ΕΥΘΑΝΑΣΙΑ - η διαχείριση της ζωής και του θανάτου - η βιοπολιτική εικόνα του σύγxρονου ανθρώπου

Στη σημερινή εποχή το ενδιαφέρον για την ευθανασία έχει κορυφωθεί για πολλούς λό­γους, μεταξύ των οποίων οι στρεβλώσεις των αντιλήψεων της μετα-σύγχρονης δυτικής κοινωνίας περί της υγείας και των εκπτώσεών της, περί  της κοσμικής αποστολής του ανθρώπου και της στάσεώς του έναντι του θανάτου. Από τη  σύγχρονη εικόνα του ωφέλιμου και αποδοτικού ανθρώπου, δηλαδή του εγκλωβισμένου στην παγίδα της ακατάληκτης παραγωγής και ακαταπόνητης καταναλώσεως, έχουν πλέον εκλείψει τα χαρακτηριστικά της κοινωνικότητας, της συμπόνιας, της συνδρομής του ενός στα προβλήματα του άλλου, της αλληλεγγύης, της φιλαλληλίας. Ο σύγχρονος άνθρωπος, μέλος, της αγοραίας μεταβιομηχανικής κοινωνίας, παύει πλέον να ορίζεται ως "πολιτικό όν", ορισμός, που μετά κοπιώδη πορεία συνέβαλε καταλυτικά στην απελευθέρωση των εγγενών δυνάμεων, που μαστόρεψαν τον πολιτισμό του, κατέστησαν απαραβίαστη την ατομική του ανεξαρτησία και αξιοπρέπεια, θωράκισαν τα όρια της επικράτειάς του και κανονάρχισαν τη δημιουργική του πορεία στην τελειοποίηση. Τα κοινωνικά Συμβόλαια, οι Οικουμενικές Διακηρύξεις  και οι Διεθνείς Συνθήκες ειρηνικής και δημιουργικής συνυπάρξεως ατόνισαν, παρακάμφθηκαν, περιφρονήθηκαν ή αναπεριγράφτηκαν ως ψευδο-έννοιες, που δεν υπαγορεύουν πλαίσια αποφάνσεων επί του δέοντος γενέσθαι, αλλά έκφραση ψυχολογικών διαθέσεων και διπλωματικού τύπου ευχολόγια, χωρίς να δεσμεύουν κανένα για την τήρησή τους και χωρίς να επιβάλλονται κιρρώσεις για την αθέτησή τους. Πρυτανεύουν νόμοι και "συνήθειες", με τις οποίες τίθεται υπό διαπραγμάτευση κάθε ενέργεια, που θα όφειλε να απαγορευτεί, ως βλαπτική για το δημόσιο συμφέρον, ενώ διακρίνεται μια τάση επιφυλακτικότητας, έναντι κάθε παραλείψεως, που θα συνεπαγόταν την εξυπηρέτησή του. Μεγάλη αναλογία των προβλημάτων είναι είτε τεχνητά κατασκευάσματα, που αποσκοπούν στο να ακινητοποιούν τον πολίτη στο συγκυτιακό δίκτυο, που τον εγκλώβισαν και των οποίων η παρουσία αναγορεύει τις επιδιώξεις κάποιων σε εκτεταμένες συναινέσεις όλων, ενώ, ανίθετα, η πιθανή επίλυση αληθών προβλημάτων, που κατατρύχουν την κοινωνία, έχει ήδη εκτεθεί στις προθήκες της αγοράς∙ είναι εμπορεύσιμα αγαθά, έτσι, ώστε, έχοντα ανταγωνιστική αξία, δεν μπορούν να είναι συνεισφορά, που προϋποθέτει συναδέλφωση και συνεργασία μεταξύ των πολιτών. Αυτών των πολιτών, που έχουν καταστεί υποτελείς και υπόχρεοι έναντι μιας αγοραίας οικονομικής ολιγαρχίας, που απορρίπτει περιφρονητικά, ως αδρανές φορτίο, ως αντικείμενο που έφτασε την ημερομηνία λήξεώς του, κάθε περίπτωση αναξιοπαθούντος συνανθρώπου μας, που η ανίατη νόσος, η εξαρτημένη διαβίωση από συσκευές υποστηρίξεως και περιποιήσεις τρίτων, τον έχουν θέσει εκτός παραγωγικής δράσης και τον προκαλούν να δοκιμάσει τις αλληλεγγυητικές, προνοιακές και υποστηρικτικές υποσχέσεις μιας κοινωνίας, που καταβάλλε­ται ήδη από τις δυσμενείς συνέπειες της απορρυθμισμένης οικονομίας της. Αυτών των πολιτών που έχουν ορισθεί να είναι άβουλοι θεατές μιας δημοκρατίας, που προοδευτικά αποποιείται κάθε διατιθέμενου τρόπου εγγυήσεως βασικών δικαιωμάτων, παροχής κοινωνικής προστασίας, υποστηρίξεως προνοιακών προγραμμάτων και ισότιμης επιβολής δικαίου και καθίσταται αφερέγγυα, καθώς απεμπολεί τη μια μετά την άλλη τις υποχρεώσεις της και μεροληπτεί απροκάλυπτα υπέρ της κατίσχυσης μιας δεσποτικής οικονομίας, που την είπανε "ελεύθερη οικονομία της αγοράς".

Τα μεγάλα προβλήματα που κληροδότησε η αχαλίνωτη αγορά σε μια κοινωνία που παραμένει άνευρη, παθητική και εσωστρεφής, μπορούν να ομαδοποιηθούν ως εξής: ο υπερπληθυσμός∙ η καταστροφή του φυσικού περιβάλλοντος· η κατασπατάληση των μη ανανεώσιμων πηγών ενέργειας∙ η σύγχυση που προκάλεσε η καταιγιστική διάθεση προϊόντων αιχμής∙ η απώλεια της ευαισθησίας, της αλληλεγγύης, και η αντικατάστασή της από την απομόνωση, την παθητικότητα και τη βία.  Μέσα σ΄ αυτά τα απαξιωτικά για την ανθρώπινη υπόσταση πλαίσια, προωθείται η "διαχείριση της ζωής", με τον φαινοτυπικό έλεγχο των γεννήσεων και τον ευθανασιακό έλεγχο του θανάτου.     

I

 “Κάθε όν, τείνει να  διατηρηθεί ως όν” υποστηρίζει ο Σπινόζα στο τέταρτο μέρος της «Ηθικής» του και ο del Valle συμπληρώνει ότι "κάθε άνθρωπος, ως άνθρωπος τελεί υπό τη διακαή επιθυμία της υπαρξιακής του πληρότητας". Την ίδια ή και μεγαλύτερη σημασία, όμως, δίνουμε στο γίγνεσθαι, στην εξέλιξη και, στην πραγματικότητα, μόλις που πιστεύουμε ότι το όν είναι μια έννοια που μπορεί να δικαιολογεί την ύπαρξή μας, επειδή χωρίς τη δυνατότητα της εξελίξεως, κανένα όν δεν θα μπορούσε να υπάρχει. Ο άνθρωπος, λοιπόν είναι ένα όν, σε μια τροχιά διαρκούς εξελίξεως και τελεί υπό την ακατάβλητη τάση της πληρότητάς του. Όπως υποστηρίζουν τόσο ο Ρουσσώ, όσο και ο Κάντ ο άνθρωπος έχει την εγγενή τάση και την ικανότητα να προοδεύει [144] στο διηνεκές, δηλαδή να αγωνίζεται, ως άτομο για την πρόοδο και την ανέλιξη και τα αποτελέσματα των αγώνων του να τα καρπώνεται ως γένος και είδος. Αυτή η σπαραχτική προέλαση που στιγματίζεται από την προσπάθειά του να αναχθεί σε αυτό, που ακόμη δεν είναι και σχεδιάζει να γίνει, διατυπώθηκε παραστατικά από τον Φίχτε (: "το μεν ζώο είναι αυτό που είναι, ενώ ο άνθρωπος είναι αυτό που οφείλει να είναι"), ως πρόταση, που θα εμφανιστεί ακόμη και στον υπαρξισμό του Σάρτρ (: ο ορισμός του ανθρώπου ως σχεδίου). Η διαρκής τάση για ασφάλεια, ελευθερία, πρόοδο, δημιουργία, ανέλιξη σπρώχνει τον άνθρωπο να αγωνιστεί ατομικά και συλλογικά προς υπερνίκηση της υπάρχουσας πραγματικότητας για χάρη μιας καλύτερης. 

