Όπως προειπώθηκε, η καρδιακή ανεπάρκεια συνεπάγεται μειωμένη καρδιακή εξώθηση και γενικευμένη -νευρογενή- αγγειοσυστολή, που οδηγεί σε ελάττωση της αιματώσεως των νεφρών, μείωση της σπειραματονεφρικής διηθήσεως και κατακράτηση νερού και άλατος. Η συστηματική νεφρική συμφόρηση επί δεξιάς καρδιακής ανεπάρκειας συνεπάγεται, εξάλλου, φλεβική συμφόρηση και νεφρική φλεβική υπέρταση, η οποία μπορεί, επίσης, να οδηγήσει σε ελάττωση της σπειραματικής διηθήσεως, κατακράτηση υγρών και επαναρρόφηση ηλεκτρολυτών. Έτσι, μείωση της αρτηριακής παροχής ή συμφόρηση της φλεβικής επιστροφής από τους νεφρούς ή και τα δύο συνεπάγονται λειτουργικές διαταραχές στους νεφρούς και κατακράτηση υγρών και ηλεκτρολυτών, με αποτέλεσμα επίταση της συμφορήσεως και της καρδιακής ανεπάρκειας. Επιπροσθέτως των νεφρικών αγγειακών μεταβολών, που οφείλονται σε νευρογενείς διεγέρσεις επί καρδιακής ανεπάρκειας, εκσημαίνεται σειρά άλλων -ορμονολογικών- εκροπών, οι οποίες επάγουν περαιτέρω μεταβολές στη νεφρική λειτουργία. Η μειωμένη νεφρική αιμάτωση επάγει την παραγωγή ρενίνης στους νεφρούς, που διεγείρει την παραγωγή αγγειοτασίνης Ι, η οποία, στη συνέχεια, ενεργοποιείται σε αγγειοτασίνη ΙΙ κατά τη διελευσή της από τα πνευμονικά τριχοειδή.
Οι διαταραχές της αναπνευστικής λειτουργίας επί αριστερής καρδιακής ανεπάρκειας συγκεφαλαιώνονται στον πίνακα. Η εξελιγμένη συμφορητική καρδιοπάθεια με το συνεπακόλουθό της, δηλαδή την ήπια πνευμονική υπέρταση (πχ. πίεση ενσφηνώσεως στην πνευμονική αρτηρία = 15-22 mmHg) μπορεί στην πραγματικότητα να επιφέρει προσωρινή βελτίωση των V/Q διαταραχών, λόγω αυξήσεως της παροχής αίματος και βελτιώσεως της σχέσεως αερισμού-αιματώσεως. Καθώς, όμως, η αριστερή ανεπάρκεια επιδεινώνεται και η πνευμονική συμφόρηση επιτείνεται το διαχυθέν νερό στους πνεύμονες αυξάνεται. Το διαμορφούμενο πνευμονικό οίδημα προκαλεί ανάλογη με τον όγκο του μείωση της ζωτικής χωρητικότητας και προκαλείται ελάττωση της ικανότητας διαχύσεως στους πνεύμονες (διαχυτικό κενό για το Ο2). Επιβάλλεται αύξηση των αντιστάσεων ροής στους αεραγωγούς (περιβρογχικό οίδημα) και διαταράσσεται η ομοιογένεια αερισμού-αιματώσεως. Η βαρειά ανεπάρκεια της αριστερής κοιλίας και η εμφάνιση εκτεταμένου πνευμονικού οιδήματος συνεπάγεται έκδηλες λειτουργικές διαταραχές από το αναπνευστικό. Η βίαιη ζωτική χωρητικότητα μειώνεται δραστικά, όπως μειώνεται και η πνευμονική ενδοτικότητα (περισσότερο ανένδοτοι πνεύμονες) και διαταράσσεται σημαντικά η ανταλλαγή αερίων στους πνεύμονες. Η PaO2 μειώνεται περαιτέρω και η παρατηρηθείσα υποκαπνία στην ήπια αριστερή ανεπάρκεια μετατρέπεται, ήδη, σε νορμοκαπνία, με τάση εγκαταστάσεως υπερκαπνίας. Ως αποτέλεσμα βαρειάς αριστερής καρδιακής ανεπάρκειας, αναγνωρίζεται η μικτή αναπνευστική και μεταβολική οξέωση. Οι μεταβολές συνεπάγονται περαιτέρω επιδεινώσεις της καρδιοπνευμονικής λειτουργίας και η κατάσταση εισάγεται σ΄ένα καταστροφικό φαύλο κύκλο.