Χρόνια Αποφρακτική πνευμονοπάθεια - προσυμπτωματικός έλεγχος

 Η χρόνια αποφρακτική πνευμονοπάθια είναι ετερογενής πάθηση των αερζαγωγών/πνευμονικού παρεγχύματος, που ορίζεται από περιορισμό της εκπνευστικής ροής, λόγω αυξήσεως των αντιστάσεων, οφειλομένων σε απόφραξη. Ο καλύτερος και πλέον διαδεδομένος δείκτης της αποφράξεως των αεραγωγών είναι ο δείκτςη Gaesler (Tiffenau) που παριστά το λόγο του μετά βρογχοδιαστολή FEV1/FVC% της προβλεπόμενης τιμής του. Ο λόγος αυτός περιγράφει την δυσανάλογα μεγαλύτερη μείωση του FEV1, σε σχέση με την FVC, και παριστά διόρθωση του ΦΕΩ1/ ως προς την εκπνευστική ζωτική χωρητικότητα.

Η πρώιμη ανίχνευση της ΧΑΠ βασίζεται στην έγκαιρη διαπίστωση του Ιατρού πρωτοβάθμιας φορντίδας υγείας. Ο προσυμπτωματικός έλεγχος καθίσταται αποδοτικότερος με την επέκταση της σπιρομετρήσεως στα πρωτοβάθμια ιατρεία (Price DB et al, 2006), αν και σε πολλάκξέντρα, ακόμη και δευτεροβάθμια, η αναγνώριση της ΧΑΠ επιδιώκεται με κλινικοεργαστηριακά, πλήν σπιρομετρήσεως, μέσα. Ο σκοπός του προσυμπτωματικού ελέγχου είναι η αναγνώριση της ΧΑΠ, ακόμη και μεταξύ ατόμων με κλινικά σιωπηρή πάθηση, ή εντελώς περιορισμένα συμπτώματα, σε αριθμό και ένταση. Επομένως, η πιστοποίηση της ΧΑΠ βασίζεται αποκλειστικά στην πιστοποίηση της αποφράξεως των αεραγωγών. Η ευαισθησία (97.9%), η ειδικότητα (91.2%), η θετική διαγνωστική αξία (72%), και η αρνητική διαγνωστική αξία (99.5%) της σπιρομετρήσεως, βρέθηκαν υψηλές τόσο για τους άνδρες, όσο και για τις γυναίκες.

Για τον αξιόπιστο προσυμπτωματικό έλεγχο. μέσω σπιρομετρήσεως, είναι απαραίτητος ο καθορισμός των ορίων της παραμέτρου FEV1/FVC % της προβλεπόμενης τιμής. Επικρατούν δύο σχολές σκέψεις. ΚΑτά την πρώτη, ως όριοπου διακρίνει τους "υγιείς" από τους "αποφρακτικούς-μη σθυμπτωματικούς" είναι το 0.70 της προβλεπόμενης τιμής, όπως αυτή εξάγεται με αναφορά το ύψος, την ηλικία, και το φύλο του εξεταζόμενου. Τιος σχετικές εξισώσεις προσομοιώσεως της προβλεπόμενης τιμής εισήγαγε ο εμπενσυτής της σπιρομετρήσεως Hutschinson. Κατά τη -επικρατούσα- δεύτερη σχολή σκέψης, ως κατώτερα όρια διακρίσεως των υγιών πρέπει να θεωρούνται τα "κατώτερα όρια των φυσιολογικών προβλεπόμενων τιμών, Lower limits of normal, LLN)", δηλαδή εκείνα που ορίζονται από την προβλεπόμενη μέση τιμή-1 σταθερή απόκλειση αυτής.

Οι T. R. J. Schermer  et. al. (2008), εκπόνησαμν μια μελέτη, στην οποία συμπεριέλαβαν 14.508 ενήλιικες με απόφραξη των αεραγωγών και διαπίστωσαν μεταξύ άλλων ότι η μέθοδος της διακρίσεως των αποφρακτικών με βάση τα κατώτερα όρια του φυσιολογικού είναι πλέον αξιόπιστη και απολήγει σε περιορισμό των ψευδώς θετικών και αρνητικών αποτελεσμάτων.

Στο στικτό διάγραμμα της εικόνας, καταχωρούνται οι δείκτες Tiffenau των εξετασθέντων, συναρτήσει της ηλικίας τους. Η οριζόνται κόκκινη γραμμή παριστά το σταθερό όριο του 0.70 του δείκτου TIffenau, μετά βρογχοδιαστολή, που προτείνεται ως όριο φυσιολογικής λειτουργίας από σειρά Κέντρων (π.χ., B.R. Celli et al., 2004), ενώ η μαύρη διαγώνιος γρμμή παριστά τα κατώτερα όρια του φυσιολογικού, LLN. γιαμη καπνιστές άνδρες και γυναίκες, αντίστοιχα (εικόνα [α] και [β]). Οι πράσινοι κύκλοι παριστούν τα άτομα που θεωρούνται ως αποφρακτικά και με τις δύο σχολές σκέψης, οι μαύροι κύκλοι τους πραγματικά υγιείς, ενώ οι κόκκινοι κύκλοι είναι ιοι εσφαλμένα θετικοί, σύμφωνα μ ετην πρώτη σχολή σκέψης.  σκέψης. Οι μπλέ κύκλοι παριστούν τα ψευδώς αρνητικά άτομα. Από τη παρατήρηση του γραφήματος, συμπεραίνεται ότι, με βάση τη δεύτερη σχολή σκέψης, η πρώτη σχολή διαπιστώνει περισσότερους αποφρακτικούς στις μεγάλες ηλικίς, ενώ αγνοεί άτομα με πραγματική απόφραξη στις μικρές.

Δεν είναι βέβαιο, εν τούτοις, ότι ο προσυμπτωματικός έλεγχος, ιδίως μεταξύ ηλικιωμένων ατόμων με δύσπνοια για την ανίχνευση περιπτώσεων ΧΑΠ μπορεί να είναι αποδόσιμη δραστηριότητα επειδή δε έχει αποτιμηθεί η απόδοση των στη συνέχεια εφαρμοζόμενων προγραμμάτων διαχειρίσεως (&).