχει φτάσει στο όριο είναι πια ένα παράσιτο της κοινωνίας και της ζωής και, όταν ξεπεράσει μία ορισμένη κατάσταση, είναι ανήθικο να ζει ακόμα. Το να συνεχίζει σαν φυτό σε δειλή εξάρτηση από γιατρούς και τεχνάσματα, όταν το νόημα της ζωής και το δικαίωμα της ζωής έχει πια χαθεί, θα έπρεπε να προκαλεί τη βαθιά περιφρόνηση της κοινωνίας".

 

ΙV

 

Στη σημερινή εποχή το ενδιαφέρον για την ευθανασία έχει κορυφωθεί για πολλούς λό­γους, ο κρισιμότερος των οποίων είναι, βέβαια, οικονομικός, χωρίς να παραβλέπονται, πάντως, κρίσιμοι παράγοντες, όπως, στρεβλές περί της υγείας, των εκπτώσεών της  και του θα­νά­του αντιλήψεις της μετα-σύγχρονης δυτικής κοινωνίας. Στην "Θρησκευτική και Ηθική Εγκυκλοπαίδεια", που εκδόθηκε το 1912, η ευθανασία αναφέρεται στην περίπτωση πού η ανθρώπινη ύπαρξη λόγω ασθενείας η γηρατειών, η άλλων γεγονότων ούτε ευχάριστη ούτε χρήσιμη είναι, πρέπει να απελευθερωθεί με ένα ανώδυνο θάνατο με αυτενέργεια η τη βοήθεια άλλου.

Ανά τον κόσμο λαμβάνουν χώρα ορισμένες σημαντικές αλλαγές που σχετίζονται με την ιατρική συνδρομή στην αυτοκτονία και η ευθανασία είναι πια ένα θέμα μεγάλης και παγκόσμιας διαμάχης. Ερευνητές, ψυχολόγοι, νομικοί, θεολόγοι, κοινωνιολόγοι, ιατροί, σύλλογοι επιστημόνων, Πανεπιστήμια, κοινοβούλια, Εκκλησίες και άλλοι φορείς έχουν αναλάβει μεγάλο αγώνα να πείσει ο καθένας τούς άλλους, για την ορθότητα των θέσεών του. Μια δημοσκόπηση που έγινε το 1920 στη Γερμανία, έδειξε ότι το 73% των ερωτηθέντων Γερμανών, γονιών βαριά ανάπηρων παιδιών, επικροτούσαν τη χορήγηση ευθανασίας σε παιδιά, όπως τα δικά τους, από εξειδικευμένο ιατρικό προσωπικό. Στη δεκαετία του ’30 η ευθανασία, με τη σύγχρονή της έννοια, της επιδιωγμένης  θανατώσεως των βαρέως ή ανιάτως πασχόντων, αλλά και άλλων ομάδων, όπως οι διανοητικά καθυστερημένοι και τα παιδιά με ψυχοσωματικές δυσπλασίες, αναβιώνει.  Η πρώτη γνωστή περίπτωση ευθανασίας ήταν η υπόθεση Knauer. Πατέρας βρέφους τυφλού, διανοητικά καθυστερημένου, και όχι σωματικά άρτιου, ζήτησε από τον Χίτλερ τη θανάτωσή του. Ο Χίτλερ αφού συμβουλεύτηκε τον ιατρό Karl Brand έκανε δεκτή την έκκληση του πατέρα, θεωρώντας ότι στην περίπτωση αυτή η θανάτωση του βρέφους κρινόταν ενδεδειγμένη. Αυτό απετέλεσε την αρχή για την παγίωση μιας τακτικής θανάτου, την καθιέρωση μεθόδων και "νοσοκομείων" όπου ανίατα άρρωστοι, παιδιά με διανοητικά προβλήματα, γέροντες ψυχασθενείς, έβρισκαν το θάνατο με μεθόδους όπως η στέρηση τροφής και η έλλειψη θέρμανσης.

Το 1920, ο εγκληματολόγος Carl Binding [υποστηρικτής της τιμωρίας για αντίποινα] και  ο ψυχίατρος Alferd Hoche εξέδωσαν από κοινού ένα βιβλίο "Die Freigabe der vernichtung lebensunwertem lebens" (: άδεια για καταστροφή της ζωής που είναι ανάξια για ζωή) υποστηρίζοντας ότι οι χρόνιοι ασθενείς και ανάπηροι έπρεπε να προωθηθούν προς θάνατο, για λόγους συμπόνιας και η βοήθεια αυτή ήταν σύμφωνη με την ιατρική ηθική. Ο Hoche επικεντρώθηκε στη σχέση των ιατρών με τους ασθενείς και τους ανίατα αρρώστους, ενώ ο Binding ανέλυσε τις συνέπειες του νομικού ζητήματος της αυτοκτονίας και της ευθανασίας και υποστήριξε τη νομιμότητα του να σκοτώνεις διανοητικά καθυστερημένους, για ευγονικούς ή οικονομικούς λόγους. Πρότεινε μια επιτροπή από γιατρό, ψυχίατρο και νομικό, που θα αποφάσιζε για θανάτωση από οίκτο, χωρίς πόνο. Το γεγονός ότι οι δύο ευθανατιστές ανέχονταν την εξαίρεση κάποιου ανίατα πάσχοντα ασθενούς, εάν την οικονομική ευθύνη της νοσηλείας του ανελάμβανε η οικογένειά του [178] αποκαλύπτει την υποκρυπτόμενη πρόθεση περιστολής εξόδων που έφερε την ευθανασία στο προσκήνιο της σύγχρονης επικαιρότητας. Η επιθυμία του Binding  ήταν να επιτρέψει την ευθανασία χωρίς τη σύμφωνη γνώμη κάποιας επιτροπής [179]. Αυτό θα γινόταν εάν υπήρχε νόμιμη άδεια και εάν ο ασθενής, που ευρισκόταν σε κώμα τεκμαιρόταν ότι επιθυμούσε να πεθάνει (: εικαζόμενη συναίνεση). Το υπουργείο Δικαιοσύνης δέχτηκε ότι η ικανοποίηση ευθανασιακών αιτημάτων είναι συμβατή με τις απαιτήσεις του αληθούς ανθρωπισμού. Η πιθανότητα λάθους δεν συγκινούσε ιδιαίτερα τον εγκληματολόγο. Όπως ο ίδιος υποστήριζε "είναι ανόητο να θεωρείς ρίσκο το να χάσεις μια ζωή, επειδή η ανθρωπότητα χάνει συνεχώς τόσες πολλές ζωές από λάθος, που άλλη μια ακόμη δεν θα έκανε τη διαφορά" [11].

Η ευθανασία, με τη σύγχρονή της έννοια, της θανατώσεως  των βαρέως ή ανιάτως πασχόντων, αλλά και άλλων ομάδων, όπως οι διανοητικά καθυστερημένοι και τα παιδιά με ψυχοσωματικές δυσπλασίες, αναβιώνει για λόγους ευγονίας, διατηρήσεως της αγνότητας της φυλής ή περιστολής εξόδων. Έτσι, όπως ήδη ειπώθηκε, στη ναζιστική Γερμανία, εισήχθη για πρώτη φορά ο όρος "ελεήμων θανάτωση" προκειμένου να εφαρμοστεί ένα εκτεταμένο πρόγραμμα ευγονικής εκκαθαρίσεως του πληθυσμού και να προετοιμαστεί η μαζική σφαγή στα στρατόπεδα συγκεντρώσεως κατά το δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο. Κοινωνική και όχι ευγονική θα πρέπει να χαρακτηρισθεί και η θανάτωση από τους Ναζί, ύστερα από απόφαση της Εθνικοσοσιαλιστικής Κυβερνήσεως της Γερμανίας, των 80.000 Γερμανών που έπασχαν από «αθεράπευτες ασθένειες» (εφαρμογή της φιλοσοφίας του Νίτσε), όπως και των 6 εκατομμυρίων Εβραίων, τους οποίους, αφού τους κατέστησαν “άχρηστους” για δουλειά με τις ανυπόφορες συνθήκες σκληρής καταναγκαστικής εργασίας, τους θανάτωναν στους θαλάμους αερίων, εξαφανίζοντας τα πτώματά τους στα διάφορα κρεματόρια. Η δήθεν "ευγονική" αυτή κοινωνική "αναβάθμιση", προκειμένου να διατηρηθεί "καθαρή η φυλή" από τους "διανοητικώς ανάπηρους ή καθυστερημένους, ανεπιθύμητους τσιγγάνους, φτωχούς, αλκοολικούς, εγκληματίες, γυναίκες ελευθερίων ηθών, σεξουαλικώς διεστραμμένους και άλλους υπό διάφορα προσχήματα", εφαρμόστηκε ευρέως (όπως αποκαλύφθηκε τελευταίως σε πληθώρα δημοσιευμάτων). Ευθανασιακά προγράμματα ή προγράμματα εκτεταμένης στειρώσεως εφαρμόσθηκαν, επίσης, από πολλά άλλα κράτη, προς εξόντωση ανεπιθύμητων ομάδων πολιτών. Στις χώρες εκείνες περιλαμβάνονται η Σουηδία, η Αυστρία, η Δανία, οι Η.Π.Α., το Βέλγιο, η Τσεχοσλοβακία, η Ιαπωνία, η Ελβετία, οι οποίες "απέσυραν" ανεπιθύμητες μειονότητες υπό διάφορες δικαιολογήσεις και προσψήματα. Οι αριθμοί τέτοιων περιπτώσεων ανά χώρα, έφθαναν από 11.000 μέχρι 60.000 ανθρώπους ή και περισσότερο! Ήδη από το 1933, στη Γερμανία, αμέσως μετά την άνοδο του Α. Χίτλερ στην εξουσία, τέθηκε σε ισχύ η πολιτική για τη "φυλετική υγιεινή" του Γ’ Reich με την εφαρμογή ενός "εθνικού προγράμματος" προστασίας της κληρονομικότητας, βασισμένη στη ρητορική του Υπουργού Υγείας Butters "για την παρακμή του πνευματικού μας άνθους από την πλημμυρίδα πνευματικά και ηθικά μειονεκτικών υπάρξεων, ώστε να εξασθενίσει η ακμαιότητα της ράτσας μας". Κατ΄ αρχήν εφάρμοσαν επίσημα την αναγκαστική στείρωση 360.000 ατόμων που χαρακτηρίστηκαν από κάποια ειδικά δικαστήρια ως "κληρονομικώς πάσχοντα" από σχιζοφρένεια, νευρική κατάπτωση, επιληψία, χορία, τύφλωση, κώφωση, και σωματική αναπηρία. Οι "φυλετικοί υγιεινολόγοι, μεταξύ των οποίων και ο κος Lorenz που αργότερα τιμήθηκε, μάλιστα με το βραβείο Νόμπελ, δεν αρκέστηκαν, όμως, στη στείρωση τόσων χιλιάδων συμπατριωτών τους, αλλά προς δόξα του "Deutschland uber Alles" θέσπισαν δύο νόμους, τον πρώτο στο 1933 "για την αποτροπή κληρονομικά ασθενών απογόνων" και τον δεύτερο, αργότερα (1935), "για την προστασία της υγιεινής της κληρονομικότητας του γερμανικού έθνους" με τους οποίους ολοκληρώθηκε ο αποδεκατισμός που προαναφέραμε.

