Η τοξικότητα του οξυγόνου επί των κΜ αποτελεί πρότυπο μελέτης για τα άλλα τοξικά αέρια, που δρουν μέσω μηχανισμών οξειδώσεως, και για το λόγο αυτό έχει διεξοδικότερα μελετηθεί στην προσιτή μας βιβλιογραφία. Υπάρχουν αντικρουόμενες βιβλιογραφικές πληροφορίες, αναφορικά με τη διατήρηση ή όχι της φαγοκυτταρικής ικανότητας των κΜ μετά έκθεση επί συγκεκριμένο διάστημα σε Ο2 100%. Οι περισσότεροι συγγραφείς καταλήγουν, πάντως, ότι η υπεροξία συνεπάγεται έκπτωση των αμυντικών μηχανισμών και της φαγοκυτταρώσεως in vivo. Η κυτταρική βλάβη μπορεί να οφείλεται στην ενδογενή παραγωγή ανιόντων υπεροξειδίου (Ο2-), αλλά είναι ενδεχόμενο ότι η κυτταρική δεσμουτάση μπορεί να προστατεύει τα κΜ από τη βλάβη που προκαλείται από της υψηλής ενέργειας ρίζες Ο2. Μερικοί συγγραφείς, αλλά όχι όλοι, έχουν διαπιστώσει ότι η παράταση της εκθέσεως σε οξυγόνο συνεπάγεται μεγάλη αύξηση της ενδοκυττάριας δεσμουτάσης στους πνεύμονες ενηλίκων και νεογέννητων πειραματόζωων. Φαίνεται ότι υπάρχουν, ως προς το είδος του πειραματόζωου, τη δόση και τη διάρκεια χορηγήσεως του οξυγόνου, διακυμάνσεις της επαγωγής της παραγωγής δεσμουτάσης από τα κΜ. Πάντως, με χορηγήσεις οξυγόνου υπό συγκεντρώσεις ανάλογες των κλινικών χορηγήσεων, φαίνεται ότι προκαλείται βλάβη των αμυντικών λειτουργιών γενικότερα και των κΜ ειδικότερα. Τα κΜ πιθανότατα αντιδρούν στην υπεροξία με αύξηση της παραγωγής δεσμουτάσης, αλλά η παραγωγή αυτή είναι ανεπαρκής για την αποτελεσματική προστασία του κυττάρου και την αποτροπή της κυτταρικής βλάβης. Εντατικότερες ερευνητικές προσπάθειες πρέπει, πάντως, να καταβληθούν για να προσδιορισθεί εάν η έκθεση σε χαμηλές συγκεντρώσεις Ο2, πχ. 30-60%, με τις οποίες γενικά δεν προκαλούνται εμφανείς ιστικές βλάβες στους πνεύμονες, ασκούν τοξική επίδραση και παραβλάπτουν τη λειτουργική ακεραιότητα των κΜ και την πνευμονική αντίσταση στη λοίμωξη σε σημαντικό βαθμό, από κλινική άποψη, Απαιτείται, ακόμη, συνέχιση των μελετών, για να προσδιοριστούν τα αποτελέσματα της υπεροξίας επί της ανοσορρυθμιστικής λειτουργίας των κΜ, της ικανότητάς τους να εκκρίνουν μεγάλα ποσά πρωτεολυτικών ενζύμων και να διεγείρουν μηχανισμούς ινώσεως.