Επιφανειοδραστική ουσία, ανεπάρκεια

Η ανεπάρκεια της πνευμονικής επιφανειοδραστικής ουσίας συνεπάγεται αύξη­ση της επιφανειακής τάσεως των κυψελίδων  και ελαττώνει το εύρος των φυσιο­λο­γικών διακυμάνσεων της επιφανειακής τάσεως  που φυσιολογικά παρατη­ρού­νται κατά τη διάρκεια του αναπνευστικού κύκλου. Αποτέλεσμα των μεταβολών αυτών είναι η ελάττωση της πνευμονικής ενδοτικότητας, η αύξηση του έργου ανα­πνοής, η εγκατάσταση κυψελιδικού υποαερισμού, η σχέση αερισμού-αιμα­τώ­σε­ως στους πνεύμονες διαταράσσεται και η σχέση αιματώσεως-διαχύσεως καθί­στα­ται παθο­λο­γική. Αποτέλεσμα των διαταραχών αυτών είναι η εγκατάσταση υποξαιμίας, υπερκαπνίας και αναπνευστικής οξεώσεως. Επί εκσημασμένης υποξαιμίας δεν αποκλείεται να παρατηρηθεί μεταβολική οξέωση, επίσης.

Για την ανεπάρκεια της επιφανειοδραστικής ουσίας, ενεχοποιούνται οι επόμενοι παράγοντες:

  1. Η υποξία
  2. Η οξέωση
  3. Διαταραχές της πνευμονικής κυκλοφορίας, όπως η πνευμονική εμβολή και η αγγειακή συμφόρηση.
  4. Η ατελεκτασία
  5. Το πνευμονικό οίδημα (διάμεσο και κυψελιδικό)
  6. Η εξωσωματική κυκλοφορία (καρδιοπνευμονική παράκαμψη)
  7. Η υπεροξία. Αποτελεί τη συνήθη κλινική αιτία καταβολισμού της επιφανειο­δρα­στικής ουσίας. Στην καθημερινή κλινική πρακτική, η οξυγονοθεραπεία πραγμα­τοποιείται υπό σχετικά χαμηλά μίγματα Ο2, η οποία, κατά περιό­δους, μάλιστα, δια­κόπτεται. Η συνεχής, για μεγάλο χρονικό διάστημα χο­ρήγηση υψηλών μιγμάτων Ο2, μπορεί να προκαλέσει επιδείνωση της δια­ταραχής της σχέσεως αερισμού-αιματώσεως, λόγω ποικιλίας βρογχο­πνευ­μονικών παθήσεων. Η προκαλούμενη ανεπάρκεια της επιφανειο­δρα­στικής ουσίας μπορεί να ευθύνεται για τις επιδεινώσεις αυτές.
  8. Βρογχοπνευμονική έκπλυση
  9. Εισρόφηση διαφόρων ξένων υλών, όπως υδρογονανθράκων.
  10. Πνιγμός
  11. Σύνδρομο αναπνευστικής δυσχέρειας των ενηλίκων ή των νεογνών.
  12. Ασφυξία.

Οι προηγούμενα αναφερόμενες καταστάσεις επιφέρουν διαταραχή της ανα­πνευ­στικής λειτουργίας, επειδή προκαλούν ελάττωση της επιφανειοδραστικής ουσίας. Ανεπάρκεια επιφανειοδραστικής ουσίας μπορεί να συμβαίνει συχνότερα, παρ΄ό,τι πιστεύεται, πχ., κατά τη μετεγχειρητική περίοδο μετά από επεμβάσεις στην κοιλιά. Στις τυπικές περιπτώσεις, η ανταλλαγή αερίων στους πνεύμονες επιδεινώνεται, μετά 24-36 ώρες, από την επέμβαση και αναγνωρίζεται, αρχικά, με την εγκατάσταση υποξαιμίας, η οποία αίρεται με τη χορήγηση συμπλη­ρω­μα­τι­κού Ο2, μόνο παροδικά. Η πνευμονική λειτουργία επιδεινώνεται, μέχρις εκδη­λώ­σεως σημαντικής ελαττώσεως της ενδοτικότητας, σε σημείο εμφανίσεως πλέον κυψελιδικού υποαερισμού, σοβαρού βαθμού διαταραχές αερισμού-αιματώσεως και αναπνευστικής οξεώσεως. Αρχικά, η μηχανική υποστήριξη της αναπνοής αποβαίνει αποδοτική στη βελτίωση του αερισμού του ασθενούς, αλλά η πίεση εκπτύξεως πρέπει να αυξάνεται προοδευτικά, προκειμένου να εξασφαλισθεί επαρκής κυψελιδικός αερισμός. Παρά το φαινομενικά ικανοποιητικό αερισμό, ανα­πτύσ­σονται σποραδικές ατελεκτασίες, οι οποίες αντιστοιχούν σε περιοχές διαφυγής. Η αυξημένη δεξιά προς αριστερά διαφυγή επιδεινώνει την υποξαιμία και την καθιστά περισσότερο ανένδοτη στη χορήγηση συμπληρωματικού Ο2. Στη φάση αυτή, πρέπει να χορηγηθούν γλυκοκορτικοειδή, διουρητικά, συμπλη­ρω­ματικό Ο2 και να εφαρμοσθεί θετική τελοεκπνευστική πίεση.