 Το 1935 ο γνωστός νομπελίστας, επίσης, φυσιολόγος Alexis Carrel έγραφε: "θα έπρεπε να ξεφορτωνόμαστε τους εγκληματίες και τους φρενοβλαβείς, ανθρώπινα και οικονομικά, σε μικρά ιδρύματα ευθανασίας, που θα ήταν εφοδιασμένα με τα κατάλληλα αέρια". Ατυχώς, οι γερμανοί φυλετικοί υγειονολόγοι δεν ήταν οι μόνοι ένθερμοι υποστηρικτές της νομιμοποιήσεως της ευγονικής ευθανασίας, με βάση την οποία εξολοθρεύτηκαν κατά μάζες στα κρεματόρια και τα στρατόπεδα συγκεντρώσεως, που αμαύρωσαν το ένδοξο παρελθόν ενός λαού που πρόσφερε τόσα πολλά στην ιστορική πορεία του ευρωπαϊκού πολιτισμού. Φανατικοί οπαδοί της ιδεολογίας της "καθαρότητας" υπήρξαν, επίσης, πολλοί άλλοι, μεταξύ των οποίων Αμερικανοί, όπως ο Theodore Roosvelt, που φαίνεται ότι υποστήριζε ό,τι, μετά από λίγα χρόνια, διατύπωσε με σαφήνεια ο Hooton: "η λύση του προβλήματος της εγκληματικότητας είναι η εξόντωση, φυσική, ηθική, και διανοητική των ακατάλληλων ανθρώπων ή ο πλήρης διαχωρισμός τους σ΄ένα στείρο κοινωνικό περιβάλλον"[5]. Και, πράγματι, είχε προταθεί και εφαρμοσθεί σε πολλές πολιτείες της Αμερικής  η στείρωση, σαν μέσον άρσης της διαιώνισης των μειονεκτικών ατόμων. Το ίδιο έτος (1935) στη Νυρεμβέργη λαμβάνεται μυστική απόφαση για δύο προγράμματα ευθανασίας, που αποσκοπούσαν στην απαλλαγή της Γερμανικής κοινωνίας από ελαττωματικά παιδιά και ψυχιατρικούς αρρώστους. Τα προγράμματα άρχισαν το καλοκαίρι του 1939, το παιδικό, σε 28 παιδιατρικά νοσοκομεία με 4000 θύματα, και το πρόγραμμα ενηλίκων, σε έξι ψυχιατρεία με θύματα 70.273 ψυχοπαθείς.

Το πρόγραμμα μαζικής καταστροφής ζωής, με την επωνυμία Τ-4, σχεδιάστηκε πάνω στις φιλοσοφικές αντιλήψεις των προηγουμένων και στα πλαίσια της υλοποιήσεώς του βρήκαν τραγικό θάνατο εκατοντάδες χιλιάδες αιχμάλωτοι πολέμου, ψυχοπαθείς, παιδιά με δυσμορφίες και ψυχοδιανοητικά προβλήματα, εβραίοι, ομοφυλόφιλοι και άλλες "μη εύλογα ζώσες" κατηγορίες πληθυσμού, στις οποίες πρόσφεραν τον "δια χάριτος θάνατο, Mort par grace". Η μαζική και βασανιστική δολοφονία τους ονομάστηκε από τον γερμανικό ναζισμό ευθανασία. Οι Ναζί χαρακτήρισαν την θανάτωση αυτών που οι ίδιοι έκριναν "ως ανάξιους να ζούν" ως "θανατώσεις από οίκτο".

Αξίζει ιδιαίτερης σημειώσεως ότι η ευθανασία εφαρμόσθηκε μέσα σε νοσοκομεία από ιατρούς, χωρίς εξαναγκασμό. Ο Proctor το 1988 στην εργασία του Racial Hygiene που δημοσιεύθηκε από τις εκδόσεις του Harvard γράφει: "Ποτέ δεν διατάχθηκαν οι γιατροί να δολοφονήσουν ψυχιατρικούς αρρώστους και ελαττωματικά παιδιά. Τους παραχωρήθηκε η δυνατότητα να το κάνουν και εξεπλήρωσαν την αποστολή τους χωρίς διαμαρτυρία, πολλές φορές με δική τους πρωτοβουλία." Υπό αυτές τις συνθήκες έλαβε χώρα το Ολοκαύτωμα, αυτή η φανταστικότερη φλόγα συλλογικής βίας στην ιστορία της ανθρωπότητας [10], κατά το οποίο θανατώθηκαν εκατομμύρια άνθρωποι στους θαλάμους αερίων και τα κρεματόρια που είχαν αναπτυχθεί σε όλη σχεδόν την Γερμανία. Σκοπός του προγράμματος ήταν να διατηρηθεί η γενετική αγνότητα του γερμανικού λαού και επίσης να εξοικονομηθούν χρήματα για τα υγιή παιδιά της Γερμανίας. Τα πρόσωπα τα οποία, κατά την άποψή τους ήταν υποψήφια για θανάτωση χωρίζονταν σε τρεις κατηγορίες:

 [α] σε εκείνα, τα οποία είχαν θανάσιμα τραυματιστεί ή ήταν ανίατα ασθενή και, με κάποιο τρόπο, είχαν εκδηλώσει την επιθυμία τους να πεθάνουν. Δεν ήταν απαραίτητο να είχαν αφόρητους πόνους, απλά να μην ήταν σε θέση να συντηρήσουν τον εαυτό τους και η κατάστασή τους να μην ήταν ιάσιμη.

[β] στους ανίατα ασθενείς. Τα άτομα αυτά, κατά τον Binding, ζουν ανώφελες ζωές σε βάρος του εαυτού τους και της οικογενείας τους. Τα κέρδη για την κοινωνία θα ήταν μεγάλα, υποστήριξε ο Binding, εάν πόροι που διετίθεντο για διατήρηση και φροντίδα "της ασήμαντης ζωής τους" διοχετεύονταν σε αυτούς που πραγματικά την χρειάζονταν, τους ψυχοσωματικά και κοινωνικά υγιείς.

[γ] άτομα διανοητικά καθυστερημένα ή άτομα σε βαθύ κώμα ή με εγκεφαλική βλάβη, τα οποία χαρακτήριζε ως "άδεια κελύφη ανθρωπίνων όντων". Αν ξυπνήσουν θα βρεθούν σ΄ένα ανώνυμο πόνο, ισχυριζόταν ο Binding. Ο θάνατός τους δεν είναι δολοφονία, είναι λύτρωση. Μάλιστα εισηγήθηκε ένα νόμο, όπου οι θανατώσεις αυτής της ομάδας ανθρώπων ήταν δικαιολογημένες έτσι, ώστε να μη χαρακτηριστούν σφαγές.

Μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, οι τόνοι των υπερασπιστών της ευθανασίας έπεσαν εξαιτίας της ναζιστικής θηριωδίας που ξεκίνησε ως ευθανασία, με την ευρεία έννοια του όρου και κατάληξε σε γενοκτονία. Την τελευταία όμως 25ετία, η ευθανασία επανεμφανίσθηκε με τρόπο δυναμικό. Σ΄ αυτό συνετέλεσαν, πρώτον η αποδοχή και νομιμοποίηση των αμβλώσεων στις περισσότερες χώρες του δυτικού κόσμου και, δεύτερον η τεράστια πρόοδος της Ιατρικής και της Τεχνολογίας που έδωσαν τη δυνατότητα υποστηρίξεως της ζωής και παρατάσεως της διαδικασίας του θανάτου. Η τοποθέτηση των διαφόρων κρατών έναντι ζητημάτων που αφορούν την ευθανασία είναι συνάρτηση του δικαιικού τους πολιτισμού, των παραδόσεων και της υιοθετημένης ιεραρχήσεως των ηθικών αξιών. Ως βασικός κανόνας ισχύει ότι οιαδήποτε αφαίρεση ζωής θεωρείται έγκλημα και τιμωρείται, παρά το γεγονός ότι, κατά τα τελευταία χρόνια διακρίνεται μια διάθεση ανοχής σχετικά με την "παθητική ευθανασία", κατά την οποία ο ιατρός διακόπτει την παροχή θεραπείας, τροφής και ενυδατώσεως σε ασθενείς που ευρίσκονται σε χρόνια κατάσταση φυτού, μετά από αίτημα των συγγενών ή εάν έχουν οι ίδιοι εκφράσει παρόμοιο αίτημα πριν την προσβολή από την αρρώστια που τους έφερε σε αυτή την απελπιστική κατάσταση.

Το 1958, ο καθηγητής στο πανεπιστήμιο της Οξφόρδης Glanville Williams δημοσιέυει το δοκίμιο "The Sacrity of Life and the Criminal Law", προτείνοντας ότι η εκούσια ευθανασία πρέπει  να επιτραπεί ως δικαιοπραξία επί ασθενών σε τελικό στάδιο. Το ίδιο έτος, η Lael Wertenbaker δημοσιεύει ένα βιβλίο με τίτλο "Death of a Man", στο οποίο περιγράφει πως βοήθησε τον άνδρα της να αυτοκτονήσει. Είναι το πρώτο βιβλίο του είδους. Το 1969 η Elisabeth Kubler-Ross δημοσιεύει ένα δοκίμιο επί του θανάτου και του θνήσκοντος "On Death and Dying", ανοίγοντας τον διάλογο για το μέχρι τότε "απαγορευμένο" θέμα του θανάτου, ενώ μέχρι το 1970 η εταιρεία ευθανασίας, στο ηνωμένο βασίλειο είχε διανείμει 60000  "εν ζωή διαθηκών (: living wills)".

Το 1973 δημοσιεύονται τα "δικαιώματα του ασθενούς" από την Αμερικανική Νοσοκομειακή Εταιρεία, μεταξύ των οποίων αναγνωρίζεται το δικαίωμα του "πλήρως ενημερωμένου και σε πνευματική διαύγεια τελούντος ασθενούς" να αρνηθεί προτεινόμενη θεραπεία, ενώ τον ίδιο χρόνο αθωώνεται η Dr. Gertruida Postma, για τη φανατηφόρο ένεση φαρμάκου που χορήγησε στην ανιάτως πάσχουσα μητέρα της. Την επόμενη χρονιά, η αμερικανική εταιρεία ευθανασίας μετονομάστηκε σε "Εταιρεία για το δικαίωμα του θανάτου" και το1975, αυτοκτονεί, σε ηλικία 77 ετών, ο βαθιά θρησκευόμενος Van Dusens, ενώ η σύζυγός του Elizabeth, 80 ετών, επιλέγει να δεχτεί ευθανασία, παρά να διάγει μια αναξιοβίωτη ζωή, υπό την επήρεια παθολογικών καταστάσεων. Το 1975 η ολλανδική εταιρεία ευθανασίας "Dutch Voluntary Euthanasia Society (NVVE)" διαθέτει στα μέλη της συμβουλευτική υπηρεσία επισπεύσεως του θανάτου τους. Κατά το πρώτο χρόνο της λειτουργίας της, η υπηρεσία αυτή δέχτηκε 25 αιτήσεις! Το 1976, το ανώτατο δικαστήριο της New Jersey επέτρεψε στους γονείς της Karen Ann Quinlan να την αποσυνδέσουν από τον αναπνευστήρα που τη συντηρούσε στη ζωή, παραδεχόμενο ότι η απόφασή τους είναι συμβατή με την "εικαζόμενη" συναίνεση της ασθενούς.

Το 1976 ψηφίζεται στην Καλιφόρνια ο νόμος "Natural Death Act", με τον οποίο το έθνος παρέχει υποστήριξη στον θνήσκοντα πολίτη του, που είχε υπογράψει μια εν ζωή διαθήκη (:living will) και παρέχει προστασία στους ιατρούς, που εγκαλούνται για αποτυχία θεραπείας σε ασθενείς τελικού σταδίου. Ταυτόχρονα, πολλές πολιτείες της Αμερικής ψηφίζουν παρόμοιους νόμους. Τον ίδιο χρόνο λαμβάνει χώρα το πρώτο παγκόσμιο συνέδριο των εταιρειών για τα "δικαιώματα του ασθενούς", ενώ δύο χρόνια αργότερα, το 1978, ο  Doris Portwood δημοσιεύει το βιβλίο του "τελικό δικαίωμα (:The Final Right)", το οποίο απετέλεσε ορόσημο της διαμορφώσεως της κοινής γνώμης σε ζητήματα αυτοκτονίας και ευθανασίας. Στο Λονδίνο ανεβαίνει η παράσταση "Whose Life Is It Anyway?" που αναφέρεται σε μια νεαρή ηθοποιό, τετραπληγική. Η παράσταση αυτή προκάλεσε την προσέλκυση της κοινής γνώμης επί ζητημάτων που άπτονται με τα δικαιώματα στο θάνατο και, το 1982, προβλήθηκε μια ταινία του Derek Humphry, στην οποία ο Jean Way περιέγραφε πως βοήθησε τη σύζυγό του να πεθάνει. Το 1979, ο ηθοποιός Jo Roman, καρκινοπαθής σε τελικά στάδια αυτοκτόνησε ενώπιον ευρείας ομάδας φίλων του και η "τελετή" προβλήθηκε αργότερα από την τηλεόραση και τον έντυπο τύπο, με σχετικό άρθρο στους New York Times.

Το 1980, ο πάπας John Paul II δημοσιεύει Διακήρυξη για την ευθανασία, αντιτιθέμενος στην "ελεήμονα θανάτωση", αλλά επιτρέποντας τη χρήση σε "μεγαλύτερες" δόσεις παυσιπόνων προς ανακούφιση από τον πόνο και αναγνωρίζοντας το δικαίωμα αρνήσεως εκτεχνικευμένων μέσων για τη διατήρηση της ζωής. Τον ίδιο χρόνο ιδρύθηκε η Hemlock Society στην Santa Monica της Καλιφόρνιας, από τον Derek Humphry, τα μέλη της οποίας έφτασαν στις 50000, στην επόμενη δεκαετία, ενώ ταυτόχρονα ανάλογες εταιρείες θανάτου ιδρύθηκαν στην Γερμανία και τον Καναδά. Τον ίδιο χρόνο, επίσης ιδρύθηκε, στην Οξφόρδη, η ομοσπονδία για τα δικαιώματα του θανάτου που ενσωμάτωσε 27 εταιρείες από 18 χώρες. Η εταιρεία Hemlock δημοσιεύει "οδηγίες για αυτοκτονία: Let Me Die Before I Wake", που αποτελεί την πρώτη ανοικτή δημοσίευση του είδους [47]. Το 1983, αυτοκτόνησε ο διάσημος συγγραφέας Arthur Koestler και η σύζυγός του Cynthia, επέλεξε να αυτοκτονήσει μαζί του, χωρίς σοβαρό πρόβλημα υγείας, ενώ την ίδια χρονιά, η τετραπληγική και επιληπτική Elizabeth Bouvia εγκαλεί ένα Νοσοκομείο στην Καλιφόρνια, προκειμένου να της επιτρέψει να καταλήξει με αυτοστέρηση τροφής. Αλλ΄ ενώ της παρέχεται η άδεια, την αρνείται και παραμένει εν ζωή μέχρι το 1998. Το 1984, σε 22 Πολιτείες και στη Κολούμπια αναγνωρίστηκαν οδηγίες εξελιγμένης φροντίδας σε ασθενείς τελικού σταδίου, ενώ την ίδια χρονιά, η Βουλή της Ολλανδίας αποδέχεται την εθελοντική ευθανασία υπό προϋποθέσεις. Την επόμενη χρονιά πεθαίνει η Karen Ann Quinlan και η Betty Rollin δημοσιεύει το "Last Wish", στο οποίο περιγράφει την εμπειρία της από τη χαμένη μάχη, που έδωσε η μητέρα της με τον καρκίνο του μαστού και τη βοήθεια που της παρείχε να τερματίσει τη ζωή της. Το βιβλίο της σημειώνει εκπληκτική εκδοτική επιτυχία και γίνεται bestseller. Το 1986, ο Roswell Gilbert, 76 ετών, καταδικάζεται στην Φλώριντα 25 χρόνια κάθειρξη, χωρίς αναστολή, επειδή πυροβόλησε τη, σε τελικό στάδιο σύζυγό του, αλλά αποφυλακίστηκε 5 χρόνια αργότερα.

