ΕΥΘΑΝΑΣΙΑ - η διαχείριση της ζωής και του θανάτου - εισαγωγή

"Σκοπός της ιατρικής εκπαίδευσης, όπως το βλέπαμε εμείς ως φοιτητές αλλά κι όπως το έβλεπαν οι καθηγητές μας, ήταν να μάθουμε να σώζουμε ζωές, όχι να διαχειριζόμαστε τον θάνατο."
Ατούλ Γκαουάντε: Εμείς οι θνητοί

Είναι αλήθεια ότι η Ανθρωπότητα διανύει δύσκολη και κρίσιμη εποχή, που απαιτεί την εξάσκηση όλων των πνευματικών και φυσικών δυνάμεών της στο έπακρο, καθώς όλοι, σχεδόν, συμφωνούν ότι διερχόμαστε μια περίοδο βαθιάς θεσμικής και ηθικής κρίσης, με ρηξικέλευθες κοινωνικές αλλαγές, που συνοδεύονται από μια επιστημονική και τεχνολογική επανάσταση, χωρίς προηγούμενο. Η προοδευτικά διευρυνόμενη κοινωνική ανοχή, έναντι ζητημάτων, όπως της ευθανασίας ή των αμβλώσεων, συλλαμβάνουν την ηθική και νομική επιστήμη να στέκει εμβρόντητη, όπως πάντα συμβαίνει με τα φαινόμενα, που στοιχίζονται ως κοινωνική πρακτική, πριν η ίδια κανοναρχήσει τις εξελίξεις τους. Βεβαίως η επιστήμη διακρίνει τα προβλήματα, που συνιστούν μελετητικά της αντικείμενα, βασισμένη στην εμπειρία και την παρατήρηση, ώστε πρέπει να προϋπάρχει μια κινητικότητα, πριν ευαισθητοποιηθεί με το εν λόγω  φαινόμενο ή πρόβλημα, αλλά και η ευθανασία δεν είναι ένα κίνημα που ενεργοποιήθηκε εν κενώ, καθώς αναφύεται ως αποτέλεσμα ώριμων συγκυριών, οι οποίες πρέπει να αναζητηθούν, όπως πρέπει να εντοπισθούν και οι λόγοι, που κατέστησαν για παρατεταμένο διάστημα δυσδιάκριτες τις εν λόγω συγκυρίες. 
Ως σκοπό της παρούσης μελέτης θέτουμε τη διερεύνηση των προϋποθέσεων, που ανέδειξαν και έφεραν το δίλημμα της ευθανασίας στο προσκήνιο του κοινωνικού ενδιαφέροντος, τους συμφραζόμενους στόχους, που συναρμόζουν τη δομή του, την κοινωνική προοπτική, που το κατέστησε επίκαιρο, αλλά και τη βαρύτητα των  βλέψεων και επιδιώξεων, για χάρη των οποίων αναδύεται ως κοινωνικό πρόβλημα.
Η προσφυγή σε σωρεία δανειοδοτήσεων, κατά τη συγγραφή του παρόντος δοκιμίου, οφείλεται στο γεγονός ότι ο συγγραφέας του δεν ήταν πολιτειολόγος, ενώ χρειάστηκε να μελετηθεί η πολιτειακή υπόσταση της ευθανασίας ούτε νομικός, ενώ χρειάστηκε να προσεγγισθεί το νομικό δέον που τη φέρνει στην επικαιρότητα ούτε και, κυρίως αυτό, δεν υπήρξε ποτέ και ούτε επιθύμησε να υπάρξει βιο-ηθικολόγος, ενώ χρειάστηκε να δει τις βιο-ηθικολογικές παραμέτρους της. Σαν τους περισσότερους κλινικούς ιατρούς, οι ιδέες του συγγραφέα δεν χρειάζονται πάντα την παρόρμηση των τυπωμένων προτάσεων στους κόλπους των εγχειριδίων για να γεννηθούν, καθώς η σκέψη έχει ασκηθεί να διατρέχει μεγάλες αποστάσεις σε πολυδαίδαλους δρόμους "παρά την κλίνη του ασθενούς". Εκεί, που πολύ ορθά και πολύ γρήγορα πρέπει να συσχετίσει εμφανή, αφανή και δυσδιάκριτα δεδομένα και να λάβει αποφάσεις. Εκεί είναι το δοκιμαστήριο των στοχασμών του και αθροίζεται η επίπτωση των συνεπειών τους, εκεί κιόλας που, όχι σπάνια, η ευθανασία προβάλλει ως μια απελπιστική καταφυγή.
Μελετώντας την ευθανασία, κανείς οδηγείται σε μια μάλλον πολύπλοκη σύνθεση δικαιϊκών, δεοντολογικών, συνεπειολογικών και βιολογικών προβλημάτων, με την επίλυση των οποίων μόνο, μπορεί να προσεγγισθεί η σχέση μας με τη ζωή και τις πιθανές εξόδους της. Και η προσέγγιση των προβλημάτων αυτών προϋποθέτει διαμεσολαβήσεις από αντίστοιχες έννοιες των επιστημών αυτών, όπως ο εαυτός, ο άνθρωπος, το άτομο, η κοινωνία, το πρόσωπο, η συμπεριφορά, η αυτοδιάθεση και ο θάνατος. Ο συγγραφέας κατανοεί ότι, γράφοντάς το εξ ολοκλήρου μόνος, διατρέχει τον κίνδυνο, όχι μόνο να εκτεθεί σε μεροληπτικούς παρασυρμούς, ευνοώντας τις ερμηνευτικές θέσεις, που είχε υιοθετήσει ατομικά, ως απόθεμα εμπειρίας και ιδεολογικών κλίσεων και αφετέρου έναν άλλο, μεγαλύτερο, κίνδυνο που προέρχεται από τη συγκεκριμένη εργαλειακή χρήση του λεξιλογίου κάθε επιστήμης, καθώς συγκροτεί τα νοήματά της, χρησιμοποιώντας κοινόκτητες αλλά και ιδιωτικές λέξεις. Τόσο οι κοινόκτητες, όσο και, ιδίως, οι ιδιωτικές λέξεις περιαρμόζουν μια δέσμη εναλλακτικών εκδοχών σε κάθε νόημα, καθώς αυτό αναπαράγεται και δεν αντιγράφεται από ανθρώπινη αντίληψη σε αντίληψη. Με τον τρόπο αυτό, όμως η αλληλουχία των λέξεων είναι αναγκαστικά χαλαρή και οι παραγόμενοι συλλογισμοί πιο ενδοτικοί, με τα "μήπως", τα "ενδεχομένως"  και τα "άραγε" να εξασθενούν τη στιβαρότητα των συμπερασμάτων. 
Από την άλλη πλευρά, όμως, ο συγγραφέας πιστεύει ότι η σημασία των προσπαθειών του και η ευθύνη των ερμηνειών του κυμαίνεται κάπου στο φάσμα των πιθανών αναγνωστών του, οι οποίοι, όντες, επίσης, μη νομικοί, μη κοινωνιολόγοι, μη βιοηθικολόγοι, αλλά και μη ιατροί συναντούν τα πράγματα και τα φαινόμενα της κοινωνικής ζωής, όπως το ευθανασιακό αίτημα, ως φερτά φαινόμενα της εποχής τους, ως "νέες μόδες". Έτσι, η νομική, βιοηθική και κοινωνιολογική όψη της ευθανασίας συντίθεται από ενέργειες υποκειμένων με συγκεκριμένη κοινωνική ταυτότητα που δρουν, επιλέγουν και εκφέρουν τη βούλησή τους υπό συνθήκες, που συνυφαίνονται με τα τρέχοντα κοινωνικά, ιατρικά και βιολογικά δεδομένα. Ο συγγραφέας του παρόντος, όντας γιατρός, ως γιατρός μόνο θα μπορούσε, με καλύτερες προϋποθέσεις, να προσεγγίσει το θέμα του, χωρίς να υπόσχεται μια ανατρεπτική μεθοδολογία, γνωρίζοντας ότι  για το θέμα αυτό έχουν μιλήσει τόσοι έξοχοι διανοητές. Έχει σχεδόν τη βεβαιότητα ότι η δική του συμβολή θα είναι οπωσδήποτε μικρής αξίας, αλλά την αποφάσισε όχι γιατί πιστεύει ότι κάτι λείπει που μπορεί να το εισφέρει, αλλά από την επιθυμία του να θέσει ερωτήματα, ακόμη και κάποια τολμήματα, που μπορεί να αποδειχθούν αφελή ή ανάρμοστα στον πειθαρχημένο φιλοσοφικό λόγο. Αλλά μια τέτοια προσέγγιση ίσως αποδεικνυόταν και ωφέλιμη, στο κάτω-κάτω, επειδή η βιβλιογραφία βρίθει νομικών, ηθικολογικών και φιλοσοφικών κρίσεων, που αφορούν στην ευγονική, την ευθανασία, τις αμβλώσεις, τον γονιδιακό έλεγχο ή άλλες μορφές επιδιωγμένου θανάτου, που αποτελούν άριστο, πράγματι, υπόστρωμα διεξαγωγής  φιλοσοφικών διαξιφισμών. Από τις διεπιστημονικές αυτές ανασυνθέσεις, πιστεύουμε ότι κερδίζει κάθε επιμέρους επιστήμη, σε βαθμό που έκανε τον Breakman [18] να συντάξει μια ρηξικέλευθη πρόταση: "η ιατρική ερμηνεύει νομικά νοήματα, ενώ το δίκαιο ερμηνεύει ιατρικά νοήματα και στάσεις". Κάθε άνθρωπος, γράφει ο Χομπς επιθυμεί αυτό που του φαίνεται καλό και αποφεύγει εκείνο, που του φαίνεται κακό, αλλά αυτό που αποφεύγει πάνω απ΄ όλα είναι το χείριστο από τα φυσικά δεινά, δηλαδή η αρρώστια και ο θάνατος. Ο ανθρώπινος πόνος είναι το καλύτερο σχολείο για τη φιλοσοφία και τα παρακλάδια της, όπως η κοινωνιολογία, η νομική και η ηθική, καθώς συνιστά μια ανατροπή, με εντοπίσιμες ηθικές συνέπειες που συνεπάγονται έκπτωση στην ιστορική (ατομική και κοινωνική) πορεία του ανθρώπου. Ο συγγραφέας του παρόντος,  δεν γνωρίζει, για την ώρα, ως υποκείμενο, τι είναι πόνος, εκτός μερικών φευγαλέων δειγμάτων του. Βλέπει, όμως, τη βάναυση τρομακτικότητά του, καθημερινά στο πρόσωπο των ασθενών του. Οι υγιείς δεν μπορεί να γνωρίζουν τι είναι ο πόνος ως υποκειμενικότητα. Γνωρίζουν όμως, καλά, τι είναι ως αντικειμενικότητα: είναι οργή και ενοχή, μαζί. Ως οργή, παρωθεί τον άνθρωπο σε επιθετική αναμέτρηση μαζί του,  ("να παίρνεις τα όπλα ενάντια σ΄ένα πέλαο βάσανα και αντιχτυπώντας να τους δίνεις τέλος")[1], αλλά ως ενοχή, τον συρρικνώνει σε μεμψίμοιρο ανθρωπάκι, που τον οδηγεί στην κατάφαση της ευθανασίας.
Η Ιπποκρατική Ιατρική διακηρύσσει με κρυστάλλινη σαφήνεια ότι παραμένει προσηλωμένη στην αρχή να ενεργεί σύμφωνα με το μέγιστο συμφέρον του ασθενούς, να λειτουργεί "επ΄ωφελείη καμνόντων", που συγκεκριμενοποιείται σε δύο ηθικά ανειλημμένες υποχρεώσεις του ιατρού, ιδιαίτερα σαφείς και αναλλοίωτες με το πέρασμα των αιώνων: (α) την επιβράδυνση της ελεύσεως του θανάτου [και όχι την επίσπευσή του υπό οποιεσδήποτε προϋποθέσεις, σκοπιμότητες ή δικαιολογήσεις] και, (β) την ανακούφιση από τον πόνο. Πραγματικά, ο ιατρός, από τη στιγμή που αναλαμβάνει την περίθαλψη ενός αρρώστου, δεν έχει απλώς υποχρέωση θεραπείας, αλλά και υποχρέωση να λαμβάνει όλα τα ενδεικνυόμενα μέτρα και να εφαρμόζει στον ασθενή του κάθε μέθοδο ή τεχνική, ώστε ο τελευταίος να μην υποφέρει, ακόμη και όταν η μοίρα του έχει ξεφύγει από τον ιατρικό έλεγχο. Ο έλεγχος του πόνου αποτελεί παγκόσμια απαίτηση των ασθενών, ανεξάρτητη από φυλή και κουλτούρα και εποχή. Για τον λόγο αυτό θεωρείται πρώτιστο καθήκον του γιατρού. Εξάλλου ο "όφις", που εξακολουθεί να αναρριχάται στην ιατρική βακτηρία, ως παγκόσμιο έμβλημα της Ιατρικής Τέχνης και Επιστήμης, συμβολίζει το καθήκον της καταστολής του πόνου και των δεινών, που η αρρώστια προκαλεί στον πάσχοντα. Όταν ο ασθενής γνωρίζει πως θα πεθάνει δεν ανακουφίζεται από την ιατρική παρουσία για κανέναν άλλο λόγο, παρά μόνο διότι γνωρίζει πως στην πορεία του προς τον θάνατο θα συνοδευτεί, ως το τελευταίο βήμα, από μιας καλής προαιρέσεως παρουσία.