Δικαιολογημένα, λοιπόν στέκεται απεγνωσμένος έναντι της ανίατης αρρώστιας, που δεν ήταν στις "συμφωνίες" του, όταν ερχόταν στη ζωή, η οποία όχι μόνο μεταβάλλεται, αλλά αίρεται κιόλας (vita mutatur non tollitur). Η ανθρώπινη απόγνωση έναντι της "ασθένειας προς θάνατο", όπως την περιγράφει ο Κίρκεγκορ [122]del Valle συμπληρώνει ότι «, εντάσσοντάς τη στα πλαίσια της καθαρής υπαρξιακής σχέσης του ανθρώπου με τον εαυτό του, είναι μια κατάσταση, που έρχεται ως απόρροια της προσβολής του ανθρώπου από μια θανατηφόρο αρρώστια και κατά την οποία "θέλει να μην είναι αυτό που ήδη είναι ή, για να το πούμε πιο απλά, αυτό που ήδη ‘κατάντησε’ να είναι". Κάθε άνθρωπος επιθυμεί αυτό που του φαίνεται καλό και αποφεύγει αυτό που του φαίνεται κακό, αλλά αυτό που αποφεύγει πάνω απ΄όλα είναι η αρρώστια και ο θάνατος, το χείριστο από τα φυσικά δεινά. Το πρόβλημα του θανάτου είναι, βέβαια, το πρωταρχικό πρόβλημα στη διάρκεια της ζωής κάθε ανθρώπου. Μόνο, όμως, στη σχέση του με μια σωστή κατανόηση της ζωής μπορεί να κατανοηθεί σωστά. Ο άνθρωπος θα προσπαθήσει να αποφύγει τον θάνατο, να τον αγνοήσει, να τον πολεμήσει[1], να τον ανεχτεί και κάποτε μαγικά να τον νικήσει. Αγωνίζεται για μια πληρέστερη ζωή, παράλληλα με την επίγνωση ότι αντιμετωπίζει το θάνατο, και επιδιώκει να ενώσει τη δράση του με τη δημιουργική και κοινωνικά χρήσιμη εργασία των άλλων ανθρώπων, χωρίς να τελεί υπό τον ασφυκτικό εναγκαλισμό του φάσματος του θανάτου, τον οποίον απωθεί, αλλά γνωρίζει, και μάλιστα καλά, ότι και η ζωή έχει την υπέρβασή της: ο θάνατος είναι ένα είδος της. Η αποκάλυψη του θανάτου ως κοινού κλήρου των ανθρώπων οδηγεί στην αυτογνωσία της περατότητάς του, στη βίωση της αφόρητης προσωρινότητάς του, στην εμπειρία της ματαιότητάς του, που τον διαποτίζει με πανικό και το προαίσθημα ότι οι σωματικές του εφεδρείες δεν είναι ποτέ αρκετά επαρκείς, ότι όλες οι προσπάθειες για συμβίωση, κοινωνική συναλλαγή και δημιουργία ακυρώνονται από το θάνατο, που επιβάλλει την οριστική μοναχικότητα. Το αντικείμενο της περισυλλογής του είναι η μέριμνα για το θάνατό του. "Ενώ στοχαζόμουν να μάθω πως να ζω στο τέλος είχα εξασκηθεί πως να πεθάνω", σημείωνε κάπου ο Λεονάρντο Ντα Βίτσι. Και βέβαια, η ζωή και ο θάνατος δεν αλληλοαναιρούνται, μια και είναι διαταγμένα σαν κρίκοι μιας αλυσίδας, έτσι, που για να πεθάνει κάποιος πρέπει, προηγούμενα, να έχει ζήσει και, αντίθετα, για να ζήσει πρέπει προηγούμενα να έχει αποδεχτεί τη νομοτέλεια του θανάτου. Στα αποτελέσματα αυτής της "εξασκήσεως" συγκαταλέγεται και η πρόθεσή του ανθρώπου να αποκοπεί από τη φύση, που του παρείχε μόνο αμυντικές δυνατότητες αυτοσυντηρήσεως, έναντι άπειρων επιβουλών, βίας και πόνου, αλλά, κυρίως, του επελαύνοντος θανάτου και να περάσει στον πολιτισμό, που του εγγυήθηκε ανέλιξη και απόλυτη κυριαρχία στη μοίρα του.  Έτσι, έχει  δομηθεί η ιστορία του, με την οποία εκφράζεται το συνολικό έργο, που δημιούργησε η ταγμένη στην ατελεύτητη τελειοποίηση ανθρωπότητα και η οποία σχηματοποιεί την παιδευτική του δραστηριότητα κι εποπτεύει τον πολιτισμό του – μια ιστορία που ανήγγειλε τη ρήξη του με τη φύση και ταυτόχρονα την ίδρυση της πολιτικής. Έτσι έχει σχεδιαστεί η πορεία της ανθρωπότητας, που αποβλέπει σε μια συνεχή εξέλιξη με προορισμό την ευτυχία, στην οποία θα φτάσει κάποτε, όταν επιτύχει να ενσωματώσει την κοινωνικότητα, τη συλλογικότητα και την ανθρωπιά σε κάθε ανθρώπινη υπόσταση, σε βαθμό, όπως η αναπνοή ή το βάδισμα. Μια  τέτοια κατεύθυνση αναμένεται να έχει η ανθρωπότητα εφόσον δεν αποτύχει στις προσπάθειες εξελίξεώς της, πράγμα για το οποίο υπάρχει μια ελαφρά επιφύλαξη.

Ο άνθρωπος μέλος μιας κοινωνίας στην οποία εντάσσεται έχοντας διαμορφώσει ένα σχέδιο συμπεριφοράς, και υπακούοντας σ΄ένα προσωπικό νόμο κινήσεως, άλλο μέλημα δεν έχει παρά την προσέγγιση της ευημερίας, της ευτυχίας. Όλες οι εμπειρίες, οι παραδόσεις, οι εντολές και οι νόμοι δεν αποτελούν παρά επιτυχή ή ατυχή εγχειρήματα προς ευόδωση αυτής της επιδιώξεως. Ο νόμος κίνησης του ξεχωριστού ατόμου και του συνόλου δεν αποσκοπεί παρά στην επίτευξη της μεταβάσεως από μια κατάσταση μειονεξίας σε μια πλεονεκτικότερη κατάσταση. Αυτό είναι ένα απαρασάλευτο ρεύμα, από τον οποίο δεν μπορεί να παρεκκλίνει, είναι ο σκοπός της τελειότητας. Πράγματι, ο άνθρωπος μπορεί, με τις δικές του δυνάμεις και την ευνοϊκή συγκυρία, να διαπλάσσει μια προσωπικότητα και να διαμορφώσει το νόμο κίνησής του μέσα στη ζωή, εφόσον, βέβαια, δεν προσβάλλει τα δικαιώματα των άλλων και δεν παραβιάζει το Σύνταγμα και τα χρηστά ήθη. Από εδώ και πέρα, η στάση του στη ζωή, τα αισθήματά του, οι αποφάσεις και οι ενέργειές του καθορίζονται από τον κινητικό νόμο που έχει υιοθετήσει και διαμορφώνουν ένα "πρόγραμμα ζωής", που περιβάλλεται από ένα σύνολο γνωμών, με τις οποίες συμπληρώνεται και μορφοποιείται το γενικότερο σύνολο της συμπεριφοράς του, αλλά ταυτόχρονα προσαρμόζεται στις επιταγές της "κοινής λογικής" που τον απαλλάσσει από υπερβολικές προσπάθειες αυτοσυντήρησης, απότοκες ενός απώτερου αισθήματος ανασφάλειας και κατωτερότητας.

Στο ότι ο άνθρωπος είναι στραμμένος προς την τελειότητα, την ανάταση, την πληρότητα δεν αμφιβάλει κανείς. Κατά τον Άντλερ άνθρωπος σημαίνει να αισθάνεται κατώτερος, ατελής, όχι τελειωμένος, αλλά τελειούμενος, ότι ευρίσκεται στην εξέλιξη μιας επίπονης διαδικασίας τελειώσεως [132]. Αυτό επιβεβαιώνεται ακόμη και από τη λέξη που διαλέχτηκε για να περιγράψει το ιδιότυπο αυτό όν [άνω θρώσκω=κοιτάει ψηλά∙ δεν είναι εκεί που κοιτάει, αλλά εκεί που κοιτάει, εκεί θέλει να  φτάσει]. Η τόξευση του ανθρώπου είναι προς τον ουρανό, ποτέ προς τη γη, γι αυτό και κατατρύχεται από ένα αίσθημα ανεπάρκειας, διεκδίκησης, όχι μόνο όσο εκκρεμεί ένα πρόβλημα, μια ανάγκη που δεν λέει να ικανοποιηθεί, μια ένταση που δεν  εκτονώνεται, αλλά ως ειδοποιό χαρακτηριστικό της συγκεκριμένης συνθέσεώς του. Και αυτή η τάση υπερνικήσεως δεν εκτονώνεται, επειδή ούτε το στόχο του πετυχαίνει ούτε και αυτός ο στόχος είναι στατικός, καθώς ο άνθρωπος επιχειρεί την υπερνίκηση σ΄ ένα πολύμορφο και διαρκώς μεταβαλλόμενο εξωτερικό κόσμο. Αυτό το αίσθημα κατωτερότητας, κατά κανένα τρόπο δεν συνοδεύεται από ανάλογη προσαρμογή, δεν είναι αποκύημα συμβιβασμού και παραιτήσεως ούτε σηματοδοτεί την πορεία προς θάνατο. Αντίθετα, μάλιστα, είναι μια λειτουργική ιδιότητα του προς εξέλιξη ατόμου∙ τον προσανατολίζει και τον ενεργοποιεί, στην αέναη μετακίνησή του από μια κατάσταση μειονεξίας σε μια πλεονεκτικότερη κατάσταση.

Αυτή η -όχι εντελώς ασύνειδη- διαρκής τάση ανελίξεως προς την ουσιαστική πληρότητα[2], υπό την οποία διατελεί, είναι ακριβώς ο λόγος για τον οποίο δικαιούται ευνοϊκότερης μοίρας στη ζωή. Γιατί αναδεικνύει τη ζωή, της παρέχει υπόσταση, ιστορία, προοπτική. Την μετατρέπει από μια συνεχή ροή τυφλής αναπαραγωγής ασύνδετων, μεταξύ τους, απογόνων, σε κοινωνικοπολιτική διεργασία. Αυτή είναι και η ουσιώδης διαφορά του ανθρώπου, μόνου μεταξύ των δέκα εκατομμυρίων ειδών ζωής, που αναδύθηκαν στον πλανήτη και από τα οποία τα εννέα εκατομμύρια εξαφανίστηκαν ήδη.  Και, εν τέλει, αυτό είναι το πεπρωμένο του, για το οποίο ο άνθρωπος επενδύει συνήθως πολύ περισσότερα από όσα νομίζει ή αισθάνεται, μιας και μόνο πολύ αργότερα, και αφού μόνο κάνουν την εμφάνισή τους τα ελλείμματα και οι συρρικνώσεις, μέσω των οποίων κατέβαλε το τίμημα εντάξεώς του στο πεπρωμένο του, διαπιστώνει μελαγχολικά ότι το πεπρωμένο του δεν ήταν κάτι άλλο παρά η ίδια η εξάντλησή του, καθώς, από την στιγμή της ενδομήτριας σύλληψής του, υφίσταται τις αλλοτριωτικές επιρροές της φθοράς.

