ΕΥΘΑΝΑΣΙΑ - η διαχείριση της ζωής και του θανάτου - Βιοηθική

το ιδιεώδες είναι να κρατώ
τη βούλησή μου, μέσα στα όρια της γνώσης μου
Καρτέσιος

Το πρόβλημα της ευθανασίας απασχολεί την ηθική με ολοένα αυξανόμενο ρυθμό, καθώς ολοένα επιτακτικότερα αναζητούνται προτάσεις και διευκρινίσεις επί αναφαινομένων επί μέρους ζητημάτων, όπως το δικαίωμα στο θάνατο, το δικαίωμα αρνήσεως προτεινόμενης θεραπείας και η ιατρική συνδρομή στην ευθανασία. Οι αμφιλεγόμενες γνώμες και οι ζωηρές συζητήσεις μεταξύ ιατρών, νομικών, ψυχολόγων, θεολόγων και θεωρητικών των κοινωνικών θεσμών καταδεικνύουν την πολυπλοκότητα των ζητημάτων. Εξ' αυτών, άλλοι δέχονται την ευθανασία ως λύτρωση και απαλλαγή από το μαρτύριο του πόνου και την ταπεινωτική εξάρτηση από μηχανικές και ιατρικές υποστηρίξεις και άλλοι την καταγγέλλουν ως συνδυασμό φόνου και αυτοχειρίας. Άλλοι δηλώνουν, ότι η ευθανασία δεν μπορεί να θεσμοθετηθεί, αλλά ούτε και να απορριφθεί ως ανθρώπινο αίτημα και άλλοι την αποκηρύσσουν ως "ύβριν" κατά του Θεού, ως έγκλημα, εκτροπή, κατάρρευση, παρακμή με απρόβλεπτες εξελίξεις, καθώς η κοινωνία μόλις εθιστεί ακόμη και στην πλέον ήπια μορφή της, ακολούθως θα διολισθήσει σε ακόμη βιαιότερες μορφές επιδιωγμένου θανάτου με οποιαδήποτε δικαιολόγηση. Δεν λείπουν και οι φωνές πού ομιλούν για αμιγώς οικονομικό τέχνημα, καθώς δεν αποκλείεται να ανατείλει η ημέρα, κατά την οποία θα προκρίνονται για ευθανασία χρόνιοι –βαρέως ή και ελαφρύτερα πάσχοντες- ασθενείς, με βάση την πρόθεση περιστολής δαπανών [72], όπως τούτο έχει ήδη συμβεί στη Χιτλερική Γερμανία, μετά το 1936 όπου οδηγήθηκαν στα νεόδμητα τότε και για το σκοπό αυτό, κρεματόρια 2500000 διανοητικώς καθυστερημένα, χρονίως πάσχοντα άτομα και άλλου είδους μειονότητες [11], προκειμένου "να εξοικονομηθούν πόροι για τα υγειά παιδιά της Γερμανίας", κάνοντας τη γλώσσα της ευαίσθητης γερμανικής ποίησης να σιγήσει οριστικά.

 Σωρεία προβλημάτων εμφανίζονται υπό μορφή ηθικών διλημμάτων, που προκαλούν στην κοινωνία αμηχανία, παρακολουθώντας συγκρούσεις ανάμεσα σε αντιφατικά ή εκ πρώτης όψεως αντιφατικά καθήκοντα, όπως αν πρέπει η κοινωνία να δαπανά πόρους προκειμένου να χρηματοδοτεί θεραπείες σε ασθενείς τελικού σταδίου, που βιώνουν αναξιοβίωτη ζωή ή να προσφύγει στην ανέξοδη χορήγηση ευθανασίας ή ποια πρέπει να είναι η δέουσα στάση της κοινωνίας έναντι ζητημάτων που ανακύπτουν από εφαρμογές μεθόδων γενετικής τεχνολογίας. Διλήμματα και διστακτικότητες περί την ανέλεγκτη εφαρμογή επιστημονικών δυνατοτήτων, την ανάσχεση ανομοιομερούς κατανομής της προελαύνουσας οικονομικής αναπτύξεως, για χάρη της βιοπεριβαλλοντικής προστασίας ή της υιοθετήσεως ενός αξιακού ηθικού συστήματος, που προκύπτει ανάλογα με την πρόθεση της κοινωνίας να θέσει σε ιεραρχική προτεραιότητα τον σεβασμό στη γνώση, στην τεχνολογία ή στο πρόσωπο.

Στο κεφάλαιο αυτό, αρχικά, θα επιχειρηθεί να αποτιμηθεί η διακριτικότητα των αντιφάσεων αυτών και, στη συνέχεια, να διαλευκανθούν οι ανάγκες που έκαναν την παραδοσιακή ηθική, με όλους τους προβληματισμούς, τις αμφισβητήσεις, τις αναιρέσεις και τις ιδιοτυπίες των κατά καιρούς προτεινομένων ηθικών συστημάτων, να αντικατασταθεί από την τρέχουσα  βιοηθική. Η τελευταία ερείδεται στο αξίωμα ότι το ηθικά επιβεβλημένο είναι κάτι που τελεί υπό συνεχή αναδιαπραγμάτευση, καθώς οφείλει να εξαρτάται από τα επιτεύγματα της επιστήμης και της τεχνολογίας και την αδιαφιλονίκητη αναγκαιότητα της ευρείας διαθέσεώς τους και, τέλος, να διερευνηθούν οι συμφραζόμενοι στόχοι της, η αμηχανία της έναντι του καταιγισμού των καινοτόμων και επαναστατικών ανακαλύψεων της νέας επιστήμης. Ακανθώδη  ερωτήματα εγείρονται έναντι πληθώρας νεοφανών ηθικών ζητημάτων, που αθροίζονται υπό μορφή πλέον χιονοστιβάδας, λόγω της καταιγιστικής αναπτύξεως της τεχνολογίας, της γενετικής μηχανικής και της βιοπληροφορικής, αλλά και της ραγδαίας μεταβολής της κοινωνικής ζωής που τα επιτεύγματα αυτά συνεπάγονται.     

I

Η ηθική είναι κλάδος της φιλοσοφίας που ασχολείται με την εύρεση του τι είναι αποδεκτό και ορθό και τι ανάρμοστο και λανθασμένο, ως προς την πανανθρώπινη επιδίωξη της διαιωνίσεως της κοινωνικής υποστάσεως του ανθρώπου [24]. Δεν υπονοείται, όμως, ότι οι προσήκοντες τρόποι συμπεριφοράς έχουν αποτυπωθεί ανεξίτηλα, ως κανονιστικές αρχές ή αυστηρές καταχωρήσεις "εντολών"  (:νόμοι απολύτου κύρους) που αφορούν κατ΄ ανάγκη περιπτωσιολογικές επισημάνσεις "χτυπημένες" στο πέτρινο δίφυλλο του Μωυσή. Στον άνθρωπο διατίθεται ευρύ πεδίο επιλογών. Όποια στάση κι αν αποφασίσει να κρατήσει συνιστά την προσωπική του επιλογή. Η προσωπική του επιλογή είναι αποτέλεσμα της προαιρέσεώς του (: της αρετής γαρ και του ήθους εν τη προαιρέσει το κύριον) και η ελευθερία να επιλέξει τις πράξεις του, δηλαδή το αυτεξούσιό του, ο άνθρωπος απέκτησε ταυτόχρονα με την γέννηση της ηθικής. Πιθανόν γι αυτό, τόσο ο Αριστοτέλης, εισηγούμενος τη θεωρία της μεσότητας, ως ασφαλούς εντοπίσεως του αγαθού, όσο και ο Καντ, εισηγούμενος ότι αγαθή είναι κάθε επιθυμία οποιουδήποτε, που μπορεί να ανακηρυχθεί ως παγκόσμια αρχή,  απέφυγαν να συντάξουν ένα κατάλογο αγαθών, αλλά ελέγχουν τις πράξεις, που οδηγούν στην εξασφάλισή τους και μάλιστα του υψίστου εξ αυτών των πολλών αγαθών, που είναι η μέσω και διαμέσου της συμβίωσης των πολιτών προσέγγιση της κοινωνικής και ατομικής ευδαιμονίας. Ο πρώτος, ισορρόπησε με οξυδέρκεια, παραδίδοντας ένα ηθικό σύστημα μέσης στάσεως, ανάμεσα σε εμφανείς ακρότητες, ενώ ο δεύτερος, αξίωσε κάθε μας πράξη να είναι ένας δυνάμει παγκόσμιος ηθικός νόμος. Το ότι η ηθική γειώνεται στην κοινή κρίση των ανθρώπων, που ορίζει μια αγαθή βούληση, μια διάθεση προς το καλό, έκανε τον Καρτέσιο να ορίσει την ηθική σε πέντε τάξεις: 1) υπακοή στους νόμους και τα έθιμα της χώρας∙ 2) σταθερότητα και αποφασιστικότητα στις πράξεις και, ελλείψει αληθείας, υιοθέτηση της πιο πειστικής γνώμης∙ 3) αυτοκυριαρχία μάλλον παρά επένδυση  στην τύχη· 4) επιδίωξη αλλαγής των προσωπικών επιθυμιών μάλλον, παρά της τάξεως του κόσμου και, 5) εφ΄όρου ζωής εκπαίδευση και καλλιέργεια της διάνοιας.

Οι, συμβατές με τις ηθικώς θεμιτές αρχές συμπεριφοράς, πράξεις του ενάρετου ατόμου (: που είναι ένα άτομο καλής θελήσεως) συνιστούν αγαθότητα και το παράγωγο των πράξεων αυτών ονομάζεται αγαθό. Ανάλογα με τη φιλοσοφική σκοπιά από την οποία εξετάζεται η δέουσα να υιοθετηθεί κοινωνική στάση του ανθρώπου, το αγαθό μπορεί να ορίζεται ποικιλοτρόπως. Μπορεί να συνάδει με ιδιοτελικούς χαρακτήρες και να συμβάλει στην ατομική και καθολική ευτυχία ή να ικανοποιεί ένα ένστικτο, όπως, π.χ., εκείνο της αυτοσυντηρήσεως ή να πρόκειται για μια μη φυσική, υπεραισθητή ποιότητα, την οποία, ο άνθρωπος μπορεί να συλλάβει μόνο διαισθητικώς, με την ηθική ενόραση. Μπορεί να είναι αμιγές συνάρτημα μιας αρχής, εν ονόματι της οποίας πράττουμε και η οποία να δύναται, όμως, συγχρόνως, να καταστεί καθολικός νόμος ή, τέλος, να πρόκειται για μια ψευδο-έννοια, που δεν εκφράζει τίποτα άλλο, παρά μόνο τη ψυχολογική μας διάθεση. Κατά τον Αριστοτέλη, το αγαθό ορίζεται ως επιλογή μας μάλλον γι αυτό το ίδιο και βρίσκουμε τα μέσα να το πετύχουμε [έστω δη αγαθόν ό άν αυτό εαυτού ένεκα ή αιρετόν, και ού ένεκα άλλο αιρούμεθα, και ού εφίεται πάντα]. Το ανθρώπινο αγαθό είναι αυτοσκοπός και θέτει το σεβασμό στον άνθρωπο σε θέση υπεροχής έναντι του σεβασμού στη γνώση, επειδή ο άνθρωπος είναι φορέας της γνώσης και χωρίς αυτόν η γνώση είναι αδιανόητη. Το αγαθό, ως αγαθό μορφοποιείται στο αντίστοιχο επίπεδο κατάκτησης γνώσης, που έχει δεξιωθεί τον άνθρωπο και γι αυτό δεν υπάρχει μόνο μια επιστήμη-τέχνη που να το διεκδικεί ως παράγωγό της ή μελετητικό της αντικείμενο.

Παρά το γεγονός ότι ο Αριστοτέλης δεν ανέπτυξε μια επιστήμη της ηθικής, ούτε πρότεινε συγκεκριμένους κανόνες "προσήκουσας συμπεριφοράς", ως ηθική τείνει να εννοείται ο ερμηνευτικός, αξιολογικός  και κανονιστικός κλάδος της φιλοσοφίας, ο οποίος μελετάει τη συμπεριφορά του ανθρώπου μέσα στο φυσικοκοινωνικό του περίγυρο και κανοναρχεί τις σχέσεις του με τον εαυτό του, τους άλλους και τη φύση. Στο πλαίσιο αυτό διατυπώνονται κανόνες και "νόμοι", προσδιορίζονται καθήκοντα (επιτακτική ηθική) και καθιερώνονται αξίες και αρχές  (επενεργειακή ηθική). Από τον Πλάτωνα και τον Αριστοτέλη, ως τον Καντ, τον Μίλ και τον Σπινόζα, η ηθική υπήρξε αντικείμενο φιλοσοφικού στοχασμού, με κίνητρο την καλλιέργεια και την περαιτέρω ανάπτυξη της τέχνης της κοινωνικής συμβιώσεως, που θεμελίωσε ο Σωκράτης, όταν έθετε το ερώτημα "περί του όντινα τρόπον χρή ζείν" και καλλιέργησαν περαιτέρω οι ευρωπαίοι κλασικοί, μιλώντας για την τέχνη της ζωής "ars vivendi", αλλά και του θνήσκειν "ars morienti".