Τα ιατρικά, ηθικά και νομικά ζητήματα που αφορούν στην αποδοχή της εκούσιας, μη εκούσιας ή ακούσιας ευθανασίας, με την ενεργητική ή παθητική εκδοχή της, αποτελούν αντικείμενα εντόνων συζητήσεων και διαμάχης των τελευταίων πενήντα ετών, παρ΄ όλο ότι η ευθανασία είτε ως μέσον ευγονικής παρεμβάσεως και βελτιώσεως της ευκοσμίας των κοινωνιών ή για λόγους ευσπλαχνίας ή, τέλος, για εξοικονόμηση πόρων, ουδέποτε αποκλείσθηκε ως ενδεχόμενο ήδη από τις αρχαϊκές κοινωνίες. Η γνώμη της ιατρικής λοιπόν πρέπει να ακουστεί με προσοχή στις διαβουλεύσεις περί τη νομιμοποίηση της ευθανασίας, ως προαιρούμενου θανάτου, επειδή την κινητοποιεί η απελπισία από τον πόνο και την ακαταβίωτη ζωή και συμπαραστέκεται σε κάθε άνθρωπο κατά την ηρωική και πένθιμη πορεία του προς το θάνατο. Όταν ο ιατρός δεν μπορεί να θεραπεύσει την πάθηση είναι ηθικά υποχρεωμένος τουλάχιστον να συνδράμει στην παρηγόρηση του ασθενούς και να συμβάλει στην καταπράυνση του πόνου. Και όταν τίθεται το αγωνιώδες δίλημμα της ευθανασίας, ως λυτρωτικό εγχείρημα, όλοι τότε στρέφουν το βλέμμα τους προς το ιατρό. Η ιατρική τέχνη συνταράσσεται, μπροστά στο συγκλονιστικό δισταγμό: Μπορεί η εκπλήρωση του καθήκοντος "επ΄ωφελείη καμνόντων", να οδηγήσει τον ιατρό ως το έσχατο μέτρο, προκειμένου να σκοτώσει τον πόνο, να φτάσει μέχρι την απόφαση της θανάτωσης του φορέα του; Σε τελευταία ανάλυση, η απόφανση περί εφαρμογής ή μη ευθανασίας παραμένει μια απελπιστικά αποκλειστική ιατρική απόφαση.
περιγραφή
Μαίνεται δ΄ός εύχεται θανείν[1].
Στην αρχαιότητα, ο όρος, "ευθανασία", δεν αναφερόταν στην "επιδιωγμένη επίσπευση του θανάτου", η οποία, εξάλλου, δεν αποτελούσε ιδιαίτερο μέλημα για τους προγόνους μας, αν και δεν ήταν άγνωστη η ενσυνείδητη θανάτωση ατόμων, με βαριά σωματοψυχικά προβλήματα, αλλά χρησιμοποιούταν  προκειμένου να περιγράψει τον εύκολο, τον ευτυχή, τον ήπιο, τον ήρεμο, τον ανώδυνο ή ακόμη και τον ηρωικό θάνατο.  Ευθανατέω, αποθνήσκω καλόν ή εύκολο θάνατον [103]. Ευθάνατος είναι ο καλός, ο εν τιμή θάνατος, ο θάνατος κάθε ανθρώπου που εκπλήρωσε τις εν ζωή υποχρεώσεις του και έφτασε σ΄ένα τέλος "ανώδυνο, ανεπαίσχυντο, ειρηνικό" όπως η ορθόδοξη εκκλησία εύχεται να είναι τα χριστιανά τέλη κάθε πιστού της. Περιγράφει ακόμη και, ειδικότερα, τον ένδοξο θάνατο, όπως λ.χ., είναι η θυσία για κάποιο ιδανικό, ή όπως υπήρξε ο θάνατος του Διαγόρα, κατά την περιφορά του από τους ολυμπιονίκες γιους του στο στάδιο της Ολυμπίας: "κάτθανε Διαγόρα ουκ ες Όλυμπον ανα­βή­σεις". Ο Σόλων ο Αθηναίος, όταν ερωτήθηκε από τον Κροίσο στην αυλή του, ποιους θεωρούσε τους πλέον ευτυχισμένους ανθρώπους στη ζωή, μεταξύ των πρώτων που ονόμασε ήταν ο Κλέοβις και ο Βίτων. Τα δύο, δηλαδή, αδέλφια, παιδιά μιας ιέρειας του ναού της θεάς Ήρας στο Άργος, τα οποία, αφού έσυραν την άμαξα πάνω στην οποία καθόταν η ιέρεια μητέρα τους, έφθασαν στον ναό επευφημούμενοι απ' όλον τον κόσμο. Τότε, κατά τη διήγηση του Σόλωνα, η ιέρεια μητέρα τους ζήτησε από τη θεά Ήρα να τους ανταμείψει με το καλύτερο δώρο που θα μπορούσε. Ο Κλέοβις και ο Βίτων, αφού εόρτασαν με τους παρευρισκόμενους, ζώντας τη χαρά των επευφημιών και της γενικής επιδοκιμασίας, κοιμήθηκαν στο ιερό της θεάς και δεν ξύπνησαν. Ο θάνατος αυτός, μια αληθινή ευθανασία, θεωρήθηκε το ύψιστο δώρο της θεάς για τους θνητούς γιους της ιέρειάς της.
Ο όρος, με τη σύγχρονή του έννοια, αποτελεί αντιδάνειο από την αγγλική λέξη euthanasia που προέρχεται από την αρχαιολογική λέξη ευθανασία, με τελείως όμως, διαφορετικό νόημα [136]. Ο σύγχρονος όρος "ευθανασία" σημαίνει "την, με πράξη ή παράλειψη πράξης, επιδιωγμένη επίσπευση του θανάτου του πάσχοντος από ανίατη, επώδυνη αρρώστια, με ή χωρίς την ανεπιφύλακτη συναίνεση του, για ανθρωπιστικούς λόγους". Πρόκειται για διευκόλυνση της ελεύσεως του θανάτου (mortis facilitas), για την προσφορά μιας ανώδυνης αναχωρήσεως του ασθενούς από την αναξιοβίωτη ζωή του, η οποία κατέστη αναξιοβίωτη από τις διαμορφωμένες συνθήκες της ανίατης παθήσεως, των αφόρητων πόνων, της εξαρτήσεως του από συσκευές υποστηρίξεως ζωτικών λειτουργιών ή περιποίησεις τρίτων και της εκπτώσεως της αξιοπρέπειάς του. Κρίνοντας ότι το ισοζύγιο δυσαρέσκειας-ευαρέσκειας, ανατρέπεται προς όφελος της δυσαρέσκειας και αποθαρρύνει εντελώς την ελπίδα, η ευθανασιακή διέξοδος συνιστά ένα ενδεχόμενο, που τον τελευταίο καιρό συγκεντρώνει τις προτιμήσεις ολοένα μεγαλύτερου αριθμού ασθενών, ως συντόμευση του υπολοίπου της ζωής ενός ασθενούς με κακή πρόγνωση, οπωσδήποτε, όμως, μη εγκεφαλικά νεκρού, που ενεργείται, όμως, από δεύτερο άτομο [συνήθως ιατρού (: βοηθού ευθανασίας)][97].
Ενώ, δηλαδή, η λέξη ευθανασία, με την αρχαιοελληνική της σημασία, περιγράφει το θάνατο ενός ατόμου και τα ποιοτικά χαρακτηριστικά του (φυσικός, ως αποτέλεσμα προοδευτικής φθοράς ή καταστροφικός, ως αποτέλεσμα βίαιης εξωτερικής δράσεως από κάκωση ή ασθένεια),  με τη σύγχρονή έννοια, σημαίνει τον κατ΄επίκλιση ενσυνείδητο τερματισμό της ζωής ενός ατόμου, που διενεργείται από κάποιον άλλον, με πράξη ή παράλειψη [119], κατανοούμενη ως ένας εμπράγματος καταβιασμός της ζωής, μάλιστα της "εν κάμψει" ζωής, που ζητά θεσμική αναγνώριση, είτε πρόκειται για εμπρόθετη παρέμβαση (ενεργητική μορφή) είτε για σκόπιμη παράλειψη (παθητική εκδοχή). Στις σύγχρονες πράγματι φιλοσοφικο-πολιτικές συζητήσεις και νομικές διερμηνείες, ο όρος "ευθανασία" δηλώνει τη "θανάτωση για λόγους συμπόνιας, συμπάθειας", υπό τον όρο ότι η θανάτωση τελείται υπό το άχθος της επίμονης αιτήσεως του πνευματικά διαυγούς ασθενούς, η οποία αφορμάται από τις συνθήκες που επιβάλλουν οι βασανιστικοί πόνοι, η απώλεια της αυτονομίας και η έκπτωση της αξιοπρέπειάς του, καθώς είναι υποχρεωμένος να τελεί υπό τον έλεγχο μηχανημάτων και περιποιήσεις τρίτων  και την ανθρωπιστική απόκριση του ιατρού, που θα τελέσει τη θανάτωση του ασθενούς[73,95].
Πρόκειται για μια σύνθετη λέξη που παράγεται από τις λέξεις "ευ" ή το επικό "εϋ" που έχει τη σημασία του "καλός, ωραίος, γενναίος, ευγενής" και "θάνατος": δύο αντιφατικές μεταξύ τους λέξεις, εφόσον το "ευ" καταφάσκει το αγαθό της ζωής, ενώ ο "θάνατος" το αποφάσκει, το εξαντλεί, το ακυρώνει και το καταργεί. Αν κάθε ένα από τα δύο συνθετικά της λέξης, ανεξάρτητα ειδωμένο, αποτελούσε ανέκαθεν πεδίο αντιπαραθέσεως, το νόημα μιας λέξης που συνίσταται από τη συνένωσή τους, προκαλεί σύγχυση και αμηχανία, παράγοντας ένα εκρηκτικό αποτέλεσμα, καθώς, αν κάθε "ευ" περιγράφει πράγματι ένα αγαθό, ως  κάθε τι που ωφελεί τον άνθρωπο, τότε δεν μπορεί να νοηθεί εκδοχή του θανάτου, "ως το μέγιστο κακό", που να ορίζεται με τη συνδρομή του "ευ". Όσο και αν ο ορισμός του αγαθού αποδείχθηκε ένα από τα δυσκολότερα προβλήματα της θεωρητικής φιλοσοφίας [βλέπε κεφ. "βιοηθική"], γενικά δεν έχουν απαντηθεί βιωματικές καταστάσεις, που να χαρακτηρίζονται από διλημματικό δισταγμό να αναγνωρισθεί ο θάνατος ως το ακριβώς αντίθετό του. Η εκρηκτική αντίφαση των δύο συνθετικών εννοιών, που συναποτελούν το νεοπαγή όρο, προσδίδει στη δεοντολογία της ευθανασίας ποικίλες και σοβαρές διαστάσεις πού άπτονται φιλοσοφικών, ψυχοκοινωνικών, νομικών, θρησκευτικών και ιδεολογικών τοποθετήσεων, τόσο σε ομαδικό, όσο και σε ατομικό πλαίσιο. Η Ιπποκρατική ηθική και όλες οι θρησκείες του κόσμου απορρίπτουν κατηγορηματικά την ευθανασία με τη σύγχρονή της έννοια. Το ζήτημα, όμως, της ευθανασίας τίθεται σε διαφορετική βάση από τη νοοτροπία της σημερινής εποχής, με τον πληθωρισμό των τεχνολογικών μέσων και των επιστημονικών γνώσεων, που διευκόλυναν ή και προαπαίτησαν την καθιέρωση ενός εκκοσμικευμένου ήθους ακραίας ανοχής. Το ήθος, όμως, που κάνει αποδεκτή κάθε δυνατή επιλογή, αυτοαναιρείται, καθώς η τελεολογική του σημασία είναι, αντίθετα, να οριοθετεί τις επιλογές, να τις διακρίνει σε επιτρεπτές και ανεπίτρεπτες και να αποθαρρύνει τις τελευταίες.
