Μεταξύ των κυριοτέρων ενδείξεων της μελέτης αντιστάσεων ροής στο τραχειοβρογχικό δένδρο, συγκαταλέγονται: [α] Η επιβεβαίωση της διαγνώσεως αποφρακτικής παθήσεως∙ [β] ανάδειξη της βρογχικής υπεραντιδραστικότητας των αεραγωγών σε διάφορες δοκιμασίες προκλήσεως∙ [γ] περιγραφή διαφόρων μορφών χρόνιας αποφρακτικής πνευμονοπάθειας∙ [δ] εντοπισμός της περιοχής της αποφράξεως και, [ε] εκτίμηση της εξελίξεως της αποφρακτικής βλάβης.
Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι η μέτρηση των εκπνευστικών ροών, πχ., της FEV1 ή της V`25-75%, με την απλή και διαδεδομένη σπιρομέτρηση, αποτελεί την πρότυπη εργαστηριακή προσέγγιση ασθενών με χρόνια αποφρακτική πνευμονοπάθεια. Μερικοί, όμως, ασθενείς, με χρόνια αποφρακτική πνευμονοπάθεια, εμφανίζουν τιμές εκπνευστικών ροών, που διακυμαίνονται στα ευρέα διαστήματα των προβλεπομένων τιμών, αλλά εμφανίζουν αυξημένες αντιστάσεις ροής. Ο συνδυασμός των ευρημάτων αυτών πιστεύεται, αλλά όχι από όλους τους ερευνητές, ότι αποτελεί πρώιμο διαγνωστικό δείκτη αποφρακτικής πνευμονοπάθειας. Ανάλογα ευρήματα αποτελούν πρώιμες ενδείξεις, κεντρικής εντοπίσεως αποφρακτικής βλάβης, όπως μπορεί να παρατηρηθεί σε ασθενείς με ήπιο βρογχόσπασμο, οξείας εγκαταστάσεως. Προς το παρόν, δεν υπάρχουν επαρκή δεδομένα, ικανά να στηριχθεί η άποψη ότι ο συνδυασμός αυξημένων αντιστάσεων και φυσιολογικών εκπνευστικών ροών, αποτελεί προάγγελο εκδηλώσεως στο μέλλον, κλινικά αναγνωρίσιμης χρόνιας αποφρακτικής παθήσεως. Μερικοί συγγραφείς, αναγνωρίζουν ότι η ομαλοποίηση των αντιστάσεων, επί παροξυσμού άσθματος, συσχετίζεται με την άρση των συμπτωμάτων, και των σημείων του βρογχόσπασμου, ακόμη και πριν από την αποκατάσταση των εκπνευστικών ροών, όπως αυτές καταγράφονται στις κλασικές καμπύλες ροής-όγκου.