Αυτή η ροπή, που κατά κανένα τρόπο δεν πρέπει να εννοηθεί ότι οδηγεί στο θάνατο, αντίθετα, μάλιστα, τον προσπερνάει, τον απωθεί χωρίς, βέβαια να τον αγνοεί, αποσκοπεί στην υπερνίκηση των αδυναμιών, των ατελειών, των ανεπαρκειών, των δυσλειτουργιών, προς την υλική και ηθική του τελείωση, την ατομική του ευημερία και την εξέλιξη της ανθρωπότητας. Η ζωή έχει νόημα και τούτο συνίσταται στη συμμετοχική προσπάθεια για το κοινό καλό του λαού, της κοινότητας, της πατρίδας, της κοσμικής κοινωνίας, της ομάδας, της οικογένειας και στον αγώνα για την προσωπική ευτυχία, στην επίτευξη δηλαδή της ενότητας και των δύο αυτών σκοπών, αφού κανένας δεν έχει γεννηθεί μόνο για τον εαυτό του (: έκαστος ημών ούχ αυτώ μόνον γέγονεν, αλλά της γενέσεως ημών το μεν τι η πατρίς μερίζεται, το δε τι οι γεννήτορες, το δε οι λοιποί φίλοι). Αγωνίζεται, έτσι, για να ζήσει μια καλλίτερη ζωή, σ΄ένα καλλίτερο κόσμο και είναι για τούτο, που στη λύση του προβλήματος σχετικά με το νόημα της ζωής εκδηλώνεται η διαλεκτική του γενικού και του επιμέρους. Και ο μόνος τρόπος για να προσεγγισθεί η ευτυχία είναι η άοκνη προσπάθεια (: Μοχθείν ανάγκη τους θέλοντας ευτυχείν).

Το δημιουργικό αίσθημα κατωτερότητας από το οποίο κατατρύχεται όχι ως αποδοχή μιας διαβαθμίσεως, αλλά ως κινητήρια δύναμη του αγώνα για διασφάλιση, υπερνίκηση, ποιοτική ανέλιξη και η διαρκής τάση για ασφάλεια σπρώχνει τον άνθρωπο προς υπερνίκηση της υπάρχουσας πραγματικότητας για χάρη μιας καλύτερης. Χωρίς αυτό το ρεύμα του πολιτισμού, που ωθεί προς τα μπρος την ανθρώπινη ζωή, η επιβίωση θα ήταν ανυπόφορη∙ μπορεί και αδύνατη.  Εάν είχε πειστεί ότι είχε επιτύχει την πλήρη αξία ότι είχε πατήσει το σκαλοπάτι της τελείωσής του, μπορεί τότε να άγγιζε την ευτυχία, σαν ένα γυμνό καλώδιο υψηλής τάσεως. Και αυτό θα σήμαινε την εξαφάνιση του είδους∙ όχι μόνο τον περιπτωσιακό θάνατο του ατόμου.

Έτσι, ο άνθρωπος σ΄αυτόν τον πανανθρώπινο αγώνα όχι απλά για την επιβίωση και τη διαιώνιση του είδους, αλλά για την προσέγγιση της ευτυχίας διατάσσεται ανάλογα με τις εγγενείς του εφεδρείες. Φορέας της αγωνιζόμενης αυτής υποστάσεως είναι, βέβαια, το σώμα του, μέσα στο οποίο ο ίδιος κατοικεί και δια μέσου του οποίου ο ίδιος εξωτερικεύεται και παρίσταται σε σχέσεις. Πρέπει, βέβαια, ο άνθρωπος να θυμάται πως είναι βιολογικά θνητός. Τα ανθρώπινα πλάσματα ενταγμένα στο μετερίζι του παγκόσμιου και ατομικού τους αγώνα έχουν τεθεί σε επιθετική ετοιμότητα∙ μια επιθετικότητα που είναι απότοκη του καταναγκασμού για εξέλιξη και κυριαρχία, που τους φέρνει αντιμέτωπους, όχι μόνο απέναντι στη φύση και τις απειλές της, ούτε μόνο έναντι των ομοίων τους, με τους οποίους συνυπάρχουν σε συνθήκες πολέμου, αλλά και έναντι μιας πολιτικής που μεροληπτεί, διακρίνει και διακυμαίνεται [132]. Προσπαθεί να δυσωπήσει την ειμαρμένη του, να εκτρέψει την πορεία του προς άλλες ρώτες που οδηγούν στην απελευθέρωσή του, και για μια υποφερτή ζωή, στην  κατίσχυσή του επί του εχθρικού περιβάλλοντος. Και σ΄αυτόν τον ιστορικό του αγώνα επιδίδεται συλλογικά, ως μέλος της κοινωνίας του, της ομάδας όπου ανήκει, συνειδητοποιούμενος ως μέλος ενός συνόλου. Αποτιμά σε ημερήσια βάση την απόδοση των δυνατοτήτων του με βάση την λειτουργική απόδοση των οργάνων του. Η προοπτική της εξελίξεως δεν επιβεβαιώνεται παρά μόνο στην καθημερινή επαλήθευση των σωματικών, νοητικών και ψυχικών του εφεδρειών. Μικρά καθημερινά προβλήματα υγείας, όπως ο πονοκέφαλος ή μια αμελητέα προσβολή από ένα παθογόνο μικροοργανισμό, μπορεί να τον θέσει σε κατάσταση συναγερμού∙ εμφιλοχωρούν ανησυχίες εάν και κατά πόσο μπορεί, υπό το κράτος της κάμψεως του οργάνου του, να συνεχιστεί και να ευοδωθεί ο αγώνας για την κατάκτηση της επικυριαρχίας του∙ η προοπτική της οριστικής ήττας φαίνεται λίγο πιο κοντά. Αυτός είναι ο λόγος του πανικού που προκαλεί κάθε μικρή εκτροπή της υγείας, που μας κάνει δύσθυμους και σοβαρούς, που αφαιρεί την αισιοδοξία και μας χαλάει το κέφι. Αυτή η παροδική και ασήμαντη μειονεξία απειλεί ολόκληρη τη διάταξη του "μετώπου" και υποχρεώνει σε ευρεία αναδίπλωση. Μετακινεί τους στόχους του, αναθεωρεί τις επιδιώξεις του. Καθίσταται επιθετικό. Κάποτε παραιτείται οριστικά. "Λυπημένου χείλη γελάει· αρρώστου δε γελάει". Η οδύνη συνοδεύει αναπόφευκτα όλες τις εκδηλώσεις του. Ανάλογα με τη βαρύτητα της αρρώστιας από την οποία προσβλήθηκε, πάσχει καθολικά. Η αληθινή του ταυτότητα έχει επίπλαστα αμαυρωθεί. Η αυθεντική του ζωτική δυνατότητα έχει υπόκωφα ατονήσει. Υποδουλώνει την ελευθερία στα πάθη, καταντά υπηρέτης του αρρωστημένου εαυτού του και εμφανίζεται αδιάφορος, απρόθυμος να κάνει οτιδήποτε. Ταυτόχρονα με την ιστική βλάβη, που του έχει προκαλέσει η προσβολή της αρρώστιας, έχει προσβληθεί και από ένα σύνδρομο ψυχικής κατάπτωσης, μια αμηχανία που τον ακινητοποιεί, ένα stress απότοκο της γενικής αισθήσεως ανημποριάς και αποθάρρυνσης, που τον οδηγεί στη ρήξη της συναλλακτικής σχέσεως, που είχε μέχρι τώρα εγκαταστήσει με τον περίγυρό του. Η –έστω και προσωρινή- αναστολή αυτής της σχέσεως συνεπάγεται εντάσεις και υποχρεώνει τον ασθενή να προβεί σε κατάλληλες κινητοποιήσεις, που αποσκοπούν στην εγκατάσταση μιας νέας ανασχεδιασμένης προσαρμογής, στην οποία η εκπλήρωση των απαιτήσεων από και προς την κοινωνία επαναρυθμίζονται χαμηλότερα. Το θετικό ή αρνητικό αποτέλεσμα αυτής της αναπροσαρμοστικής διαδικασίας επανατροφοδοτεί την προηγούμενη αλληλουχία γεγονότων, με αποτέλεσμα την ενίσχυση ή την εκτόνωση του stress.

Το stress, όπως ορίσθηκε ως σύνδρομο γενικής προσ­αρ­μο­γής, τόσο στη φυσιολογία του οργανισμού, απότοκη της νοσηρής εκτροπής, όσο και στον ψυχισμό, διακρίνεται σε τρεις φάσεις: την αντίδραση συναγερμού, την περίοδο αντίστασης και τη φάση εξουθένωσης· φάσεις τις οποίες οι κλινικοί αναγνωρίζουμε με ευχέρεια σε κάθε περίπτωση ανιάτως προσβληθέντως ασθενούς μας, όπως πχ., στους καρκινοπαθείς.

Η αντίδραση συναγερμού θέτει τον ασθενή σε κατάσταση ετοιμότητας, (για άμυνα ή επίθεση), γεγονός που αναγνωρίζεται κλινικά με διαφορετικούς τρόπους, όπως επιθετικότητα έναντι του συστήματος υγείας, του ιατρού και του οικογενειακού του περιβάλλοντος, δυσπιστία, στις υποδείξεις του ιατρικού προσωπικού, απόρριψη των ικανοτήτων τους και αμφισβήτηση για την ικανότητα παροχής ικανοποιητικής περιθάλψεως κλπ. Κατά την αντίδραση συναγερμού, η αυξημένη εκκριση κατεχολαμινών, που ονομάζονται και ορμόνες του stress, διαταράσσουν την κατάσταση ισορροπίας των φυσιολογικών λειτουργιών του οργανισμού, αλλά και της ικανότητας νηφάλιας εκτιμήσεως της καταστάσεως. Αν ο στρεσσογόνος παράγοντας είναι πολύ έντονος, γεγονός που εξαρτάται τόσο από τη βαρύτητα της παθήσεως από την οποία προσβλήθηκε ο ασθενής, όσο και από την προηγούμενη οργάνωση της προσωπικότητάς του, ή/και οι διέξοδοι αδύνατες, όπως πχ., συμβαίνει επί ανιάτου παθήσεως, που υποχρεώνει τον ασθενή να στηρίζεται σε ταπεινωτικές εξαρτήσεις από συσκευές ή περιποιήσεις τρίτων, ο θάνατος απομένει ως η μοναδική διέξοδος, που μάλιστα, μπορεί να προέλθει, ως απορρύθμιση νευροενδοκρινικών πολύπλοκων λειτουργιών ή να επιζητηθεί ως λύτρωση.