Βέβαια, η τέχνη της ζωής καλλιεργείται πάνω σε μια ανιχνεύσιμη φιλοσοφική θεωρία, την ηθική φιλοσοφία, της οποίας βασικό μέλημα είναι ο ορισμός του αγαθού και με ερωτήματα περί του πρακτέου, ως κάτι που ωφελεί και δε βλάπτει και όχι με την σύγχρονή του, αγοραία, έννοια, ως ένα προϊόν που παράγεται, αγοράζεται και καταναλώνεται, για το οποίο το κριτήριο ως "επωφελούς" ικανοποιείται στη χαμηλότερη βαθμίδα ότι αρκεί να κλείνει ένα κύκλο εργασιών με απόληξη ένα κέρδος, που συνιστά το τρέχον νόημα της λέξεως. Μόνο με τον καθολικό καθορισμό της έννοιας "αγαθό" είναι δυνατό να συνταχθεί μια επιτακτική ηθική πρόταση περί του πρακτέου. Οι περί του πρακτέου προτάσεις θα μπορούσαν να τύχουν αμέριστης αναγνωρίσεως, αλλά η μερικότητα των απόψεων που, πράγματι, διακρίνει την ποικιλότητα της κοινωνίας, οφείλεται στη σχετικότητα των ανθρώπινων κρίσεων. Οι άλλες επιστήμες, η φυσική, τα μαθηματικά, η αστρονομία, μπορούν να θεμελιώνουν τις θεωρίες τους στη βάση λογικών συνειρμών αξιολογήσεως του τι ισχύει στα μέχρι τώρα αναγνωρισμένα ως πραγματικότητα. Αντίθετα, η επιστήμη της ηθικής έχει ως μελετητικό της αντικείμενο τη συμπεριφοριακή ποικιλότητα της οργανωμένης κοινωνίας, που είναι ισχυρότερα πιθανολογική, συγκριτικά με τις αρχές πάνω στις οποίες ασκούνται οι προαναφερόμενες επιστήμες. Υπ΄ αυτές τις συνθήκες, είναι ευνόητο ότι στην έννοια του αγαθού δεν μπορεί να περιέχονται άλλα μη ηθικά νοήματα, όπως το συμφέρον, η αυτοσυντήρηση ή η θεία βούληση, αλλά είναι μια αυθύπαρκτη, αυτόνομη ιδέα, που περιγράφει την απόλυτα αναγκαία, για τη διαιώνιση της φύσης, ευταξία, που συλλαμβάνεται κατά τρόπο άμεσο –ενορατικά. Κεφαλαιώδη σημασία για την ηθική έχει η φιλοσοφική άποψη ότι κάθε μονάδα οποιασδήποτε μορφής ζωής έχει μοναδική, απόλυτη αξία. Κάθε όν έχει τη δική του φωνή, διαδραματίζει το δικό του ρόλο πάνω στο σύνολο και συμβάλλει, στο βαθμό της επικράτειάς του, στην διατήρηση κι εξέλιξη της πλανητικής ζωής.

Ο άνθρωπος ιδιαίτερα, ως το μοναδικό όν που διαθέτει εγκέφαλο, δηλαδή γεννήτρια συλλογισμών και συναισθημάτων, μπορεί να ορισθεί είτε με βάση την γενετική του υποδομή, που τον καθιστά φαινοτυπικά μοναδικό ή με βάση το πολύπλοκο νευρικό του σύστημα, με το οποίο καθορίζει τις ψυχοκοινωνικές του σχέσεις ή, τέλος, ως υποκείμενο δικαιωμάτων και, ταυτόχρονα αντικείμενο κανόνων συμπεριφοράς. Κάθε ανθρώπινη ζωή είναι ένας βίος με δημοσιακή σημασία και κοσμοϊστορική συνέπεια, που ορίζει και τη μοναδικότητά του, ώστε η ηθική υπόκειται σε ανασχηματισμούς που εξαρτώνται από την Κοινωνία που ενεργεί με επιλογές συμβατές, οριακά συμβατές ή και ασυμβίβαστες με το συγκεκριμένο σύστημα ηθικών κανόνων. Ακόμη παράγοντες, όπως το θρησκευτικό, το γεωγραφικό, το τεχνολογικό και το πολιτισμικό περιβάλλον, που επηρεάζουν το κοινωνικό σύνολο, δύνανται να επιφέρουν αλλαγές και στο σώμα της ηθικής. Εκείνο που έχει καθολική σημασία για την ηθική φιλοσοφία είναι οι υποχρεώσεις προς τους άλλους και ο σεβασμός των δικαιωμάτων τους, καθώς οι υποχρεώσεις προς τον εαυτό επαφίενται στη διακριτική αναγνωρισιμότητα του συμφέροντος, όπως αυτό αναδεικνύεται από τα ορμέμφυτα αυτοσυντηρήσεως, και επικρατήσεως του υποκειμένου που είναι το μόνο αρμόδιο να το καθορίσει.  

Ακόμα και στο ίδιο περιβάλλον όμως η ηθική δεν παραμένει στατική αλλά εξελίσσεται όπως εξελίσσεται και η ίδια η κοινωνία. Στην αρχαία Ελλάδα για παράδειγμα, η χρήση δούλων ήταν ηθικά αποδεκτή στην σύγχρονη, όμως εντελώς απαράδεκτη. Αρκετοί θα υποστήριζαν ότι υπάρχουν μερικές ηθικές αρχές οι οποίες είναι παγκόσμιες. Πρόκειται για τις πολύ βασικές αρχές που αφορούν τη μεγαλοψυχία, την ευσπλαχνία, την αφοσίωση, την αφιλοκέρδεια και αρχές όπως αυτή που μας απαγορεύει να βλάπτουμε τους γύρω μας και να υπερασπιζόμαστε ανεπιφύλακτα την ανθρώπινη αυτοδιάθεση. Τέτοιου είδους βασικές ηθικές αρχές μπορούμε να υποστηρίξουμε ότι είναι όντως παγκόσμιες και σχετίζονται με την ίδια την φύση του ανθρώπου, ισχύουν για κάθε μορφή κοινωνίας, της οποίας η εκάστοτε φιλοσοφική συγκρότηση καθορίζεται από το μέτρο στο οποίο αναγνωρίζονται "χρηστά ήθη", ως ιδέες του κάθε "χρηστώς και εμφρόνως" σκεπτομένου κοινωνικού ανθρώπου. Τα χρηστά ήθη δεν καθορίζονται αξιολογικά, αλλά εμπειρικά και αποτελούν δείκτη της κυρίαρχης κοινωνικής ηθικής όπως διαμορφώνεται στις συνειδήσεις των ανθρώπων και με βάση τα θέσφατα της κυρίαρχης αυθεντίας σε κάθε τόπο.

Η φιλοσοφία ωθεί τον άνθρωπο να σκέφτεται, να διαλέγεται, να κρίνει, να επιφυλάσσεται, να αμφισβητεί και να πιστοποιεί, στην κοπιώδη πορεία του, μεστή αμφιβολιών και απελπισίας, προς την απελευθέρωση και την κατάκτηση της αυτοσυνειδησίας του. Η φιλοσοφία έχει λάβει πολλά περιεχόμενα στην πορεία των αιώνων από την εποχή των αρχαίων ελλήνων διανοητών όπως ο Πυθαγόρας, ο Πλάτωνας, ο Αριστοτέλης, για να παρουσιάσουμε έναν από κάθε εκδοχή της, τη φυσική, δηλαδή, την διαλεκτική και την ηθική, μέχρι τους νεότερους, όπως ο Bacon, ο Descartes, ο Spencer, ο Kant, ο Hegel κ.ά. που γενικά  υπήρξαν επιστήμονες και φυσιοδίφες και τους σημερινούς, όπως ο Heideger, ο Fukuyama, ο Sartre, o Hare κ. ά. Ωστόσο, εντύπωση προκαλεί, στη σύγχρονη εποχή μας, ότι ακόμη και η "καθαρή" φιλοσοφία  δεν φαίνεται να αρέσκεται να ασχολείται με τα "περί του πρακτέου" ερωτήματα, επικεντρώνοντας το ενδιαφέρον της στη μελέτη των σχέσεων της "νόησης" και του "είναι", ακόμη και εάν οι πολίτες συνεχίζουν να εμπιστεύονται τη φιλοσοφική κρίση σε ζητήματα ηθικά, όπως η αυτοκτονία, η ευθανασία, ο προγεννητικός έλεγχος και η διαχείριση των επιτευγμάτων της βιολογίας και της γενετικής μηχανικής. Ο Ayer [8], μάλιστα, θεωρεί αλαζόνα και ανόητο εκείνον τον φιλόσοφο που παριστάνει τον ηθικολόγο ή τον ήρωα της αρετής, ενώ ο Βroad ισχυρίστηκε ότι δεν αποτελεί "έπαγγελματικό αντικείμενο"  των φιλοσόφων, οι υποδείξεις περί του πρακτέου, κάτι το οποίο επιτελούν με ικανοποιητική επάρκεια ο κλήρος, οι πολιτικοί και οι λογοτέχνες. Ο τελευταίος σχολιαστής, όμως, παραβλέπει ότι οι τρεις τελευταία αναφερόμενοι επαγγελματικοί παράγοντες "βλέπουν" τα πράγματα μέσα από τη διόπτρα των επαγγελματικών τους ιδιοτελειών, εκτός από τους τελευταίους, οι οποίοι δεν ενδιαφέρονται καν να αποτυπώσουν την πραγματικότητα, αλλά να περιγράψουν κόσμους με τους οποίους ταυτοποιούνται αισθητικά. Η ανθρωπότητα ήλπιζε κι εξακολουθεί να ελπίζει ότι η φιλοσοφία θα μπορούσε να καλύψει το δυσαναπλήρωτο κενό που άφησε –ορθά- η κατάργηση όλων των αυθεντιών και να αναλάβει εκείνη τον  ρόλο της αυθεντίας –της χωρίς εξουσία υποδείξεως περί του πρακτέου. Η συμβολή στη διαμόρφωση ηθικών πλαισίων κοινωνικής κινητικότητας αποτελούσε ανέκαθεν ενδιαφέρον και της ιατρικής, επειδή οι ιπποκρατικές καταβολές της τελευταίας την ευαισθητοποιούν έναντι του κοινωνικου-ηθικού περιβάλλοντος, που αποτελεί την κύρια μεταβλητή προαγωγής της σωματικής και ψυχικής υγείας.  

Η σχέση της φιλοσοφίας με την ιατρική θεωρήθηκε ανέκαθεν τόσο στενή και αναγκαία, ώστε δεν είναι εύκολο να καθορίσει κάποιος, που αρχίζει η μια και τελειώνει η άλλη. Απόδειξη είναι η βεβαίωση του Paracelsus ότι η φιλοσοφία είναι η είσοδος στην ιατρική και όσοι εισέρχονται από αλλού είναι κλέφτες και δολοφόνοι, ενώ ο μεγάλος ιατρός-ιστορικός Sigerist έφτασε να διατυπώσει τη γνώμη ότι "μόνο η φιλοσοφική σκέψη δίνει την τέλεια εικόνα του ανθρώπου στο σύνολό του". από την άλλη πλευρά, η ιατρική προσφέρει πλούσιο υλικό για επιστημονική σκέψη, ιδιαίτερα για όλους αυτούς οι οποίοι επιθυμούν να γνωρίσουν τις πρωταρχικές ρίζες του ουμανισμού, ακόμη δε και στη σημερινή του μορφή, ως κωδικοποίηση των δικαιωμάτων του ανθρώπου.

Δυστυχώς η ιστορική συγκυρία που συναντήθηκαν η φιλοσοφία και η ιατρική δεν ήταν ευνοϊκή, στεκούμενες σε αντίστιξη, να ορθώσουν ακατάκτητα τείχη άμυνας και να προσδιορίσουν όρια συμπεριφοράς, παρόλο ότι στις πρώιμες μορφές τους η διάκριση της μιας από τη άλλη ήταν δυσχερής, μπορεί και δυσυπέρβλητη (:ιατροφιλοσοφία).  Άλλοτε επειδή βρέθηκαν σε διαφορετικά στάδια ωριμότητας και αναπτύξεως, άλλοτε επειδή η κοινωνία σπαρασσόταν από πολέμους, έτσι, που και η μια και η άλλη επιστήμη είχαν πολλή δουλειά να κάνουν, η μια για να άρει τα πολεμικά αίτια ή να τα δικαιολογήσει και η άλλη για να άρει τις πολεμικές συνέπειες ή για να τις κατευνάσει και άλλοτε επειδή κανείς δεν ενδιαφερόταν για την ίδια του προέλευση και προορισμό, ενώ η αρρώστια και ο θάνατος, πεδία συναντήσεως και συνεργασίας των δύο επιστημών, έγιναν αδιαφιλονίκητα αντικείμενα τεχνικής δράσεως.

