Σε πολλά ερευνητικά κέντρα, έχει επιχειρηθεί η διάκριση της χρονίας βρογχίτιδας (αυξημένες εισπνευστικές αντιστάσεις, φυσιολογική πίεση ελαστικής επαναφοράς), από το πνευμονικό εμφύσημα (φυσιολογικές εισπνευστικές αντιστάσεις, μειωμένη πίεση ελαστικής επαναφοράς). Η μέθοδος αυτή διακρίσεως συνοδεύεται από επαρκή θεωρητική υποστήριξη, αλλά είναι γνωστό, ότι ασθενείς με βρογχικό άσθμα, χρονία βρογχίτιδα ή εντοπισμένη κεντρική απόφραξη εμφανίζουν, συχνά, αυξημένες αντιστάσεις στη ροή, ενώ, αντίθετα, ικανός αριθμός ασθενών με χρόνια βρογχίτιδα, αποδεδειγμένη παθολογοανατομικά, εμφανίζουν φυσιολογικές τιμές αντιστάσεων, καθ΄όλη τη διάρκεια της διαδρομής της παθήσεώς τους.
Πληθυσμογραφικές καταγραφές αντιστάσεων. Καμπύλη πιέσεως-ροής. Α: επί υγιούς ατόμου∙ Β, Γ, Δ: επί ασθενών με διαφορετικής βαρύτητας αποφρακτική πνευμονοπάθεια.
Παρ΄όλο ότι παρόμοια συμπεράσματα μπορούν να εξαχθούν με τη μελέτη της εισπνευστικής-εκπνευστικής καμπύλης ροής-όγκου, η χωριστή μέτρηση των εισπνευστικών και εκπνευστικών αντιστάσεων, διευκολύνει την αναγνώριση εκείνων των ασθενών με ‘υψηλές εκπνευστικές και χαμηλές εισπνευστικές αντιστάσεις’ που αποτελούν τυπική έκφραση των ασθενών με πνευμονικό εμφύσημα. Παρόμοια ευρήματα αναγνωρίζονται, επίσης, σε αναλογία ασθενών με φυσιολογικές τιμές πιέσεως ελαστικής επαναφοράς και ιστορικό συμβατό με βρογχικό άσθμα. Η σημασία των ευρημάτων αυτών, επί βρογχικού άσθματος, δεν έχει αξιολογηθεί σε λεπτομέρειες, αλλά είναι ενδεχόμενο να αφορούν ασθενείς με υψηλή πνευμονική ενδοτικότητα. Τελικά, παρ΄όλο ότι παρόμοιες αναλύσεις επιδιώκονται στις εργαστηριακές διατάξεις, είναι αμφίβολο, κατά πόσο θα επηρεάσουν το θεραπευτικό σχεδιασμό των ασθενών.