Η ευθανασία συγκαταλέγεται μεταξύ των "κατακτήσεων" που κατοχυρώνουν το δικαίωμα κάθε ανθρώ­που, να καθορίζει τη ζωή του και την ύπαρξή του με βάση τις δικές του επιλογές, δηλαδή να αυτοδιατίθεται. Όπως φαίνεται, στις τελευταίες δεκαετίες σ΄ολόκληρο τον κόσμο, επιχειρούνται πολλές προσεγγίσεις σχετικά με την ευθανασία και την ιατρική συνδρομή στην αυτοκτονία, ώστε πρέπει να ενθαρρυνθεί ο ενεργός διάλογος γύρω απ΄αυτό το πολύπλοκο θέμα, που ωθεί τη νομική επιστήμη, τη φιλοσοφία, την κοινωνιολογία και την ηθική να διευρύνουν τις συλλογιστικές τους δυνατότητες και τα όρια της επικράτειάς τους. Ενώ ο θάνατος για παράδειγμα ήταν άγνωστος για τη νομική επιστήμη, ήδη κατέστη μέρος του γνωστικού της προβληματισμού, όχι μόνο επειδή πρέπει να επιλύσει νομικά προβλήματα που αναφύονται με την ευθανασία, όπως επίσης και με τις μεταμοσχεύσεις, τον προγγενητικό έλεγχο, τον έλεγχο του γονιδιώματος και τις αμβλώσεις, αλλά και τις σχέσεις τους με αρχές και δικαιώματα, τα οποία ως τώρα βασίζονταν σε απαραβίαστα αξιώματα, τεθέντα από αυθεντίες άλλης περιωπής. Η επιστήμη, βέβαια, που κυριολεκτικά συνταράσσεται είναι η ηθική, και, ειδικότερα, η ιατρική ηθική, της οποίας η ευθανασία από κοινού με τον προγεννητικό έλεγχο και τις επεμβάσεις στο γονιδίωμα των όντων ουσιαστικά προκαλεί την εκ θεμελίων αναπεριγραφή της.
Το αίτημα της ευθανασίας αναγορεύτηκε σε κίνημα (ήδη, δρουν παγκόσμιες οργανώσεις που αριθμούν χιλιάδες μέλη που διεκδικούν τη νομιμοποίηση της ιατρικής συνδρομής στην ευθανασία), μετά την νομιμοποίηση των αμβλώσεων, όταν το δικαίωμα της επιλογής του τερματισμού μιας εγκυμοσύνης και της θανατώσεως του εμβρύου απέκτησε νομική ισχύ, βασισμένη στο αξίωμα του δικαιώματος στην ιδιοτικότητα (privacy του αμερικανικού δικαίου). Ειδικότερα, ενώ, χωρίς τη δυνατότητα διαγνωστικής επεμβάσεως στο ανθρώπινο γονιδίωμα, ο καθένας, είχε ισότιμο δικαίωμα στην αναπαραγωγή, ήδη, με τις επαναστατικές βιοτεχνολογικές εξελίξεις, ο καθένας προσκτά ένα δικαίωμα συμμετοχής στη φαινοτυπική σχηματοποίηση των επιγόνων του, αλλά, ταυτόχρονα και οι κατέχοντες την εξουσία αποκτούν τη δυνατότητα ευοδώσεως των ενδεχομένων ευγονικών τους επιδιώξεων. Έτσι, το απαραβίαστο δικαίωμα της αναπαραγωγής τίθεται ήδη σε καθεστώς εξωτερικής εποπτείας και συγκεντρωτικής ετερορυθμίσεως, με την οποία επιτυγχάνεται αποφασιστικότερα, αλλά ταυτόχρονα καθίσταται δυνητικά χειραγωγήσιμη, η σωματική διανοητική και συναισθηματική διάπλαση των πολιτών. Εκτός από την εποπτεία στην είσοδο της ζωής, με το νεοφανή γονιδιακό έλεγχο των γεννήσεων, και την απόλυτη χειραγώγηση των πολιτών κατά τη διάρκεια της ζωής, με μεθόδους οικονομικής και ψυχολογικής προσαρμογής τους στις επιδιώξεις των ηγεσιών τους, φαίνεται ότι επιχειρείται επίσης και η εποπτεία στην έξοδο από τη ζωή, με τον ευθανασιακό έλεγχο του θανάτου τους.
Οι νεκροί είναι αγαθοί.
Δεν επεμβαίνουν στη ζωή μας
και μας βοηθούν να τους λησμονήσουμε[2].
Ο ορισμός της ευθανασίας αποτελεί ευφημισμό, εφόσον πρόκειται για συνειδητή και εσκεμμένη επιλογή θανάτωσης ατόμου, με ή –σπανιότερα-χωρίς τη συναίνεσή του, για ανθρωπιστικούς λόγους. Ο ξενικός όρος "mercy killing[3]" (:θανάτωση από οίκτο) αποδίδει κυριολεκτικά το αποτέλεσμα [killing-θανάτωση] και την πρόθεση [ελεήμων- mercy] της έτσι οριζόμενης ευθανασίας [136], ως mort par grace (:χαριστικής θανατώσεως).
Η σύγχρονη σημασία του όρου ευθανασία, είτε υπό την ενεργητική της εκδοχή (συγκεκριμένες θετικές πράξεις με τις οποίες ένας τρίτος θανατώνει έναν πάσχοντα συνάνθρωπό μας, όπως πχ., η εσκεμμένη χορήγηση θανατηφόρου δόσεως φαρμάκου) είτε με την παθητική της (όταν δεν λαμβάνονται μέτρα για την παρεμπόδιση του επερχομένου θανάτου) οφείλεται στον Thomas Moore (1478-1535) [123]. Ο Άγγλος φιλόσοφος και κοινωνιολόγος στην ουτοπική κοινωνία που περιέγραψε, οραματίστηκε την "ανθρωπιστική" θανάτωση των ανιάτων ασθενών ως ευθανασία και πρότεινε την στέρηση τροφής και τη χορήγηση υπνωτικού ποτού. Τον όρο "ευθανασία" με τη σύγχρονή του έννοια, την έννοια δηλαδή της με ορισμένο τρόπο θανατώσεως των αναξιοπαθούντων συνανθρώπων μας, οφείλουμε στο Francis Bacon. Άγγλος φιλόσοφος και πολιτικός (1561-1626), αρχιτέκτονας της "νέας επιστήμης" και ιδρυτής του αγγλικού εμπειρισμού, ο Bacon υποστηρίζει ότι οι ιατροί έχουν χρέος ανθρωπιστικό και επιστημονικό να χρησιμοποιούν την ευθανασία, την οποία διακρίνει σε "εξωτερική- exterior" και "εσωτερική-interior". Η τελευταία αφορά τη ψυχική προετοιμασία του ετοιμοθάνατου για να αντιμετωπίσει με σθένος και γαλήνη το μοιραίο. Εδώ η ευθανασία είναι περισσότερο ένδειξη ανθρωπιάς παρά δικαίωμα∙ τεχνική και όχι θεσμός, εφαρμοσμένη και γι αυτό έγκυρη γνώση και όχι υπολογισμός. Μεταξύ των στοχαστών των νεότερων χρόνων που δέχονται την ευθανασία συγκαταλέγονται οι David Hume και Karl Marx. Αλλά μόνο τα τελευταία εκατό χρόνια έχουν καταβληθεί συστηματικές προσπάθειες για την νομική και ηθική τεκμηρίωση της υπό τη σύγχρονη έννοια ευθανασίας.
Στη σύγχρονη βιβλιογραφία, η ευθανασία με βάση την ύπαρξη θετικής ή μη ενέργειας από τον πάσχοντα, δηλαδή με βάση την ύπαρξη αυτόβουλης, ελεύθερης και αυτόγνωμης αποφάσεως του ίδιου του ασθενούς για επίσπευση του θανάτου του, που δρα στα κοινωνικά προστατευμένα πλαίσια της απροϋπόθετης αυτοδιαθέσεώς του, διακρίνεται σε: α) εκούσια ευθανασία, β) μη εκούσια ευθανασία και γ) ακούσια ευθανασία.
Στην πρώτη περίπτωση της εκούσιας ευθανασίας, ο ασθενής διατυπώνει ρητά τη θέλησή του για έξοδο από τη ζωή. Η απαίτησή του να υποστηριχθεί ώστε η επιθυμία του να γίνει σεβαστή υπό τους καλύτερους δυνατούς όρους βασίζεται στο δικαίωμα της αυτοδιάθεσης και αυτοπροσδιορισμού. Η ρητή και σε νηφάλια κατάσταση, αίτηση του διανοητικά διαυγούς ασθενούς, που πάσχει από ανίατη νόσο στο τελευταίο στάδιο, καθώς και οι εγγυήσεις των ιατρών, του ιατρικού συμβουλίου, περί οριστικά μη υπάρξεως θεραπευτικής ελπίδας και η συμφωνία των συγγενών συγκροτούν ένα πλαίσιο εγγυήσεων ώστε να μην υπερκερασθεί ή αλλοιωθεί η πραγματική βούληση του πάσχοντος. Οι δικλείδες βέβαια αυτές δεν απαντούν στο πρωταρχικό ερώτημα, δηλαδή την ελεύθερη επιλογή στη ζωή και το θάνατο ως δικαίωμα του ανθρώπου, αλλά ούτε και στο συναφές ερώτημα, δηλαδή της δυνατότητας εκχώρησης του δικαιώματος αυτού σε τρίτο.
Όπως είναι λογικά επακόλουθο, η ενδεχόμενη ηθική δικαίωση της εκούσιας ευθανασίας ερείδεται στην ηθικότητα των λόγων, που ωθούν έναν ασθενή, που διατρέχει τα τελικά στάδια μιας ανίατης παθήσεως να καταφύγει στην επιλογή της. Οι λόγοι αυτοί αφορούν, αφενός μεν, την παράκαμψη ενός οδυνηρού σταδίου εντελώς περιττής καταδυνάστευσης από αφόρητους πόνους, καταρράκωση της αξιοπρέπειάς του από τις συσκευές εξαρτήσεως και τις αναγκαστικές περιποιήσεις τρίτων (whether ‘tis nobler in the mind to suffer –the slings and arrows of aoutrageous fortune or to take arms against a sea of troubles –and by opposing end them τί ΄ναι στο πνεύμα ανώτερο να υποφέρεις πετριές και σαϊτιές αχρείας τύχης, η να παίρνεις τα όπλα ενάντια σ΄ένα πέλαο βάσανα και αντιχτυπώντας να τους δίνεις τέλος;)[4] και, αφετέρου, ταλαιπωρίας και αποδιοργανώσεως της καθημερινής ζωής των οικείων[5] του και υποβολής της κοινωνίας σε υπέρογκες δαπάνες χωρίς αποτέλεσμα. Εάν οι ιδιοτελικού χαρακτήρα αυτοί λόγοι ευσταθούν, ώστε να κατανοείται ηθικά ένα αίτημα εκούσιας ευθανασίας, εξαρτάται από την ηθική αντίληψη του καθενός. Η θανάτωση του σε τελικά στάδια ευρισκόμενου ασθενούς μπορεί να αναγνωρισθεί ως ηθική πράξη, αν αγαθό ήταν ό,τι συμφέρει τους περισσότερους. Αλλά από την άλλη πλευρά, δεν μπορεί να χρησιμοποιείται ένας άνθρωπος και η δυσμενής κατάσταση, στην οποία έχει περιέλθει, ως μέσον για τη βελτίωση της θέσεως άλλων, των οικείων και της κοινωνίας. Συγκεκριμένα, οι οικείοι, με το θάνατο του ασθενούς απαλλάσσονται από θυσίες, στις οποίες θα υποχρεώνονταν για την περίθαλψη και φροντίδα του ασθενούς, εφόσον ο τελευταίος παρέμενε στη ζωή και η κοινωνία απαλλάσσεται από δαπάνες μάταιων θεραπειών, στις οποίες θα υποχρεωνόταν, χωρίς την εφαρμογή ευθανασίας στον ανίατα πάσχοντα.  Αν ως βασική αρχή εξακολουθεί να ισχύει ότι λόγω της αδιαπραγμάτευτης και απροϋπόθετης προστασίας της ανθρώπινης αξίας, (άρθρο 2 §1 Σ) δεν επιτρέπεται, στο όνομα οποιουδήποτε συμφέροντος να καθίσταται ο πολίτης μέσο εξυπηρέτησης, ακόμη και της αγαθότερης κρατικής πολιτικής, όπως είναι οι οικονομικοί σχεδιασμοί, το δημογραφικό πρόβλημα και οι προθέσεις ευκοσμίας της κοινωνίας, τότε το επιχείρημα υπέρ του συμφέροντος τρίτων δεν μπορεί να ευσταθεί, ως νομιμοποιητικός λόγος της εκούσιας ευθανασίας, ακόμη και αν υπήρχαν απόλυτες διαβεβαιώσεις ότι ο αιτούμενος ευθανασία έχει καταλήξει στην απόφασή του οριστικά, με νηφαλιότητα και εναργές πνεύμα και γνωρίζει απόλυτα τις συνέπειες της αποφάσεώς του.