Ο Διαφωτισμός δεν επαληθεύτηκε όταν ισχυριζόταν ότι όλα τα προβλήματα μπορούσε να τα επιλύσει η επιστήμη, αλλά τότε η επιστήμη εμφορούταν  από τον ενθουσιασμό της νεότητάς της. Ήταν μια αισιόδοξη προοπτική βασισμένη στα εκθαμβωτικά ευρήματα του αχανούς κόσμου που αποκαλύφθηκε, καθώς η ανθρωπότητα, ώριμη και αποφασισμένη τράβηξε σχεδόν με επαναστατική έξαψη τον "πέπλο της Ίσιδος" και ανακάλυψε ένα κόσμο τρομακτικής πολυπλοκότητας, τον κόσμο της τεχνολογίας, που έμελλε να φέρει στην ανθρωπότητα την πολυπόθητη ευημερία. Αναπτυσσόμενη με ραγδαίους ρυθμούς η επιστήμη, καθώς η μια εφαρμογή λειτουργούσε ως εφαλτήριο για την εφεύρεση της επόμενης, όντως, υποσχόταν ότι μπορούσε να επιλύσει όλα τα χαίνοντα υπαρκτά προβλήματα της εποχής, να υπερασπιστεί τη ζωή και την υγεία των ανθρώπων, να βελτιώσει τις καλλιέργειές τους και τη συγκομιδή τους, να αυξήσει τις τροφικές εφεδρείες της πανανθρώπινης κοινωνίας, να προτάξει την ανάπτυξη του πολιτισμού και να διευκολύνει την ανθρωπότητα να χαράξει νέες –μακρύτερες πορείες, να αγαπήσει καινούργιες πατρίδες και να προσεγγίσει τον πανάρχαιο στόχο της: την ευδαιμονία. Η μοντέρνα βιομηχανία εξασφάλισε στην ανθρωπότητα υλική ευμάρεια χωρίς προηγούμενο στην ανθρώπινη ιστορία. Ταυτόχρονα όμως δημιούργησε πολλά περιβαλλοντικά προβλήματα στον πλανήτη και καινοφανή προβλήματα στην ευόδωση των διαπροσωπικών σχέσεων του ανθρώπου, τα οποία είναι πλέον πολύ σοβαρά για να αγνοηθούν, ενώ αρκετοί είναι εκείνοι που διατείνονται ότι σε πολλές περιπτώσεις είναι δυσεπίλυτα.

Η πρόοδος που σημειώθηκε κατά τις τελευταίες δεκαετίες στην επιστημονική έρευνα σε θέματα γενετικής, αναπαραγωγής του ανθρώπου και παράτασης της ζωής (ενισχυτική ιατρική), όπως επίσης οι καταιγιστικές εξελίξεις στη γεωπονία με την ανεξέλεγκτη διάδοση της χημικής γεωργίας και χημικής κτηνοτροφίας, αλλά ακόμη και στη μοριακή μηχανική και την πληροφορική έχει δημιουργήσει σωρεία προβλημάτων που απαιτούν επαναπροσδιορισμό της ηθικής και δεοντολογίας όπως και της σχέσης τους με την τεχνολογία και την επιστήμη. Εδώ φαίνεται ότι από συνεργαζόμενες, ομοτράπεζες και ομόσκηνες η ιατρική και η φιλοσοφία έχουν απολέσει μεγάλο μέρος του κώδικα επικοινωνίας τους και ευρείες περιοχές κοινού προβληματισμού έχουν ήδη εποικιστεί από άλλης περιωπής διανοήματα [139].

Συνεπαρμένη από τις επιτυχίες της, η επιστήμη έδωσε μεγαλύτερη σημασία στην εκτεχνίκευση της κοινωνίας και παραμέλησε την προαγωγή της ηθικής της συγκροτήσεως. Και αυτό όχι ακατανόητα, γιατί οι ερευνητές που διερευνούν και πληροφορούν τον άνθρωπο για τις λεπτομέρειες του εσωτερικού και εξωτερικού του περιβάλλοντος, συχνά, δεν ενδιαφέρονται για τις επιπτώσεις  των ανακαλύψεών τους, παρακάμπτουν τα ηθικά συνεπακόλουθα των επιτευγμάτων τους και παραπέμπουν στην κοινωνία τον ηθικό έλεγχο της εφαρμογής τους. Μάλιστα, ο Ζαν Μπερνάρ, μας θυμίζει ότι ο Κλοντ Μπερνάρ -ιδρυτής της ιατρικής φυσιολογίας- υποστήριζε ότι η ηθική των επιστημόνων δεν είναι η κοινή ηθική και ότι οι δύο αυτές ηθικές καταλήγουν να αγνοούν η μια την άλλη. Έτσι, η ηθική της επιστήμης δεν αντιλήφθηκε ή δεν θέλησε να αντιληφθεί ότι σχεδόν κάθε ευεργητική ανακάλυψη συνοδευόταν και από τις δυσμενείς συνέπειές της και δεν δεσμεύτηκε να θωρακίσει τον κόσμο έναντι προβλημάτων που η ίδια προκαλούσε. Μεταξύ αυτών, η υπερκατανάλωση και ο υπερπληθυσμός, το φαινόμενο του θερμοκηπίου, η όξινη βροχή, η τρύπα του όζοντος, η υποβάθμιση της βιοποικιλότητας, η εξάντληση των φυσικών πόρων και μη ανανεώσιμων πηγών ενέργειας, η ρύπανση της ατμόσφαιρας, των καλλιεργήσιμων εδαφών, των παραγομένων αγροτικών και κτηνοτροφικών προϊόντων, του υδροφόρου ορίζοντα  και των θαλασσών, οι επεμβάσεις στον ανθρώπινο γενετικό κώδικα, η γενετικά τροποποιημένη πανίδα και χλωρίδα, τα επιτεύγματα της ψυχοφαρμακολογίας, η παραγωγή αυτοαναπαραγόμενων νανορομπότ, ο μέγας κίνδυνος κατασκευής κενταύρων και χιμαιρών, με την ανάμιξη γενετικού υλικού διαφορετικών όντων και ο εγκλωβισμός των ατόμων στο συγκυτιακό δίκτυό τους, όπου σε σχέσεις αχανούς ελευθερίας αναμένουν "μοιραίοι κι άβουλοι αντάμα" πυροδοτήσεις για στοιχειώδεις κινητικότητες.

Η πολιτική επιστήμη-τέχνη, θέτει όλες τις επιμέρους επιστήμες και τέχνες που λειτουργούν μέσα στην κοινωνία υπό την εξουσία της, ελέγχει σε ποιο βαθμό και ποιοι τις ασκούν, τι επιμέρους αγαθά (:προϊόντα) επιτυγχάνουν να διαθέσουν στην ανθρωπότητα, κάτω από ποιους όρους διεκπεραιώνεται αυτή η διάθεση και, πάνω απ΄ όλα, πως εξυπηρετείται ο στόχος της ανθρώπινης ευτυχίας. Κι αυτό επειδή το ύψιστο αγαθό προς το οποίο συγκλίνουν όλα τα επιμέρους αγαθά ταυτίζεται με την ευτυχία των πολιτών, όλων μαζί και καθενός χωριστά, προς το οποίο οφείλει να στοχεύει η ορθώς ασκουμένη πολιτική, ως δράση και καθοδήγηση. Έτσι, λοιπόν το ύψιστο ανθρώπινο αγαθό προς το οποίο κατατείνει το πολιτικό αγαθό, δηλαδή η ανθρώπινη ευτυχία, ως ενέργεια (: ενεργητικός τρόπος πρόσληψης της πραγματικότητας) και όχι στατική κατάσταση (: τελματωμένη αδράνεια, παθητική νιρβάνα, αβουλία, υποχωρητικότητα, παθητικότητα), είναι για τον άνθρωπο αποκλειστικά αυτοσκοπός, ακόμη και αν αυτός ο σκοπός πτυχώνεται σε ποικιλία επιμέρους επιδιώξεων, όπως η υγεία, η ελευθερία, η πρόοδος, η ειρήνη η ατομική και συλλογική ανέλιξη. 

Δίχως άλλο, η ανθρώπινη υπόσταση είναι ανυπέρβλητη αξία, όπως ανυπέρβλητες πραγματικότητες είναι και τα δημιουργήματά της, μάλιστα δε του κορυφαίου εξ αυτών, η επιστήμη. Η υπόσταση του ανθρώπου είναι αντικείμενο σεβασμού, όχι μόνο λόγω της έξοχης οντολογικής της σχέσης με την ελευθερία [σχέση που πάντως δεν είναι αποκλειστικό προνόμιο του ανθρώπου] ούτε μόνο επειδή έχει την ικανότητα γνωστικής σύλληψης, μέσω της οποίας υποβάλλει τον κόσμο σε ειδική γνωστική μεταχείριση [18], αλλά επειδή μπορεί να υποτάσσει τη γνώση στην υπηρεσία της ευγενέστερης προθέσεώς της, που είναι η εξασφάλιση της παγκόσμιας ευδαιμονίας. Η ανθρωπότητα αποκτά με ραγδαίους ρυθμούς τρομακτικές δυνάμεις, που μπορούν να κάνουν καλό και ταυτόχρονα να προκαλέσουν ένα νεκρό τέλος στον πλανήτη, κατάρρευση του οικοσυστήματος, κακοποίηση του ανθρώπινου είδους, της χλωρίδας και πανίδας. Η ανθρωπότητα διαθέτει ήδη τεράστιας ισχύος όπλα και εξοπλισμό, όπως πχ., η ατομική και η πυρηνική ενέργεια, η βόμβα νετρονίου και οι πύραυλοι μεγάλου βεληνεκούς, αλλά ακόμη και "ειρηνικά όπλα", τα οποία δεν είναι απαλλαγμένα από τη δυνατότητα να προκαλέσουν ανατροπές μεγατόνων προς όφελος εκείνων που μπορούν να τα έχουν και να τα διαχειρίζονται. Επιπλέον, είναι τα νεοφανή προϊόντα της νέας τεχνολογίας με τα οποία έχει καταστεί δυνατή η εκ βάθρων ανασύνθεση του κόσμου. Όπως: Η κατασκευή των υπερμικροϋπολογιστών, ο καθένας των οποίων θα είχε υπολογιστική δύναμη όση περίπου όλων των εγκεφάλων μαζί του πλανήτη μας. Η κατασκευή αυτοαναπαραγόμενων μηχανικών ρομπότ, βακτηριακής κλίμακας –νανορομπότ- που μπορούν να επιλύσουν το πρόβλημα των αποβλήτων, αλλά σε χέρια αδίστακτων μπορεί να καταστούν θανατηφόρα μέσα, κατασπαράσσοντας τη βιόσφαιρα, ή προκαλώντας μεγάλης κλίμακας καταστροφές. Η τεχνητή νοημοσύνη –μηχανές που διαθέτουν "έξυπνη σκέψη", ανάλογη με εκείνη του ανθρώπου- παριστά ένα άλλο υπερόπλο για τον άνθρωπο, που μπορεί να τεθεί στην υπηρεσία του, εξυπηρετώντας υπολογιστικές ανάγκες στα Μαθηματικά, τη Βιολογία και τις γνωστικές επιστήμες, αλλά και τη Φιλοσοφία, τη Ψυχολογία ή να στραφεί εναντίον του με τρόπους που δεν μπορεί ακόμη και η πλέον καλπάζουσα φαντασία να διανοηθεί. Ο έλεγχος των γονιδιωμάτων όλων των μορφών ζωής στον πλανήτη, με τον οποίο είναι δυνατή η παραγωγή "τεχνητά σχεδιασμένων πλασμάτων και εμβίων όντων", με διαδικασίες εκτός της συνήθους διαδικασίας αναπαραγωγής απογόνων, που είναι γενετικά αντίγραφα των γονέων τους. Με διαδικασίες αναμείξεως ξένων γονιδίων σε οργανισμούς είναι δυνατή η εμφάνιση καινοφανών έμβιων οργανισμών, εντελώς τροποποιημένης ταυτότητας, όπως αυτό ήδη γίνεται σε πειραματικό επίπεδο. Τέτοιοι, πχ., τροποποιημένοι οργανισμοί χρησιμοποιούνται από καιρό στα πειραματικά εργαστήρια και παρόμοιοι οργανισμοί είναι δυνατόν να ανασχεδιαστούν με συγκεκριμένη δράση, τρόπο, ένταση αναπαραγωγής και ρυθμισμένο νευρικό σύστημα.

Οι τεχνολογίες αυτές είναι ικανές να αφανίσουν τη ζωή στη Γη, υποστηρίζει ο μελλοντολόγος Τζιν Πήρσον, και γι αυτό πρέπει άμεσα να τεθούν υπό αυστηρή κηδεμονία, να σταματήσει αμέσως η επιταχυνόμενη και ανεξέλεγκτη διάθεσή τους, που παραμένει στα χέρια των βιομηχάνων εφαρμογής.

