Στο ινωτικό στάδιο οι πνεύμονες παραμένουν βαρείς και πυκνωτικοί, ενώ χαρακτηρίζονται από το σχηματισμό νησίδων ινώδους ιστού. Προοδευτικά, το περισπλάγχνιο πέταλο του υπεζωκότος εμφανίζει τη χαρακτηριστική εικόνα της υποκείμενης ινώσεως. ΦΑΣΗ ΙΝΩΣΕΩΣ
Μερικές περιπτώσεις ΣΑΔΕ εμφανίζουν το ίδιο πρότυπο ινώσεως που αναγνωρίζεται στο σύνδρομο αναπνευστικής δυσχέρειας των νεογνών, που χαρακτηρίζεται από υπερεκπτυγμένους πνεύμονες, οι οποίοι -ακτινολογικά- φέρουν εκτεταμένους κυστικούς σχηματισμούς. Η εικόνα αυτή είναι γνωστή ως βρογχοπνευμονική δυσπλασία. Οι πνεύμονες είναι ινωτικοί, με αναδιοργάνωση των αεροχώρων προς κυστικές διαμορφώσεις. Οι κύστεις έχουν διάμετρο από μερικά χιλιοστά μέχρι μερικά εκατοστά, αναγνωρίζονται σε όλη την έκταση του βρογχοπνευμονικού τμήματος που έχει προσβληθεί, αλλά είναι περισσότερο ευδιάκριτες στην περιφέρεια του πνεύμονος. Εντοπίζονται κεντρικά στη θέση των κυψελωτών πόρων και οριοθετούνται από ανώμαλο, φλεγμαίνων και ινωτικό τοίχωμα, οι παρακείμενες κυψελίδες του οποίου είναι ατελεκτατικές. Τα τοιχώματα των πνευμονικών αγγείων στις ουλωτικές περιοχές εμφανίζουν διάταση και ίνωση. Ο αυλός τους είναι στενωμένος ή αποκλεισμένος.
Οι παθολογοανατομικές εξελίξεις επί ΣΑΔΕ εμφανίζουν αξιοσημείωτη στερεοτυπία και δεν είναι ευχερής η παθολογοανατομική αναγνώριση του παθογενετικού αιτίου κάθε περιπτώσεως. Ειδικό ενδιαφέρον εμφανίζει, όμως, το σύνδρομο αναπνευστικής δυσχέρειας των ενηλίκων, που αναπτύσσεται μετά λοιμώξεις, εισροφήσεις, εισπνοές τοξικών αερίων και καπνών, λήψη φαρμάκων και χημικών ουσιών και έκθεση σε ακτινοβολία. Οι ειδικές αυτές περιπτώσεις συζητώνται σε αντίστοιχες περιοχές του παρόντος.