Στη δεύτερη περίπτωση της μη εκούσιας ευθανασίας είναι αμφίβολη η γνώμη του ασθενούς, καθώς ο ίδιος δεν είναι σε θέση να την εκφράσει ρητά, λόγω της βαρύτητας της καταστάσεώς του. Στη συγκεκριμένη περίπτωση η ευθανασία μπορεί να οριστεί και ως ευθανασία με εικαζόμενη συναίνεση,  αν αυτή προεξοφλείται από τις εγγυήσεις κάποιου από τον οικογενειακό ή κοινωνικό περίγυρο του ασθενούς, ο οποίος είναι σε θέση να δηλώσει ότι πριν αρρωστήσει και απολέσει την επικοινωνία του με το περιβάλλον του, ο ασθενής είχε τοποθετηθεί με σαφήνεια ότι θα επιθυμούσε να παρακάμψει το οδυνηρό στάδιο της εξαρτήσεως από ιατρικές συσκευές και περιποιήσεις τρίτων και να αφεθεί στην επίδραση της φυσικής εξελίξεως της ανίατης παθήσεώς του. Το γεγονός ότι το άτομο, το οποίο θα δεχθεί τις επιπτώσεις μιας σε βάρος του απόφασης ευθανασίας, αδυνατεί να συμμετάσχει στην λήψη της, δημιουργεί μια σειρά από προφανή ηθικά και νομικά προβλήματα, τόσο στους συγγενείς όσο και στους γιατρούς. Για την αντιμετώπιση τέτοιων περιπτώσεων, εικαζόμενης συναίνεσης, μόνο μέσο είναι η "εν ζωή διαθήκη" (Living Will). Η "εν ζωή διαθήκή",  όπως και οι διαρκείς πληρεξουσιότητες "Durable Power of Attorney" ή οι "εν αιθρία οδηγίες-advance directives" είναι έγγραφα προδιατυπωμένης εκφράσεως θελήσεως που έχουν νομική μορφή και ισχύ και με τα οποία ένα υγιές άτομο εκφράζει εκ των προτέρων την θέλησή του για την αποδεκτή σε αυτό αντιμετώπιση σε περίπτωση κώματος ή ανίατης αρρώστιας, που συνοδεύεται από απώλεια της ικανότητος για λήψη αποφάσεως [69, 70, βλέπε, επίσης, κεφ 8,IV].
Η κατά τη διάρκεια της ασθενείας του, μεταβολή της αποφάσεως του δεν έχει ισχύ ακυρώσεως της διαθήκης του ή του συμβολαίου θανάτου του. Συχνότερα, τα άτομα αυτά βρίσκονται σε κλίνες και είναι υπό επιτήρηση όχι μόνο στο Νοσοκομείο ή την Κλινική, αλλά και σε ιδρύματα, πχ., φροντίδας ηλικιωμένων ή χρονίως πασχόντων, σωφρονιστικά καταστήματα ή και στην ίδια τους την οικία.
Η ενεργητική ακούσια ευθανασία (nonvoluntary active euthanasia), είναι γνωστή ως θανάτωση από ευσπλαχνία. Είναι ο δια χάριτος παρεχόμενος θάνατος των ναζιστών του 2ου της προπολεμικής Γερμανίας. Είναι στην πραγματικότητα μια ανθρωποκτονία εκ προθέσεως, για την πράξη της οποίας επιχειρείται να αρθεί το καταλογιστό, λόγω οίκτου [29]. Η πράξη της θανατώσεως τελείται με τη χορήγηση, συνήθως, ενός θανατηφόρου ναρκωτικού ή άλλων σκευασμάτων που επιφέρουν το θάνατο ανώδυνα και σύντομα  [1]. Η περίπτωση της ακούσιας ευθανασίας αφορά ιδίως ασθενείς σε κώμα, αλλά επίσης και βρέφη ή ψυχικά διαταραγμένους, τουλάχιστον θεωρητικά. Γίνεται ακόμα λόγος για την εξαναγκαστική ευθανασία (involuntary euthanasia), η οποία εκτελείται, παρά την αντίθετη βούληση του ασθενούς και η οποία καταδικάζεται απερίφραστα από το σύνολο των νομικών, φιλοσοφικών και ιατρικών κύκλων, ακόμη και από τους απολογητές της ευθανασίας. Καθώς πρόκειται για απροκάλυπτη περίπτωση ανθρωποκτονίας εκ προθέσεως θα εξαιρεθεί από την περαιτέρω μελέτη μας. Περιπτώσεις ευγονικής ή κοινωνικής παρεμβάσεως των καλουμένων φυλετικών υγιεινολόγων θα παρουσιασθούν στα οικεία κεφάλαια.
Στην τρίτη περίπτωση, ο ασθενής εκφράζει ή έχει εκφράσει κάποια στιγμή στο παρελθόν την επιθυμία να διατηρηθεί στη ζωή με όλα τα δυνατά μέσα και ανεξαρτήτως από την κατάσταση της υγείας του και παρ΄όλ΄αυτά, κάποιος ή κάποιοι άλλοι αποφασίζουν και διενεργήσουν τη θανάτωσή του. Η μορφή της ακούσιας ευθανασίας ταυτίζεται απόλυτα με την εκ προμελέτης ανθρωποκτονία και δεν θα μας απασχολήσει περαιτέρω στην παρούσα μελέτη.
Με βάση την ύπαρξη ή μη θετικής ενέργειας από τον θεράποντα ή άλλο ιατρό η ευθανασία διακρίνεται στην i) ενεργητική ή θετική και ii) παθητική ή αρνητική. Η ενέργεια του γιατρού ή του "βοηθού" είναι η conditio sine qua non του θανάτου του ασθενούς [25]. Στην πρώτη περίπτωση το ιατρικό/παραϊατρικό προσωπικό δρα ενεργώς και εμπράκτως, χορηγώντας στον ασθενή την κατάλληλη ουσία ή τοξική δόση ενός  παυσίπονου, με αποκλειστικό σκοπό, την έλευση του θανάτου του ασθενούς. Στη δεύτερη περίπτωση ο ιατρός αποσύρει την ιατρική αγωγή προς τον ασθενή, ώστε ο θάνατος να επέλθει σταδιακά εξαιτίας της απουσίας της ιατρικής υποστήριξης και της ενεξέλεγκτης εξελίξεως της παθήσεως.
Η ενεργητική ευθανασία χαρακτηρίζεται από ανάληψη συγκεκριμένης δράσεως από την πλευρά του ιατρού, συνήθως εμπλεκομένου στην περίθαλψη του ασθενούς, ως αποτέλεσμα της οποίας επέρχεται ανώδυνος και σύντομος θάνατος. Η ενέργεια αυτή, στις περισσότερες των περιπτώσεων, συνίσταται στην χορήγηση υψηλής δόσεως ναρκωτικού ή άλλου θανατηφόρου φαρμάκου ή στην αποσύνδεση συσκευών, που συντηρούν ζωτικές λειτουργίες του οργανισμού, όπως ο αναπνευστήρας, η καρδιακή βηματοδότηση, ο τεχνητός νεφρός κλπ. Εάν ο ιατρός χορήγησε μεγαλύτερη δόση παυσίπονου φαρμάκου προκειμένου να ανακουφίσει τον ασθενή από τους αφόρητους πόνους, αλλά ο ασθενής κατέληξε από την υπερβολική χορήγηση (πρακτική της διπλής επίδρασης (:double effect), χωρίς, όμως, η κατάληξή του να ήταν στις προθέσεις του ιατρού, τότε ασφαλώς δεν υπάρχει ευθανασία [109], αλλά, βέβαια, ο ιατρός είναι υπόλογος κακής κλινικής πρακτικής (mal practice). Η πρακτική αυτή, είναι ανεπιφύλακτα καταδικαστέα είτε επειδή δεν έχει, ακόμη, νομιμοποιηθεί η ευθανασία είτε επειδή καταλογίζεται νομικά η κακή κλινική πράξη. Περί ευθανασίας θα μπορούσαμε να μιλήσουμε στην περίπτωση, κατά την οποία η εσκεμμένη υπέρβαση της δόσεως του φαρμάκου, πχ., παυσιπόνου, σε τοξικά επίπεδα, είχε ως σκοπό την επίσπευση του θανάτου του ασθενούς, όχι από την φυσική εξέλιξη της ανίατης παθήσεώς του, αλλά από τις παρενέργειες του σε τοξικές δόσεις χορηγηθέντος φαρμάκου. Ο Ιπποκράτης και, αργότερα, ο Πλάτων, ήταν πολύ αυστηροί στις περιπτώσεις χορηγήσεων θανατηφόρων φαρμάκων, δηλητηρίων ακόμη και σε μη θανατηφόρες δόσεις ή σε τοξικές δόσεις μη θανατηφόρων φαρμάκων. Κατανοοούμε καλύτερα, με τον τρόπο αυτό τις ηθικές επιταγές ενός ιατρικού κώδικα ο οποίος περιφρουρεί το συμφέρον του ασθενούς και, γενικότερα, το σεβασμό της εξωμήτρια, όσο και της ενδομήτριας ζωής. Γνωρίζουμε [160] ότι και οι μαίες μπορούσαν να προκαλέσουν άμβλωση. Το μεγαλείο του ιπποκρατικού όρκου έγκειται στην ξεκάθαρη άρνηση αυτών των πρακτικών έμπροσθεν των οποίων δεν υποχωρούσαν οι μαίες. Οι μαίες, όμως, κατά τον Πλάτωνα, ασκούσαν επίσης συγχρόνως και το επάγγελμα του προαγωγού, γεγονός που κάνει την ισχυρότερη την αντίθεση ανάμεσα στη συμπεριφορά των μαιών και στην ηθική του Όρκου ο οποίος απαγορεύει την εκμετάλευση του επαγγέλματος για τη γήτευση οποιουδήποτε προσώπου, ακόμη κι ενός δούλου. Εκείνος που χορηγεί ευθανασία, επομένως, έχει υποβιβασθεί στο ηθικό επίπεδο των μαιών της αρχαιότητας.
Η ενεργητική ευθανασία ευρίσκεται στο επίκεντρο μεγάλης διαμάχης, καθώς επικρατούν δύο τάσεις: Οι απολογητές της ενεργητικής ευθανασίας ζητάνε τη νομιμοποίησή της, βασιζόμενοι σε επιχειρήματα που, κατά κανόνα, εδράζονται στο σεβασμό των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, και ιδίως εκείνο της αυτοδιαθέσεως των ασθενών, ενώ οι πολέμιοι της νομιμοποιήσεως της ενεργητικής εκούσιας ευθανασίας  παρουσιάζουν δύο κατηγορίες επιχειρημάτων: τα δογματικά και τα περιστρεφόμενα γύρω από τη «θεωρία της διολισθήσεως» ή τη θεωρία ‘της ισορροπίας στη κόψη του ξηραφιού’ .
Η παθητική ευθανασία διαφέρει από την ενεργητική μορφή της, μόνο στην αιτία θανάτου. Στην πρώτη περίπτωση, αιτία θανάτου είναι η παράλειψη, ενώ στη δεύτερη περίπτωση είναι η πράξη. Ο όρος "παθητική ευθανασία" είναι ένας νεόκοπος, ιατρικός, νομικός και φιλοσοφικός όρος που εισήχθη κατά το τελευταίο ήμισυ του περασμένου αιώνα, καθώς προηγούμενα, δεν υπήρχε λόγος να διακρίνεται η ευθανασία ως ενεργητική ή παθητική και οριζόταν ενιαία, ως επιδιωγμένη θανάτωση ενός βαρέως πάσχοντος ασθενούς με τη συνδρομή κάποιου τρίτου [13]. Με την ανάπτυξη και τη διάδοση, όμως, των Μονάδων Εντατικής Θεραπείας, των λοιπών μεθόδων τεχνητής παρατάσεως της ζωής και των συσκευών υποστηρίξεως ζωτικών λειτουργιών, με τις οποίες ασθενείς χωρίς καμιά εγκεφαλική δραστηριότητα μπορούσαν να σταθεροποιηθούν στο μεταίχμιο μεταξύ ζωής και θανάτου για απρόβλεπτο διάστημα, σε μια τελική, μη αναστρέψιμη και μη εξελισσόμενη φυτική κατάσταση (permanent vegetative state)[6], όπως η κλινική επιστήμη περιγράφει κυνικά, αλλά εύστοχα, τους αποστερημένους κάθε γνωρίσματος ανώτερης ύπαρξης, τους ηθικά και κοινωνικά αποχρωματισμένους συνανθρώπους μας, που βιώνουν μια βαριά, ανίατη πάθηση, εξαιτίας της οποίας έχουν απολέσει το "έλλογο μέρος της ψυχής τους". Η αφαίρεση ή μη χορήγηση αυτών των βοηθημάτων συντηρήσεως της ζωής, ονομάζεται παθητική ευθανασία και μπορεί, επίσης, να διακριθεί στην εκούσια –με τη συναίνεση του ασθενούς, ακούσια-χωρίς τη συναίνεσή του ή στην εικαζόμενη συναίνεση-συναίνεση που τεκμαίρεται, αλλά δεν μπορεί να αποδειχθεί, λόγω αδυναμίας του ασθενούς να την εκφράσει, όπως και στην περίπτωση της ενεργητικής ευθανασίας.