Η επόμενη περίοδος της αντίστασης, αναδύεται μόνον εφόσον η εκτροπή παρατείνεται, η νόσος δεν αναχαιτίζεται και η εξέλιξη είναι δυσμενής. Ο ασθενής επιχειρεί να αναδιαμορφώσει τη συμπεριφορά του έτσι, ώστε να συνυπάρξει ειρηνικά με την ανίατη νόσο· διαμορφώνει ένα πλαίσιο ερμηνειών και αποτιμήσεως της καταστάσεως, αναζητάει συμβιβαστικές λύσεις και προσαρμόζει κατάλληλα τη κοσμοθεωρία του, συμμορφούμενος στις νέες, δυσμενέστερες, συνθήκες. Συνεργάζεται υπομονετικά κι ενσυνείδητα με τον ιατρό και το σύστημα περιθάλψεως και συμπεριφέρεται με προσήκουσα προσαρμοστικότητα. Η ομοιοστασία του οργανισμού αποκαθίσταται τουλάχιστον σε ότι αφορά εκτροπές, απότοκες στους στρεσσογόνους παράγοντες. Η φάση ταυτίζεται με την προσπάθεια του εγώ, στη ψυχική σφαίρα, της περιχαρακώσεως του πάσχοντος οργάνου [βλέπε κεφ. "πόνος"] και της αποκαταστάσεως της  ψυχικής αναπαραστάσεως της ιστικής βλάβης, που προκάλεσε η ανίατη πάθηση. Η φάση αυτή συμπίπτει, επίσης, χρονικά, και με την περίοδο της καλύτερης ανταποκρίσεως του ασθενούς στην εφαρμοζόμενη θεραπεία. Τα πρόσθετα συμπτώματα που εμφανίστηκαν στη φάση του συναγερμού, επιθετικότητα, απώλεια βάρους κλπ., αναστέλλονται. Ανάλογα με τη βαρύτητα της παθήσεως, εάν η επιτευχθείσα ισορροπία τυγχάνει αποδοχής από τον ασθενή, το άτομο μπορεί να παραμείνει στη φάση της αντίστασης επί μεγάλο χρονικό διάστημα ή και καθ΄όλη τη διάρκεια της περαιτέρω ζωής του. Πρόκειται για τους ασθενείς, που συμμορφώνονται στην επιβεβλημένη νέα κατάσταση και διανύουν τη ζωή τους στις περιοριστικές συνθήκες, που ορίζει η εξάρτησή τους από φάρμακα, μηχανήματα υποστηρίξεως ή περιποιήσεις τρίτων. Στη φάση αυτή, επιδιώκεται να διατηρηθούν οι χρονίως πάσχοντες με την ιατρική φροντίδα και τη ψυχολογική στήριξη, μέσα στα πλαίσια μιας αλληλεγγυητικής κοινωνίας, που αποδέχεται να βαδίζει στην πρόοδο, προσαρμόζοντας την ταχύτητά της, με βάση τις δυνατότητες των μελών της με ειδικές ανάγκες, καθώς ένας στρατός που επιστρέφει από τη μάχη, μεταφέροντας τους τραυματισμένους στρατιώτες του. Δεν τους εγκαταλείπει στο σημείο καταρρεύσεώς τους, όπως οι Αχαιοί τον Φιλοκτήτη, αλλά διαμορφώνει την ταχύτητα επιστροφής του ανάλογα με τη φόρτιση, που καθορίζει η βαρύτητα και ο αριθμός των τραυματιών 

Όμως, η σύγχρονη κοινωνία δείχνει διατεθειμένη να προσπερνάει τις εκκρεμότητές της, τις καταρρεύσεις της, όταν σχεδιάζει την πορεία της, με αποτέλεσμα, οι ανιάτως πάσχοντες, που εκτίθενται σε συνθήκες παρατεταμένης δράσεως στρεσσογόνων παραγό­ντων, που παραμένουν κοινωνικά ανυποστήρικτοι ή παραμερίζονται από τους φρενήρεις ρυθμούς της, μπορεί, "εγκαταλειφθέντες στο αφιλόξενο νησί, να βασανίζονται από τους αφόρητους πόνους της ‘αρπακτικής νόσου’ "[3], να διολισθήσουν στην επόμενη φάση, τη φάση της εξουθενώσεως.

Ο ασθενής που δεν καταφέρνει να αναδιοργανώσει αποτελεσματικά τη συμπεριφορά του και να δεχτεί την νέα κατάσταση ως οριστική, τα προγράμματα περιθάλψεως και υποστηρίξεως, που δεν είναι ικανά να βοηθήσουν αποδοτικά στη διαμόρφωση μιας ικανοποιητικής συμπεριφοράς συνυπάρξεως του ασθενούς με το πρόβλημα της ανίατης ασθέ­νειάς του, οι επικρατούσες τάσεις απομονώσεως και περιθωριο­ποιή­σε­ως, που κλιμακώνονται ως κοινωνικές ροπές και τις οποίες ο ασθενής είχε συνειδητοποιήσει ήδη πριν από την προσβολή της υγείας του, συνεισφέρουν δραματικά στην κάμψη των αντιστάσεων των ανίατα ασθενών και στην περαιτέρω αποδιοργάνωση των ψυχοσωματικών τους λειτουργιών λόγω εξαντλήσεως των περιορισμένων έτσι, κι αλλιώς, προσαρμοστικών ικανοτήτων τους. Ο ασθενής εισέρχεται σε μια κατάσταση δυσπροσαρμοστικό­τητας, απότοκη της ψυχοτραυμα­τικής εμπειρίας του. Οι αμυντικοί του μηχανισμοί καταρρέουν και κάθε ικμάδα ζωής εξαντλείται. Περιέρχεται σε μια κατάσταση βαθιάς χρόνιας καταθλίψεως.

 Ό,τι είναι περισσότερο ορατό στη φάση αυτή, στην οποία έχει εισέλθει ο ασθενής, είναι ο θάνατος. Αυτόν βλέπει σαν μόνη διέξοδο. Δυστυχώς η παραίτηση απ΄τον αγώνα της ζωής, για μετακίνηση από τη μειονεξία στην πλεονεκτικότερη θέση, σημαίνει θάνατο. Η κατάθλιψη συχνά εκδηλώνεται με τάσεις αυτοκτονίας. Η απαίτηση του ασθενούς για ευθανασία, στις περιπτώσεις της επικουρούμενης αυτοκτονίας, της ενεργητικής εκούσιας ευθανασίας, είναι απότοκος μιας λανθάνουσας ή κλινικά εκδηλωμένης καταθλιπτικής συνδρομής. Η επιθυμία του θανάτου ξυπνάει μέσα του, επανέρχεται στο προσκήνιο, όχι απλά ως αναγνώριση ήττας από τον ίδιο τον πάσχοντα, αλλά ως μια αυθόρμητη επιδίωξη αναδιπλώσεως πίσω στην αφετηρία του. Πρόκειται περί ενός αιτήματος αποσύρσεως, απότοκο της αναχαιτίσεως της ευόδωσης του κοσμικού του σκοπού, που ερείδεται στην αδυναμία του να συνεχίσει τον αγώνα του∙ να διαδραματίσει το ρόλο που είχε αναλάβει∙ να διαιωνισθεί, αλλά αυτή η διαιώνιση ν΄αρχίσει ήδη πριν από το θάνατό του, μια διαιώνιση, της οποίας έχει πλήρη συνείδηση, εποπτεία κι έγκριση. Αυτός ο κοσμικός σκοπός, που ολοκληρώνεται και διατηρείται στην αχρονική μετά το θάνατο προοπτική του, όπως την έχει διαμορφώσει με βάση τις πεποιθήσεις του, ανακόπτεται πριν από το θάνατό του, λόγω της εκπτώσεως των οργάνων του απότοκης της αρρώστιας του. Στην κατάσταση αυτή, αιτιώμενος το θάνατο, δεν αρνείται την απ΄εδώ και μπρός ζωή του, αλλά την αρνείται από την αρχή της δημιουργίας του, από την πρώτη εκκίνησή της, ήδη από τη φύτρα της, από το πρελούδιο της πραγματικότητάς του, πριν από την εισαγωγή του στον τόπο και στον χρόνο, όπου δεν υπήρχε ούτε "είναι" ούτε "μη είναι". Αιτιώμενος το θάνατο, επιθυμεί όχι τη σύντμηση της περαιτέρω βασανιστικής ζωής του, αλλά την ολοκληρωτική άρνησή της. Αρνείται την αρχή και ατομική του διαδρομή, αποσύρει την προσωπική του συμβολή στην ανέλιξη του είδους, δεν είναι ότι αποζητά, έτσι απλά, το τέλος του. Θέλοντας να απαλλαγεί από τα βάσανα της αρρώστιας του, επιζητά απλά την οπισθοχώρηση της ζωής του στην αφηρημένη γενικότητά της, στην αρχική κοιτίδα της κι ακόμη πιο πίσω απ΄αυτή. Διαφωνεί, επιπλέον, με τη δραματική αλλοίωση της δεδομένης εικόνας του σώματός του [39], την οποία είχε ασυνείδητα διαμορφώσει και με την οποία οριζόταν στην κοινωνία και διεκδικούσε συμμετοχή στις δράσεις κι επιρροή στις προοπτικές της. Με την απόκλιση τώρα από τις συνήθεις αναφορές του σωματικού του σχήματος, η οποία τον καθιστά συνειδητά ξεχωριστό και ανόμοιο, αισθάνεται αποκομμένος, διαφορετικός, ξενόφερτος, ταπεινωμένος, βέβαιος ότι όλοι οι άλλοι έχουν πλέον αποφασίσει οριστικά να μην το θεωρούν όμοιό τους, ισότιμο μέλος τους. Η ντροπή δεν θεμελιώνεται σ΄ένα λάθος που έχει κάνει, αλλά στην ταπείνωση, που δοκιμάζει, όντας αυτό που έχει ήδη γίνει, χωρίς να το έχει διαλέξει, στην αφόρητη αίσθηση ότι αυτή η ντροπή είναι ορατή από παντού και ότι δεν υπολογίζεται πλέον για τίποτα. Αυτός "που είναι στον εαυτό του το παν, που ξέρει να γνωρίζει τα πάντα για τον εαυτό του", όπως θα μπορούσαμε να πούμε, παραφράζοντας τον Γκαίτε. Για τον ίδιο, ο κόσμος έχει χάσει τη διαφάνειά του, γίνεται ακατανόητος, γκρεμίζεται στο άγνωστο, ενώ ο ίδιος προδομένος από την εξωτερικότητά του, δραπετεύει στα ενδόμυχά του, πίσω στην αρχική κοιτίδα της ζωής του, κι ακόμη πιο πίσω απ΄αυτήν, αρνούμενος ακόμη και την σύλληψή του. Η επιθυμία του να απαλλαγεί από τον εαυτό του, να μην είναι πλέον ο εαυτός του, να απαλλαγεί από έναν εαυτό που τον πρόδωσε, δεν συμπίπτει με την επιθυμία να δώσει ένα τέλος στη ζωή του, αλλά να εξασφαλίσει μια διέξοδο, με οποιοδήποτε τίμημα, ακόμη και με το τίμημα της οριστικής απαλείψεως ολόκληρης της εν ζωή πορείας του [122]. Όντας ανάπηρος δεν έχει τη δύναμη να αποκρούσει το κακό που τον χτυπάει, η ίδια του η αδυναμία τον ταπεινώνει και τον πληγώνει και μπροστά της παραμένει εντελώς χωρίς άμυνα. Δεν έχει άλλο, παρά να γυρέψει την ακύρωση της αδυναμίας του, καταστρέφοντας τον εαυτό του. Γιατί ο θάνατος δεν είναι κάτι που έπεται της ζωής, ως τελικό παρακολούθημά της. Είναι και κάτι που προηγείται αυτής. Δείχνει να επιθυμεί να ξαναγυρίσει πίσω στην Αρχή του κι ακόμη πίσω από την Αρχή του, πριν συντεθεί ως είναι και εαυτός. Ακόμη και να επαναστατήσει εναντίον Εκείνου που χάλκευσε αυτή τη σύνθεση, που τον επέβαλε σε τόσα βασανιστήρια.  Να γυρίσει εκεί και τότε, που δεν υπήρχε τίποτε∙ ούτε καν το τίποτε∙ αλλ΄ υπήρχε, όμως, μόνο ο θάνατος. Επικαλείται την επιστροφή του στην ανυπαρξία· όχι την προώθησή του στον κάτω κόσμο.