Το 1986 ιδρύεται στην Καλιφόρνια η αμερικανική εταιρεία κατά του ανθρώπινου πόνου και προετοιμάζει την κοινή γνώμη για το νόμο "Death with Dignity (: θάνατος με αξιοπρέπεια)" που θα ψηφιστεί το 1992, ενώ το 1987 γίνεται για πρώτη φορά αποδεκτή η ιατρική συνδρομή σε πράξη ευθανασίας. Ιδιαίτερη αίσθηση προκάλεσε το ανώνυμο άρθρο "It's Over Debbie's" που δημοσιεύθηκε στο τεύχος της 8ης Ιανουαρίου 1988 του περιοδικού JAMA της Αμερικανικής Ιατρικής Ενώσεως. Στο άρθρο αυτό σε πρώτο πρόσωπο εξιστορείτο η περίπτωση εφαρμογής από ιατρό επικουρούμενης ενεργητικής ευθανασίας σε μια γυναίκα σε τελικό στάδιο καρκίνου των ωοθηκών. Το άρθρο, πραγματικό ή φανταστικό, προκάλεσε πολλές συζητήσεις και από πολλούς θεωρήθηκε άρθρο - πρόκληση για την καταγραφή των αντιδράσεων των Αμερικανών ιατρών στην ευθανασία. Η εισαγγελική έρευνα για τον εντοπισμό του συγγραφέως δεν καρποφόρησε και ο συγγραφέας-χορηγός ευθανασίας παρέμεινε άγνωστος. Το ίδιο έτος, η Unitarian Universalist Association of Congregations "δέχτηκε" μια διακήρυξη με την οποία ευνοούταν η παροχή βοήθειας στο θνήσκον άτομο, καθιστάμενο το πρώτο θρησκευτικό κείμενο αναγνωρίσεως δικαιώματος στο θάνατο. Το 1990 η American Medical Association υιοθετεί τη θέση ότι με τη σύμφωνη γνώμη του "καλά πληροφορημένου και διανοητικά εναργούς ασθενούς", ο ιατρός μπορεί να μην εφαρμόσει ή να διακόψει μια θεραπεία επί ασθενούς σε τελικά στάδια, εφ΄ όσον εκτιμάται ότι  οποιαδήποτε θεραπεία δεν πρόκειται να αποφέρει θεραπευτικό όφελος και μπορεί, επίσης, να διακόψει τα παρεχόμενα υποστηρικτικά μέσα συντηρήσεως της ζωής επί ασθενούς σε οριστικό κώμα.

Με σύνθημα και σημαία το "Δικαίωμα στο θάνατο με αξιοπρέπεια" δημιουργήθηκαν σύλλογοι ευθανασίας στις περισσότερες χώρες με χιλιάδες μέλη, όπως η Hemlock Society στις Η.Π.Α. η Right to Die Society στον Καναδά, η Voluntary Euthanasia Society στην Αγγλία, η New South Wales Humanists Society στην Αυστραλία, η Japanese Society for Dying with Dignity στην Ιαπωνία, η German Society for Human Dying στην Γερμανία, η The Netherlands Association for Voluntary Euthanasia στην Ολλανδία κ.ά. 

Το 1990 εμφανίζεται στο προσκήνιο ο Dr. Jack Kevorkian ο οποίος παρέχει βοήθεια για την έλευση του θανάτου στην Janet Adkins, μιας ασθενούς μέσης ηλικίας με εξελιγμένη νόσο Alzheimer, ενώ την ίδια χρονιά το ανώτερο Δικαστήριο δέχεται στην περίπτωση Cruzan ότι διανοητικά επαρκείς και επαρκώς πληροφορημένοι ενήλικες πολίτες έχουν το συνταγματικά προστατευόμενο δικαίωμα να αρνούνται την προτεινόμενη θεραπεία. Την ίδια χρονιά η εταιρεία Hemlock στο Όρεγκον υποβάλλει αίτηση νομοθετικού περιεχομένου για το θάνατο με αξιοπρέπεια (:Death With Dignity Act), αλλά η αίτηση απορρίπτεται. Την ίδια χρονιά, επίσης, το Κογκρέσο επιβάλλει στα δημόσια Νοσοκομεία να γνωστοποιούν στους ασθενείς τους ότι διατηρούν το δικαίωμα να απαιτήσουν ή να αρνηθούν μια προτεινόμενη θεραπεία.

Το 1991, ο ιατρός Timothy Quill δημοσιεύει ένα άρθρο στο παγκόσμιας κυκλοφορίας περιοδικό New England Journal of Medicine, περιγράφοντας την προμήθεια θανατηφόρων φαρμάκων από ασθενή με λευχαιμία η οποία προτίμησε να καταλήξει στο σπίτι της παρά να υποστεί θεραπεία από την οποία είχε μόνο 25% πιθανότητες επιβιώσεως. Την ίδια χρονιά δημοσιεύονται τα αποτελέσματα μιας ευρείας δημοσκοπήσεως σύμφωνα με την οποία το 75% των Αμερικανών αποδέχονται τις "εν ζωή διαθήκες (:living wills). Το ίδιο έτος, βλέπει το φως της δημοσιότητος το βιβλίο του ιδρυτού της Hemlock Society, Derek Humphry με τίτλο Final Exit - τελική έξοδος, 540 χιλιάδες αντίτυπα του οποίου πωλούνται τους επόμενους 18 μήνες. Οι συνολικές πωλήσεις του βιβλίου ξεπέρασαν το ένα εκατομμύριο. Το βιβλίο χαρακτηρίστηκε από τους New York Times ως Best - Seller στην κατηγορία των βιβλίων Do it Yourself. Το βιβλίο είναι ένα άριστο και πολύ κατατοπιστικό εγχειρίδιο ευθανασίας.

Το ίδιο έτος, σχηματίστηκε η Choice in Dying από τη συγχώνευση της "Concern for Dying" και της "Society for the Right to Die". Ο νέος Οργανισμός επιδόθηκε στην προστασία των δικαιωμάτων των ασθενών και στην προώθηση των "εν ζωή διαθηκών" και σε διάστημα πέντε ετών, αριθμούσε ήδη 150000 μέλη. Η πολιτεία της  Washington καταψήφισε με οριακή μειοψηφία το σχέδιο Ballot Initiative με το οποίο προτεινόταν η νομιμοποίηση της αυτοκτονίας με ιατρική βοήθεια και η ενεργητική ευθανασία.

Το 1992 η αμερικανική εταιρεία "Americans for Death with Dignity", προτείνει τη νομιμοποίηση του "θανάτου με αξιοπρέπεια" και, την ίδια χρονιά απερρίφθη από την Καλιφόρνια η πρόταση, με οριακό αποτέλεσμα ψηφοφορίας (54% κατά έναντι 46% υπέρ), σύμφωνα με την οποία θα επιτρεπόταν στους ιατρούς να επισπεύδουν το θάνατο με παροχή θανατηφόρων φαρμάκων, που οι ασθενείς θα χρησιμοποιούσαν μόνοι τους.

Το 1993 ο Πρόεδρος Clinton και η σύζυγός του Hillary Rodham Clinton υποστήριξαν δημόσια την εν ζωή διαθήκη μετά το θάνατο του πατέρα της Hillary, Hugh Rodham, ενώ την ίδια χρονιά στην πολιτεία Όρεγκον ψηφίστηκε -επιτέλους- ο νόμος "θάνατος με αξιοπρέπεια (:γνωστός ως Death with Dignity Act). Την επόμενη χρονιά, ιδρύθηκε το κέντρο εκπαιδεύσεως του θανάτου με αξιοπρέπεια (:The Death with Dignity Education Center) στην Καλιφόρνια, ως εθνικός μη κερδοσκοπικός οργανισμός, που αποσκοπούσε στην προαγωγή ενός εκτεταμένου, ανθρώπινου, διαδραστικού συστήματος περιθάλψεως των ασθενών σε τελικό στάδιο. Το 1994 αποκαλύπτεται ότι πολλοί επώνυμοι έχουν υπογράψει  "εν αιθρία οδηγίες θανάτου (:advance directive)" και "διαθήκες εν ζωή (:living will)". Μεταξύ αυτών ο πρώην πρόεδρος Richard Nixon και η Jacqueline Kennedy Onassis.