Βασισμένη αποκλειστικά πάνω στη διάθεση υλικών αγαθών, η αναμενόμενη ευημερία δεν έγινε ποτέ πραγματικότητα επειδή η ικανοποίηση μιας ανάγκης γεννά αμέσως μια καινούργια. Πίσω απ΄αυτή τη αέναη εμφάνιση αναγκών αναδύθηκε ο σκοτεινός κόσμος της κερδοσκοπίας [29], που εμφανίζεται διεκδικητικά και απαιτεί αλαζονικά να του εκχωρηθούν αμέσως όλες οι νέες τεχνολογικές ανακαλύψεις, (: αποτελέσματα της ακόρεστης δίψας του ερευνητή να μάθει πως λειτουργεί ο κόσμος), τις οποίες θα πουλήσει αμέσως στην ακριβότερη δυνατή τιμή τους, στη φτηνότερη δυνατή μαζική παραγωγή τους, αφήνοντας τους φιλοσόφους, ηθολόγους και κοινωνιολόγους να ερίζουν αν ο σεβασμός στη γνώση ή ο σεβασμός στον άνθρωπο πρέπει να αναγνωρισθεί ως αυθεντία, από την οποία θα εκπορεύονται οι ηθικοί κανόνες και το δέον γενέσθαι. Η τεχνολογική αντιμετώπιση των εμβίων όντων ως χρησίμων εργαλείων και μόνο, ειδικότερα του ανθρωπίνου όντος  ως μέσου και όχι ως τελικού σκοπού, η εμπορευματοποίηση των μηχανών και η αποκλειστική διάθεσή τους ως φορέων κέρδους και η υπεροχή που θα εξασφαλίζουν στους ιδιοκτήτες τους, ενόσω τουλάχιστον παραμένουν κύριοι και νομείς τους, εισάγει πολύ σοβαρά και δυσεπίλυτα  προβλήματα σε μια κοινωνία, το δίκαιο της οποίας είναι εντελώς ανέτοιμο για να ρυθμίσει τις νεοαναφαινόμενες σχέσεις και η ηθική της θωράκιση ήδη ατελής, από άλλου είδους ιστορικά χάσματα ή παρεμβάσεις, δεν αποκλείεται να υποτάξουν την ανθρωπότητα κάτω από τη δύναμη των δημιουργημάτων της, τα οποία θα στρέψουν εναντίον της την επιθετικότητά τους, με αποτέλεσμα να τον καταστήσουν υπόχρεο και υποτελή τους [43].

Τι είδους συνέπειες μπορεί να έχει η συθέμελη αυτή ανατροπή; Πως η κοινωνία θα εξασφαλιστεί από τις "παράπλευρες παρενέργειες" αυτών των νεωτερισμών, οι οποίες καθόλου δεν αποκλείεται να είναι τραγικές, πως θα θωρακίσουμε το μέλλον μας στη διάρκεια αυτού του τρέχοντος παρόντος, στο οποίο η πρόοδος συντελείται με υπερηχητικές ταχύτητες, που, όπως λέει και ο ποιητής "γίνανε τόσα πολλά σ΄ένα μόλις δευτερόλεπτο", ώστε το αναμενόμενο καλό να μην αποτελεί απλώς συμψηφισμό του συντρέχοντος κακού.

 

 

 

ΙI

Η αυτοκριτική σχέση του ανθρώπου με τους συμπολίτες του τον θέτει ενώ­πιον των πράξεων και των παθών του. Για κάθε πράξη του ανθρώπου αναζητούνται κίνητρα, που συντελούν  στην απόφαση πραγματοποιήσεώς της, αλλά το τελευταίο και σημαντικότερο λόγο έχει η βούλησή του και οι εκούσιες πράξεις του είναι αποτέλεσμα της προσωπικής του επιλογής.  Όλες οι πράξεις που πράττονται με προαίρεση είναι εκούσιες πράξεις που αποφασίζονται συνειδητά και θεμελιώνονται στη λογική αποτίμηση του σκοπού τους ως εφικτού. Η λογική συνδρομή, δηλαδή, συνίσταται στο να αξιολογηθεί κατά πόσο, προσεγγίζεται ένας τεθείς σκοπός με την εκτέλεση της σχεδιαζόμενης πράξεως και ποια πρέπει να είναι τα στάδια της υπό εκτέλεση πράξεως. Αναντικατάστατος οδηγός του ανθρώπου για να βρίσκει σε κάθε περίπτωση το στίγμα του και το δέον γενέσθαι είναι ο ορθός λόγος: "η μετά ορθού λόγου έξις αρετή εστίν", που τοποθετείται στην περιοχή του υπεραισθητού. Ενώ η καθαρά θεωρητική δράση του νου δεν μπορεί να είναι πανανθρώπινο προνόμιο, η καθαρά πρακτική ενέργειά του είναι επαρκέστατο εργαλείο αρετής κι ευτυχίας. Και για όσους έχουν το προνόμιο της θεωρητικής διανοητικής δράσης και για τους πολλούς που αρκούνται σε μια πρακτική χρησιμοποίηση της διανοίας τους, η φρόνηση συνιστά αγαθό. Η λογική θα οδηγήσει τον άνθρωπο στο πως θα βιώσει τη συνεργασία του μέσα στην κοινωνία.

Ιδού λοιπόν ότι οι ηθικές αρετές συνεργάζονται με τις διανοητικές ικανότητες για να προσφέρουν μαζί στον άνθρωπο την ευτυχία. Μια πράξη, περαιτέρω, διαθέτει τις ιδιότητες να χαρακτηριστεί ηθική, "καλή πράξη", εφόσον έχει επικυρωθεί ως πράξη φρόνιμη∙ είναι πράξη που "περνάει" τον έλεγχο του ορθού λόγου, αλλά και της αισθητικής ικανοποιήσεως, που συνεπάγεται γενική, καθολική ευαρέσκεια. Mε την ενσυνείδητη επανάληψη συγκεκριμένων πράξεων δίνουμε μέσω του εθισμού συγκεκριμένη και πάγια μορφή στο ήθος μας (: την ηθική εικόνα με την οποία διαχεόμαστε στην κοινωνία, οργανώνουμε τις σχέσεις μας σ΄αυτή και επηρεάζουμε τη φύση των εξελίξεων, στο μέτρο που εκτείνεται η επικράτειά μας). Κάνοντας σώφρονες πράξεις, χαρακτηριζόμαστε, σώφρονες, με ανδρείες πράξεις, γινόμαστε ανδρείοι και με δίκαιες, δίκαιοι∙ το ίδιο βέβαια ισχύει και όσο αφορά τις κακίες. Ηθικές πράξεις δεν είναι μόνο καλές πράξεις. Ταυτόχρονα είναι και ωραίες πράξεις. Το ήθος, λοιπόν, είναι υμνούμενη και ανεκτίμητη αξία, όπως υμνούμενη και ανεκτίμητη αξία είναι το κάλλος. Το κάλλος συναντάται στην περιοχή του αισθητού, αν και κάθε πληροφορία, προερχομένη από τις αισθήσεις μας δεν είναι απαραίτητα κάλλος. Το κάλλος βιώνεται ως υποκειμενική εμπειρία μέσω και δια μέσου μιας "κλήσης-σε-σχέση" [145] και δεν είναι, απλά, διαβάθμιση του αρεστού, απροκαθόριστη, υποκειμενική τέρψη ή ικανοποίηση πρωτογενών ενορμήσεων  (αίσθημα αυτοσυντήρησης, αμυντικά αντανακλαστικά ευαρέσκειας-δυσαρέσκειας κλπ). Η θέλξη που αποπνέει το κάλλος μπορεί να βιωθεί από τη βαθμίδα της ηδονιστικής ιδιοτέλειας, που συνεγείρει προθέσεις ιδιοποιήσεως, στις ενδιάμεσες βαθμίδες αισθητικής διεγέρσεως, μέσω της βαθμίδας της πληρέστερης αυθυπέρβασης, προς το κατόρθωμα της απελευθερώσεως από τις αγκυλώσεις των εγωκεντρικών παρορμήσεων. Σύμφωνα, όμως, και με τον Εμπεδοκλή, το κάθε τι στη φύση και την κοινωνία είναι αποτέλεσμα ενός δυϊσμού: της φιλότητας που εκπροσωπεί το οικείο (ως προς ήθος και κάλλος) και του νείκους, που εκπροσωπεί το ανοίκειο (τη φθορά, το βασανισμό, την οδύνη, την ανελευθερία). Η φύση και η κοινωνία δεν είναι μόνο πραγματικότητα ήθους και κάλλους. Είναι και πραγματικότητα ανήθικου και άσχημου. Πολλοί, μάλιστα, φιλόσοφοι πιστεύουν στην εγγενή μοχθηρία του ανθρώπου∙ το ήθος και το κάλλος προσκαλούν σε σχέση, ενώ το ανήθικο και το ακαλλές απωθούν, φοβίζουν, απειλούν.      

Ο ορθός λόγος και ο αισθητικός έλεγχος, λοιπόν, σε συνεργασία, ευοδώνουν ενεργήματα που εξυπηρετούν την παλαιόθεν επιδίωξη του ανθρώπου να προσεγγίσει την ευτυχία. Τα πάθη, από την πλευρά τους, όπως η επιθυμία, η χαρά, η οργή, ο φόβος, ο φθόνος, είναι φυσιολογικά βιώματα της ανθρώπινης  ψυχής και από μόνα τους δεν είναι ούτε καλά ούτε κακά κι έτσι, δεν επιδέχονται ηθικούς προσδιορισμούς. Εκδηλώνονται ανάλογα με τις εγγενείς δυνάμεις του ατόμου. Ο Αριστοτέλης δεν εξορκίζει τα πάθη. Αναγνωρίζει ότι ο άνθρωπος είναι θνητός κι έχει αδυναμίες, αλλά υποδεικνύει με σαφήνεια και ακρίβεια τον τρόπο διαχείρισης των παθών μας, ως τρόπο του μέτρου, γιατί απ΄ αυτό καθορίζεται η θετικότητα (: η ωφελιμότητα) των παθών, απορρίπτοντας τις δυσμενείς συνέπειες των αρνητικών ορίων τους.

Μια πρώτη προσέγγιση της έννοιας της ηθικής θα ήταν, λοιπόν, η λογική κι αισθητική εποπτεία των πράξεων και η διαχείριση των παθών.

Πραγματικά, κατά την κλασική της θεώρηση, ηθική δεν είναι η γνώση "χάριν του ειδέναι" που αποτελεί μέλημα των επιστημών, αλλά είναι μια επίκτητη δεξιότητα, στην οποία κανείς ασκείται στην διάκριση του καλού από το κακό, του ωραίου από το άσχημο, έχοντας ως όπλα, αφενός μεν το βαθμό, μικρότερο ή μεγαλύτερο, στον οποίο έχουν καρποφορήσει οι προσπάθειες αυτογνωσίας του και αφετέρου τις φυσικές προδιαθέσεις του και τους δεδομένους εθισμούς του. Δηλαδή, ουσιωδώς, η ηθική είναι η χειραγώγηση των ενστίκτων, χειραγώγηση που επιδιώκεται με τη νοητική άσκηση, τη μόρφωση και την αισθητική καλλιέργεια. Με τις "βελτιώσεις" αυτές το άτομο αποκτά ηθική αρετή που, κατά τον Σέιφτσμπερυ, "συνίσταται στην εναρμόνιση των φίλαυτων  κινήτρων μας προς τη φιλαλληλία, τη σχεσιακή δραστηριότητα, τη συμπόνια και τις άλλες κοινωνικές τάσεις μας [186].  

Αλλά τι είναι αρετή; Η αρετή δεν είναι ούτε πάθος ούτε εσωτερική δύναμη που ωθεί στη λήψη κάποιας αποφάσεως και την εκτέλεσή της. Η αρετή είναι έξη (όπως και η κακία) και, επομένως, ο άνθρωπος δεν είναι εξαρχής ενάρετος ή κακός. Έχει, όμως, τη δυνατότητα να αναπτύξει τις διάφορες αρετές του (ή κακίες) ως σταθερούς και συγκεκριμένους τρόπους εκδηλώσεως και βιώσεως των παθών. Οι τρόποι αυτοί αποκτώνται με το έθος: την επίμονη άσκηση. Η αρετή ταυτίζεται με πράξεις εκούσιες, συνειδητές που εξασφαλίζουν το σκοπό για τον οποίο επιχειρούνται, δηλαδή να συντείνουν στην επίτευξη της ευτυχίας, που δεν είναι κάτι άλλο εκτός από την αυτάρκεια. Κατά τον Αριστοτέλη, η αρετή ως προϋπόθεση της ευτυχίας εντοπίζεται στο άλογο μέρος της ψυχής, το οποίο, όμως έχει τη δυνατότητα να υπακούει στον λόγο. Σ΄αυτό ανήκουν τα πάθη, οι δυνάμεις και οι έξεις. Είναι τρόπο τινά το δίκαιο της ψυχής, σε αντιδιαστολή αλλά και συναυτουργία του άλλου δικαίου, του δικαίου της νομικής επιστήμης. Αλλ΄ ενώ για παραβάσεις του δικαίου προβλέπονται τιμωρήσεις, η μη τήρηση των ηθικών βεβαιοτήτων δεν συνεπάγεται επιβολή κυρώσεων, παρ΄ εκτός όποιο συνειδησιακό έλεγχο έχει ο καθένας αναπτύξει μέσα του.