Η παθητική εκούσια ευθανασία συζητείται μέσα στα πλαίσια του δικαιώματος ασθενούς να μη δεχτεί την προτεινόμενη θεραπεία. Με την άρνησή του αυτή, βέβαια, ο ασθενής δεν υποδηλώνει ότι έχει αποφασίσει να εγκαταλειφθεί στην ανεξέλεγκτη, πλέον, φυσική εξέλιξη της θανατηφόρου παθήσεώς του, αλλά ότι, απλά, δεν συμφωνεί και ούτε δέχεται την προτεινόμενη θεραπεία. Ο ίδιος διατηρεί αμείωτο το δικαίωμα να αναζητήσει εναλλακτική αγωγή. Για τις περιπτώσεις αυτές προϋποτίθεται ότι ο ασθενής είναι πλήρως ενημερωμένος σε ό,τι αφορά όλες τις διαγνωστικές λεπτομέρειες και θεραπευτικές εξελίξεις της παθήσεώς του.
Η συνηθέστερη περίπτωση παθητικής –ακούσιας- ευθανασίας είναι εκείνη κατά την οποία ο ιατρός παραλείπει από αμέλεια να προβεί στις ενδεδειγμένες λυτρωτικές πράξεις που έχει καθήκον να προβεί και, έτσι, παραμένει αδρανής, τηρεί παθητική στάση, επειδή έχει την αντίληψη ότι θα είναι μάταιες και θα προκαλέσουν μόνο επιδείνωση της καταστάσεως, σπατάλη οικονομικών πόρων ή, σε περίπτωση αποτυχίας θα βληθεί, άδικα, το επιστημονικό του κύρος.
Η επιτροπή Walton Committee, περιέγραψε την ευθανασία περισσότερο σαν σκόπιμη παρέμβαση παρά σαν σκόπιμη παράλειψη για τον τερματισμό της ζωής. Τα όρια, πάντως μεταξύ της ενεργητικής και παθητικής ευθανασίας ούτε σαφή είναι ούτε αμετάβλητα, καθώς, πχ., η μη τέλεση μιας πράξεως δεν συνιστά απαραίτητα παθητική στάση, ενόσω ακόμη και η συναποφασισμένη αδράνεια μπορεί να θεωρηθεί μορφή ενεργητικής συνδρομής. Ο όρος "παθητική ευθανασία" που στην πραγματικότητα είναι απόπειρα κατασκευής ενός άλλοθι, συνιστά μια ενέργεια που είναι αναντίρρητα καταδικαστέα, όχι ως μορφή ευθανασίας, αλλά, ιδίως, ως ένδειξη παρεκκλίσεως από τα ιπποκρατικά θέσφατα, τα οποία εξακολουθούν να ισχύουν απαρέγκλιτα ως τις ημέρες μας, και σύμφωνα με τα οποία, ο ιατρός είναι λειτουργηματικά υποχρεωμένος να παρέξει κάθε δυνάμενο να παρασχεθεί μέτρο και να προβεί σε κάθε θετική ενέργεια προκειμένου να σώσει τον ασθενή του. Ακόμη και εάν ο ασθενής, όπως έχει κάθε δικαίωμα, αρνηθεί την προτεινόμενη σε αυτόν θεραπεία, ο ιατρός είναι υποχρεωμένος να παραμείνει στο πλευρό του ασθενούς και να εξαντλήσει τις δυνατότητές του να μεταπείσει τον ασθενή, μετερχόμενος ακόμη και ήπιες μεθόδους πειθαναγκασμού, εκτός και εάν πράγματι η προτεινόμενη θεραπεία είναι αμφίβολης αποτελεσματικότητας και αναμφίβολης επικινδυνότητας. Κατά κανένα τρόπο, η μη απόδοση της εκτελέσεως του  θετικού καθήκοντος του ιατρού να εξαντλήσει τις επιστημονικές, ιαματικές και παρηγορητικές θεραπευτικές, δυνατότητες δεν μπορεί να επιτρέψει στην απαλλαγή του και από τα αρνητικά του καθήκοντα, δηλαδή στην με κάθε τρόπο περιφρούρηση της ζωής του ασθενούς. Κι ενώ, αυτό πράγματι συμβαίνει, μεταξύ άλλων, στην περίπτωση εγκατάλειψης τραυματία, για την οποία, βέβαια, ο έλεγχος και η τιμώρηση του υπαίτιου δεν αμφισβητούνται, η "εγκατάλειψη" του ασθενούς να διατρέξει αβοήθητος τα τελικά στάδια της ανίατης παθήσεώς του επιχειρείται να επενδυθεί νομικά, ως αναγνώριση δικαιώματος αυτοδιαθέσεως και ηθικά, ως ανυπαρξία χρέους.
Σχεδόν συνώνυμοι είναι οι όροι ”[ιατρική] συνδρομή στην αυτοκτονία- [medically] assisted suicide” και ”ελεήμων ανθρωποκτονία ή φόνος από οίκτο, αγάπη ή φιλευσπλαχνία”. Με τον πρώτο όρο επισημαίνεται μια αυτοθεωρούμενη πράξη θανάτου, στην οποία δράστης είναι εκείνος επί του οποίου προκαλείται ο θάνατος και, επομένως, τελείται ως ελεύθερη και αβίαστη επιλογή του, καθώς αποτελεί ενσυνείδητο αίτημά του, ενώ με το δεύτερο όρο, δράστης και θύμα δεν ταυτίζονται, αλλά κάποιος  αναλαμβάνει τη θανάτωση κάποιου άλλου, που διάγει μια αναξιοβίωτη ζωή, λόγω πόνου, διανοητικής ανεπάρκειας ή εξαρτήσεως από υποστηρικτικά ζωτικών λειτουργιών μηχανήματα ή περιποιήσεις τρίτων.
Στη  βιβλιογραφία απαντάται, επίσης, ο όρος ορθοθανασία. Στην περίπτωση της ορθοθανασίας, ο ασθενής αφήνεται να σβήσει ήρεμα με τη φυσική επέλευση του θανάτου, εφ’ όσον ο ίδιος ο ασθενής το επιθυμεί και εφ’ όσον ο θάνατος είναι ένα αναμενόμενο φυσικό γεγονός. Διάφορες ιατρικές ενώσεις προτρέπουν τα μέλη τους να φροντίζουν ώστε ο ασθενής, όταν το τέλος του είναι δεδομένο και αναπόφευκτο, να μην ταλαιπωρείται άδικα ούτε να γίνεται αντικείμενο ιατρικών πειραματισμών. Εάν ο ιατρός εκτιμάει ότι η τεχνητή διατήρηση του ασθενούς του στη ζωή θα του προκαλέσει μόνο πόνο χωρίς κανένα όφελος, καλείται να διακόψει τις προσπάθειες διατήρησης του ασθενούς στη ζωή με μηχανικά ή άλλα μέσα και να τον παραδώσει στη φυσική εξέλιξη της παθήσεώς του [28].
Σε αντιπαράθεση περιγράφεται, επίσης, ο όρος δυσθανασία, που ορίζει την παράταση της ζωής του πάσχοντος με δαπανηρές και δύσκολες περιποιήσεις, δυσανάλογες σε απόδοση προς το επιδιωκόμενο, δυνάμενο να επιτευχθεί αποτέλεσμα· ενώ ως ορθοθανασία περιγράφεται η απόσυρση δύσκολών και δαπανηρών μεθόδων τεχνητής παρατάσεως της ζωής του σε τελικό στάδιο θανατηφόρου παθήσεως ευρισκόμενου ασθενούς και παραίτηση από κάθε ιατρική προσπάθεια αναχαιτίσεως της φυσικής ελεύσεως του θανάτου.
Στη σύγχρονη ιατρική, η δυσθανασία έχει καταστεί ηθικό ερώτημα ως πρακτική σε περιπτώσεις, όπου η συνέχιση της θεραπείας ή της υποστήριξης ζωτικών οργάνων δεν θα επέφεραν  βελτίωση της κατάστασης του ασθενούς, αλλά θα παρέτειναν το μαρτύριό του. Η δυσθανασία γίνεται αποδεκτή είτε αυτή είναι η επιθυμία του αρρώστου είτε εκφράζεται από συγγενείς ή φίλους για να προλάβουν, π.χ., ζωντανό τον άνθρωπό τους κάποιοι συγγενείς, που πρόκειται να φθάσουν από μακριά και χρειάζονται κάποιες ώρες γι’αυτό. Ή για να τακτοποιηθούν και κάποιες "εκκρεμότητες". Ενδέχεται, όμως, κάποιοι "τρίτοι" να χρησιμοποιούν τον γιατρό, προς εξυπηρέτηση ιδιοτελών συμφερόντων, κάνοντας έτσι ακόμη πιο δύσκολο το ρόλο του.
Κατά το διαμορφούμενο δίκαιο, ως επιταχυθανασία νοείται η "σύντμηση της επιθανατίου αγωνίας ενός επωδύνως θνήσκοντος συνανθρώπου μας [59]". Η “σύντμηση” μπορεί να επιχειρείται με την εσκεμμένη  χορήγηση θανατηφόρου δόσεως ενός φαρμάκου με σκοπό την επίσπευση του θανάτου και την ανακούφιση του ασθενούς από τον αφόρητο πόνο ή με την  ανάκληση κάθε ιατρικού μέσου, όταν αυτά τα μέσα δεν απέβησαν ικανά να αποκαταστήσουν τη διαταραχή, αλλά μονιμοποιούν τη ζωή στο μεταίχμιο του θανάτου. Ονομάζεται επιταχυθανασία η σκόπιμη επιτάχυνση των βιολογικών διαδικασιών του θανάτου σε περιπτώσεις αναπότρεπτης επελεύσεώς του και της ως εκ τούτου απώλειας των προϋποθέσεων για ένα «εύ ζήν». Ποιος όμως μπορεί να είναι απολύτως βέβαιος για το αναπότρεπτο της επελεύσεως του θανάτου και πως μπορεί κανείς να εγγυηθεί την οριστική απώλεια των προϋποθέσεων του "εύ ζειν" κάποιου άλλου; Πολύ ορθά, ένα τέτοιο εγχείρημα, με το οποίο τίθεται τέρμα στη ζωή κάποιου «πριν την ώρα του», επισύρει και τις ποινές του άρθρου 299 του Π.Κ. περί "ανθρωποκτονίας εκ προθέσεως".
Στη βασική έννοια του όρου "ευθανασία", εκτός από τον τόπο και το χρόνο της θανατώσεως, περιλαμβάνεται, επίσης:
(α) το κίνητρο, δηλαδή η σκοπούμενη λύτρωση του ασθενούς και η διατήρηση της προσωπικής του αξιοπρέπειας, που βάλλεται από τους συνεχείς αφόρητους πόνους και την εξάρτησή του από συσκευές διατηρήσεως ζωτικών λειτουργιών, την άβουλη παράδοσή του σε εφαρμογές αμφίβολης εκβάσεως θεραπευτικών μεθόδων και πειραματισμών, στο απρόσωπο περιβάλλον ενός νοσοκομείου ή, τέλος τις περιποιήσεις τρίτων. Πράγματι, η ευθανασία ζητά την ηθική αποκατάστασή της, επειδή αναδύεται ως πράξη φιλευσπλαχνίας και αποβλέπει στην προστασία του δικαιώματος αυτοδιαθέσεως του ατόμου και διατηρήσεως άθικτης της αξιοπρέπειάς του. Η αξιοπρέπεια του ατόμου θίγεται όχι μόνο επειδή η αρρώστια και οι επιβαλλόμενες συνθήκες νοσηλείας του καταρρακώνουν την αυτοεικόνα του, με την οποία ανήκε στην κοινωνία και συνέδραμε την κοινή προσπάθεια για ανέλιξη και πρόοδο, αλλά και επειδή ευρισκόμενος ήδη στην αναπόδραστη αυτή κατάσταση έχει απολέσει μέρος ή το σύνολο της αυτονομίας του.
(β) το μέσον, δηλαδή η χορήγηση θανατηφόρου δόσεως φαρμάκου ή η ανάσχεση της αιτιολογικής ή παρηγορητικής θεραπείας[7]. Ο τρόπος με τον οποίο θα επιχειρηθεί η θανάτωση του ασθενούς πρέπει να διασφαλίζει την άμεση επιτυχία του εγχειρήματος, την παντελή απουσία πόνου και το σεβασμό στην αξιοπρέπειά του, έτσι, ώστε να αποφευχθεί η ταλαιπωρία του και η καθυστέρηση στο επώδυνο μεταίχμιο μεταξύ ζωής και θανάτου. Η αφαίρεση της ζωής επιχειρείται, συνήθως, με χορήγηση θανατηφόρου ενέσεως ή διακοπή χορηγήσεων ή συσκευών, με τις οποίες υποστηρίζονται ζωτικές λειτουργίες, όπως του αναπνευστήρα, του καρδιακού βηματοδότη, της συσκευής αιμοκαθάρσεως κ. ά., που, εφαρμοζόμενα σε ασθενή που ευρίσκεται σε τελικό στάδιο, έχουν ως μοναδικό αποτέλεσμα την αναβολή μιας, έτσι κι αλλιώς, βέβαιης ελεύσεως του θανάτου2.