Η θέληση να απαλλαγεί από την ήδη αλλοτριωθείσα εικόνα του εαυτού του –αυθεντική μορφή απόγνωσης [122]- δεν ανάγεται παρά αποκλειστικά στη σαφή άρνηση να είναι ό,τι είναι, ό,τι εξελίχθηκε να είναι, κάτω από τις δυσμενείς συγκυρίες της αρρώστιας. Δεν μπορεί, όμως, να απαλλαγεί από τον εαυτό του, διατηρώντας ταυτόχρονα την ύπαρξή του στο εν γένει είναι, εξακολουθώντας να συμμετέχει στο ″γίγνεσθαι″, μέσα στο οποίο συνειδητοποιήθηκε, ως ανθρώπινη υπόσταση και για αυτό επικαλείται το θάνατο, ως εκδήλωση απογνώσεως, ως  απόρριψη της μέχρι τώρα διαδικασίας της ζωής που τον πρόδωσε, ως ενεργοποίηση του ενστίκτου του θανάτου. Όπως ο Freud παραδίδει, οι ενορμήσεις ζωής, ως αποτελέσματα διαδικασιών ωριμοποιήσεως που έχουν προηγηθεί, στοχεύουν στο να συγκροτούν όλο και μεγαλύτερες κλήσεις σε σχέση με τον άλλο και την κοινωνική ομάδα και να τις διατηρούν και αφορούν στο ρόλο και τις υποχρεώσεις του ατόμου απέναντι στο κοινωνικό σύνολο. Στις ενορμήσεις θανάτου, αντίθετα, κυρίαρχο στοιχείο είναι, η αποδιοργάνωση, η διάλυση αυτών των ενοτήτων. Αυτό που ο Freud εξέφρασε ως τάση διάλυσης και επιστροφής στην ανόργανη ύλη, είχε εκφραστεί πριν απ' αυτόν, με το χωρίο από τη νεκρώσιμη ακολουθία της ορθόδοξης χριστιανικής θρησκείας: "χους ην και εις χουν απελεύσητω...". Το αίτημα θανάτου είναι η παραδοχή της αυτοαπορρίψεώς του, λες και αυτός που απόρριπτε και ο "άλλος" που τον απορρίπτανε να ήταν δύο διαφορετικά πρόσωπα. Να καταργήσει την αρχή του. Το αίτημά του αποκτά, τώρα την αξία μιας αυτοτιμωρίας. Αυτή η οριστική αναχαίτιση των επιδιώξεών του, η ανατροπή μιας ειμαρμένης πορείας, του προκαλεί μια ικανοποίηση και άρα ένα εφησυχασμό, του απαλύνει την αγωνία του και την ενοχή του. Βρίσκει καταφύγιο στην αυτοακύρωσή του. Μόνο όμως, θεωρητικά, ενόσω δεν μπορεί ασφαλώς να απαλλαγεί από τον εαυτό του, όπως κατάληξε να είναι, ένας εαυτός, που, από "εαυτός-προς-θάνατο", του οποίου είχε ανέκαθεν την πρακτική εμπειρία και, άρα, την εξοικείωση, ως ένας αγωνιζόμενος εαυτός, αγωνιζόμενος για την κατάκτηση του θανάτου, έχει ήδη συρικνωθεί σε έναν "εαυτό-προς-παραίτηση". Αυτό το πνιγηρό αδιέξοδο του προκαλεί νέα απόγνωση. Κάθε προσπάθεια εξόδου από τη  απόγνωση δεν είναι παρά η εισβολή μιας νέας πιο επώδυνης απογνώσεως. Ήδη περιδινίζεται ένα θάνατο που εννοείται ως μεταβολή μιας βασανιστικής ζωής και όχι ως οριστική λήξη μιας διαδικασίας ζωής. Υπάρχει κανένα είναι που να ζητά να μην είναι; Το ένστικτο της ζωής και της δημιουργίας εμπλουτίζει, μορφοποιεί και στολίζει το ένστικτο της αναπαραγωγής, που είναι κοινό με όλα τα έμβια είδη. Ο άνθρωπος δεν νοιώθει μόνο φόβο για το θάνατο, αλλά και κάποια παράξενη, ακαθόριστη και ανομολόγητη έλξη γι αυτόν, που τον διατηρεί σε μια τάση φυγής μεν, αλλά μισογυρισμένο πάνω του. Και, ανεξάρτητα με το αν επιβεβαιώνεται ή όχι, το "ένστικτο του θανάτου" σαγηνεύεται από το μηδέν, όμοια με εκείνον που παθαίνοντας ίλιγγο, σπεύδει μονάχος τους στο κενό.

Το αίτημά του για ευθανασία, είναι επακόλουθο της ενεργοποιήσεως του ενστίκτου του θανάτου, που ενυπάρχει ανέκαθεν και ήταν καταπιεσμένο, προς χάρη της πραγματοποιήσεως της αποστολής του, δεν έχει να κάνει με τη βούληση του θνήσκειν, που είναι επακόλουθο της συνειδητοποιήσεως ό,τι ο κύκλος της ζωής ολοκληρώθηκε. Προβάλλει το αίτημα του θανάτου έναντι της συνεχίσεως του αβίωτου βίου, όχι επειδή επιθυμεί να ανακόψει τη συνεχιζόμενη, έστω χωλαίνοντας, διαδικασία της ζωής, αλλά επειδή επιθυμεί να διατρανώσει την διαφωνία του με την τροπή που έχει πάρει η ζωή του, λόγω της αρρώστιας. Δεν υποκύπτει στους αφόρητους πόνους, (εξάλλου ο βασανιστικός βίος δεν είναι σύνηθες αίτημα ευθανασίας), υποκύπτει στην αποτυχία του να αυτοπραγματωθεί.  Παρεκκλίνει  έτσι, σε μια θέληση ακατόρθωτη, στη θέληση του αδυνάτου: να απαλλαγεί από τον εαυτό του. το αίτημα του θανάτου είναι ένα σύμπτωμα της ανίατης αρρώστιας του και ως τέτοιο ειδομένο οφείλει η κοινωνία να αντιμετωπίσει θεραπευτικά, με σκοπό την άρση του και όχι να υποκύψει προ του επιμόνου χαρακτήρα του. Για την καταστολή του πυρετού χορηγούμε αντιπυρετικά, δεν περιλούομε τον ασθενή μας με πετρέλαιο. Το αίσθημα του επικειμένου θανάτου είναι ένα σύμπτωμα, όπως ένα σύμπτωμα είναι και το αίτημα του επιδιωγμένου θανάτου. Τόσο το αίσθημα του επικειμένου θανάτου, όσο και το αίτημα του επιδιωγμένου θανάτου είναι ψυχικές αντιδράσεις και σωματοποιημένες μορφές αντίστασης εκτός των ορίων της καθημερινότητας, εκείνου που αντικρίζει ανυπέρβλητα κοινωνικά εμπόδια ή υφίσταται ανυπόφορες κοινωνικές πιέσεις. Προτείνω να συγκαταλέγονται στα "culture – bound syndromes (:συνδεόμενα με τον πολιτισμό σύνδρομα" και να αντιμετωπίζονται προσηκόντως, αντί να λαμβάνονται κατά κυριολεξία και να επιδιώκεται η ικανοποίησή τους. Το αίσθημα του επικειμένου θανάτου και το αίτημα του επιδιωγμένου θανάτου πρέπει να καταπολεμώνται αποφασιστικά και δεν υπάρχει κανένας ιατρικός λόγος να καταστέλλεται το πρώτο και να ικανοποιείται το δεύτερο. Με δεδομένο ότι ο κίνδυνος να οδηγηθούν στο θάνατο ασθενείς, βυθισμένοι σ΄ αυτήν τη σκοτεινή άβυσσο της καταθλίψεως είναι μεγάλος και πρέπει να αποσοβείται, η υιοθέτηση της έννοιας του συμπτώματος, μάλλον, παρά η αποδοχή της ώριμης αποφάσεως του σε διανοητική επάρκεια ευρισκόμενου ασθενούς, μπορεί να οδηγήσει την κοινωνία να επαναδιαπραγματευτεί την ταυτότητα του βαριά πάσχοντος από ανίατη πάθηση μέλους της. Διαφορετικά, η κοινωνία διολισθαίνει στον ωφελιμισμό να τερματίζει τη ζωή εκείνων που δεν μπορεί να θεραπεύσει. Πόσοι ασθενείς που τελούν υπό το κράτος της χρόνιας εξελικτικής πορείας της θανατηφόρου παθήσεώς τους δέχονται υπηρεσίες οργανωμένης ψυχολογικής υποστηρίξεως; Πως η ανθρωπότητα μπορεί με τόση σπουδή να αποδέχεται ένα αίτημα ευθανασίας, χωρίς προηγούμενα να διερευνά σε βάθος τις εκλυτικές του παραμέτρους;