Ο Αριστοτέλης θέλει την αρετή "πολιτική έξη προαιρετική", να κανοναρχεί, δηλαδή, πράξεις που έχουν κριθεί πρόσφορες και αποτελεσματικές και λειτουργούν ως μέσα για την πραγματοποίηση του ύψιστου σκοπού: της ανθρώπινης ευτυχίας. Δηλαδή ενάρετες πράξεις είναι μόνο εκείνες οι εκούσιες πράξεις που κατατείνουν στην προσέγγιση της ευτυχίας. Επομένως, η αρετή παραμένει εντελώς προσωπική υπόθεση, "των πράξεων απ΄αρχής μέχρι του τέλους κύριοι εσμέν". Από καθαρά λειτουργικής απόψεως, η αρετή ταυτίζεται με την επιλογή της μεσότητας των παθών:  Όπως διδάσκει ο Αριστοτέλης, το πεδίο των παθών είναι ένα συνεχές. η μια του άκρη συνιστά την έλλειψη, ενώ η άλλη την υπερβολή. Στη μεσότητα του φάσματος της ποιοτικής διαβαθμίσεως κάθε πάθους συναντιέται η ενάρετη επιλογή "η αρετή μεσότης εστίν" [94]. Όπως είναι γνωστό, υπάρχει μια πλειάδα "αυθεντιών" από την οποία εκπηγάζουν οι αρχές της ηθικής και οι διάφορες παραλλαγές της αποτελούν εκδηλώσεις του πολιτικού και πολιτισμικού γίγνεσθαι της κοινωνίας. Έτσι, η πολιτική τροποποιεί τις ηθικές αξίες ανάλογα με το που εδράζεται η εξουσία, στο θεό τον μονάρχη, σε εκπροσώπους του λαού ή σε κάστες  συμφερόντων. Οι "αυθεντίες" αυτές ορίζουν ως ηθική την ‘προσήκουσα’ συμπεριφορά, δηλαδή εκείνη που εξυπηρετεί τις επιδιώξεις τους. Ο Αριστοτέλης εισηγούμενος ένα σύστημα ηθικών αξιών πρόσφερε στην ανθρωπότητα το προνόμιο μιας διηνεκώς επίκαιρης ηθικής, αλάνθαστης και απαραβίαστης, δομημένης πάνω στα ειδοποιά χαρακτηριστικά του ανθρώπινου είδους, δηλαδή στην ικανότητά του να σκέφτεται και να αισθάνεται, που παραμένει ανεξάρτητη των ιδιοτελών επιδιώξεων της άρχουσας κάθε φορά τάξης, που εισάγουν "συμφέροντες" κανόνες συμπεριφοράς ως κανόνες ηθικής περιωπής. Ισορρόπησε με οξυδέρκεια, παραδίδοντας ένα ηθικό σύστημα μέσης στάσεως, ανάμεσα σε εμφανείς ακρότητες, όπως ο ωφελιμισμός του Mil, δηλαδή την επιδίωξη της ηδονής ως καθοριστικού παράγοντος της ηθικής, την με κάθε τρόπο διατήρηση του είδους, αγόμενοι από το ένστικτο της αυτοσυντηρήσεως, όπως πίστευε ο Χομπς, σ΄ένα απειλητικό κόσμο, στον οποίο έπρεπε το άτομο να επιβληθεί, όπως ήθελαν οι σοφιστές και να προωθήσει τα συμφέροντά του, όπως, διευκρινιστικά,  διακήρυττε ο Πρωταγόρας.  

Τα πάθη, λοιπόν, και οι πράξεις κινούνται σε ένα συνεχές πεδίο, του οποίου το μέσο, ως ενδιάμεσο και όχι ως μέσος όρος, και τα δύο άκρα, της ελλείψεως και της υπερβολής, προσφέρονται στον άνθρωπο, ως επιλογές της ελεύθερης βουλήσεώς του. Η επιλογή της μεσότητας προσδιορίζει τον ενάρετο άνθρωπο και την προσήκουσα επιλογή, εκείνη, που κατατείνει στην επίτευξη της κοινωνικής και ατομικής ευτυχίας.  Η αρετή, ως έξη είναι κατά το είδος η μεσότητα, η οποία αφορίζει το καλό και το σωστό, ενώ τις επιλογές των άκρων στις όποιες διαβαθμίσεις τους τις διεκδικούν οι άφρονες και οι κακοί. Η επιλογή της μεσότητας, όχι ως χλιαρότητα, μετριοπάθεια, ουδετερότητα, αλλά ως στόχευση κι επιλογή του ενδιάμεσου μεταξύ δύο ακραίων εντάσεων, μια επιλογή που μπορεί να κορυφώνεται σε ύψιστη ένταση επαφίεται αποκλειστικά στη δικαιοδοσία του ατόμου, το οποίο, ενώ δεν είναι απαραίτητο να καταστείλει εντελώς τα πάθη του, οφείλει να τα οριοθετήσει σε αποδεκτές εμβέλειες, στο μέτρο των περιστάσεων που τα προκάλεσαν, να τα κατευθύνει προς τους πραγματικούς υπαίτιους της ενεργοποιήσεώς τους και να βαθμονομήσει την έντασή τους. Ο Αριστοτέλης δεν απαιτεί από τον ενάρετο άνθρωπο να σταθεί ακριβώς στο μέσον της αποστάσεως μεταξύ της ελλείψεως και της υπερβολής, αλλά επιτρέπει να κινηθεί ένθεν και ένθεν, μέσα στα όρια του ηθικού συνεχούς, διαμορφώνοντας, έτσι, την ηθική του προσωπικότητα, την ατομική του ετερότητα, κι έτσι, την ηθοποικιλότητα της κοινωνίας. Πραγματικά, στο περιβάλλον μας αναγνωρίζουμε άτομα που πιστεύουν στο Θεό, άτομα που πιστεύουν στην ύλη, άτομα που δεν πιστεύουν ούτε στον πρώτο ούτε στη δεύτερη και άτομα τα οποία σταθεροποιούν τη στάση τους ανάμεσα σε μια τάση φθίνουσας πίστης και επιτεινούμενης προσκολλήσεως στα υλικά αγαθά. Σε πείσμα αυτών των διαφωνιών, η ανθρωπότητα επιβίωσε παρουσιάζοντας μια εκπληκτική πρόοδο. Μόνο ο σεβασμός στον άνθρωπο και την ανθρωπότητα υπήρξε το κοινό ευοδωτικό υπόστρωμα, το γόνιμο έδαφος πάνω στο οποίο καλλιεργήθηκαν οι προσπάθειες και απέδωσαν αυτούς τους καρπούς που όλοι απολαμβάνουν. Η έξαλλη επιθετικότητα και η παθητική υποχωρητικότητα έδωσαν στην ανθρωπότητα μόνο κατακτητές και δούλους, όχι πρόοδο και ευημερία. Ανάμεσά τους, η εγρήγορη νηφαλιότητα διέκρινε όλα τα βήματα προόδου και αναπτύξεως.

Αρετή, για παράδειγμα, είναι η αγάπη του πλησίον μας, που συνιστά την επιλογή του μέσου, όχι ως μέτρου εντάσεως της εκδηλούμενης αγάπης, αλλά ως την εύστοχη επιλογή ανάμεσα σ΄ ένα φάσμα αισθημάτων έναντι του πλησίον, τη μια άκρη του οποίου σηματοδοτεί ο αλτρουισμός, δηλαδή η συνθήκη κατά την οποία όλα είναι για τον άλλον, και την άλλη άκρη καταλαμβάνει ο εγωισμός, ο ατομισμός, η φιλαυτία, δηλαδή η συνθήκη κατά την οποία όλα είναι για τον εαυτό. Αμφότερα τα άκρα δοκιμάστηκαν σε πολιτικά σχήματα και κοσμοθεωρίες, οι οποίες δεν επιβίωσαν, καθώς δεν επέτυχαν τον επιδιωκόμενο στόχο της "όσο το δυνατόν μεγαλύτερης ευτυχίας, για όσο το δυνατόν περισσότερους ανθρώπους". Από την πλευρά του αλτρουισμού προτάθηκε ο μαρξισμός και το ιδεώδες του "ο καθένας σύμφωνα με τις δυνατότητές του στον καθένα σύμφωνα με τις ανάγκες του", που επιχειρήθηκε να γίνει πράξη από τον υπαρκτό σοσιαλισμό, με τα γνωστά αποτελέσματα της καταρρεύσεώς του, μετά σύντομη περίοδο ανέχειας και δυστυχίας. Από την πλευρά του ατομισμού, επιδιώκεται η επικράτηση του ατομικού συμφέροντος και αγνόηση του συμφέροντος της κοινωνίας. Η ακραία αυτή αντίληψη υποστηρίχθηκε από τον Άνταμ Σμιθ[1], εμπνευστή του ηθικού ατομισμού και της προεκτάσεώς του, τον οικονομικό ανταγωνισμό, που, όμως, στην πράξη σύντομα μετεξελίχθηκε σε κυνικό ατομισμό και για τούτο αμφισβητείται ως μη ηθικός. Πιστεύεται ότι στην ασάφεια του ενθουσιωδώς προτεινομένου αγοραίου αξιακού συστήματος, σύμφωνα με το οποίο "ηθικό είναι ότι αποφέρει κέρδη", και ότι απ΄ αυτόν τον ανταγωνισμό θα προέλθει κοινωνική ισορροπία και εναρμόνιση των ατομικών συμφερόντων, οφείλεται η ευλυγισία, η πολυμορφία και η άρνηση της αγοράς να ενταχθεί σε αυτοπεριορισμούς και κανόνες δηλωμένους και αποδεκτούς εκατέρωθεν. Γι αυτήν, όλα είναι αντικείμενο διαπραγματεύσεων, συσχετισμών και η μεροληψία υπέρ του ισχυρότερου είναι το επικρατούν καθεστώς. Εκτός από το γεγονός ότι η τράπουλα είναι πάντα σημαδεμένη, η αναζήτηση της διαιτησίας των διαπραγματεύσεων παραπέμπει στις σχέσεις οικονομικής ολιγαρχίας – πολιτικής, που συζητήθηκε στο πρώτο κεφάλαιο. Η αγορά ενδιαφέρεται να πουλήσει και να αποκομίσει κέρδη, ως ζεστό χρήμα∙ δεν την απασχολεί ούτε σε ποιόν ούτε και για ποια χρήση. Με κάθε μέσο και κάθε τρόπο, πχ., θα παίζεται αενάως το παιχνίδι, που ήδη παίζεται με τα όρια ρύπων της ατμόσφαιρας. Όλα διατηρούνται στην επικίνδυνη συγκέντρωσή τους, μέχρις ότου πωληθεί όλο το stock των προϊόντων που τους προκαλεί, το οποίο ανανεώνεται συνεχώς και όσο υπάρχει, τόσο παρατείνεται η "προσωρινή" διατήρησή τους σε παθογόνα επίπεδα. Η λογιστική ηθική της αγοράς έχει αντικαταστήσει τη λογική ηθική του Αριστοτέλη.

Η ευτυχία, που για τον άνθρωπο είναι αυτοσκοπός, ορίζεται ως εφικτός στόχος, μόνο μέσα σε οργανωμένες κοινωνικές οντότητες. Μόνος του ο άνθρωπος δεν μπορεί να είναι ούτε ευτυχισμένος ούτε δυστυχισμένος, το μόνο που μπορεί να είναι ως μονώτης, είναι ένας μελλοθάνατος, επειδή η ευτυχία κρίνεται τελικά κάθε στιγμή μέσα από τις σχέσεις του ανθρώπου με τον εαυτό του, τους άλλους και τη φύση, το περιβάλλον και τα πράγματα. Οι σχέσεις αυτές απαρτίζουν την ηθική αρετή. Ο Αριστοτέλης, μέσα σ΄ένα απόσπασμα μιας επιστολής του προβαίνει στην συγκεκριμένη ομολογία: "όσω αυτότης και μονώτης ειμί, φιλομυθότερος γέγονα". Ο Αριστοτέλης τονίζει ότι η αρετή είναι αξία πολιτική, καθώς διαμορφώνει τις σχέσεις μας με τους ανθρώπους και τα πράγματα δίπλα μας, τις προσανατολίζει ώστε να κατατείνουν στην επίτευξη της ανθρώπινης ευτυχίας. Η ηθική παραμένει κατά πρώτο λόγο εσωτερική συνειδησιακή θωράκιση και αυτοπεριορισμός και δεν είναι ένα εργαλείο καταμετρήσεως συνεπειών και συμψηφισμού αρνητικών και θετικών επιδράσεων, όπως τείνεται να εννοηθεί. Θα μπορούσαμε να υποστηρίξουμε ότι ηθική είναι η "τέχνη" της σταθερής και κατά συστηματικό τρόπο επιλογής βεβαιοτήτων, και της αναζητήσεως μέσων για την ευόδωση αυτής της επιλογής.

Οι βεβαιότητες (: ηθικοί κανόνες) είναι αυθεντικές υποδείξεις, προτεινόμενες από το θεό (μεταφυσική ηθική), τη φύση (φυσιοκρατική), το λόγο (ορθολογική) ή ένα οποιοδήποτε άλλο αξιακό σύστημα (πχ., η ηθική της αγοράς) που παρέχουν κλείδες του "δέοντος γενέσθαι", αλλά δεν υποχρεώνουν σε κανένα την υιοθέτησή τους. Αλλά ο ορισμός αυτός περικλείει ένα μεγάλο κίνδυνο και μια ασάφεια. Ο μεγάλος κίνδυνος, όπως ήδη σχεδόν ειπώθηκε, είναι να αρχίσει προοδευτικά το "κακό" να διεκδικεί ζωτικό χώρο, αρχικά, με την μέθοδο της ανοχής και αργότερα με την διεκδικητική έπαρση του "ήδη" υπάρχοντος. Αρχικά, ως παράπλευρη παρενέργεια και –όταν η κοινωνία εθιστεί στην παρουσία του, όταν μάθει να συνυπάρχει μαζί του, να το βλέπει απαθής πραγματοποιούμενο ανάμεσά της- ως δόγμα διπλής συνέπειας (βλ. κεφ. 12, ΙΙΙ), δηλαδή ως αναγκαία προϋπόθεση του αναμενόμενου καλού. Αλλά το πραγματοποιούμενο κακό συντελείται, ήδη, εν όψει ενός αναμενόμενου καλού που μπορεί να μην έρχεται ποτέ.

