Το πνευμονικό σύνδρομο από στελέχη Hantavirus, όπως ο Sin Nombre virus, περιγράφτηκε στις ΗΠΑ, το 1983, αλλά η νόσος ταυτοποιήθηκε αναδρομικά, από ορολογικές εξετάσεις ασθενών από το 1959. Ο ιός σαπροφυτεί τους ποντικούς των αγρών και αλλού και μεταδίδεται αερογενώς από ιούς που εμπεριέχονται στα διαμερισμένα κόπρανά τους. Η μετάδοση από άτομο σε άτομο δεν φαίνεται πιθανή.
Η αρχική κλινική εικόνα είναι εκείνη της γριππώδους συνδρομής, με πυρετό, κακουχία, μυαλγίες, ναυτία, εμέτους και επιγαστραλγία, που προσιδιάζει με γατρεντερίτιδα. Η εικόνα εμπλουτίζεται με βήχα και ευρήματα μη καρδιογενούς πνευμονικού οιδήματος, [που συχνά συνοδεύεται με αμφοτερόπλευρη πλευριτική συλλογή. Η κατάληξη δεν αποκλείεται να είναι ARDS και shock, σε σοβαρότερες περιπτώσεις. Από τη γενική εξέταση αίματος, συνήθως, αναγνωρίζεται ουδετεροφιλική λευκοκυττάρωση, αιμοσυγκέντρωση, θρομβοκυτοπενία, και κυκλοφορύντες ανοσοβλάστες.
Η νεφρική ανεπάρκεια δεν αποκλείεται, αλλά είναι σπάνια. Η διάγνωση προσεγγίζεται με ορολογικές και ανοσοϊστοχημικές μεθόδους. Η θεραπεία, υποστηρικτική, αλλά τα αποτελέσματα ελεγχόμενων κλινικών δοκιμών είναι επιφυλακτικά για την αποτελεσματικότητα των αντιικών φαρμάκων (ενδοφλέβια ριμπαβιρίνη). Παρ΄όλο ότι, in vitro, τα αποτελέσματα της ριβαμπιρίνης έχουν καλά τεκμηριωθεί, τα αποτελέσματα από ανοικτές κλινικές δοκιμές, δεν υπήρξαν εντυτπωσιακά.
Η απομάκρυνση από περιοχές που κατοικούν τρωκτικά είναι το αποτελεσματικότερο μέτρο προστασίας.