πνευμονίτις μετακτινική, Παθοφυσιολογία

Ο βαθμός λειτουργικής εκτροπής συσχετίζεται με την έκταση του προσβληθέντος πνεύμονος. Επί περιορισμένης εκτάσεως βλάβης, η μηχανική της αναπνοής και η ανταλλαγή αερίων δε διαταράσσονται, καθώς οι μη προσβεβλημένες περιοχές του πνεύμονος έχουν την ικανότητα αποδοτικής αντιρροπίσεως. Το μόνο  που διαπιστώνεται είναι η ελάττωση της περιοχικής αιματώσεως, που προσεγγίζεται με ειδικές ραδιοϊσοτοπικές τεχνικές. Η επινέμηση ευρύτερης πνευμονικής περιοχής, όμως, προκαλεί μείωση των στατικών όγκων και της στατικής διατασιμότητας, χωρίς σημαντική διαταραχή της διατασιμότητας του θωρακικού τοιχώματος. Η μείωση της στατικής ενδοτικότητας καθορίζει την ένταση της δύσπνοιας καθόλη τη διάρκεια της οξείας φάσεως και προσδιορίζει την ένταση της κλινικής εικόνας κατά τη μετέπειτα φάση της ινώσεως. Ως αίτιο της ελαττώσεως της στατικής ενδοτικότητας θεωρείται, αρχικά, η ελάττωση της παραγωγής της επιφανειοδραστικής ουσίας και της συνακόλουθης αυξήσεως της επιφανειακής τάσεως, ενώ, στο επόμενο στάδιο, η ελάττωση της πνευμονικής διατασιμότητας οφείλεται στην ανάπτυξη της πνευμονικής ινώσεως per se. Η ελάττωση της πνευμονικής διατασιμότητας συνεπάγεται συμμετρική ελάττωση των στατικών όγκων, όπως προειπώθηκε, και αύξηση του έργου αναπνοής. Η αύξηση του έργου αναπνοής είναι ο υποκείμενος αιτιολογικός παράγοντας που ερμηνεύει τον παθολογικό τύπο αναπνοής που υιοθετούν οι ασθενείς με ανάλογες καταστάσεις, δηλαδή τον τύπο της ταχείας, επιπόλαιης αναπνοής και της αυξήσεως του ρυθμού, μάλλον, παρά του αναπνεόμενου όγκου, κατά την κόπωση.

 Η ανταλλαγή αερίων υφίσταται ανάλογες με την έκταση της βλάβης διαταραχές στις περιπτώσεις συμπτωματικής μετακτινικής πνευμονίτιδας. Η σύγκλειση των κυψελιδικών τριχοειδών και η πάχυνση των κυψελιδικών τοιχωμάτων προκαλεί ελάττωση της DLCO. Η εκτροπή της σχέσεως αερισμού/αιματώσεως συνεπάγεται ήπια-προς-σοβαρή υποξαιμία και αύξηση της κυψελιδοτριχοειδικής διαφοράς Ο2. Η ελάττωση της PaCΟ2  είναι αποτέλεσμα του πνευμονικού υπεραερισμού, απότοκου της ελαττώσεως της στατικής διατασιμότητας και της υποξαιμίας. Εν τούτοις, στα τελικά στάδια της δεύτερης φάσεως της παθήσεως μπορεί να εμφανισθεί υπερκαπνία και έκδηλη υποξαιμία.