Είναι η οπισθοχώρηση του ενστίκτου της ζωής, προς όφελος του ενστίκτου του θανάτου, που διαπλάθει το αυτόβουλο αίτημα του θανάτου. Οι μεταγενέστεροι θεωρητικοί της φροϋδικής παράδοσης υποστηρίζουν ότι το ένστικτο του θανάτου αναδύεται είτε ως εξωτερική μορφή επιθετικότητας είτε ως μορφή αυτοκαταστροφής, από τη ματαίωση, την παρεμπόδιση δηλαδή της εκπληρώσεως ενός στόχου [55]. Ο άνθρωπος που η ανίατη αρρώστια τον υποχρεώνει να παραιτηθεί από την υλοποίηση του όποιου σχεδίου έχει χαράξει στη ζωή του φαίνεται να έχει αποστερηθεί επιλογών: ο θάνατος ως τελική απολογιστική πράξη αναδύεται ως μόνη επιλογή και συμβιβάζεται, συναινεί, προσαρμόζεται. Όσοι βρίσκονται προ του θανάτου, τον αντιμετωπίζουν σαν να πρόκειται να αλλάξουν σπίτι[4]".

Η κοινωνία οφείλει θεραπευτικές παρεμβάσεις στους ανίατα ασθενείς, που υπό το κράτος απογνώσεως, stress, καταθλίψεως, καταφεύγουν στο απονενοημένο διάβημα του τερμα­τισμού της ζωής τους. Φαίνεται υποκριτική όλη η επιχειρούμενη προσπάθειά της να αναγνωρισθεί το δικαίωμα του θανάτου σε εξουθενωμένα ανθρώπινα πλάσματα, αντί να αναγνωρίσει. Η ίδια, την υποχρέωση της παροχής περιθάλψεως και ψυχολογικής υποστηρίξεως.

Πρέπει να αντιμετωπισθεί ο πόνος και υπάρχουν -ή να εφευρεθούν- κατάλληλα και αποδοτικά μέτρα γι αυτό. Πρέπει να μην επιτραπεί στον ανίατα πάσχοντα να διολισθήσει στην πλήρη εξουθένωση, που του προκαλεί η συνειδητοποίηση της οριστικής απώλειας της υγείας του και υπάρχουν πολλοί αποδοτικοί τρόποι γι αυτό με επεμβάσεις στο οικογενειακό του περιβάλλον και τον κοινωνικό του περίγυρο. Αντί η κοινωνία να ψάχνει να βρει τρόπους νομιμοποιήσεως της ευθανασίας καλύτερα είναι να εκπαιδεύσει τα μέλη της στην αληθινή φιλευσπλαχνία και στην πραγματική φιλανθρωπία. Να εφαρμοστούν ψυχοϋποστηρικτικές μέθοδοι, με τις οποίες να επιδιωχθεί η αλλαγή του τρόπου με τον οποίο ο ασθενής αντιμετωπίζει τον εαυτό του, και την κατάσταση της υγείας του· να εμπλουτισθεί ο σύγχρονος άνθρωπος με δεξιότητες αντιμετώπισης και χειρισμού των στρεσσογόνων καταστάσεων να μειωθεί η αβεβαιότητά του, αντί να ενισχύεται με τις δημοσιεύσεις της σχετικής περί ευθανασίας φιλολογίας και τις διαφημιστικού τύπου ενημερώσεις περί της νέας τάξης πραγμάτων, στην οποία θέση έχουν μόνο οι υγιείς. Η ιατρική να σταματήσει τις ενισχυτικές ενασχολήσεις της, ψάχνοντας να εφεύρει τρόπους, που θα καθιστούν τους υγιείς υγιέστερους και να σκύψει στα πραγματικά προβλήματα των ασθενών, στην υπηρεσία των οποίων εξ άλλου υποτίθεται ότι "έθεσε εαυτόν". Να εφαρμόσει και να βελτιώσει μεθόδους γνωσιακής θεραπείας των βαριά πασχόντων και να τους στηρίξει ώστε να υπομένουν με καρτερικότητα την αρνητική συγκυρία, ακόμη και εάν είναι επώδυνη και να βρίσκουν ευχαρίστηση και σκοπό στην ζωή τους, όσο και εάν έχει, υπό το κράτος του πόνου και των εξαρτήσεων υποβαθμισθεί. Με μεθόδους βιοανατροφοδότησης, είναι δυνατό ο ανιάτως πάσχων συνάνθρωπός μας να βοηθηθεί, ώστε να ελέγχει την κατάσταση έντασης, στην οποία έχει περιέλθει και η οποία ανεξέλεγκτη αφημένη είναι σίγουρο ότι θα τον οδηγήσει στην εξουθένωση και την επίκληση του θανάτου, ως τρόπο να απαλυνθεί το μαρτύριο του. 

 

 

 

 

 

II

Ζούμε υποτελείς στη δυναστεία της καταναλώσεως. Η κοινωνική μας αναγνώριση είναι συνάρτηση δύο μόνο μεταβλητών: του βαθμού αποδόσεως στη διαδικασία παραγωγής και της εντάσεως καταναλώσεως. Σ΄ αυτήν την κοινωνία ζει και αναπαράγεται, κινείται και εργάζεται ο σύγχρονος δυτικοευρωπαίος. Αυτός ο τύπος ανθρώπου, που συνιστά, παρά τις εθνικές και άλλες παραλλαγές, που μάλιστα προοδευτικά τείνουν να ξεθωριάζουν, ένα "συνεπτυγμένο μηχανισμό", χρήσιμο, εφόσον παράγει ή καταναλώνει και εντελώς άχρηστο, εάν η ηλικιακή του φόρτιση τον καθιστά ανίκανο για περαιτέρω παραγωγή και τον εμποδίζει να συνεχίσει στους ίδιους εκρηκτικούς ρυθμούς καταναλώσεως. Έτσι, η εργασία και το κέρδος, που για τον παλαιό τύπο ανθρώπου αντιπροσώπευαν μόνο εσκεμμένες δραστηριότητες, που υπαγορεύονταν από την ανάγκη, για τον άνθρωπο της σύγχρονης κοινωνίας αποβαίνουν ενορμητικές και συνακόλουθα ξέφρενες δραστηριότητες. Αυτή η πρωτοφανής "νεύρωση" παραγωγής και καταναλώσεως δεν ανταποκρίνεται σε κάποιο νόημα, σε κάποιο σκοπό. Η εργασιομανία έχει καταστεί αυτοσκοπός. Η φρενίτιδα για τη δουλειά, το πραγματικό βίτσιο του νέου κόσμου, που έχει εξαγριώσει τους λαούς της Αμερικής και της γηραιότερης Ευρώπης, αποδεκατίζοντας, με περίεργο τρόπο τη σκέψη τους. Ντρεπόμαστε την ανάπαυση και νοιώθουμε τύψεις όταν αφιερώνουμε χρόνο για σκέψεις και περισυλλογή. "Σκεφτόμαστε με το ρολόι στο χέρι και τρώμε, με το ένα μας μάτι στην εφημερίδα του Χρηματιστηρίου", σημείωνε κάπου ο Νίτσε[5], και ζούμε με το άχθος μη και μας χαλάσει καμιά δουλειά. "Αυτή η φρενίτιδα της δουλειάς χτυπάει τη νεκρώσιμη καμπάνα του σύγχρονου ατόμου και θάβει το ίδιο το συναίσθημά του". Η ζωή έχει καταντήσει κυνήγι κέρδους και αναγκάζει το νου να δαπανάται χωρίς ανάπαυλα, στο να υποκρίνεται, να ξεγελάει ή να προλαβαίνει τον αντίπαλο: Τώρα πραγματική αρετή είναι να κάνεις κάτι πιο γρήγορα από τον άλλο. Η αγορά εφαρμόζει αποδοτικές μεθόδους αέναης επεκτάσεως των αναγκών του σύγχρονου ανθρώπου.  Αυτός ο νέος τύπος ανθρώπου τεκνοποιεί, για παράδειγμα, ανάλογα με τη φτώχια του, δηλαδή ανάλογα με την απουσία ελπίδας, έτσι, που ο αριθμός των παιδιών του, αλλά και το ένστικτο της αναπαραγωγής, εξαρτώνται πλέον από παραμέτρους που σχετίζονται με την οικονομική του επιφάνεια. Οι παλαιόθεν σχέσεις εμπιστοσύνης και αμοιβαίας πίστης αντικαθίστανται πλέον με συμβόλαια και κάθε κοινωνική συνεύρεση και επικοινωνία βασίζεται πια και επιδιώκεται μόνο μεταξύ ενδιαφερομένων, οι οποίοι υπολογίζουν τα οφέλη τους. Το "σκέπτεσθαι" απέβη για το μέσο άνθρωπο απλός "υπολογισμός του κερδίζω-χάνω" και το ζωντανό σώμα δεν είναι παρά μια μηχανή εγνωσμένης παραγωγής, οι βλάβες του οποίου αντιμετωπίζονται με την αντίληψη και τις διατάξεις μηχανουργείου. Εφεξής, ο κόσμος είναι ένα συνοθύλευμα αδιαφοριών, απειλών, ανταγωνισμού και αντιμαχιών, μέσα στον οποίο ευδοκιμεί ένας τύπος διαβιώσεως, διαποτισμένος από το πνεύμα του συσχετισμού δυνάμεων και υπολογισμού του ύψους αποδόσεων. Έτσι, ο σύγχρονος άνθρωπος, υπέταξε όλες τις ζωτικές αξίες, που αφορούν στο χώρο της ηθικής και του δικαίου, στη χρησιμοθηρία και τη μηχανική.

