φάρμακα που προκαλούν διάμεσα διηθήματα

1)   Azathioprine
(2)   Bleomycin
(3)   Busulfan
(4)   Chlorambucil
(5)   Cyclophosphamide
(6)   Cytocine arabinosate
(7)   Melphalan
(8)   6-mercaptopurine
(9)   Methotrexate
(10) Mitomycin-C
(11) Nitrosoureas, πχ., BCNU
(12) Procarbazine
(13) Viblastine
(14) Vindensine
(15) Amiodarone
(16) Amphotericin B
(17) Apmicillin
(18) Carbamazepine
(19) Chlopropamide
(20) Cromolyn
(21) Diphenyldantoin
(22) Ergot derivatives
(23) Gold
(24) Hydralazine
(25) Imipramine
(26) Isoniazid
(27) Nitrofurantoin
(28) Para-aminosalicylic acid
(29) Penicillamine
(30) Penicillin
1)   Azathioprine
(2)   Bleomycin
(3)   Busulfan
(4)   Chlorambucil
(5)   Cyclophosphamide
(6)   Cytocine arabinosate
(7)   Melphalan
(8)   6-mercaptopurine
(9)   Methotrexate
(10) Mitomycin-C
(11) Nitrosoureas, πχ., BCNU
(12) Procarbazine
(13) Viblastine
(14) Vindensine
(15) Amiodarone
(16) Amphotericin B
(17) Apmicillin
(18) Carbamazepine
(19) Chlopropamide
(20) Cromolyn
(21) Diphenyldantoin
(22) Ergot derivatives
(23) Gold
(24) Hydralazine
(25) Imipramine
(26) Isoniazid
(27) Nitrofurantoin
(28) Para-aminosalicylic acid
(29) Penicillamine
(30) Penicillin
1)   Azathioprine
(2)   Bleomycin
(3)   Busulfan
(4)   Chlorambucil
(5)   Cyclophosphamide
(6)   Cytocine arabinosate
(7)   Melphalan
(8)   6-mercaptopurine
(9)   Methotrexate
(10) Mitomycin-C
(11) Nitrosoureas, πχ., BCNU
(12) Procarbazine
(13) Viblastine
(14) Vindensine
(15) Amiodarone
(16) Amphotericin B
(17) Apmicillin
(18) Carbamazepine
(19) Chlopropamide
(20) Cromolyn
(21) Diphenyldantoin
(22) Ergot derivatives
(23) Gold
(24) Hydralazine
(25) Imipramine
(26) Isoniazid
(27) Nitrofurantoin
(28) Para-aminosalicylic acid
(29) Penicillamine
(30) Penicillin

Η φυσική εξέταση μπορεί να διευκολύνει την αναγνώριση πολυσυστηματικών παρενεργειών του υπεύθυνου για τη διάμεση πνευμονίτιδα/ίνωση φαρμάκου, όπως πχ., "ο εκ φαρμάκων επαγόμενος" συστηματικός ερυθηματώδης λύκος ή "οι εκ της μπλεομυκίνης επαγόμενες" δερματικές και βλεννογόνιες βλάβες κλπ. Τα φυσικά ευρήματα από τους πνεύμονες είναι, κατά κανόνα, μη ειδικά, όπως οι τρίζοντες ή τα ευρήματα πλευριτικής συλλογής.

b. Ακτινογραφία θώρακος

Ανάλογα με το είδος της παθολογοανατομικής εξελίξεως, στην ακτινογραφία θώρακος αναγνωρίζονται διαφορετικοί τύποι διαταραχών:

Κατά την οξεία φάση, η ακτινολογική εικόνα είναι συμβατή με πνευμονίτιδα, που μπορεί να είναι εκτεταμένη σε τέτοιο βαθμό, ώστε να μιμείται εικόνα πνευμονικού οιδήματος. Πλευριτικές συλλογές είναι, επιπλέον, συνήθεις.

Στη χρόνια φάση, η ακτινολογική εικόνα είναι εμπλουτισμένη με ευρήματα διάμεσης ινώσεως, διάχυτα δικτυοζώδη διηθήματα ή σχηματισμό εικόνας μελιττοκηρύθρας.

Η υπολογιστική τομογραφία περιγράφει με περισσότερες λεπτομέρειες τις παρεγχυματικές αλλοιώσεις, αν και τα ευρήματα μπορεί να συγχέονται με εκείνα που προκλήθηκαν από την πρωτοπαθή βλάβη ή από μεταστατικές βλάβες στον πνεύμονα από εξωπνευμονικό όγκο, εξαιτίας του οποίου ο ασθενής ευρίσκεται υπό κυτταροστατικά φάρμακα, μερικά από τα οποία έχουν εκσεσημασμένες παρενέργειες στους πνεύμονες.