Μέχρι το 1994 όλες οι πολιτείες και η Κολούμπια έχουν αποδεχτεί κάποια μορφή των εν αθρία οδηγιών  ή διαθηκών εν ζωή, ενώ ταυτόχρονα ο κατά της αυτοκτονίας νόμος ατονεί και υποβαθμίζεται. Ταυτόχρονα, τα δικαστήρια στρέφουν πλέον τις αντιλήψεις τους ως προς την υποχρέωση υποστηρίξεως της ζωής και της ιατρικής συνδρομής στην αυτοκτονία. Ο Δικαστής Rothstein γράφει: "The court does not believe that a distinction can be drawn between refusing life-sustaining medical treatment and physician-assisted suicide by an uncorked, mentally competent, terminally ill adult." Την ίδια χρονιά, στο Όρεγκον έγινε δεκτό το Μέτρο 16 περί θανάτου με αξιοπρέπεια με το οποίο, κάτω από προϋποθέσεις, θα μπορούσε να επιτραπεί σ΄ ένα ασθενή, σε τελικό στάδιο, να λάβει οδηγίες τερματισμού της ζωής, με ανθρώπινο και αξιοπρεπή τρόπο από τον ιατρό του. Αυτή τη φορά η πρόταση ψηφίστηκε με μικρή πλειοψηφία (51% υπέρ, έναντι 49% κατά) και την επόμενη χρονιά ιδρύθηκε, στο Όρεγκον, ο οργανισμός προστασίας του θανάτου με αξιοπρέπεια και το αντίστοιχο εκπαιδευτικό κέντρο. Σκοπός του ήταν η προστασία των περιεχομένων στο μέτρο 16, νομιμοποιώντας την ιατρική συνδρομή στην αυτοκτονία. Τον ίδιο χρόνο στη Ζυρίχη, υποβλήθηκε σε ενεργητική, εκούσια ευθανασία η δημοφιλής γερμανίδα συγγραφέας Σάντρα Παρέτι. Ο θάνατός της προβλήθηκε αρκετά από τα ΜΜΕ και έφερε στο φως την ύπαρξη της Ελβετικής Εταιρείας "Έξοδος" - (Exit) - με παρακλάδια σε πολλές χώρες, που σκοπό έχει έναντι χρηματικής αμοιβής να "βοηθά" αρρώστους να τερματίσουν τη ζωή τους. Δύο "βοηθοί θανάτου", όπως ονομάζονται οι ιατροί της εταιρείας, άσκησαν την ευθανασία στην Παρέτι, στο σπίτι της παρουσία πολλών φίλων της μετά από αποχαιρετιστήριο γεύμα.

Η ευθανασία αποτελεί συχνό θέμα συζητήσεως σε ιατρικά συνέδρια και σεμινάρια. Έτσι π.χ. μόνο στην Ελλάδα μέσα σε ένα χρόνο, Μάιος 94 - Μάιος 95, έγιναν δύο στρογγυλά τραπέζια και ένα σεμινάριο, με θέμα την ευθανασία, ενώ πρόσφατα (2000) ο Ιατρικός Σύλλογος Αθηνών σε ξενοδοχείο της Αθήνας διοργάνωσε ανοικτή δημόσια συζήτηση για την ευθανασία.

"Θάνατος κατά παράκληση" είναι ο τίτλος μιας ταινίας της θρησκευτικής τηλεοπτικής εταιρείας ΙΚΟΝ που προβλήθηκε στην Ολλανδία στα τέλη του 1994. Η ταινία είναι ένα ντοκυμαντέρ που παρουσιάζει την εφαρμογή ενεργητικής εκούσιας ευθανασίας από ένα γενικό ιατρό σε ασθενή τελικού σταδίου. Η ταινία τελειώνει, δείχνοντας τον ιατρό να κάνει πρώτα την υπνωτική και έπειτα την θανατηφόρο ένεση, ενώ παρηγορεί την σύζυγο του αρρώστου. Σύμφωνα με την εταιρεία ΙΚΟΝ, τηλεοπτικές εταιρείες από πέντε τουλάχιστον χώρες εξεδήλωσαν ενδιαφέρον να αγοράσουν την ταινία. Στις 15 Μαΐου, η ταινία προβλήθηκε από την τηλεόραση του BBC και όπως ήταν φυσικό προκάλεσε έντονες συζητήσεις και επανέθεσε το θέμα της ευθανασίας στη Μ. Βρετανία.

Το 1995, ο Δικαστής Hogan συμπεραίνει ότι το μέτρο 16 του Όρεγκον είναι αντισυνταγματικό με βάσει την αρχή της ισότητας, που στηρίζεται από το σύνταγμα. Το συμπέρασμά του εφεσιβλήθηκε αμέσως. Την ίδια χρονιά διευκρινίστηκε ότι οι ιατροί απορρίπτουν τις περισσότερες από τις "εν αιθρία οδηγίες" και το ιατρικό περιοδικό JΑΜΑ ανακοινώνει ότι οι ιατροί δεν είχαν ενημερωθεί για τις εν αιθρία οδηγίες των ¾ των ηλικιωμένων ασθενών που εισήχθηκαν στα Νοσοκομεία. Παρόμοια απώλεια κατεγράφη επίσης και στην Καλιφόρνια. Την ίδια χρονιά αμφισβητήθηκε ο αντιαυτοκτονικός νόμος στη Νέα Υόρκη και συνεκλήθη ευρεία επιτροπή δικαστών.

Το 1996 ψηφίστηκε, στην Αυστραλία, ο νόμος για την εκούσια ευθανασία, αλλά εννέα μήνες αργότερα, ακυρώθηκε από το αναθεωρητικό δικαστήριο, ενώ είχε εφαρμοστεί ευθανασία ήδη σε τέσσερις ασθενείς· όλες από τον ίδιο ιατρό τον Philip Nitschke. Την ίδια χρονιά, το Συμβούλιο Εφετών στην Washington state, υποστηρίζοντας ότι "a liberty interest exists in the choice of how and when one dies, and that the provision of the Washington statute banning assisted suicide, as applied to competent, terminally ill adults who wish to hasten their deaths by obtaining medication prescribed by their doctors, violates the Due Process Clause", επαναφέρει το αίτημα της εκούσιας ευθανασίας, ως δικαίωμα του πολίτη, προστατευόμενο από την αρχή της ατομικής ελευθερίας. Το δεύτερο αναθεωρητικό Συμβούλιο, το 1996 αναστρέφει τις προηγούμενες ακυρωτικές αποφάσεις, υποστηρίζοντας ότι "η ποινικοποίηση της ιατρικά επικουρούμενης αυτοκτονίας παραβιάζει τη ρήτρα Ίσης Προστασίας, επειδή, στο μέτρο, που απαγορεύει σ΄ένα ιατρό να συνταγογραφήσει θανατηφόρα φάρμακα, που θα χρησιμοποιήσει ο διανοητικά επαρκής, πλήρως πληροφορημένος και σε τελικό στάδιο ασθενής μόνος του, στο τελικό στάδιο της ανίατης παθήσεώς του, δεν σχετίζεται αιτιολογικά με όποιοδήποτε θεμιτό δικαίωμα". Η απόφαση επηρέασε τους σχετικούς νόμους τόσο στη Νέα Υόρκη, όσο στη Βερμόντ και στο Κοννέκτικατ. Η απόφαση εφεσιβλήθηκε στο Ανώτατο Δικαστήριο, το οποίο ανήγγειλε ότι πρόκειται να μελετήσει τις σχετικές ενστάσεις. Με παρόμοιο τρόπο επανήλθε το μέτρο 16 και στο Όρεγκον. Έχει σημειωθεί ότι τόση επιμονή να ανατραπεί η θέληση του νομοθετικού σώματος δεν είχε παρατηρηθεί στο Όρεγκον από το 1908. Παράλληλα, στις 26 Ιουνίου 1997 το Ανώτατο Δικαστήριο των ΗΠΑ, ανατρέπει τις αποφάσεις του δεύτερου και ένατου αναθεωρητικού δικαστηρίου, υποστηρίζοντας ότι είναι συνταγματικά συμβατή η νομιμοποίηση της ιατρικής συνδρομής σε αυτοκτονία.  Επιπλέον, το δικαστήριο υποστήριξε τη θεωρία της "διπλής επιδράσεως", αναγνωρίζοντας ότι η επίσπευση του θανάτου με αυξημένα παρηγορητικά μέτρα δεν αποτελεί απαγορευμένη διαχείριση, ενόσω ο σκοπός παραμένει η απαλλαγή από τον πόνο και την ταλαιπωρία του ασθενούς. Η γνώμη της πλειοψηφίας κατέληγε με την δήλωση ότι "καθ΄όλη την επικράτεια, οι αμερικανοί πολίτες προβληματίζονται περί την ηθική, τη νομιμότητα και την πρακτικότητα της ιατρικής συνδρομής στην αυτοκτονία και με την απόφασή μας ενθαρρύνουμε τη συζήτηση, όπως όφειλε κάθε δημοκρατική χώρα".

Το 1997 η Ολλανδική Εταιρεία Ευθανασίας αριθμούσε περίπου 100000 μέλη, από τα οποία τα 1000 είχαν ήδη αιτηθεί βοήθεια για το θάνατό τους από την υπηρεσία Βοηθειών προς τα μέλη της εταιρείας. Το ίδιο έτος, η βρετανική βουλή απέρριψε με ψήφους 234 έναντι 89 την έβδομη προσπάθεια σε διάστημα 60 ετών προκειμένου να αλλάξει ο νόμος για την ιατρική συνδρομή σε αυτοκτονία, παρ΄ όλο ότι οι δημοσκοπήσεις σε ποσοστό 82% ψηφίζουν υπέρ της αλλαγής. Την ίδια χρονιά, στο Όρεγκον ψηφίζεται οριακά (60-40%) το μέτρο 51, με το οποίο έπρεπε να εφεσιβληθεί ο νόμος "Death with Dignity" του l994.