 Βυθισμένος στη δίνη των επιχειρήσεών του, στο κυνήγι του κέρδους, στην ικανοποίηση ουτοπικών αναγκών, ο σύγχρονος άνθρωπος απωθεί το θάνατο, όχι για να εξασφαλίσει ένα περιβάλλον δημιουργικής ευτυχίας, αλλά ως πιθανότητα κινδύνου. Υπολογίζει τα σχετικά με το θάνατο και την προσβολή του από ασθένεια ως ύψος αποζημιώσεως. Αυτές οι νέες τάσεις για το αέναο κέρδος, τον ακατάληκτο μόχθο, την ατέρμονη, χωρίς νόημα "πρόοδο" ευθύνονται για τη γενική μεταβολή της στάσης του σύγχρονου ανθρώπου απέναντι στην αρρώστια και το θάνατο. Η ζωή εμφανίζεται απλά σαν μια φυσικοχημική διαδικασία, ιδιαιτέρως περίπλοκη, σαν πολύπλοκος συνδυασμός μορίων άμορφης ύλης, που καταλύεται μόνο για να υποστηρίξει μηχανικές, νοητικές ή μεταβολικές λειτουργίες παραγωγής και καταναλώσεως. Ο σύγχρονος άνθρωπος πιστεύει και απαιτεί από την ιατρική να δρα με βάση το αξίωμα ότι δεν υπάρχει φυσικό όριο της ζωής, που να μην μπορεί να μετατεθεί στο διηνεκές. Έτσι, η  αρρώστια νοείται σαν απορρύθμιση των με απόλυτη ακρίβεια καταγεγραμμένων συνδυασμών χημικών ενώσεων. Η αποκατάστασή της, επομένως, είναι ζήτημα που αφορά εφαρμοσμένους αλγόριθμους επιστημονικής δράσεως και ο θάνατος ένα ατύχημα, εντός των ορίων της ζωής, μια αστοχία των υλικών του συστήματος με στατιστική σημαντικότητα. "προσπαθούμε να παραμερίσουμε το θάνατο", έγραψε με ενάργεια ο Freud, "να τον αποσιωπήσουμε, με το να τονίζουμε διαρκώς την τυχαία αφορμή του" [216]. Όντας μια καταστροφή, τεχνητή ή τυχαία, η αποκατάστασή του επιχειρείται εντός των πλαισίων της ζωής και δεν αντιμετωπίζεται ως ένα απόλυτα φυσικό φαινόμενο. Πριν από την απαλλοτρίωσή του από την αγοραία κοινωνία του, ο άνθρωπος ήταν περισσότερο εξοικειωμένος με τον πόνο, που τον θεωρούσε ως αναγκαίο μέσο για τη συντήρησή του, ως σήμανση μιας οργανικής διαταραχής. Ο πόνος δεν ενσωματώνει λιγότερη σοφία από την ηδονή. Τόσο αυτός, όσο και εκείνη ανήκουν στις δυνάμεις που συντηρούν το είδος. Το ότι ο πόνος κάνει κακό δεν είναι επιχείρημα εναντίον του· είναι, αντίθετα, η ουσία του. Ακόμη και τον θάνατο, ο άνθρωπος, τον έβλεπε συγκαταβατικά, σαν συμφωνημένα, ξέροντας ότι ο απροϋπόθετος όρος της ζωής ήταν μια παρατεταμένη θητεία στον σωματικό πόνο και η αυτογνωσία του δεν γινόταν να συντελεστεί, παρά μόνο με το θάνατο. Ο σύγχρονος άνθρωπος δεν ασκείται στον πόνο, έχει απολέσει τις αντιστάσεις του, σε τέτοιο βαθμό, που του φαίνονται πολύ οδυνηρά, επίφοβα και αιματηρά, ακόμη και τα "μικροτσιμπήματα των εντόμων, που ούτε η ψυχή ούτε το σώμα μπορούν να αποφύγουν"[6]. Έχει καταστήσει τον πόνο ζήτημα μομφής για ολόκληρη τη ζωή του.

Μετά από αυτή την απομυθοποίηση της ζωής και του θανάτου, της ζωής που έπαψε να διάγεται "επί παρουσία θανάτου" και της απομειώσεως της αρρώστιας, ως μηχανικής διαταραχής, ως ατυχούς παρεκκλίσεως που θα μπορούσε κάλλιστα να είχε αποφευχθεί, δεν είναι δύσκολο να φανταστούμε ούτε γιατί οι αυτοκτονίες  υπερβαίνουν, κατά πολύ, κάθε χρόνο τον αριθμό των ανθρωποκτονιών ούτε γιατί πληθύνονται τα αιτήματα ευθανασίας και ενισχύεται η ροπή της κοινωνίας στις επιδιωγμένες μορφές θανάτου, όπως η αυτοκτονία, η ευθανασία, η ανθρωποκτονία.

Γι αυτό, επανερχόμενοι τώρα στο σημείο εκκίνησης των δικών μας ερωτημάτων, ο σύγχρονος άνθρωπος αποθέτει την αρρώστια, ως ατυχή παρέκκλιση, ως αστοχία υλικού, στην «επισκευαστική» φροντίδα των συστημάτων υγείας και δεν του περνάει από το νου ότι η αρρώστια δεν είναι κάτι άλλο, παρά η πιθανή μορφή, που παίρνει η προφανής αναγκαιότητα του θανάτου και, για τον ίδιο, ο θάνατος δεν είναι παρά ο θάνατος κάποιου, που αφορά τους άλλους. Ο σύγχρονος άνθρωπος δεν γνωρίζει ότι πεθαίνει οριστικά και για τον εαυτό του, ότι, όπως λέει ο Λούθηρος, ο καθένας είναι κλητός από τον θάνατο και κανείς δεν μπορεί να πεθάνει για τον άλλο. Και το χειρότερο, δεν γνωρίζει ότι πεθαίνει, αγωνιζόμενος να φανεί συνεπής στις προσδοκίες της αγοράς, που είναι να πεθαίνει, αφού προηγουμένως έχει κινητοποιήσει όλα τα μέσα του βιοτεχνολογικού οπλοστασίου της ιατρικής. Καθώς ούτε αισθάνεται ούτε σκέφτεται, λογαριάζει και τον θάνατό του  με τους εντελώς ιδιοτελείς υπολογισμούς, με τους οποίους αποφαίνεται για την αξία ή την απαξία των κεφαλαίων του.