c. Εργαστηριακός έλεγχος

Μερικές από τις συμβατικές βιοχημικές και ανοσολογικές εξετάσεις παρέχουν αναντικατάστατες πληροφορίες, όπως η περιφερική ηωσινοφιλία και η αύξηση της IgE, επί πνευμονίτιδας εξ υπερευαισθησίας, που προκάλεσε η θεραπεία της ρευματοειδούς αρθρίτιδας με άλατα χρυσού, ενώ τα αντιπυρηνικά αντισώματα είναι θετικά σε ασθενείς με επαγόμενο από φάρμακα ΣΕΛ. Τα αντιπυρηνικά αντισώματα αποβαίνουν, μάλιστα, θετικά πριν από την εμφάνιση των κλινικών εκδηλώσεων της παθήσεως, ώστε μπορεί να αποτελέσουν έναν αξιόπιστο προγνωστικό δείκτη.

d. Λειτουργικός έλεγχος αναπνοής

Ο λειτουργικός έλεγχος αναπνοής παρέχει περισσότερες πληροφορίες στο χρόνιο στάδιο της από φάρμακα επαγομένης παθολογικής εκτροπής, καθώς αποδεικνύεται περιοριστικού τύπου ελάττωση της ικανότητας αερισμού στους πνεύμονες, με ελάττωση της FVC, ενώ διατηρείται περίπου φυσιολογική η FEV1. Οι εκπνευστικές ροές καταγράφονται μάλλον αυξημένες για τους αντίστοιχους πνευμονικούς όγκους, εκτός και εάν προϋπάρχει νόσος των αεραγωγών, οπότε το αποτέλεσμα της καμπύλης ροής - όγκου θα είναι αθροιστικό των δύο αντίθετα δρώντων παθολογικών εκτροπών. Η DLCO ευρίσκεται πάντοτε μειωμένη, ο κορεσμός του αρτηριακού αίματος, που είναι κατά κανόνα φυσιολογικός κατά την ανάπαυση, ευρίσκεται ελαττωμένος κατά την άσκηση. Ατυχώς, η ερμηνεία των αποτελεσμάτων του εργαστηρίου λειτουργικού ελέγχου αναπνοής μπορεί να αποδεικνύεται δυσχερής σε ασθενείς που θεραπεύονται με χημειοθεραπευτικά για όγκο, επειδή η ταυτόχρονη αναιμία, η αδυναμία, οι πνευμονικές μεταστάσεις και η ενδεχόμενη χειρουργική θεραπεία, που είχε προηγηθεί, επηρεάζουν σε μεγάλο βαθμό τις μετρήσεις. 

e. Βιοψία πνεύμονος

Η ιστική βιοψία είναι περισσότερο επικουρική στον αποκλεισμό διάφορων νοσημάτων με παρόμοιες παθολογοανατομικές εκδηλώσεις, παρά για την τεκμηρίωση της επαγόμενης από φάρμακα εκτροπής. Τα ιστολογικά δείγματα μπορεί να παραληφθούν μέσω διαβρογχικής βιοψίας ή με ανοικτή θωρακοτομή. Κατα κανόνα, η βιοψία ανοικτού πνεύμονος είναι περισσότερο διαγνωστική, αλλά με τη διαβρογχική βιοψία μπορεί να αποκλεισθούν διάχυτα, διάμεσα νοσήματα, όπως η σαρκοείδωση, το ηωσινοφιλικό κοκκίωμα και η κυψελιδική πρωτεΐνωση. Σε μερικές περιστάσεις, το βρογχιολιοκυψελιδικό έκπλυμα είναι επικουρικό για τον οριστικό αποκλεισμό μιας λοιμώξεως ή ενός όγκου.

Οι επαγόμενες από φάρμακα ιστολογικές αλλοιώσεις εξαρτώνται από το στάδιο, κατά το οποίο επιχειρείται να προσεγγισθούν διαγνωστικά. Στα πρώιμα στάδια της διαδρομής της εκτροπής αναγνωρίζεται κυψελιδίτιδα, στην οποία επικρατούν τα μακροφάγα και τα λεμφοκύτταρα, συχνά συνοδευόμενα με ουδετερόφιλα και ηωσινόφιλα. Αν και οι αλλοιώσεις αυτές δεν είναι ειδικές φαρμακευτικής αντιδράσεως, διευκολύνουν τη διάγνωση, εάν η αναγνώρισή τους συνδυασθεί με το ιστορικό λήψεως φαρμάκων, γνωστών στο  να μπορούν να προκαλέσουν τις παρατηρούμενες αλλοιώσεις στο πνευμονικό παρέγχυμα καθώς, επίσης, και με συμβατή ακτινολογική εικόνα. Στα χρονιότερα στάδια των εκτροπών, η επικρατούσα ιστολογική εικόνα της κυψελιδίτιδας αντικαθίσταται προοδευτικά με την εικόνα της διάχυτης φλεγμονώδους αντιδράσεως και της οργανώσεως πνευμονικής ινώσεως. Στα στάδια αυτά, η διάκριση από άλλες παθήσεις με ανάλογη παθολογοανατομική εικόνα μπορεί να είναι ακόμη δυσχερέστερη.