Αρετή είναι η ανδρεία∙ όμως το θάρρος του εχέφρονος, εκείνου που έχει στοχεύσει ορθά κι έχει εντοπίσει τη μεσότητα ανάμεσα σ΄ένα συνεχές πεδίο, η μια άκρη του οποίου ορίζεται από την υπερβολή της (το θράσος) και η άλλη από την έλλειψή της (δειλία). Με την παρατήρηση αυτή δεν εξυπονοείται ότι ανδρεία είναι ό,τι συναντάται στο μέσο της αποστάσεως μεταξύ θράσους και δειλίας, επειδή ο χαρακτήρας του μέσου είναι δυναμικός, καθώς διέπεται από την απροσδιοριστία που συστήνεται από τη σχέση του εκάστοτε ανθρώπινου προσώπου και του εκάστοτε πάθους ή πράξεως που το πρόσωπο αυτό καλείται να χειριστεί. Η εντόπιση της μεσότητας, ο προσδιορισμός της εντάσεως, ο δείκτης του προσανατολισμού και ο τρόπος εκδήλωσης των παθών επαφίεται αποκλειστικά στην ελεύθερη βούληση του κάθε ατόμου, την αίσθησή του, τις φυσικές προδιαθέσεις του και τους δεδομένους εθισμούς του, αλλά και τις προσπάθειες που κατά τη διάρκεια της ζωής του έχει καταβάλλει ώστε να ολοκληρώσει ένα σχέδιο με το οποίο ανήκει στην ανθρωπότητα∙ ένα σχέδιο που καθορίζει την πορεία του, ώστε από άτομο να αναχθεί σε πρόσωπο, δηλαδή να κατακτήσει την αυτογνωσία του.

Δεύτερο κριτήριο για την εύρεση της μεσότητας είναι το απτό κοινωνικό πρότυπο του φρόνιμου, του κατέχοντος, δηλαδή, την αρετή του ορθού λόγου, ως μέτρου και κανόνα της ενάρετης συμπεριφοράς. Επειδή αυτός, βαθμονομητής του εύρους της μεσότητας, αναμένεται να συναντηθεί σε ένα πλαίσιο μικρών αποκλίσεων γύρο από την ακριβή μεσότητα, την οποία δεν καθορίζει εξαντλητικά ποσοτικά, αλλά προσεγγίζει ποιοτικά. Με αυτό τον τρόπο, ο Αριστοτέλης αποφεύγει να μας δώσει ένα αυστηρά αντικειμενικό ηθικό κριτήριο, ως τιμή ενός μέσου όρου πχ., μεταξύ ακραίων περιπτώσεων δράσεως, αναγνωρίζοντας την προσωπική ετερότητα και την υποκειμενική διαφορετικότητα που αναδύεται από το συνυφασμό των γενετικών εφοδίων του κάθε ανθρώπου με τις επιμέρους εμπειρίες που σημάδεψαν την κοινή, αλλά όχι και ταυτόσημη πορεία του στη ζωή και τον διαμόρφωσαν. Κατανοούμε γιατί ο Αριστοτέλης εμπιστεύτηκε στη φρόνηση, στην αρετή του ορθού λόγου, δηλαδή σε μια διανοητική αρετή, την επικράτηση της ηθικής, αλλά και στις ηθικές αρετές θεμελιώνει τον ορθό λόγο. Έτσι, ηθική και φρόνηση αλληλοεξαρτώμενες, αφού η μια αποτελεί τον φέροντα οργανισμό της άλλης, οδηγούν τον κοινωνικό άνθρωπο στην ευτυχία "συνεύζευκται δε και η φρόνησις τη του ήθους αρετή, και αύτη τη φρονήσει είπερ αι μεν της φρονήσεως αρχαί κατά τας ηθικάς εισιν αρετάς, το δ΄ορθόιν των ηθικών κατά την φρόνησιν".

Η λογική, η ηθική και η αισθητική αποτελούν τις συνιστώσες της ανθρώπινης ευτυχίας και αλληλοσυμπληρώνονται ως κριτήρια επιλογής του αγαθού, του εγγυημένα υπηρετούντος την ανθρώπινη ευδαιμονία. Αυτή, ακριβώς η λεπτή ισορροπία της αρετής ανάμεσα στην ανθρώπινη φύση και την προσωπική ελευθερία, την υπερβολή και την έλλειψη, ανάμεσα στον υποκειμενισμό και την αντικειμενικότητα, στην ατομικότητα και την κοινωνικότητα, αποτελεί το θεμέλιο της ευδαιμονίας. Και αυτή, ακριβώς την εύθραυστη ισορροπία απειλεί η σύγχρονη αγοραία μεταμόρφωση της κοινωνίας, στην οποία επιδιώκεται η σύγχυση της λογικής, με τον καταιγισμό της στέρφας πληροφορίας, η περιφρόνηση του ωραίου, με τις καρικατούρες και τα τερατάκια (: δες Eurovision 2006) που περίσσεψαν στον έντυπο και ηλεκτρονικό τύπο και η ανατροπή του ηθικού, με την παραπλάνηση ότι δεν υπάρχει μια μόνο ηθική και ότι η βιοηθική πρέπει να βρεί διαύλους εισαγωγής της νέας τεχνολογίας, χωρίς επιφυλάξεις και εξορκισμούς, ώστε να μην εμποδίζονται οι ευεργετικές εφαρμογές της νέας γνώσης (της γενετικής και των νέων τεχνολογιών γενικότερα), ενώ το όριο αποδοχής των παράπλευρων δυσμενών συνεπειών τους να τίθεται ως αντικείμενο διαπραγματεύσεων. Ο Βολτέρος πίστευε ήδη ότι υπάρχει μια μόνο ηθική, που αποτιμά τις ανθρώπινες πράξεις ως καλές, εφόσον κατατείνουν στην προστασία και προαγωγή του ανθρώπου και του περιβάλλοντός του και ως κακές, εφόσον κατατείνουν στο αντίθετο, όπως υπάρχει και μια μόνο γεωμετρία, που αποτιμά τις φυσικές διαστάσεις του χώρου μας. Γνωρίζουμε, πράγματι, ότι δεν υπάρχει μια μόνο γεωμετρία. Όπως, όμως καμιά γεωμετρική παραλλαγή δεν αρνείται ότι το άθροισμα των γωνιών ενός τριγώνου είναι ίσο με το άθροισμα δύο ορθών γωνιών, έτσι, και καμιά ηθική παραλλαγή δεν μπορεί να αρνηθεί ότι η αφαίρεση της ζωής είναι πράξη ανήθικη και γι αυτό απορριπτέα, ανεξάρτητα από τις δικαιολογήσεις της και ότι ο θάνατος είναι αποτροπιαστικός και ανήθικος, όσα "ευ" και να του βάλουμε μπροστά του.   

 

III

Η ηθική ως πρακτική έχει τις ρίζες της πολύ βαθειά στο χρόνο. Ήδη από τον 18ο και 19ο αιώνα, ένας ιδιαίτερος κλάδος της φιλοσοφίας, η φιλοσοφία της ιατρικής, που εστίαζε το ενδιαφέρον της στις ηθικές προεκτάσεις της ιατρικής, επικεντρωνόταν στον έλεγχο των μεθόδων παραγωγής αξιωματικών γνώσεων στην ιατρική και τη βιολογία και είχε ασχοληθεί με την διατύπωση όρων όπως η υγεία, η ασθένεια, η αναπηρία κλπ. Η βιοηθική αποτελεί μετεξέλιξη της ιατρικής ηθικής που έχει πραγματική ζωή πολλών αιώνων ακόμη και πριν από τον όρκο του Ιπποκράτη και ορολoγικά εμφανίζεται εδώ και δύο αιώνες με το έργο Medical Ethics του Thomas Percival (1803). Η βιοηθική είναι ένας από τους κλάδους της εφαρμοσμένης φιλοσοφίας που γνωρίζει ιδιαίτερη άνθηση τα τελευταία τριάντα χρόνια μετά την έκλειψη της τεχνικής και ηθικά ουδέτερης μεταηθικής [192]. Ο όρος "βιοηθική" τέθηκε από τον Βαν Πόττερ το 1971 προκειμένου να ανοίξει ένα πλαίσιο έρευνας μεταξύ των ανθρωπιστικών επιστημών, της φιλοσοφίας και των νέων ιατρικών ανακαλύψεων και των τεχνολογικών εφαρμογών που πιέζουν ασφυκτικά να λάβουν θέση στη θεραπευτική και προληπτική ιατρική, καθώς αντίθετα, με την παραδοσιακή ιατρική που ήταν αμιγώς κοινωφελής, οι νέες τεχνολογίες πατενταρίστηκαν αμέσως και κατέστησαν περιεχόμενα διπλωμάτων ευρεσιτεχνίας, δηλαδή εμπορεύσιμα αγαθά.

 Έτσι, μπορούμε να διακρίνουμε δύο περιόδους ιατρικών ανακαλύψεων: [α] πρώτη περίοδος, εκείνη των ‘ηθικών’ ανακαλύψεων, όπου κάθε  εισαγωγή τεχνολογίας ερχόταν απαλλαγμένη δεινών, όπως η ανακάλυψη του μικροσκοπίου, των ακτίνων Χ, που είχαν σαν αποτέλεσμα την επαναστατική προώθηση των διαγνωστικών δεξιοτήτων της ιατρικής, των σουλφαμιδών, της πενικιλλίνης, της στρεπτομυκίνης και των άλλων αντιβιοτικών, που είχαν σαν αποτέλεσμα να κατανικηθούν η φυματίωση, η σύφιλη, η πανώλης, ο τύφος, η ελονοσία, οι σηψαιμίες και, τέλος, της αναισθησίας και της αποστειρώσεως, που είχε σαν αποτέλεσμα να "λυθούν" τα χέρια της χειρουργικής, που έφτασε σε εκπληκτικά επιτεύγματα και, [β] η περίοδος των "εμπορικής χρηστικότητας των ανακαλύψεων" των οποίων η κύρια αποστολή είναι η διάθεσή τους για αποκόμιση κερδών, χωρίς να ελέγχονται για το μέγεθος του συμπαρασυρόμενου με τη χρήση τους κακό.

  Όπως κάθε τι στην ελεύθερη αγορά, έτσι και τα επιτεύγματα της βιοτεχνολογίας πρέπει να πωληθούν και να αποφέρουν υπερκέρδη. Η βιοτεχνολογία, η γενετική τεχνολογία, η γενετική διαχείριση, η διαχείριση της ζωής, είναι ένας συγκερασμός επιστημών και ειδικοτήτων που επιδίδονται σε γενετικές επεμβάσεις με σκοπό τη δημιουργία νέων ζωικών ή φυτικών ειδών: των γενετικά τροποποιημένων  οργανισμών. Η βιοτεχνολογία έχει εφαρμογές στη γεωργία, στην ιατρική, αλλά και στο περιβάλλον. Μ΄αυτόν τον τρόπο, οι ερευνητές ετοιμάζουν τώρα βακτηρίδια ικανά να αποδομούν τα οικιακά απόβλητα [!].

Με τον όρο βιοηθική ορίζεται ο κλάδος της ιατρικής επιστήμης και της φιλοσοφίας που διερευνά τις απαιτήσεις που τίθενται προς τη σύγχρονη ιατρική σχετικά με την υγεία, την ασθένεια, την ανικανότητα, την ορθή προσέγγιση του πάσχοντος και τους τρόπους (και την έκταση;) της παρεμβάσεως. Ο όρος βιοηθική αποτελεί αντιδάνειο από την αγγλική λέξη bioethics, η οποία επικράτησε έναντι του όρου moral, morality, για να περιγράψει τη τέχνη με την οποία μπορεί κανείς να αξιολογήσει τη συμπεριφορά και τις πράξεις του ανθρώπου, ως κοινωνικού όντος. Είναι ένας σύνθετος όρος, το πρώτο συνθετικό του οποίου υποδηλώνει ότι κύριο μέλημά της είναι η προστασία της ζωής και των εξελίξεών της. Προέρχεται από συνένωση δύο ελληνικών λέξεων, της λέξης βίο- [που κατά το "Λεξικόν της Ελληνικής Γλώσσης" σημαίνει τη διάρκεια και τη χρήση της φυσικής ζωής, "επι του σου βίου, δηλαδή κατά τη διάρκεια της ζωής σου", διακρίνει δηλαδή η ελληνική γραμματεία διαφορά μεταξύ της λέξεως βίος [που ορίζεται ως η ζωή των λογικών όντων] και της λέξεως ζωή [που σημαίνει την απλή ύπαρξη όντος τινός]  και της -ηθικός που συνενώθηκαν όχι για να υποδηλώσουν τον ενάρετο βίο, επειδή, όπως είναι αυτονόητο, καμιά ηθική, ούτε καν η έλλειψή της δεν μπορεί να νοηθεί εκτός βίου και μάλιστα εκτός κοινωνικού, συλλογικού βίου, αλλά για να υποδηλώνει ότι πρόκειται για μια ηθική, εποπτευόμενη από την τεχνολογία και την ανεμπόδιστη διάδοσή της.