Οι αντιλήψεις του κοινού έχουν διαμορφωθεί αντίστοιχα με το καταναλωτικό πνεύμα της κοινωνίας. Η υγεία, που απολαμβάνει κάθε πολίτης, εξαρτάται από το κοινωνικο-οικονομικό του επίπεδο, στο οποίο κινείται και η βελτίωση της υγείας του είναι ευθεία συνάρτηση των εσόδων του [2]. Ο σύγχρονος δυτικοευρωπαίος, που έχει ως πρότυπο τον  ωφέλιμο [στην παραγωγική διαδικασία] και τον αποδοτικό [στη κατανάλωση]  άνθρωπο, αντιλαμβάνεται τον εαυτό του ως διαχειριστή όχι μόνο της περιουσίας του, με εκποίηση της οποίας μπορεί να αποκτά κάθε αγαθό, ακόμη και το αγαθό της ζωής και της υγείας, αλλά, επίσης, και της αρρώστιας και του θανάτου, που τα αντιμετωπίζει περίπου ως επενδυτική αστοχία. Ο φυσικός θάνατος είναι εκείνος που λαμβάνει χώρα μέσα στο νοσοκομείο. Κάθε άλλος θάνατος είναι συνέπεια μιας εκτροπής και γίνεται αντικείμενο ιατρονομικού ελέγχου. Πρέπει κανείς να πεθαίνει στο νοσοκομείο για να είναι συμβατός με τις προδιαγραφές της αγοραίας κοινωνίας μας, αλλά βέβαια, στο νοσοκομείο δεν μπορεί κανείς να καταλήξει, χωρείς τη συγκατάθεση των ιατρών. Ο θάνατος, όπως ακριβώς η γέννηση, η υγεία και η αρρώστια γίνεται υπόθεση του συστήματος· και δεν ανήκει στο άτομο. Η τέχνη του θνήσκει (ars moriendi), ως επιβεβαίωση της τέχνης του ζείν (ars vivendi), αντικατάστάθηκε στο σύγχρονο πολιτισμό μας από τον "κλινικό, μοναχικό, ντροπιασμένο και παράλογο θάνατο [21]". Αν δεν ματαιωθεί η σύλληψή του, ο σύγχρονος άνθρωπος γεννιέται στο νοσοκομείο, περιθάλπεται στο νοσοκομείο όταν αρρωστήσει, ελέγχεται στο νοσοκομείο για να αποτιμήσει το επίπεδο της υγείας του και πεθαίνει εκεί, αφού έχει ήδη παραχωρήσει κάθε κυριαρχική του δυνατότητα στη δικαιοδοσία της αγοραίας κοινωνίας του. Απέκτησε εξάρτηση για όλες του τις ανάγκες από εμπορικά αγαθά και υπηρεσίες, που με τη σειρά τους εξαρτώνται από θεσμικά όργανα, που ξεφεύγουν από τον έλεγχο και την κυριαρχία του. Οι άνθρωποι επιλέγουν μακροχρόνιες νοσηλείες σε νοσηλευτικά ιδρύματα των ασθενών του οικογενειακού τους περιβάλλοντος, μέχρι να γίνουν καλά ή να καταλήξουν. Στην επιλογή αυτή προσανατολίζονται λόγω της προπαγάνδας και λόγω ισχυρών οικονομικών κινήτρων, να απαλλάσσονται από την ευθύνη της οίκοι νοσηλείας και ισχυρών αντικινήτρων, όπως η ανεργία, η στενότητα οικίας, η έλλειψη ανέσεων, η ανυπαρξία υπηρεσιών ‘οίκοι περιθάλψεως’ κλπ. Η ιατρικοποίηση και ιδρυματοποίηση της αρρώστιας ευνοείται ιδιαίτερα από ιατρικούς κοινωνικούς και πολιτικούς παράγοντες και η κοινή γνώμη προωθείται τεχνητά να διαμορφώνει προοδευτικά ευνοϊκή γνώμη για την ενεργητική ευθανασία ή την υποβοηθούμενη αυτοκτονία, επειδή πρυτανεύουν απόψεις που σχετίζονται με καταιγιστικές αλλαγές στα κοινωνικά πρότυπα.

 

III

Ό,τι διακρίνει τα συστήματα υγείας είναι ότι οι δράσεις τους επικεντρώνονται γύρο από τα Νοσοκομεία. Αναπτύσσονται μεγάλες νοσοκομειακές μονάδες και η φιλοδοξία κάθε κυβερνήσεως είναι να προσφέρει ένα νοσοκομείο στο κοινό, κατά τη διάρκεια της θητείας της. Ο ασθενής που αρρωσταίνοντας παραμένει στην οικία του και δέχεται τη θεραπευτική φροντίδα από τους οικείους του, τον οικογενειακό του ιατρό και τις επισκέπτριες υγείας παραμένει ένας ανώνυμος ασθενής και ως ασθενής δεν αναγνωρίζεται κοινωνικά· κανείς δεν πληροφορείται το συμβάν της ασθένειάς του και ο ασθενής αισθάνεται ότι δεν έχει τύχει της δέουσας προσοχής από το σύστημα, εάν το σύστημα δεν έχει εξαντλήσει όλα του τεχνικά μέσα για τη διάγνωση και θεραπεία της περιπτώσεώς του, έστω και εάν η διάγνωση είναι προφανής και η θεραπεία απλουστάτη και ανέξοδη. Έχοντας απόλυτα συμμορφωθεί στις επιταγές της αγοραίας κοινωνίας του, πιστεύει ότι αναδείχνεται σε επώνυμο άτομο μόνο όταν εξαντλήσει οικονομικά το σύστημα υγείας, στο οποίο απευθύνεται και δεν απεγκλωβίζεται από την αρρώστια του, ακόμη και όταν η ανάρρωσή του είναι εμφανής, εάν προηγούμενα δεν έχει κάνει τη μέγιστη δυνατή χρήση των τεχνικών μέσων. Οι ασθενείς έχουν την τάση, που ολοένα καθίσταται ισχυρότερη, να εμπιστεύονται στον παρακλινικό έλεγχο, διενεργούμενο από μηχανήματα βιοτεχνολογίας και απορρίπτουν τον κλινικό έλεγχο, διενεργούμενο από τον προσωπικό τους ιατρό. Θεωρούν αδύνατο ότι μπορεί με ευστοχία να εντοπισθεί η διάγνωση της μέγιστης αναλογίας των ασθενειών, από τις οποίες προσβάλλονται, από ένα έμπειρο κλινικό ιατρό, που θα χρησιμοποιήσει ως βοηθήματα, εκείνα τα όργανα που φέρει στην ιατρική του τσάντα και, ίσως, μικρό αριθμό, συνηθισμένων  παρακλινικών εξετάσεων.

Ένας φίλος μου, τον οποίο, ως φίλο μου, θεράπευα δωρεάν από τις συνήθεις παθήσεις, που κατά καιρούς τον έπλητταν, χρησιμοποιώντας συνήθη διαγνωστικά μέσα και υποδεικνύοντας απλές θεραπευτικές αγωγές, προσεβλήθη κάποτε από μια γριππώδη συνδρομή, και αφού είχε προηγουμένως ανέλθει οικονομική τάξη, με τη βοήθεια μιας ανθίζουσας βιοτεχνίας ετοίμων ενδυμάτων, την οποία είχε με επιτυχία επιχειρήσει, εκμεταλλευόμενος χρηματοδοτικές ευκαιρίες. Ως πλούσιος τώρα, δεν αποδέχτηκε την ανέξοδη διάγνωσή μου για το κοινό κρυολόγημά του και ούτε δέχτηκε τις απλές, θεραπευτικές, οδηγίες μου. Η διάγνωση και η θεραπεία δεν μπορούσε να ήταν πλέον ανάλογη της βαρύτητας της αρρώστιας, αλλά έπρεπε να συναρτηθεί με την νέα οικονομική του επιφάνεια. Έτσι, αγνόησε τις οδηγίες μου και εισήχθη σε μεγάλο ιδιωτικό Νοσοκομείο. Με την συμπεριφορά του αυτή δεν επιδίωκε την αποκατάσταση της υγείας του, αλλά την επαλήθευση του δόγματος ότι "περισσότερη και καλύτερη υγεία ισοδυναμεί με περισσότερη και ακριβότερη ιατρική", που υποχρεώνει σε άλλους είδους βιοπροτεραιότητες και είναι αποκλειστικά παράγωγο της αγοραίου μετασχηματισμού της κοινωνίας. Σύμφωνα με το δόγμα αυτό, η υγεία είναι ένα καταναλωτικό αγαθό, που, συνεπώς, το πληρώνεις για να το έχεις, και το έχεις μόνο στο μέτρο που το πληρώνεις και, άρα, "αυτό" που παράγει η ιατρική, το διαθέτει μέσα και διαμέσου των διαμορφούμενων κανόνων ανταγωνισμού της ελεύθερης οικονομίας. Υπό τις συνθήκες αυτές, όμως, διαμορφώνεται μια καθημερινή ιατρική πρακτική ιδιαίτερα συγχυτική, η οποία, έχοντας μεταβάλει το λειτουργικό περίγραμμα της Ιπποκρατικής Τέχνης, κατέστη επιρρεπής στις υποδείξεις της αγοράς για αχαλίνωτη κατανάλωση τεχνολογίας. Έτσι, οι σύγχρονοι ιατροί διεξάγουν τεχνολογικές μάχες με τις νόσους και τις εκτροπές της υγείας των πολιτών [23], τη ζωή των οποίων έχουν οι νόσοι σε σοβαρό βαθμό επιβαρύνει, παρά με τον ίδιο τον άρρωστο. Η επικοινωνία μεταξύ ιατρού-ασθενούς είναι σοβαρότατα διαταραγμένη, ενώ τα ιδεώδη της ανθρωποκεντρικής ιατρικής φροντίδας βρίσκονται σε κραυγαλέα διάσταση με την πραγματικότητα της καθημερινής κλινικής πρακτικής. Τελούσα υπό το κράτος των αγοραίων επιδιώξεων, η ιατρική επιστήμη υποχρεώθηκε ήδη από τον προηγούμενο αιώνα, αιώνα των μεγάλων βιοτεχνολογικών επιτευγμάτων, να αναδιατυπώσει σχεδόν το σύνολο των ορισμών της, πέρα από την αποποίηση της ίδιας της κοινωνικής σημασίας της. Η νόσος δεν αποτελεί πλέον μια γενικευμένη έκπτωση της υγείας του ανθρώπου ως βιοψυχική, σαφώς προσωποποιημένη οντότητα, αλλά θεωρείται αποσπασματικά ως μηχανική εκτροπή ενός απο(αντι-)καταστάσιμου με κάποιο τρόπο οργάνου. Και, επομένως, ο ιατρός ως παραγωγός υγείας, αναζητά τις καταλληλότερες κάθε φορά βιοτεχνολογικές διεξόδους, αναγνωρίζοντας τον ασθενή του, ως απρόσωπη βιολογική ατομικότητα και όχι ως συγκεκριμένη προσωπική ετερότητα. Ο προσανατολισμός του έχει εκτραπεί στην κατανάλωση βιοτεχνολογίας∙ όχι στη πρόληψη, στη θεραπεία και τη παρηγόρηση της νόσου.  

 

[1] Montaigne: Δοκίμια 1, 19

[2] Ag. Basave Fernandez del Valle: Significacion Y Sentido de la muerte. Μτφρ.¨ Στο: Μελέτη Θανάτου. 2ο Διεθνές Συμπόσιο Φιλοσοφίας, Βιβλιοπωλείο της Εστίας, Αθήνα 2002

[3] Αισχύλου: Φιλοκτήτης

[4]Σολζενίτσιν Α.: Η πτέρυγα των καρκινοπαθών

[5] Φρ. Νίτσε: Φιλοσοφία. Μετφρ.: Μίνας Ζωγράφου. Εκδόσεις Λειψία

[6] Φρ. Νίτσε: Φιλοσοφία, εκδόσεις Λειψία.