(γ) ο "βοηθός" που θα αναλάβει να χορηγήσει το θανατηφόρο φάρμακο ή να διακόψει τη συσκευή εξαρτήσεως. Η συνδρομή δευτέρου προσώπου συνιστά τον διαφοροποιό παράγοντα της ευθανασίας από την αυτοκτονία. Εννοείται πως η πρόθεση του βοηθού –ιατρού, νοσηλευτή ή άλλου- που θα συνδράμει την τέλεση της αυτοκτονίας του ασθενούς, πρέπει να εδράζεται επί άδολων αισθημάτων οίκτου και συμπάθειας. Εάν εμπλέκονται ή αναγνωρίζονται άλλου είδους ωφελιμιστικές προθέσεις, τότε η πράξη δεν πρέπει να ερμηνεύεται ως πράξη ευθανασίας, αλλά δολοφονία εκ προμελέτης. Έτσι, δεν είναι ευθανασία, εάν ο ιατρός προχωρήσει σε ή αφήσει να εξελιχθεί μια εκούσια θανάτωση ενός ασθενούς, για οικονομικούς λόγους, για να περισταλούν δαπάνες που μπορούν να  διατεθούν σε άλλου είδους τοποθετήσεις ή εάν αποφύγει να χρησιμοποιήσει μια αποδοτική θεραπευτική μέθοδο, λόγω αδεξιότητας ή μη καλής ενημερώσεως ή από τον φόβο της αποτυχίας και της εξ αυτής προκαλούμενης βλάβης της προσωπικής του φήμης ή με οποιοδήποτε τρόπο χρησιμοποιήσει τον ασθενή ως μέσον προκειμένου να επιτύχει έναν άλλον σκοπό, που δεν αφορά στον ασθενή και τη σωτηρία του.
(δ) η προβολή επιμόνου αιτήματος του ασθενούς, δηλαδή η σταθερή και επίμονη απόφαση του ενημερωμένου και πνευματικά εναργούς ασθενούς να θέσει τέλος στη ζωή του. Η ηθική υποχρέωση του ιατρού να αντιμετωπίσει τον πόνο του ασθενούς, δεν εξαντλείται με τη χορήγηση κάθε μέσου που διαθέτει η σύγχρονη επιστήμη και κλινική τέχνη για τις περιστάσεις, αλλά εκτείνεται ως την απροϋπόθετη συμπαράστασή του, στην μαρτυρική του πορεία προς την αναχώρηση της ζωής. Στα πλαίσια αυτής της απεριόριστης συμπαραστάσεως, ο ιατρός οφείλει να λάβει κάθε  δυνατό μέτρο για την παρηγόρηση, ανακούφιση, καταπράυνση του ατιθάσευτου πόνου και την άρση του τρομακτικού άγχους που βιώνει ο ασθενής. Ως ποιο σημείο μπορεί να φτάσει η συνδρομή του ιατρού; Μπορεί, ακόμη και να συμμορφωθεί στην επίμονη απαίτηση του ασθενούς, όταν οι περιστάσεις έχουν φτάσει σε τέτοιο απελπιστικό όριο και να δεχτεί να του παρέξει συνδρομή για την αναχώρησή του από τη ζωή; πρέπει ο ιατρός να  ξεπεράσει τις όποιες ηθικές ή συνειδησιακές του αναστολές και να χορηγήσει ευθανασία στον ασθενή, ικανοποιώντας το επίμονο αίτημά του; Έχει το δικαίωμα ο ιατρός να αρνηθεί την παροχή συνδρομής στη θανάτωση του ασθενούς του, προκειμένου να διατηρήσει τον προσωπικό συνειδησιακό εφησυχασμό του ή πρέπει να ενδώσει στις απαιτήσεις του αρρώστου, από φόβο μήπως κριθεί ότι χρησιμοποιεί τον ασθενή ως μέσον διατηρήσεως ήσυχης της συνειδήσεώς του.
Είναι προφανές ότι στον ιατροκεντρικού χαρακτήρα διάλογο για τη συνάφεια των μορφών ευθανασίας με την ανθρωποκτονία και τα προβαλλόμενα κριτήρια διάκρισης (πράξη και παράλειψη, διακοπή ή αποχή από θεραπεία, συναίνεση ή μη κ.λ.π.) κυριαρχεί το ζήτημα του ποινικού αποχαρακτηρισμού των ενεργειών του ιατρού, από τον οποίο ζητείται να διενεργήσει ευθανασία. Η εγγυητική θέση του ιατρού, στο πλαίσιο της σύμβασης ιατρικής αγωγής, διέπεται κατ΄ αρχήν από την ιδιαίτερη ηθική και νομική υποχρέωσή του της προστασίας της ζωής του ασθενούς του και της αποκαταστάσεως της υγείας κι ευεξίας, ενώ αδιαπραγμάτευτη υποχρέωσή του παραμένει η λήψη κάθε πρόσφορου μέτρου, που όμως δεν κατατείνει στη σύντμηση της ζωής, ώστε ο ασθενής του να μην υποφέρει. Ο Ιπποκράτης [159] συμπεριέλαβε στον περίφημο "όρκο" του μια φράση κρυστάλινης σαφήνειας: "Ου δώσω δε ουδέ φάρμακον ουδενί αιτηθείς θανάσιμον, ουδέ υφηγήσομαι ξυμβουλίην τοιήνδε". Σύμφωνα με τα ιπποκρατικά θέσφατα, τα οποία εξακολουθούν να μην αμφισβητούνται, η ευθανασία είναι αντίθετη με την ιατρική ηθική και ο ιατρός είναι αφοσιωμένος να διατηρήσει με όλα τα μέσα που διαθέτει τις καλύτερες δυνατές συνθήκες επιβιώσεως του ασθενούς. Ο ιατρός έχει σκοπό τη διάσωση του ασθενούς και τη βελτίωση της δυσμενούς καταστάσεώς του. Ο ιατρός έχει τη λειτουργηματική υποχρέωση να ανακουφίσει τον πόνο του ασθενούς, να προστατεύσει τη  ψυχική του υγεία, που βάλλεται από την ηθική καταρράκωση λόγω της εξαρτήσεώς του από συσκευές και περιποιήσεις τρίτων, αλλά όλα αυτά αποτελούν έμμεσο ενδιαφέρον του ιατρού. Το άμεσο ενδιαφέρον του είναι να διατηρηθεί στη ζωή ο ασθενής, όχι μόνο οι ποιότητες που διαμορφώνουν την καλή του ζωή.
Ωστόσο, εν όψει του γεγονότος ότι η ιατρική, με τη ραγδαία τεχνολογική της ανάπτυξη, έχει ήδη την ικανότητα να διατηρεί στη ζωή ασθενείς σε τελικά στάδια, παραμένει προς διερεύνηση κατά πόσον είναι υποχρεωμένη [ή και της αναγνωρίζεται το δικαίωμα] να παρέχει κάθε μέσον τεχνητής και επί αόριστον παρατάσεως της ζωής ασθενών με οριστικά ανίατη πάθηση και ακρότατα δυσάρεστες συνθήκες διαβιώσεως, λόγω αφόρητων πόνων, δραστικού περιορισμού ή και πλήρους απώλειας των εκφραστικών τους δυνατοτήτων, εξαρτήσεως είτε από συσκευές υποστηρίξεως των ζωτικών λειτουργιών της ζωής [πχ., αναπνευστήρας, καρδιακός βηματοδότης ή βηματοδότης αναπνοής, τεχνητός νεφρός κλπ] ή από τις περιποιήσεις τρίτων. Ο προβληματισμός έγκειται στο γεγονός, ότι σε παρόμοιες περιπτώσεις, η ιατρική υποβιβάζει διαρκώς τον ασθενή σε μια απλή μηχανή φυτικής λειτουργίας. Υποστηρίζεται ότι απέναντι σ΄ αυτή την τάση αναδύεται ήδη μια ενστικτώδης άμυνα [31]. Ο Maurice Maetelinck[8], στο βιβλίο του ‘ο θάνατος’ γράφει: ‘Εύχομαι να έλθει σύντομα η μέρα, που ο γιατρός θα πάψει να θεωρεί καθήκον του  να παρατείνει όσο το δυνατό τους σπασμούς της απελπιστικής αγωνίας του μελλοθανάτου ασθενούς του. Να επαναστατήσει η επιστήμη κατά της πλάνης αυτής και να τη θεωρούν οι άνθρωποι που θα έλθουν ως μια βάρβαρη πρόληψη που ευτυχώς πέρασε’.
Οφείλουμε να παρατηρήσουμε ότι κατά τον προηγούμενο ορισμό, η πράξη της ευθανασίας νοείται ότι ενεργείται σε ένα ήδη θνήσκoν άτομο [1], σε άτομο του οποίου ο θάνατος είναι ante portas και είναι σε εξέλιξη, ώστε με την εφαρμογή της (επιθανάτιας)  ευθανασίας επισπεύδεται η βασανιστική διαδικασία ελεύσεως του θανάτου, ο οποίος, έτσι κι αλλοιώς ήδη πραγματοποιείται, αλλά ενδεχομένως υπό βραδύτερο ρυθμό. Δηλαδή, η "σύντμηση" δεν αναφέρεται στο υπόλοιπο της ζωής, το χρονικό χάσμα, από της εκδηλώσεως της θανατηφόρου παθήσεως, μέχρι της ενάρξεως της διαδικασίας του θανάτου, το οποίο, επίσης, απολαμβάνει πλήρους συνταγματικής προστασίας, αλλά συγκεκριμένα αφορά τη διάρκεια, που εξελίσσεται η διαδοχική διακοπή λειτουργίας του ενός, μετά το άλλο, των οργανικών συστημάτων του ασθενούς και ολοκληρώνεται η  έξοδος του ασθενούς από τη ζωή. Όταν ο Sir Dawson, προσωπικός ιατρός του Βασιλέα Γεωργίου της Αγγλίας [61], προκάλεσε το θάνατο του ασθενούς του, με χορήγηση θανατηφόρου δόσεως φαρμάκου, κατόπιν εκδηλώσεως σχετικού ενδιαφέροντος της βασίλισσας και του γιου του βασιληά, έγραψε ένα άρθρο στο οποίο σημείωνε τα εξής: "Ήταν προφανές πως το τελικό στάδιο θα διαρκούσε για πολλές ώρες, ανεπαίσθητες στον ασθενή αλλά ελάχιστα συνάδον με την αξιοπρέπεια και την ηρεμία, στις οποίες τόσο μεγάλη αξία έδινε και οι οποίες απαιτούσαν μια σύντομη τελική σκηνή". Από τα λόγια του γιατρού μπορεί να συναχθεί το συμπέρασμα ότι η ευθανασία αφορά τη συντόμευση της διαδικασίας του θανάτου, που μπορεί να διαρκέσει μερικές ώρες ή λίγες ημέρες και η επίσπευση των διαδικασιών θανάτου αποβλέπει στην παράκαμψη εκείνων των βασανιστικών, για τον ασθενή και τους συγγενείς, ωρών.
Πιθανόν να έχει συμβεί μια παρέλκυση, ως αποτέλεσμα των αλλεπαλλήλων αναπεριγραφών στα σχετικά με τη συζήτηση της ευθανασίας κείμενα, καθώς η ευθανασία ως πράξη ή παράλειψη, που άμεσα επιφέρει το θάνατο δεν αφορά μόνο τους ήδη θνήσκοντας ασθενείς, προκειμένου να παρακαμφθεί η επιθανάτιος αγωνία τους, αλλά γενικότερα, αφορά και άνθρωπο σε φυτική κατάσταση ή τον βαριά ασθενή, που ακολουθεί θεραπευτική αγωγή, διότι πάσχει από ανίατη νόσο ή υποφέρει από σοβαρότατο τραυματισμό, με αποτέλεσμα η υγεία του να έχει ανεπανόρθωτα καμφθεί ή και να υποφέρει από έντονους πόνους ή ακόμα και να βρίσκεται σε κατάσταση κώματος, σε βαθμό που αδυνατεί πλέον να ενεργήσει αυτόνομα, αλλά, ο ίδιος, δεν έχει εισαχθεί, ακόμη, σε μια διαδικασία θανάτου, στην αλληλουχία δηλαδή γεγονότων που ορίζουν τη διαδοχική άρση χαρακτήρων που ορίζουν τη ζωή. Έτσι, η σύντμηση της ζωής ενός τετραπληγικού ή ενός ατόμου σε "φυτική κατάσταση" για τον οποίον εξέλιπε κάθε ελπίδας θεραπείας και βελτιώσεως της περαιτέρω αποκρουστικής τους ζωής, δεν πρέπει να συνιστά περίπτωση ευθανασίας.