Η ζωή δεν ταυτίζεται απόλυτα με τον βίο. Ο θάνατος δεν είναι το τέρμα της ζωής, αλλά το τέλος του βίου και τελείωση της ζωής, δηλαδή αρχή μιας άλλης ύπαρξης, μιας πορείας συνάντησης με άλλα πρόσωπα. Είναι, λοιπόν προφανές ότι ο όρος βιοηθική δεν θα ήταν παρά μια νεολεξία, αν βέβαια δεν είχε επινοηθεί για να περιγράψει κάτι άλλο. Και αυτό το άλλο δεν είναι παρά η οριοθέτηση των ανθρωπίνων παρεμβάσεων στον κύκλο και την διάρκεια της ζωής. Οριοθετήσεις, που έχουν τεθεί όχι από κάποια ανεξάρτητη από την πηγή των παρεμβάσεων αυθεντία, όπως ο θεός, ο λόγος, η φύση, αλλά από την ίδια εξουσία που κανοναρχεί τις παρεμβάσεις. Και ο σκοπός της αντικαταστάσεως της ηθικής από τη βιοηθική είναι ακριβώς να διευκολυνθεί ό,τι είναι επιθυμητό να διευκολυνθεί και να απαγορευτεί ό,τι θα μπορούσαμε και χωρίς αυτό. Στα παλαιότερα συγγράμματα ιατρικής πχ., η πρόληψη των ασθενειών διακρινόταν σε πρωτογενή και δευτερογενή. Και για την πρωτογενή πρόληψη υποδεικνύονταν μέθοδοι όπως η τροποποίηση του περιβάλλοντος και η επέμβαση στο γενετικό υλικό, που "είναι ανέφικτη" (και από ηθικής απόψεως μη επιτρεπτή). Το περιεχόμενο της παρενθέσεως είναι μια ηθική επιταγή, η οποία μπορούσε να ισχύει ανενόχλητα, ενόσω η επέμβαση στο γενετικό υλικό ήταν ανέφικτη. Ιδού όμως ότι η επέμβαση στο  γενετικό υλικό είναι ήδη όχι μόνο εφικτή, αλλά και, συχνά, ωφέλιμη. Επιχειρείται να είναι και κερδοφόρα. Επομένως πρέπει να καταστεί και ηθική. Η κοινωνία, η οποία δεν φείδεται κόπων και θυσιών προκειμένου να υλοποιήσει τα οράματά της, καταπιάστηκε με ιδιαίτερη –είναι η αλήθεια- προθυμία να ανασκευάσει το σύνολο του ηθικού πλαισίου μέσα στο οποίο βαθμονομούσε τις διαπροσωπικές σχέσεις της. Αντικατάστησε την ηθική με τη βιοηθική [117], η οποία εμφανίστηκε περίπου ως ένα "κοσμικό –ηθικό- κίνημα", ως ένας "κοσμικός πολιτισμός", βασισμένος είτε στον ορθό λόγο ή στην αναζήτηση μιας φυσικής ποιότητας  -ηδονή, ευδαιμονία, το ένστικτο της αυτοσυντηρήσεως κλπ., προκειμένου να ορισθεί το αγαθό, ή σε κάποιο άλλο αισθητό ή υπεραισθητό σύστημα ψυχολογικών αντιδράσεων, στο οποίο η λέξη "αγαθό" δεν μπορεί να περικλείει κανένα νόημα και πρόκειται για μια ψευδοέννοια με συγκινησιακή μόνο επενέργεια, απότοκη της διαϊδιωματικής (Τξ. Λ. Ώστιν) ή της ενδοϊδιωματικής (Χερ) λειτουργίας της γλώσσας [188].

Αναπτύχθηκε σε αντικατάσταση των αποδυναμωθέντων χριστιανικών οριοθετήσεων που, μέχρι τότε, καθόριζαν σχεδόν το σύνολο των κανόνων της ανθρώπινης συμπεριφοράς, και των σχέσεων του ανθρώπου με τον εαυτό του, τους άλλους και τη φύση. Καθώς η "μεταχριστιανική κοινωνία" απώλεσε το ενδιαφέρον της για την ύπαρξη του Θεού και τη συμβολή του στην υπόθεση της ανθρώπινης σωτηρίας, που κι αυτής το περιεχόμενο μεταβλήθηκε, απολήγοντας σε ριζική κατάργηση όλων των βασικών θρησκευτικών δεσμεύσεων, η βιοηθική, έρχεται πλέον, ως παρακολούθημα της ιατρικής φιλοσοφίας, κι επιχειρεί να οριοθετήσει πλαίσια ορθής ηθικής συμπεριφοράς, το "ορθώς πράττειν", των ιατρών, των νοσηλευτών και των βιολόγων, στους τόπους δουλειάς τους, τα ιατρεία, τα κέντρα υγείας, τα νοσοκομεία, τις ιατρικές σχολές, τα ερευνητικά κέντρα. Καθώς για τους προηγούμενους λόγους, η ηθική, ως φρόνημα [moral], περιέπεσε σε παρακμή, όπως παρατηρεί ο Τζιν Μπέρναρντ, αντικαθίσταται προοδευτικά ως κώδικας ηθικών αρχών [ethics], δηλαδή ως σύνολο επινοημένων κανόνων καλής συμπεριφοράς, που επενδύονται με ιδιότητες επιτακτικότητας, καθολικότητας και αμεριστίας, όπως εξάλλου όλες οι πρακτικές, κοινωνικές, πολιτικές κ. ά., αποφάνσεις μας. Στη βιοηθική, το φρόνημα, δηλαδή ο "βασισμένος στη συνείδηση-στοχασμό", τρόπος του σκέπτεσθαι, για τα πράγματα, έχει αντικατασταθεί από ετεροκαθορισμένα αποσπασματικά επινοήματα. 

Βέβαια, μελετητικό ενδιαφέρον της βιοηθικής δεν είναι μόνο οι σχέσεις της ιατρικής με την κοινωνία και η διαμόρφωση των πλαισίων μέσα στα οποία μπορούν οι σχέσεις αυτές να  εξελίσσονται και να ευδοκιμούν, αλλά γενικότερα, η βιοηθική οφείλει να διαιτητεύσει αφενός μεν ανάμεσα στις πρωτοβουλίες του ανθρώπου στη χρήση των νέων επιστημονικών ανακαλύψεων και εφευρέσεων, που κάτω από ποικιλία επιδιώξεων, σκοπιμοτήτων, ακόμη και επιβουλών εισάγουν εφαρμογές, αλλά και μεθόδους προωθήσεώς τους, και αφετέρου, της υποχρεώσεως περιφρουρήσεως της φύσεως και διατηρήσεως αναλλοίωτου του εσωτερικού, όσο και του εξωτερικού περιβάλλοντος μας. Προοδευτικά, "ο άνθρωπος μεταμορφώνει τον άνθρωπο τριπλά", γράφει ο καθηγητής και μέλος της Γαλλικής Ακαδημίας, Jean Bernard, "με τις μεταμοσχεύσεις, οργάνων, τις μεθόδους γενετικής τεχνολογίας και με φάρμακα που μετατρέπουν τις εγκεφαλικές λειτουργίες, έτσι, που, η παλαιά ηθική του Ιπποκράτη πρέπει να αντικατασταθεί από μια ενεργό ηθική που θα διέπει τις σχέσεις του ανθρώπου με το περιβάλλον του". Ο άνθρωπος απέδειξε ότι διαθέτει την οξυδερκή δεξιότητα να το υποβαθμίζει, να το καταναλώνει, κάποτε και να το ατιμάζει. Είναι καιρός, τώρα, να μας αποδείξει ότι μπορεί και να το σέβεται, να το αναβαθμίζει, να το καθιστά ευνοϊκότερο για την στέγαση των επόμενων ενοίκων του. Η βιοηθική δεν είναι μεταφυσική, αλλά πραγματιστική επιστήμη.

Προοδευτικά, επομένως, κερδίζει έδαφος μια εναλλακτική προσέγγιση του ορισμού της βιοηθικής σύμφωνα με τον οποίο είναι η επιστήμη που ασχολείται με την αξιολόγηση της συμπεριφοράς και των πράξεων του ανθρώπου προς την κατεύθυνση να μην εμποδίζονται οι ευεργετικές εφαρμογές τις νέας γνώσης (της Γενετικής και των νέων τεχνολογιών γενικότερα) και να περιορίζονται οι κίνδυνοι από τις βλαβερές συνέπειές της. Είναι σαφές ότι στην βιοηθική δεν ανατίθεται η εξουσία να θωρακίζει την κοινωνία έναντι των βέβαιων κινδύνων των αγοραίων νέων τεχνολογιών, ούτε καν της παρέχεται η δυνατότητα του μερικού, έστω, περιορισμού τους. Ό,τι μπορεί να κάνει η βιοηθική, μια ηθική χωρίς αναφορά σ΄ένα συνειδησιακό σύστημα, από το οποίο θα μπορούσαν να εκπορεύονται τύψεις, καταταντάει ένα καταγγελτικό κείμενο, το οποίο έχει την αξία βιβλίου παραπόνων: λαμβάνονται υπ΄όψη, αλλά δεν υποχρέωνει κανένα σε λήψη μέτρων και ανάληψη δράσεων για άρση των "κακώς κειμένων" που προκαλούν τα παράπονα. Σε τελευταία ανάλυση, η μόνη πρωτοβουλία που μπορεί να πάρει η βιοηθική είναι να υποδείξει, μέσω των ειδικών Επιτροπών της, στις νομοπαρασκευαστικές Επιτροπές όσους πιθανούς κινδύνους ελλοχεύουν από τη καταιγιστική προέλαση της τεχνολογίας. Εκείνες, ακολούθως, θα διαμορφώσουν νόμους και θεσμούς, με τους οποίους θα περιχαρακώνονται οι διαιτησιακές απαιτήσεις της σ΄ ένα απαραβίαστο πλαίσιο αυτονομίας και ελεύθερης διακινήσεως των αγοραίων αγαθών. Προοδευτικά, καθίσταται εμφανέστερο ότι τα οικονομικά της υγείας και δημόσιας ασφάλισης, που καθορίζονται από τον ολοένα μεγαλύτερο περιορισμό πόρων εν όψει της ολοένα ευρύτερης ζητήσεως, υπαγορεύουν τη διαμόρφωση των κανόνων της βιοηθικής, στο μέτρο των διακυμάνσεων του κόστους παροχής υπηρεσιών, αλλά και της επιμέλειας εξασφαλίσεως ευνοϊκών συνθηκών κατασκευής, διακινήσεως και διαθέσεως εμπράγματων αγαθών, σε βαθμό που δίνεται η εντύπωση ότι μαίνεται μια διαρκώς διογκούμενη διαμάχη μεταξύ των τομέων υγείας και οικονομικών.  "Θα πρέπει να είμαστε προσεκτικοί και να μην υποτιμούμε τις δυνατότητες σύγκρουσης μεταξύ της προόδου της έρευνας που στηρίζεται ή εξυπηρετεί οικονομικά δεδομένα και της έρευνας που εξυπηρετεί τη βιοηθική", ανέφερε ο Πρόεδρος της Διεθνούς Εταιρείας Βιοηθικής στο IV Παγκόσμιο Συνέδριο Βιοηθικής, μόλις το 1998. Όπως είναι ευνόητο, ο βαθμός ανοχής που θα δεξιώνει την ελεύθερη διακίνηση αγοραίων αγαθών, μπορεί να αυξομειώνεται, ανάλογα με την "ωρίμανση" της κοινωνίας, παράλληλα με τις συνακόλουθες οικονομικές, πολιτικές και πολιτισμικές αντιλήψεις που παράλληλα αναδιαμορφώνονται τεχνηέντως. Αναφερόμενος στις "ανώνυμες δυνάμεις της ελεύθερης αγοράς", που κυβερνούν τη βιοηθική, ο Πρόεδρος της Παγκόσμιας Εταιρείας Βιοηθικής τόνισε πως δεν υπάρχει τίποτε πιο "βολικό" από την χωρίς προσκόμματα επιδίωξη του βιομηχανικού και εμπορικού επεκτατισμού που φέρνει τη σφραγίδα της βιοηθικής ή ενός βιοηθικολόγου. 