Το 1998, ο Dr. Kevorkian από το Michigan συνδράμει τον 92α ασθενή του να καταλήξει παρέχοντας ενεργητική ευθανασία· δραστηριότητα που συνέχιζε επί 8 χρόνια, απασχολώντας τη διεθνή επικαιρότητα, από το 1990. Υποστηρίζοντας το δικαίωμα στο θάνατο, ο συνταξιούχος ιατρός παρείχε στους ασθενείς του τα μέσα, επαρκή θανατηφόρο δόση κατάλληλου φαρμάκου ή μια απλή, δικής του επινοήσεως, συσκευή, την οποία χρησιμοποιούσαν μόνοι τους οι ασθενείς [παθητική εκούσια ευθανασία] έχει βοηθήσει αρκετά άτομα να τερματίσουν τη ζωή τους, κερδίζοντας τον τίτλο Dr Death, Δρ. Θάνατος. Όλη του η δράση είχε σχέση με το θάνατο. Ακόμη και μετά την ανάκληση της άδειάς του, συνέχισε τη θανατηφόρα δράση του. Το ερώτημα που τίθεται είναι εάν πράγματι υπήρξε ένας συμπονετικός άνθρωπος και επιστήμων, απέναντι στο μαρτύριο του ασθενή του ή είχε μια διαστροφή σε οτιδήποτε είχε σχέση με το θάνατο. Αρχικά υποστήριξε τη θανάτωση των ισόβια καταδικασμένων, έχοντας ως πάγια θέση ότι τα πειράματα σε ανθρώπινους οργανισμούς είναι περισσότερο αξίόπιστα παρ΄ό,τι τα πειράματα στα ζώα, αλλά αργότερα επέκτεινε την ομάδα των προς άμεση θανάτωση ατόμων και στη λίστα συμπεριέλαβε τους εγκεφαλικά νεκρούς, τα άτομα σε κωματώδη κατάσταση, νοητικά ανάπηρους, και ενήλικες που δεν επικοινωνούν με το περιβάλλον. Επίσης, νεογνά, έμβρυα και παιδιά, των οποίων η ηλικία καθοριζόταν από εκείνον που θα έδινε συγκατάθεση για τη θανάτωση. Επίσης όλα τα με γενετικές ανωμαλίες πρόωρα έμβρυα και γεννηθέντα άτομα. Νοσταλγώντας τις θηριωδίες του χιτλερικού ολοκαυτώματος, υποστήριζε σε άρθρο του, το 1986, τη χρησιμότητα πειραμάτων σε ανθρώπους, όπως έκαναν οι Ναζί, λέγοντας ότι "οι τακτικές αυτές δεν ήταν εντελώς περιττές". Εδώ, μας έρχονται στο νου τα λόγια του Freud: "Ευθανασία είναι η κρυφή σας επιθυμία για τη δολοφονία της ζωής" [216]. Τον Μάρτιο 1999, το δικαστήριο του Michigan βρήκε τον dr Death ένοχο για φόνο δευτέρου βαθμού, για το γεγονός ότι ο ίδιος έκανε θανατηφόρο ένεση σε έναν ανίατα άρρωστο ασθενή, δηλαδή διέπραξε ενεργητική ευθανασία και όχι ιατρική συνδρομή σε αυτοκτονία. Βιντεοσκόπησε, μάλιστα, κι έβγαλε στον αέρα τηλεοπτικής εκπομπής την ενέργειά του αυτή.

Στη χώρα του ψηφίστηκε νόμος, ο οποίος ποινικοποιούσε τη συμβολή στην ευθανασία, αλλά ο Kevorkian συνέχιζε να παρέχει συνδρομή στην επίσπευση του θανάτου ανιάτων ασθενών. Το ίδιο έτος, η Επιτροπή Υποθέσεων Υγείας του Όρεγκον, εισηγήθηκε ότι η παροχή ιατρικής συνδρομής σε αυτοκτονία μπορεί να αποζημιώνεται από το δημόσιο, έτσι ώστε να μην στερούνται το δικαίωμα στο θάνατο οι άποροι και άνεργοι ασθενείς. Το έτος εκείνο, στο Όρεγκον έχασαν τη ζωή τους 16 άτομα, κάνοντας χρήση του μέτρου 16, "περί θανάτου με αξιοπρέπεια", λαβόντες ιατρική συνδρομή σε αυτοκτονία. Εν τούτοις, το ίδιο έτος, δεν ευοδώθηκε η προσπάθεια νομιμοποιήσεως της ιατρικής συνδρομής σε αυτοκτονία με ψήφους 70% κατά, έναντι 30% υπέρ. Την επόμενη χρονιά ο dr Kevorkian  απειλήθηκε με 20 χρόνια φυλακή για φόνο 2ου βαθμού του ασθενούς του Thomas Youk, μετά από την προβολή video στην εθνική τηλεόραση, στην οποία προβλήθηκε ο θάνατός του με ένεση θανατηφόρου σκευάσματος. Αλλά την επόμενη χρονιά, δεύτερο έτος πλήρους εφαρμογής του νόμου PAS του Όρεγκον, θανατώθηκαν 26 άτομα, δεχόμενοι ιατρική συνδρομή σε αυτοκτονία.

Το 2000 έλαβε χώρα το παγκόσμιο συνέδριο για την Ευθανασία, στη Βοστόνη, αλλά την ίδια χρονιά δεν αναγνωρίστηκε η νομιμότητα της ιατρικής συνδρομής σε αυτοκτονία, από τα δικαστήρια των ΗΠΑ και η έφεση του Kevorkian  απερρίφθη. Το 2001 υπεβλήθη αίτημα για άδεια ευθανασίας στο Ηνωμένο Βασίλειο από την Diane Pretty, θύμα ανίατης μυοπάθειας. Η απάντηση του ανωτάτου δικαστηρίου, της Βουλής των Λόρδων και του Δικαστηρίου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, στο Στρασβούργο, ήταν αρνητική και η ασθενής κατέληξε νοσηλευόμενη μερικές εβδομάδες αργότερα. Παράλληλα τα τελευταία χρόνια πληθαίνουν οι ατομικές και ομαδικές διακηρύξεις υπέρ της ευθανασίας, όπως αυτή του Γάλλου ογκολόγου, τέως Ευρωβουλευτή και πρώην Υπουργού Υγείας της Γαλλίας Leon Schwartzenberg ο οποίος σε γραπτή δήλωσή του προς το Ευρωκοινοβούλιο υποστήριξε: "Όταν ένας ιατρός αποφασίζει με πλήρη συνείδηση να απαντήσει στην επίμονη απαίτηση ενός αρρώστου για βοήθεια προς τερματισμό της υπάρξεώς του, που στα μάτια του έχει χάσει την αξιοπρέπειά της, τότε ο ιατρός ενεργεί με σεβασμό στην ανθρώπινη ζωή."

Το 2002 τέθηκε σε ισχύ ο ολλανδικός (στις 2 Φεβρουαρίου) και ο Βελγικός νόμος για την εθελοντική ευθανασία και την ιατρική συνδρομή σε αυτοκτονία, ενώ η ευθανασία ήδη επιτρεπόταν επί 20 χρόνια, κάτω από προϋποθέσεις. Την επόμενη χρονιά κατά την οποία ο αριθμός των πολιτών που έλαβε ιατρική συνδρομή για αυτοκτονία είχε ανέλθει στους 129, ο Γενικός Εισαγγελέας Ashcroft υπέβαλε ερώτημα στο Αναθεωρητικό Δικαστήριο, και ζητούσε να γνωμοδοτήσει ότι ο νόμος Death With Dignity, που ίσχυε στο Όρεγκον από το 1994, δεν ήταν αντίθετος με τις αντιλήψεις της ομοσπονδιακής δικαιοσύνης. Το Ανώτατο Δικαστήριο επιφυλάχτηκε να απαντήσει.