Η αιτιολόγηση μιας παρόμοιας διενέργειας ευθανασίας ερείδεται πάνω σε διαβαθμιστικές εκτιμήσεις μιας ποιοτικώς ανεπαρκούς ζωής. Εδώ, όμως, ελλοχεύει ένας μεγάλος κίνδυνος, καθώς δε μπορεί να διακριθεί ένα όριο πριν από το οποίο είναι ανεκτή μια ποιοτικώς ανεπαρκής ζωή και πέρα από το οποίο, η χαμηλής ποιότητας ζωή, εκτιμάται ως οριστικώς αναξιοβίωτη, έτσι που ο ασθενής πρέπει να οδηγείται στην ευθανασιακή έξοδό της. Ακριβώς γι αυτό, και ο ιατροδικαστικός ορισμός της ευθανασίας δεν υποστηρίζει περιπτώσεις, κατά τις οποίες, ενώ η παροχή κάθε θεραπευτικού μέσου φαίνεται εντελώς μάταιη, η προοπτική του θανάτου δεν είναι άμεση. Η διενέργεια ενεργητικής ή παθητικής ευθανασίας στις περιπτώσεις αυτές δεν μπορεί να υποστηρίζεται νομικά και η πράξη ή η παράλειψη που θα προκαλέσει ευθέως το θάνατο διώκεται ως έγκλημα κατά της ζωής. Η άποψη αυτή μορφοποιούμενη στην ποινική επιστήμη εκπροσωπείται κυρίως από τον Χωραφά, ο οποίος υποστηρίζει την ευθανασία, ως επιτάχυνση από άλλον του βέβαιου θανάτου ενός προσώπου, που πάσχει από ανίατη νόσο, εξυπηρετεί το αληθές συμφέρον του ασθενούς, ανεξάρτητα με το μέγεθος του προς σύντμηση υπόλοιπου χρόνου ζωής. Δηλαδή ικανή και αναγκαία συνθήκη δεν είναι πλέον να έχει ήδη αρχίσει η (βασανιστική) διαδικασία του θανάτου, αλλά ο θάνατος απλώς να είναι ανεπιφύλακτα αναμενόμενος, ως τελική έκβαση της παθήσεώς του. Στις περιπτώσεις αυτές κάθε ιατρικό μέσο κρίνεται μάταιο και ατελέσφορο για τη σωτηρία του ασθενούς και την αποκατάσταση της υγείας του και όχι για την αποσόβηση της ελεύσεως του θανάτου του. Αυτή η επιτάχυνση και η διευκόλυνση επανέρχεται και απασχολεί τόσους πολλούς, ιατρούς, φιλοσόφους, θεολόγους, αλλά και νομικούς, επειδή απλούστατα συνδέεται με την αφαίρεση της ζωής. Ειδικότερα, πρόκειται για τις ηθικές συνέπειες αυτής της διευκολύνσεως που θα προσπαθήσουμε να προσεγγίσουμε, κυρίως από τη σκοπιά της σχετικώς καινοφανούς για το δίκαιο, ευθύνης του παρέχοντος τις σχετικές ευθανασιακές υπηρεσίες, ο οποίος οφείλει να γνωρίζει τη χρονική στιγμή, κατά την οποία μπορεί να πραγματοποιηθεί μια ενδεχόμενη "ευθανασιακή" πρόθεση, εφόσον, βέβαια, έχουν υπερβαθεί οι ηθικές αναστολές.
ΙΙ
Ω θάνατε παιάν
Μη μ΄ατιμάσης μολείν
Μόνος γαρ εί ού των ανηκέστων κακών ιατρός[9]
Αναγνωρίζονται τέσσερις ομάδες κινήτρων για την αποδοχή μιας πρότασης ευθανασίας.
Α. Η ελεύθερη διάθεση του σώματος [corporeal liberty-62].  Η φυσική ελευθερία κίνησης και η απροϋπόθετη δυνατότητα του ανθρώπου να διαθέτει τη φυσική του ύπαρξη αποτελεί θεμελιακή ελευθερία, καθώς, χωρίς αυτή, κάθε άλλη ελευθερία [176] και η άσκηση όλων των άλλων δικαιωμάτων είναι ανέφικτη (άρθρο 5 παρ. 3 Συντ.). Αδιαφιλονίκητη απόδειξη της θεσμικά προστα­τευόμενης ελευθερίας του ανθρώπου είναι η δυνατότητά του να διεκδικεί. Ακόμη και οι απολογητές της (εκούσιας) ευθανασίας απαιτούν, για την ηθική της αποκατάσταση, την εξαντλητική και πολύπλευρη ενημέρωση του υποψήφιου για ευθανασία ασθενούς, αλλά και την πλήρη διανοητική του ενάργεια, ώστε το ευθανασιακό αίτημα να επενδύεται το κύρος του πλήρως αυτοδιατιθέμενου ατόμου. Ο ασθενής διεκδικεί το θεσμικά προστατευό­μενο και αναφαίρετο δικαίωμα να έχει πλήρη πληροφόρηση αναφορικά με τις λεπτομέρειες της παθήσεώς του, την πρόγνωσή της και όλους τους δυνατούς τρόπους αντιμετωπίσεώς της. Βάσει της αρχής της "συναίνεσης ύστερα από πλήρη ενημέρωση" [135], έχει το δικαίωμα να συμμετέχει –ενόσω είναι διανοητικά επαρκής- στη διαμόρφωση του θεραπευτικού προγράμματος, ακόμη και να αρνηθεί μια προτεινόμενη θεραπεία προς χάρη μιας εναλλακτικής ή και να αποποιηθεί κάθε είδος θεραπείας ή παρηγορητικής αγωγής, επιλέγοντας την ανεξέλεγκτη εξέλιξη της παθήσεώς του να τον οδηγήσει στο θάνατο [παθητική ευθανασία]. Ο ιατρός ή τα τυχόν διατιθέμενα συμβουλευτικά κέντρα, έχουν τη νομική και ηθική ευθύνη της σφαιρικής και λεπτομερούς αυτής ενημέρωσης. Αυτό ισχύει ακόμη και στις περιπτώσεις, όπου η κατάσταση του ασθενούς είναι με βεβαιότητα μη αναστρέψιμη, είτε ο ασθενής βρίσκεται στο τελικό στάδιο της ασθένειας είτε δεν μπορεί να προσδιορισθεί αυτό το ασαφώς οριζόμενο "τελικό στάδιο".
Ας μην μας διαφεύγει, όμως, ότι η νομικά κρίσιμη όψη της ευθανασίας συντίθεται από ενέργειες υποκειμένων που δρουν, επιλέγουν και εκφέρουν τη βούλησή τους υπό συγκεκριμένες συνθήκες, οι οποίες, μάλιστα, συνυφαίνονται με πολύπλοκα και δυσνόητα ιατρικά και βιολογικά δεδομένα. Κατά κανένα τρόπο, ο ασθενής δεν μπορεί να έχει πλήρη και εκτενή πληροφόρηση και ούτε βέβαια έχει ασκηθεί στην αξιολόγηση της όποιας πληροφορήσεως, για τον απλό λόγο ότι ουδέποτε στο παρελθόν είχε λάβει ιατρική παιδεία, ώστε κάθε πληροφόρηση κι ενημέρωση όσο διεξοδική και αν είναι παραμένει ασύμμετρη. Στις περισσότερες περιπτώσεις, ο ασθενής ή οι συγγενείς του καταλήγουν σε κάποια απόφαση με βάση την "τρέχουσα τάση", όπως αυτή αποτιμάται με συνήθεις μεθόδους ή με βάση τον συγκερασμό των γνωμών του οικείου περιβάλλοντος, του κοινωνικού περίγυρου και των "εκτιμήσεων" διαφόρων νοσηλευτών και επαγγελματιών υγείας. Οι γνώμες αυτές δεν σχηματίζονται σε επίσημο ιατρικό συμβούλιο, αλλά εκφέρονται μετά από πρόχειρη και αποσπασματική ενημέρωση και συνιστούν ετυμηγορίες συρμού.
Ακόμη και στους σε εγρήγορση ευρισκόμενους ασθενείς, όμως, οι φράσεις, "πλήρης ενημέρωση" και "διανοητική επάρκεια" που είναι νομικά απαιτητές προκειμένου να εγκριθεί ένα αίτημα εκούσιας ευθανασίας, καταντούν ειρωνικές: Οι νομικοί κύκλοι που τις χρησιμοποιούν αντιμετωπίζουν τον άρρωστο ως αντίδικο αστικών αιτιάσεων και παραβλέπουν τα παρεπόμενα μιας αρρώστιας και τη βαθιά αλλαγή, που επιφέρει στο ψυχισμό και τη συμπεριφορά του ατόμου η βαριά και ανίατη αρρώστια και η εξάρτησή του από συσκευές υποκαταστάσεως οργανικών λειτουργιών και περιποιήσεις τρίτων. Η ψυχοσωματική αρρώστια δεν μπορεί να αντιμετωπισθεί με κριτήρια "ζημιάς ή βλάβης περιουσιακού στοιχείου". Οι ανησυχίες του ανθρώπου για το τέλος του δεν έχουν να κάνουν μόνο με την οδύνη και την ταλαιπωρία της τελικής διαδρομής [9]. Μια σοβαρή ασθένεια ενδέχεται να αλλάξει το τρόπο σκέψης και των αντιδράσεων ενός ατόμου. Όπως και ο Herman υποστηρίζει [59], μια σοβαρή ασθένεια ενδέχεται να αλλάξει τον τρόπο αντιδράσεως και σκέψης ενός ατόμου και δεν είναι καθόλου βέβαιο ότι, ενώπιον του προσεγγίζοντος θανάτου, το άτομο εξακολουθεί ή είναι υποχρεωμένο να έχει την ίδια επιθυμία, της επισπεύσεώς του θανάτου σε περίπτωση βαριάς και ανίατης αρρώστιας, την οποία εξέφρασε όταν το ενδεχόμενο αυτό ήταν απομεμακρυσμένο και, εντελώς θεωρητικό και ο ίδιος σε πλήρη ευεξία, σφύζοντας από δημιουργική ζωή. Στις διαμορφούμενες δυσμενείς συνθήκες, ο ασθενής έχει ήδη απολέσει την αυτονομία του, αλλά και την ικανότητα να κρίνει, ψύχραιμα  και να εκτιμά την κατάσταση αντικειμενικά και αβίαστα. Όπως θα αναλυθεί στο κεφάλαιο "περί πόνου", κάθε σωματικός πόνος, συνιστά ρήξη του προστατευτικού κελύφους του εγώ, σε βαθμό τέτοιο που έκανε τον Φρόϋντ [217] να υποστηρίξει ότι "κάθε σωματικός πόνος μπορεί και πρέπει να γεννήσει ένα ψυχικό πόνο, ώστε ο σωματικά πάσχων είναι γι αυτόν και μόνο το λόγο και ψυχικά άρρωστος". Κατά το δίκαιο, όμως, ο ψυχικά ασθενής είναι και νομικά κηδεμονευόμενος και, εφόσον σε άλλες του πράξεις και αποφάνσεις δεν του αναγνωρίζεται αυτοδιάθεση, είναι απορίας άξιο γιατί θα πρέπει η πολιτεία να υποκρίνεται ότι είναι υποχρεωμένη να σεβαστεί την απόφασή του να τερματίσει τη ζωή του, όπως, ασφαλώς, όφειλε να κάνει σε κάθε άλλη περίπτωση νόμιμης πρωτοβουλίας υγιούς ατόμου. Πραγματικά, η ελευθερία κίνησης του ανθρώπου δεν μπορεί να είναι απεριόριστη. Τι άλλο μπορεί να είναι οι θεσμοί παρά η οριοθέτηση των απαιτήσεων του κάθε ατόμου που συμβάλλεται σε κοινωνία; Με την απάλειψη των οριοθετήσεων των διεκδικήσεών του, οι σχέσεις των ανθρώπων θα ήταν όχι μόνο άναρχες, αλλά και θα περιπίπτανε στον πρωτογονισμό, σε μια "φυσική κατάσταση" όπου κανείς θεσμός δεν διέπει τον ανθρώπινο βίο (bellum omnium contra omes). Η ενδεχόμενη παραίτηση του ασθενούς από κάθε θεραπεία και η εγκατάλειψη του εαυτού του στην ανεξέλεγκτη εξέλιξη της παθήσεώς του, συγκεντρώνει όλα τα χαρακτηριστικά της αυτοχειρίας, η δε στάση της κοινωνίας να παραμένει αδρανής έναντι του ενδεχομένου της αυτοκαταστροφής φαντάζει υποκριτική και η ευαισθησία της έναντι των ατομικών ελευθεριών ούτε σταθερή είναι ούτε επιβεβαιώνεται σε πληθώρα άλλων περιπτώσεων
Όπως και στην εισηγητική έκθεση της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για τα Ανθρώπινα Δικαιώματα συμπεριλαμβάνεται, η πρόοδος της επιστήμης είναι δυνατόν να προσφέρει προοπτικές, που ήταν άγνωστες στον ασθενή κατά τη στιγμή της δημοσιοποιήσεως της επιθυμίας του. Για το λόγο αυτόν, εναπόκειται στον προσωπικό του γιατρό να εκτιμήσει κατά πόσο οι επιθυμίες του ασθενούς ισχύουν στη συγκεκριμένη περίπτωση εν όψει της τεχνολογικής προόδου της ιατρικής, όπου αυτό είναι δυνατό. Σύμφωνα με τον Herman, "ο ασθενής μπορεί να επανασυντάσσει τις δηλώσεις του, βάσει των νεοτέρων εξελίξεων μετά από προηγούμενη ενημέρωση του ιατρού του". Ως προς το επιχείρημα δε της αλλαγής νοοτροπίας, θεωρούμε ότι είναι προτιμότερο να γίνονται σεβαστές οι απόψεις του ασθενούς, κατά τη στιγμή της επεμβάσεως/θεραπείας έστω και εάν δεν ανταποκρίνονται πλήρως στη χρονικά απότερη βούλησή του, και όχι οι απόψεις κι εκτιμήσεις του ιατρού ή των συγγενών του.