Προωθείται ο ισχυρισμός ότι "μόνο μια ηθική-φιλοσοφική διάσταση της χρήσης της τεχνολογίας μπορεί να διασφαλίσει την αξιοποίησή της". Όχι δεν μπορεί! Γιατί οι ηθικοφιλοσοφικές προτάσεις μπορούν μόνο να προτείνουν τρόπους συμπεριφοράς· δεν τις επιβάλλουν κιόλας. Τις ηθικές του αρχές ο άνθρωπος τις ανακήρυξε άλλοτε με βάση την παραδοχή της απόλυτης αυθεντίας του θεού ή του μονάρχη και άλλοτε με βάση την υποταγή στη αυθεντία της φύσης. Ο σύγχρονος άνθρωπος, όμως, αδιαφορώντας για τη μεταθανάτια μοίρα του προς χάρη της προθανάτιας ευδαιμονίας του και καταργώντας τις άμεσες και αμοιβαίες δεσμεύσεις του με τη φύση, από την οποία αντλούσε καθοδήγηση και στις επιταγές της οποίας συμμορφωνόταν, μέχρις ότου κατενόησε όλα ή τα περισσότερα, όπως πιστεύει, μυστικά της, έχασε επίσης και τα ηθικά του ερείσματα. Και οι δύο αυθεντικές πηγές υπήρξαν "σιωπηλές" αυθεντίες και δεν αποτελούσαν πηγές εξουσίας, δεν αποφάσιζαν για τίποτε, δεν έδιναν εντολές και δεν επέβαλαν κυρώσεις στους ανυπάκουους. Όντας εγκλωβισμένος στις τεχνολογικές διευθετήσεις της καθημερινότητάς του –μια καθημερινότητα που άφησε να σχεδιασθεί συγκεντρωτικά- δεν έχει πλέον ανάγκη καμιάς αυθεντίας. Ατιμωρητί δεν υπακούει πουθενά· και η ηθική δεν επιβάλλει ποινές.

Ταυτόχρονα, εμφανίζεται η σύγχρονη βιοηθική, η οποία αναζητά άλλου είδους διαχείριση των κοινωνικών σχέσεων και αρκείται στην άσκηση διαιτησίας επί των αναφαινομένων συγκρούσεων, απ΄ ό,τι η "παραδοσιακή" ηθική που απαιτούσε απολογιστική αναφορά σε μια αυθεντία. Η ηθική, πχ., απαγορεύει κάθε κακοποίηση του περιβάλλοντος, το οποίο θεωρεί ότι ο καθένας το "δανείζεται" από τους απογόνους του και δεν το κληρονόμησε από τους προγόνους του. Οφείλει, επομένως, να το "επιστρέψει" σε όποια καλή κατάσταση το παρέλαβε.  Με τη βιοηθική το μέτρο της βλαπτικής επιδράσεως των ανθρώπινων επινοημάτων επί του εαυτού του και του περιβάλλοντός του, ορίζοντας, πχ., όρια ασφαλείας των ατμοσφαιρικών ρύπων καθίσταται αντικείμενο διαβουλεύσεων. Με απλά λόγια, η βιοηθική αναπτύσσεται με την επιταγή π.χ., να διευκολύνει την απρόσκοπτη διάχυση των νέων τεχνολογιών, σ΄ένα πλαίσιο ελεύθερης διαπραγματεύσεως των συγκεντρώσεων ατμοσφαιρικών ρύπων, πριν από τα οποία κάθε βλαβερή συνέπεια θα γίνεται αποδεκτή και μόνο μετά τα οποία θα διώκεται ως έγκλημα κατά της ζωής ή της φύσης. Είναι, όμως, βέβαιο, ότι το "ευκίνητο" και "ευπροσάρμοστο" αυτό όριο θα καθορίζεται από την κυρίαρχη ιδεολογία και τις κάθε φορά επικρατούσες συγκυρίες των συσχετισμών δυνάμεων μεταξύ της αγοράς και της κοινωνίας. Η βιοηθική οφείλει να διευκολύνει την κοινωνία να καταστεί ολοένα ανεκτικότερη, αλλιώς παρακάμπτεται. Έτσι, η βιοηθική εμφανίζεται περισσότερο διαλλακτική έναντι μιας ρευστότητας, που προκάλεσε και συνεχίζει να επιδεινώνει η αλματώδης πρόοδος της τεχνολογίας και της γενετικής, αλλά και η ταυτόχρονη διάθεσή τους μέσα από την ιδιωτική επιχειρηματική δραστηριότητα, οι υλικές και ηθικές συνέπειες της οποίας δεν έχουν ακόμη πλήρως αποτιμηθεί. Εμφανίζεται, πράγματι, ανεκτικότερη σε αντιλήψεις που θα μπορούσαν να ερμηνευτούν ως αποκλίσεις από το όραμα της ανθρώπινης ευτυχίας, της εκριζώσεως του ανθρώπινου πόνου, της ανέχειας και της εκμεταλλεύσεως ανθρώπου από άνθρωπο, στο όνομα των οποίων υποτίθεται ότι αφιερώθηκαν όλα τα θαύματα των καιρών μας. Για άλλη μια φορά προετοιμάζεται η ανθρωπότητα να υποκύψει στη βούληση της δυνάμεως, τώρα με την Τρίτη, μετά την αγροτική και βιομηχανική, επανάσταση: τη γενετική επανάσταση.

"Εργαζόμενη" με βάση την αρχή της "διπλής συνέπειας", κατά την οποία "ουδέν καλόν αμιγές κακού", η βιοηθική επιχειρεί ουσιωδώς να αποφανθεί ισορροπώντας ανάμεσα στο εμπρόθετο "καλό" και το αναπόφευκτο "κακό" αποδεχόμενη ένα σχετικά περιορισμένης εκτάσεως "κακό", με την προσδοκία να προσφερθεί στην ανθρωπότητα ένα ευρύτερης εμβέλειας "καλό". Η βιοηθική διευκολύνει την προσήκουσα επιλογή κι επιχειρεί οριοθετήσεις των δυσμενών κοινωνικών συνεπειών της τεχνολογίας και σύγχρονης επιστήμης, ώστε να μην εμποδίζονται οι ευεργετικές εφαρμογές τους και εποπτεύει  τη λήψη των αναγκαιούντων μέτρων περιορισμού των δυσμενών αυτών συνεπειών και των κινδύνων που συνεπάγονται.

H ηθική, αντίθετα, ως πραγματιστική επιστήμη, συνιστά ένα αξιακό κώδικα, με ορθολογικό ή μεταφυσικό υπόβαθρο, που θεωρεί την επιστημονική  γνώση όχι ως αυτοσκοπό, αλλά ως μέσο για να προσεγγισθεί ο μοναδικός σκοπός, η υπέρτατη αξία, το κυρίαρχο αγαθό, που είναι η ανθρώπινη ευτυχία. Η παραδοσιακή ηθική δεν διολισθαίνει σε εκπτώσεις, δεν συμβιβάζεται σε συμψηφισμούς και απορρίπτει αναφανδόν ένα οποιοδήποτε "παραδεκτό" που έρχεται ως σύμφυρμα με το "απαράδεκτο".

 

 

ΙV

Ποινές επιβάλλει μόνο το δίκαιο στις παραβιάσεις του. Αλλά το δίκαιο ευδοκιμεί μόνο σε σταθερό περιβάλλον και κάθε απότομη αλλαγή στις κοινωνικές, οικονομικές, πολιτισμικές ή τεχνολογικές συνθήκες, που προκαλούν αναταράξεις στο περιβάλλον αυτό, θέτει το δίκαιο σε μειονεκτική κατάσταση ή έκδηλη αμηχανία. Η συνηθισμένη υστέρηση της προσαρμογής των νομικών κανόνων απέναντι στις καταιγιστικές μεταβολές της πραγματικότητας, που προκαλεί η εισαγωγή νεωτερισμών της τεχνολογίας αιχμής, όπως, οι συνέπειες από τη διάδοση των γενετικά τροποποιημένων οργανισμών, οι επεμβάσεις στο γενετικό κώδικα των ανθρώπων, η κλωνοποίηση, το χημικό και γενετικό ντόπιγκ, η διάθεση νέων υλικών, των υλικών του μέλλοντος, των νανοϋλικών, η τεχνητή νοημοσύνη, οι DNA υπολογιστές, οι μοιριακοί υπολογιστές ή, ακόμη, υβρίδια μεταξύ βιομηχανοποιημένων προϊόντων και νευρικών ιστών, όπως τα βιολογικά μικροτσίπς, δεν αποτελεί, παρά σύμπτωμα αυτής της εγγενούς αδυναμίας του δικαίου να ανταποκρίνεται έγκαιρα στα ερεθίσματα του περιβάλλοντός του. Με τις καταιγιστικές μεταβολές στην τεχνολογία αιχμής και την ραγδαία και συνεχιζόμενη επέκταση του βιοκυβερνοχώρου, που έχει ήδη λάβει πλανητικές διαστάσεις, με τον ασφυκτικό εναγκαλισμό του διαδικτύου από κέντρα ιδιωτικής εξουσίας, διαμορφώνουν ένα αφιλόξενο περιβάλλον για το δίκαιο, το οποίο συλλαμβάνεται ανέτοιμο να αντιμετωπίσει προβλήματα μέσα στο καινούργιο αυτό περιβάλλον της τεχνολογίας και του κυβερνοχώρου. Η πνευματική ιδιοκτησία, τα πρoσωπικά δεδομένα, η ελευθερία επικοινωνίας, η ισότιμη πρόσβαση στην πληροφορία, το πατεντάρισμα γονιδιακών συγκριμάτων ή του συνόλου του γενετικού κώδικα οργανισμών, η εγκληματικότητα επιβάλλουν νέες διαστάσεις στον κυβερνοχώρο, απαιτώντας νέες ρυθμίσεις, που η φαντασία του νομοθέτη αποδείχτηκε ανεπαρκής να προκαταλάβει, με αποτέλεσμα μια διαρκώς εντεινούμενη διάχυση ενός αισθήματος ανασφάλειας, που έρχεται να συμπληρώσει και να ισχυροποιήσει το σύστημα συγκυτιακού εγκλωβισμού που επιχειρήθηκε να συζητηθεί στο πρώτο κεφάλαιο. Πολλοί αναρωτιόνται μήπως η δικαιική παρέμβαση στον κυβερνοχώρο δεν είναι σκόπιμη. Μήπως πράγματι ο κυβερνοχώρος αποτελεί χώρο ελεύθερο δικαίου, σύμφυτο προς την άναρχη φυσιογνωμία του [180]. Το γεγονός ότι εισάγονται καινοφανείς δράσεις και άρα νέου τύπου παραβατικές επινοήσεις, που δεν ήταν δυνατόν να προβλεφθούν σ΄ ένα δίκαιο που, επιπλέον, έπαψε να αναφέρεται στη φύση και την προστασία της και, τώρα, εξυπηρετεί άλλες αυθεντίες προς τις οποίες συγκλείνουν και υποκλείνονται και η (βιο)ηθική και  το δίκαιο. Έτσι, ο άνθρωπος υποταγμένος στην εξουσία της απόλυτης αυθεντίας της αγοράς αναφέρει τις πράξεις του στο επίπεδο, και σ΄αυτό μόνο, που του αποφέρουν οικονομικό όφελος, που υπηρετούν την αλυσίδα παραγωγή-κατανάλωση.

 Ούτε από αντιτεχνολογική υστερία είναι επιτρεπτό να καταληφθούμε ούτε θα ήταν δυνατόν επίσης να απορρίψουμε τα οφελήματά της, καθώς σε μια τέτοια περίπτωση θα χαρακτηριζόμαστε ανεδαφικοί. Τί είναι, όμως, αυτό που κρύβεται πίσω από τις όψεις; Είναι η κερδοσκοπία. Σκεφτείτε πόσα ακριβά φάρμακα αποσύρρονται μόνο και μόνο επειδή δεν είναι όσο γίνεται ακριβότερα και αντικαθίστανται από άλλα, όχι εξασφαλισμένα μεγαλύτερης θεραπευτικής  αποδόσεως, αλλά οπωσδήποτε αποφέροντα μεγαλύτερα υπερκέρδη στις φαρμακοβιομηχανίες, την ίδια ώρα που καταργούνται τα κράτη πρόνοιας, λόγω δισβάστακτων εξόδων, περιορίζονται δραστικά οι παροχές υγείας, μειώνεται το προσωπικό στα Νοσοκομεία και τα Ταμεία Υγείας, καθώς το ένα μετά το άλλο διολισθαίνουν σ΄ένα σύστημα δράσεως "ελεύθερης οικονομίας΄ όπως το λένε. "Ελεύθερη οικονομία", όμως, θα πει οικονομία με αποκλειστική και εμμενή επιδίωξη την αύξηση των κερδών όχι την παροχή υπηρεσιών∙ θα πει απαλλαγή από κάθε υποχρέωση κάθε σκέψη κοινωνικής προσφοράς, θα πει δραστική μείωση του κόστους. Και η δραστική μείωση του κόστους, ως αέναη, χωρίς όρια επιδίωξη, δε συνιστά παρά αναζήτηση νέων μεθοδολογιών ικανοποιήσεώς της. Έτσι, μόνο, μπορεί να ερμηνευτεί η εμμένεια της σύγχρονης κοινωνίας να νομοθετήσει μορφές επιδωγμένου θανάτου. γιατί μπορεί, ίσως, η κοινωνία να αραδιάσει σειρά πειστικών επιχειρημάτων για τη νομιμοποίηση της ευθανασίας, αλλά δεν μπορεί να αρθρώσει ούτε ένα λόγο που να δικαιολογεί την ευθανασία ως κοινωνική πρακτική, ούτε ένα λόγο πέρα από την επιδίωξη περιστολής εξόδων σ΄ένα περιβάλλον ένδειας πόρων.

 

[1] Adam Smith (1723-90): Σκοτρζέσος οικονομολόγος και φιλόσοφος. Θεωρείται ο κύριος θεμελιωτής της νεώτερης πολιτικής οικονομίας και του οικονομικού φιλελευθερισμού