πνευμονίτις μετακτινική, επιδημιολογία

Η μετακτινική πνευμονίτιδα παρατηρείται, κυρίως, κατά τη χορήγηση ακτινοβολίας για τη θεραπεία του καρκίνου του μαστού, του πνεύμονος, του οισοφάγου, των μεσοθωρακικών όγκων (θύμωμα, μεταστατικό πνεύμονος) και του λεμφώματος (Hodgkin και μη). Σε υψηλό κίνδυνο ευρίσκονται επίσης οι ασθενείς που υποβάλλονται σε ακτινοβολίες σώματος πριν από μεταμόσχευση μυελού, στις οποίες περιλαμβάνεται και ο πνεύμονας. Παρόλο πού ακτινολογικά ευρήματα πνευμονίτιδας αναγνωρίζονται πάντα στους ασθενείς που θεραπεύονται με ακτινοβολίες για τις προηγούμενα αναφερόμενες παθήσεις, συμπτωματική φλεγμονή διαπιστώνεται κλινικά μόνο σε ποσοστό 10-15% των ακτινοβολούμενων ασθενών.  Η πρόκληση και η βαρύτητα της μετακτινικής πνευμονίτιδας εξαρτάται από πολλούς παράγοντες, μεταξύ των οποίων συμπεριλαμβάνεται το μέγεθος του πνευμονικού τμήματος που εκτίθεται στην ακτινοβολία, η ταυτόχρονη χορήγηση κυτταροστατικών φαρμάκων (όπως η ακτινομυκίνη D, η κυκλοφωσφαμίδη, η μπλεομυκίνη, η αδριαμυκίνη και η βινκριστίνη) και η συνολικά χορηγούμενη ακτινοβολία. Μείωση των παρενεργειών επιφέρει η μερισματοποίηση της συνολικής χορηγήσεως σε μικρές ημερήσιες δόσεις. Επιπλέον, σε εκείνους από τους ασθενείς στους οποίους αποφασίζεται η χορήγηση ακτινοβολιών, η απότομη διακοπή των κορτικοειδών (που ελάμβαναν ως μέρος του χημειοθεραπευτικού τους σχήματος ή γιά άλλον, ανεξάρτητο λόγο), μπορεί να  απολήξει σε αύξηση της επιπτώσεως ή επίταση της βαρύτητας της μετακτινικής πνευμονίας. Τέλος, η επίπτωση της μετακτινικής πνευμονίας είναι μεγαλύτερη στους επανακτινοβολούμενους, λόγω υποτροπής, ασθενείς, παρά σε εκείνους που ακτινοβολούνται για πρώτη φορά.