Β. Τα συναισθήματα συμπόνιας. Η πρώτη φορά που η ευθανασία περιβλήθηκε το μανδύα της φιλευσπλαχνίας ήταν στην προπολεμική Γερμανία όταν θανατώθηκαν περισσότεροι από 250000 ανιάτως πάσχοντες ή διανοητικά καθυστερημένοι για ευγονικούς και οικονομικούς λόγους. Όλοι αυτοί οι θάνατοι χαρακτηρίστηκαν "θάνατοι από οίκτο". Έκτοτε, το αίτημα εφαρμογής ευθανασίας των εξαρτημένων από φάρμακα, περιποιήσεις τρίτων ή συσκευές, υποστηρικτικές ζωτικών λειτουργιών, προβάλλεται για λόγους φιλευσπλαχνίας. Η ιστορία βρίθει από περιπτώσεις, κατά τις οποίες η απροθυμία περιθάλψεως των αναξιοπαθούντων συνανθρώπων μας, οι  προσπάθεια περιστολής χρημάτων και η πρόθεση αναδιατάξεως οικονομικών ποσοστώσεων καλύφθηκαν από τον μανδύα της φιλανθρωπίας. Όπου η ιατρική αλλοτριώθηκε από την βιοτεχνολογία και από επιστήμη του Λόγου έγινε τέχνη του υπολογισμού και από ανθρωπιστική ιατρική έγινε "βιοϊατρική", όπου τα τεχνολογικά επιτεύγματα διεμβόλησαν την αρραγή σχέση ιατρού –ασθενούς, όπου ο "ιατρός" μετεξελίχθηκε σε "παραγωγό υγείας", η "υγεία" διαβαθμίστηκε ως "καταναλωτικό αγαθό" και ο θάνατος έλαβε όλες τις διαβαθμίσεις ανάμεσα στο αποτρόπαιο και το επιδιωγμένο, η συμπόνια προβλήθηκε ως το θορυβώδες αιτιολογικό της ευθανασίας. Όταν οι ασθενείς εγκαταλείπονται πίσω από την υπηρεσιακή ψυχρότητα των επαγγελματιών υγείας, να διατρέξουν μοναχικοί το δρόμο του μαρτυρίου τους, αποκλίνουν σε προσανατολισμούς ευθανασιακής αυτοκατα­στρο­φής, για την οποία η κοινωνία λυπάται και συμπονάει, αλλά συνεχίζει τη δεσποτική συμπεριφορά της παρακάμψεως, των "αναξιοπαθούντων" με μια ρητορική που αντιγράφει την "απελευθερωτική" ρητορική των κατακτητικών πολέμων που όλοι τους είχαν πάντα ένα φιλανθρωπικό/απελευθερωτικό κίνητρο και μονοσήμαντο αποτέλεσμα.
Το "συχνότερο και όχι σπάνια το αποδοτικότερο φάρμακο που δίνει ο ιατρός στον άρρωστο, είναι ο εαυτός του". Ατυχώς στην κοινωνία των αυτοδιπλασιαζόμενων νανορομπότ, της γενετικής και της βιοτεχνολογίας, όλοι είναι σκυμμένοι στο μικροσκόπιό τους και ο βιοϊατρός δίνει εντολές από την ενδοεπικοινωνία, δεν συναντά πια τον ασθενή του, ο οποίος δέχεται απρόσωπα μια θεραπεία σχεδιασμένη σε υπολογιστικά κυκλώματα και προωθημένη ηλεκτρονικά. Η κατάργηση της σχέσεως ιατρού-ασθενούς εκμηδενίζει την αντίσταση του ασθενούς στην αρρώστια του και τον καθηλώνει σε μια κατάσταση παραιτήσεως, ο ιατρός παύει να έχει απέναντί του έναν αναξιοπαθούντα συνάνθρωπό του και ασχολείται με ένα λογιστικό είδωλο, συντιθέμενο από εκτροπές λειτουργικών παραμέτρων, τις οποίες επιχειρεί με  πληροφορική μεθοδολογία να επαναφέρει στην περιοχή των "προβλεπόμενων" καρτεσιανών τους διαστημάτων. Έτσι, η ιατρική, αρχικά ως πρακτική και στη συνέχεια ως συνείδηση, έγινε μηχανολογία. Η συμπόνια προς τους αρρώστους έγινε συμπόνια προς τους υγιείς, τους οποίους επιχειρούμε να προστατέψουμε από την δυσάρεστη θέαση του δεινοπαθούντος, αποσύροντας κάθε άτομο με σωματική, διανοητική ή ψυχική ασθένεια, απομονώνοντάς το ή πειθαναγκάζοντάς το σε αυτοκαταστρο­φι­κές επιλογές. Η σκοπούμενη επιδίωξη είναι η απαλλαγή της κοινωνίας από τη δυσάρεστη παρουσία των γηρατειών και της αρρώστιας στους κόλπους της, όχι η άρση των βασανιστικών εμπειριών του ασθενούς.
Γ. Κοινωνικά κίνητρα. Η ευγονική ευθανασία αφορά την παράκαμψη της φυσικής αυτορυθμίσεως της κοινότητας και την εφαρμογή μέτρων συγκεντρωτικής ετερορυθμίσεως, όπως υπήρξε η γενοκτονία δεκάδων χιλιάδων δυστυχών συνανθρώπων μας, για χάρη της ποιοτικής αναβαθμίσεως λαών. Πρόκεται για χορήγηση "ευθανασίας" σε παιδιά που γεννήθηκαν ή θα γεννηθούν με ατέλειες, σωματικές, χρωματοσωματικές ανωμαλίες, ανεγκέφαλα ή με μογγολοειδή ιδιωτία (σύνδρομο Down) ή με δισχιδή ράχη ή άλλες σωματικές δυσπλασίες, που η επιβίωσή τους είναι βραχεία. Όμως πολλά από αυτά μπορούν να διαγνωσθούν και πριν από τον τοκετό, με τα σημερινά τεχνολογικά μέσα, και να οδηγήσουν στη διακοπή μιας κυήσεως δυσμενούς αποδόσεως. Εάν έρθουν στη ζωή, πολλά από τα νεογνά αυτά παρουσιάζουν ανωμαλίες ασυμβίβαστες με τη ζωή για περισσότερο από ένα βραχύ χρόνο επιβίωσης και οι δυσμορφίες αυτές είναι εντελώς σποραδικές και δεν κληρονομούνται, έτσι, που η ευρωστία της κοινωνίας δεν απειλείται από τις σπανιότητες αυτές, οι οποίες, επιπροσθέτως, απορρίπτονται από τον πανίσχυρο έλεγχο της φυσικής επιλογής.  Η επιβίωσή τους εξαρτάται από σειρά σοβαρών, επανορθωτικών χειρουργικών επεμβάσεων, που είναι επίπονες και πολυέξοδες. Αφημένα τα παιδιά «εις εαυτά» συνήθως αποθνήσκουν σε σχετικώς βραχύ χρονικό διάστημα. Το θέμα βεβαίως της διακοπής της κυήσεως ακόμη και όταν υπάρχουν ιατρικές ενδείξεις, δεν είναι μόνον πρόβλημα ευγονικής, ούτε καν απλώς βιοηθικής, αλλά κοινωνικής, οικονομικής, ψυχολογικής, νομικής και θρησκευτικής φύσεως. Τα προβλήματα και τα διλήμματα είναι πολλά. Και όχι πάντοτε εύκολα προς λύση.
"Είναι τραγικό να νομιμοποιηθεί η ευθανασία στη χώρα μας. Ελπίζω να μην ακολουθήσουμε το παράδειγμα του Χίτλερ και να βρούμε την ευκαιρία να καθαρίσουμε τούς υγιείς από τούς ασθενείς, τους Αρίους από τους κοινούς θνητούς και τους νέους από τους ηλικιωμένους", έγραφε ο Καθηγητής Ν. Καρδιολής [165], συμπληρώνοντας ότι "η ευθανασία είναι ανύπαρκτη από τα ιατρικά κείμενα, ως ιατρική πράξη". Χαρακτηριστική περίπτωση «κοινωνικής ευθανασίας» είναι η «γεροντοκτονία» στην αρχαία Κέα, τη γνωστή μας Τζιά. Με την αντίληψη ότι, όποιος δεν μπορεί να ζει καλά και να απολαμβάνει τη ζωή, δεν θα έπρεπε να συνεχίσει να ζει, όσοι ξεπερνούσαν τα εξήντα όφειλαν, να πιουν το κώνειο, για να πεθάνουν. Οι Κάσπιοι, τους γονείς τους, όταν έφθαναν τα εβδομήντα, τους εγκατέλειπαν κάπου χωρίς τροφή, για να πεθάνουν μια ώρα γρηγορότερα. Ανάλογα έπρατταν οι Μασαγέτες, οι Έρουλοι, οι Βακτριανοί. Η δοκιμασία του «κοκκοφοίνικα» είναι τρόπος εκτελέσεως εκείνων, οι οποίοι δεν είναι ικανοί να ζουν, άρα «μη χρήσιμοι για την κοινωνία». Τους ανάγκαζαν δηλαδή να αναρριχηθούν σ’ ένα κοκκοφοίνικα και, όσοι έπεφταν και σκοτώνονταν, αυτοί δεν θα άξιζε και να ζήσουν. Κάθε προσπάθεια εμπεδώσεως μορφών ευθανασίας υπαγορεύεται από επιδιώξεις εκκαθαρίσεων για λόγους ευγονίας, περιστολής εξόδων ή/και ευκοσμίας της κοινωνίας.
Δ. Σκοπός. Οι μέθοδοι ευκοσμίας της κοινωνίας περιλαμβάνουν μορφές ευθανασίας εφαρμοζόμενες σε διανοητικώς καθυστερημένα άτομα ή άτομα που εμφανίζουν έκδηλες σωματικές δυσπλασίες. Η κοινωνία έχει την τάση να παρακάμπτει άτομα με σωματικά ή και ψυχονοητικά ελλείμματα, να τα εξωθεί από τον πυρήνα προς την περιφέρειά της, να τα περιθωριοποιεί, επειδή δεν εντάσσονται στην παραγωγική διαδικασία και δεν επιβεβαιώνουν την αναμενόμενη καταναλωτική προσδοκία. Συγκεκριμένα, η ηθική προσέγγιση των ατόμων με ψυχοδιανοητικά ελλείμματα ή ανίατες παθήσεις και τα άτομα σε τελικό στάδιο θανατηφόρου νόσου επιχειρείται με την απομόνωσή τους σε ευαγή ιδρύματα χρονίως πασχόντων ή αποκαταστάσεως χρονίων νοσημάτων. Υπήρχε ανέκαθεν και υπάρχει ακόμη η τάση της κοινωνικής παρακάμψεως παρόμοιων περιπτώσεων των προβληματικών ατόμων. Η παράκαμψη άλλοτε εκδηλώνεται με τη μορφή της πλήρους αδιαφορίας και την εγκατάλειψη των ατόμων αυτών στις φιλανθρωπικές πρωτοβουλίες της εκκλησίας, στις δράσεις κοινωφελούς χαρακτήρος σωματείων ή στις μεμονωμένες εκδηλώσεις φιλευσπλαχνίας και άλλοτε στη συγκρότηση και διατήρηση ιδρυματικού χαρακτήρα ασύλων, τα οικονομικά των οποίων είναι συνήθως σε άθλια κατάσταση, οι επιδοτήσεις τους πενιχρές και, επομένως, η ποιότητα των παρεχομένων υπηρεσιών απαράδεκτα χαμηλή. Στην ουσία τα άτομα αυτά καταδικάζονται σε μια απάνθρωπη λαθροβίωση της φυτικής μόνο απόψεως της ζωής, μια παρατεταμένη αναμονή στον προθάλαμο του θανάτου.  Θα μπορούσε να θεωρηθεί αταξινόμητη μορφή ευθανασίας.

 

[1] Ευριπίδης: Ιφιγένεια εν Αυλίδι, 1251. Είναι τρελός όποιος εύχεται να πεθάνει
[2] Παύλος Νιρβάνας
[3] Tang, A.: :  A Good Day to Die: A Christian Perspective on Mercy Killing
[4] Shakespreare: Amlet.
[5] Perrett R.W.: Buddhism euthanasia and the sanctity of life. J Med Ethics 1996:22:311
[6] Brahams D., Persistent vegetative state. Lancet. 1993
[7]Ter K., Huey S.: Advance Medical Directives in Singapore. Medical Law Review 1997:5:73
[8] Βέλγος Λογοτέχνης, βραβείο Nobel, 1947
[9] Αισχύλος: Αποσπάσματα: Γιατρέ μου θάνατε! Έλα, μη με περιφρονήσεις∙ γιατί μόνο εσύ γιατρεύεις τις αθεράπευτες αρρώστιες

 

[1] Shakespeare: Amlet