Το 2004, το παγκόσμιο Συνέδριο για την Ευθανασία, έλαβε χώρα στο Τόκιο. Συζητήθηκαν με λεπτομέρειες και αναλύθηκαν οι "εν αιθρία οδηγίες θανάτου (:"Advance Directives),  οι "εν ζωή διαθήκες (:Living Wills)". Την ίδια χρονιά απεβίωσε, στην Αριζόνα, σε ηλικία 78 ετών, και η διάσημη ψυχίατρος Elizabeth Kuber-Ross, γνωστή από το βιβλίο της "On Death and Dying". Η Εταιρεία Hemlock μετονομάζεται σε "End-of-Life Choices" και σε μερικούς μήνες ενσωματώνεται με την "Compassion in Dying" προς ευρύτερο οργανισμό, τον "Compassion & Choices", γνωστό ως (C&C). Με την ενσωμάτωση, το δίκτυο " Final Exit (:τελική έξοδος)", εξελίχθηκε και εξαπλώθηκε σε όλη την Αμερική, ως ένα σύστημα εθελοντικής προσφοράς οδηγιών, προκειμένου να βοηθηθούν άτομα που επιθυμούσαν την επίσπευση του θανάτου τους και επιζητούσαν γι αυτό βοήθεια. Ο Lesley Martin από τη Νέα Ζηλανδία, εξέτισε ποινή 7 μηνών για τη συνδρομή στο θάνατο της μητέρας του, ασθενούς σε τελικό στάδιο, με χορήγηση θανατηφόρου δόσεως μορφίνης. Αφοσιώθηκε στις προσπάθειες νομιμοποιήσεως της ευθανασίας. Η Προεδρεία (Bush) προσέβαλε το νόμο περί ιατρικής συνδρομής σε αυτοκτονία, με βάση το γεγονός ότι στις ΗΠΑ δεν υπάρχει επαρκής έλεγχος των θανατηφόρων φαρμάκων. Την ίδια χρονιά, αυτοκτόνησε, πυροβολούμενος, ο συγγραφέας Hunter Thompson γνωστός, ιδίως για το έργο του "Fear and Loathing in Las Vegas".

Το 2006 το παγκόσμιο συνέδριο για την Ευθανασία, προγραμματίζεται στο Τορόντο. Άρθρα με θέμα την ευθανασία υπάρχουν πολλά, αποδεικνύοντας την μεγάλη επικαιρότητα του θέματος και τον έντονο προβληματισμό, τόσο της ιατρικής όσο και της μη ιατρικής διεθνούς κοινότητος. Το ραδιόφωνο και η τηλεόραση έχουν επανειλημμένα ασχοληθεί με την ευθανασία παρουσιάζοντας σχετικά ρεπορτάζ και συζητήσεις. Μάλιστα σε ορισμένες χώρες φαίνεται ότι χειραγώγησαν την κοινή γνώμη, προς την κατεύθυνση της αποδοχής της ευθανασίας, επιτυγχάνοντας κοινωνική συναίνεση.

Δημοσκοπήσεις με θέμα την ευθανασία υπάρχουν πολλές. Σε όλες σημειώνονται υψηλά ποσοστά αποδοχής. Ενδεικτικά αναφέρονται μερικές. Σε δημοσκόπηση των ΤΙΜΕ/CNN το 1980 το 81% των ερωτηθέντων υιοθετούσαν την παθητική ευθανασία και το 57% την ενεργητική. Σε δημοσκόπηση στον Καναδά το 1992 το 75% απεδέχετο την ενεργητική εκούσια ευθανασία. Στην έρευνα που δημοσιεύθηκε στο περιοδικό YOURS τον Δεκέμβριο του 1994 οι εννέα στους δέκα συμμερίζονται την ενεργητική ευθανασία σε αρρώστους τελικού σταδίου. Τον Μάιο του 1995 η εφημερίδα ΤΑ ΝΕΑ δημοσίευσε δημοσκόπηση σύμφωνα με την οποία το 36,6% των ερωτηθέντων ήταν υπέρ της νομιμοποίησης της ευθανασίας. Μάλιστα η ανάλυση του δείγματος κατά επίπεδο μορφώσεως έδειξε ότι όσο πιο ανώτερη μόρφωση είχαν οι ερωτηθέντες τόσο υψηλότερο ήταν και το ποσοστό υπέρ της νομιμοποιήσεως, που έφθασε στο 71,3% στους έχοντας μεταπτυχιακές σπουδές. Η εφημερίδα METRORAMA (22-5-02) δημοσίευσε μια δημοσκόπηση από τη Δανία σύμφωνα με την οποία το 68% των Δανών τάσσεται υπέρ της ευθανασίας ως μεθόδου συντόμευσης της οδύνης των μελλοθανάτων, των ανιάτως πασχόντων, των ηλικιωμένων, των αναπήρων και των πασχόντων από βαριές ψυχικές ασθένειες. Κατά τη σφυγμομέτρηση του γνωστού αμερικανικού Ινστιτούτου Gallop που πραγματοποιήθηκε το 1990, το 84% των Αμερικανών, σε περίπτωση που θα ήταν ανίατα άρρωστοι και θα διατηρούνταν στη ζωή με τεχνητά μέσα, θα επιθυμούσαν να διακοπεί η θεραπεία και να είχαν έναν "ήσυχο θάνατο". αντίσοιχη ήταν και η εξέλιξη των αντιλήψεων για την αυτοκτονία. Σύμφωνα με έρευνα του ίδιου Ινστιτούτου, το 1975, μόνο το 41% των ερωτηθέντων, αλλά το 1990 το 66%, είχαν απαντήσει ότι κάποιος που διάγει αναξιοβίωτη ζωή, λόγω αφόρητων πόνων, χωρίς προοπτική βελτιώσεως, πρέπει να έχει το δικαίωμα της ευθανασίας[6]

Δημοσκοπήσεις όμως υπάρχουν και μεταξύ ιατρών και νοσηλευτικού προσωπικού, με κυμαινόμενα ποσοστά υπέρ της ευθανασίας. Σε έρευνα της Ιαπωνικής Ιατρικής Ενώσεως το 1990 το 75% των ιατρών απήντησε ότι θα εσέβετο τα living wills των αρρώστων τελικού σταδίου. Έρευνα του Van der Wall στην Ολλανδία το 1993 μεταξύ οικογενειακών ιατρών που δημοσιεύθηκε στην Ιατρική Εφημερίδα Doctor τον Φεβρουάριο του 1994 το ποσοστό υπέρ της νομιμοποιήσεως της ευθανασίας ήταν 44%. Το 1994 το British Medical Journal (BMJ) δημοσίευσε έρευνα από το Cambridge σύμφωνα με την οποίαν το 91% των ερωτηθέντων ήταν πρόθυμοι να εφαρμόσουν παθητική ευθανασία και το 12% είχε εφαρμόσει ενεργητική ευθανασία. Επίσης το 46% απήντησε ότι θα ήταν πρόθυμο να εφαρμόσει ενεργητική ευθανασία αν ήταν νόμιμη. Σε έρευνα που δημοσιεύθηκε στο New England Journal of Medicine τον Ιούνιο του 1994 το 54% των ιατρών διαφόρων ειδικοτήτων πιστεύει ότι η ευθανασία πρέπει να νομιμοποιηθεί. Πολύ πρόσφατα (2001) στο περιοδικό Medical Journal of Australia δημοσιεύθηκε έρευνα σύμφωνα με την οποίαν πάνω από το 30% των ερωτηθέντων ιατρών είχαν χορηγήσει υπερβολικές δόσεις ναρκωτικών με σκοπό την επιτάχυνση του θανάτου και το 5,3% έκαναν ενεργητική ευθανασία.

Σύμφωνα με έρευνα που πραγματοποίησαν το Τμήμα Δημόσιας και Διοικητικής Υγιεινής της Υγειονομικής Σχολής Αθηνών, η Μονάδα Εντατικής θεραπείας του Νοσοκομείου Παίδων και το Εργαστήριο Υγιεινής και Επιδημιολογίας του Πανεπιστημίου Αθηνών σε 15 Μονάδες Εντατικής θεραπείας σε όλη την Ελλάδα, Οι 7 στους 10 ιατρούς και οι 8 στους 10 νοσηλευτές δεν αναλαμβάνουν την πρωτοβουλία να αποσυνδέσουν τα μηχανήματα υποστηρίξεως του ασθενούς, αν και το  53,1% των ερωτηθέντων ιατρών ήταν κατά της διατηρήσεως της ζωής με κάθε μέσον, ενώ το 23,6% είχε αντιληφθεί περιπτώσεις ενεργητικής και το 27,7% περιπτώσεις παθητικής ευθανασίας. Αξιοσημείωτο είναι ότι το 80% από αυτούς θεωρεί, ότι τα ιατρικά μηχανήματα σύγχρονης τεχνολογίας δεν επιτρέπουν στον ασθενή να έχει ένα αξιοπρεπή θάνατο. Σε μια πρόσφατη μελέτη με αυτοσυμπληρούμενο ερωτηματολόγιο μεταξύ ελλήνων ιατρών και νοσηλευτικού προσωπικού σε Μονάδες Εντατικής Θεραπείας, αποδείχτηκε ότι το 44,7% του νοσηλευτικού προσωπικού είναι υπέρ της ευθανασίας και οι γνώσεις του είναι λίγες (5,9%) ή πολύ λίγες (32,9%), ενώ η ενημέρωση αυτή γίνεται κυρίως από τα Μ.Μ.Ε. και τα περιοδικά (52,9%). Στο ερώτημα που διερευνά την πρόθεση συμμετοχής του, ύστερα από αίτημα του ασθενούς και εφόσον το επέτρεπε ο νόμος, να σταματήσει ή να μην αρχίσει τη θεραπεία σε ασθενή με τελικό στάδιο νόσου, το 27,1% διαφωνεί, το 30,6% είναι αναποφάσιστο και το 42,3% συμφωνεί. Το 50,5% των ατόμων του δείγματος συμφωνεί να θεσμοθετηθεί η ευθανασία κάτω από συγκεκριμένες προϋποθέσεις, ενώ το 22,4% παραμένει αναποφάσιστο. Ως προς τη λήψη της απόφασης, σημαντικότερο στοιχείο θεωρήθηκε η παρουσία ανίατης νόσου και λιγότερο σημαντικό το επίμονο αίτημα της οικογένειας και η ψυχιατρική εξέταση. Το προσωπικό στη Μ.Ε.Θ. του παιδιατρικού νοσοκομείου ήταν περισσότερο θετικό ως προς τη συμμετοχή υπό προϋποθέσεις σε μια πράξη ευθανασίας. Οι ερευνητές κατέληξαν ότι η εκπαίδευση και η επιμόρφωση του νοσηλευτικού προσωπικού γι’ αυτό το τόσο ευαίσθητο θέμα της ευθανασίας θεωρούνται απαραίτητες προϋποθέσεις, καθώς και η περαιτέρω διερεύνηση των ευρημάτων της έρευνας. Εντυπωσιακή είναι μία έρευνα που απέδειξε τις απόψεις των ηλικιωμένων στο δίλημμα της ευθανασίας. Η έρευνα πραγματοποιήθηκε στην υγειονομική περιφέρεια της Θεσσαλίας σε 1400 άτομα (700 άνδρες και 700 γυναίκες) ηλικίας 70 - 89 χρόνων. Το 95% των ανδρών και το 96% των γυναικών είναι κατά της ευθανασίας. Το 4,2% των ανδρών και το 3,7% των γυναικών είναι υπέρ. Οι Έλληνες ηλικιωμένοι λόγω της ελληνοχριστιανικής καλλιέργειάς τους δεν υιοθετούν την ευθανασία, διαφωνούν στη νομιμοποίησή της και κρίνουν ανέτοιμη την ελληνική κοινωνία για την αποδοχή της[7].

Σε πρόσφατη αναζήτηση στο Internet (Pub Med Search) βρέθηκαν 10.305 άρθρα. Μέσα από τον τεράστιο όγκο της σχετικής ιατρικής και κοινωνιολογικής βιβλιογραφίας διαφαίνεται μια σαφής τάση: αυτό που σήμερα για πολλούς θεωρείται έγκλημα, αύριο να μετατραπεί σε παραδεδεγμένη ιατρική αγωγή. Οι μελέτες των στάσεων του ιατρικού, νοσηλευτικού και παραϊατρικού σώματος, των ασθενών, και του ευρύτερου κοινού έναντι της ευθανασίας και της ιατρικής συνδρομής στην αυτοκτονία, καθώς και οι μελέτες που αφορούν στις εμπειρίες τους γύρω απ΄αυτά τα θέματα, μπορούν να λειτουργήσουν κατατοπιστικά για τον ευρύτερο διάλογο. Ωστόσο, οι περισσότερες απ΄αυτές τις μελέτες παρουσιάζουν σημαντικές μεθοδολογικές αδυναμίες και γεννούν αμφιβολίες σχετικά με την εγκυρότητα και την αντιπροσωπευτικότητα των αποτελεσμάτων τους. Προκαλεί, επιπλέον, περιέργεια το γεγονός ότι ενώ τόσος πολύς λόγος γίνεται για την ευθανασία, οι δημοσιεύσεις για τη βελτίωση της παρηγορητικής αγωγής, ακόμη και στις υψηλού βιοτικού επιπέδου χώρες, είναι περιορισμένες. Ίσως γιατί η ευθανασία αποτελεί την εύκολη και ανέξοδη λύση. Το ραδιόφωνο και η τηλεόραση έχουν επανειλημμένα ασχοληθεί με την ευθανασία παρουσιάζοντας σχετικά ρεπορτάζ και συζητήσεις. Όπως δείχνουν οι δημοσκοπήσεις ορισμένες χώρες φαίνεται ότι χειραγώγησαν την κοινή γνώμη προς την κατεύθυνση της αποδοχής της ευθανασίας, επιτυγχάνοντας κοινωνική συναίνεση.

Όπως διαπιστώνεται από την παραπάνω αναφορά, με πρωτοπόρο την Ολλανδία, η οποία με την πολιτική και τις αποφάσεις της σχετικά με την ευθανασία, έχει σοκάρει την παγκόσμια κοινότητα, η μια μετά την άλλη, διάφορες χώρες αποδέχονται τουλάχιστον μερικές μορφές της ευθανασίας. Έτσι, από τις πρώτες χώρες που αναγνώρισαν την ευθανασία ως μέσον απαλλαγής των ασθενών από τις αβίωτες συνθήκες της ανίατης παθήσεώς τους, αλλά και περιστολής εξόδων για μάταιες ιατρικές παρεμβάσεις και υψηλού κόστους περιθάλψεις ασθενών χωρίς ελπίδα βελτιώσεως, συγκαταλέγονται η πολιτεία Όρεγκον των ΗΠΑ, που έχει νομιμοποιήσει την ευθανασία από το 1994, η Αυστραλία που νομιμοποίησε πειραματικά την ιατρική συνδρομή στην αυτοκτονία, το 1995, αλλά την κατήργησε το 1997, το κρατίδιο της Έσσης της Ομοσπανδίας της Γερμανίας, στο οποίο επιτρέπεται μόνο για ασθενείς που είναι σε κώμα, η Ελβετία, στην οποία επιτρέπεται η ιατρική συνδρομή στην αυτοκτονία ενηλίκων, μετά επίμονη αίτησή τους, στην Ινδία, όπου συχνά επιλέγεται η παθητική ευθανασία, των βαρέως πασχόντων, οι οποίοι για οικονομικούς λόγους διακομίζονται στο σπίτι τους για να πεθάνουν, ενώ στην Γαλλία, στη Δανία και  την Ιταλία, απαγορεύεται κάθε μορφή ευθανασίας. Στη Γαλλία, μάλιστα, το 1991, οι Αρχές απαγόρευσαν την έκδοση οδηγού ευθανασίας με τίτλο "Τελική έξοδος" του Ντέρεκ Χάμφρεϊ. Στην Ισπανία η ευθανασία απαγορεύεται, αν και πρόσφατα επιτράπηκε η προβολή βίντεο παραπληγικού, ο οποίος διεκδικούσε και τελικά πέτυχε το δικαίωμά του στην ευθανασία. Το 1996, η Κυβέρνηση της Αυστραλίας θέσπισε νόμο "rights of the terminally ill-Amendment Act 1996, Nothern Territory" με τον οποίο τόσο η ευθανασία όσο και η ιατρική συνδρομή στην αυτοκτονία κατέστησαν νόμιμες πράξεις, υπό ορισμένες προϋποθέσεις.  Όπως διαπιστώθηκε, σημαντικό ρόλο για τη διαμόρφωση ευνοϊκής στάσης της κοινής και νομικής γνώμης διαδραμάτισαν οι διάφορες οργανώσεις, οι οποίες με τη μέθοδο της εγγραφής μελών, τη διαφήμιση, τις χρηματοδοτούμενες εκδόσεις ευρείας κυκλοφορίας, παραστάσεων, τηλεοπτικών εκπομπών και άλλων μέσων μαζικού επηρεασμού επιδόθηκαν σ΄ένα επίμονο αγώνα να επιτύχουν την αναγνώριση της ευθανασίας και της ιατρικής συνδρομής στην αυτοκτονία ως ένα παγκόσμιας εμβέλειας, κοινωνικό αίτημα. Εντύπωση προκαλεί οι επίμονες υποβολές αιτήσεων αναθεωρήσεων στα ακυρωτικά δικαστήρια απορριπτικών της ευθανασίας νόμων, πράξεων νομοθετικών περιεχομένου και αποφάσεων δικαστικών ολομελειών, όπως, επίσης, ιδιαίτερη εντύπωση προκάλεσε το αίτημα της αναλήψεως από την πολιτεία των εξόδων ευθανασίας για τους απόρους και ανέργους, "ώστε να μη στερούνται του δικαιώματος στην αυτοδιάθεση". Πέρα από το γεγονός που δεν μπορεί να περάσει απαρατήρητο, ότι ενώ κανείς δεν ενδιαφέρθηκε για την ασφάλιση των απόρων και ανέργων, υπήρξε έντονη κινητικότητα για την ανακούφισή τους από το κόστος εξόδου τους από τη ζωή! είναι φανερό ότι στη συγκυτιακά διαπλεκόμενη αγοραία κοινωνία μας, το αναφαίρετο και αδιαπραγμάτευτο δικαίωμα στη ζωή τείνει να αποδεικνύεται με την επιβεβαίωση του δικαιώματος στο θάνατο. 

 

[1] Ποσίδιππος : έλληνας κωμοδιογράφος 288 πΧ

[2] Παύλος Αλεξανδρεύς, 4ος αιώνας μΧ

[3] (Σοφοκλέους "Αντιγόνη" στ. 97

[4] Πλάτων: Νόμοι ΧΙ, 933d

[5] Ludmerer K.: Genetics and American society. Baltimore, 1972

[6] Εφημερίδα "τα Νέα" 24-8-91: βιβλιοκριτική για το βιβλίο του Hamphrey Derek: The final exit.

[7] Εφημερίδα "Βραδυνή", Παρασκευή 24-4-98