Η ανεπάρκεια της πνευμονικής επιφανειοδραστικής ουσίας συνεπάγεται αύξηση της επιφανειακής τάσεως των κυψελίδων και ελαττώνει το εύρος των φυσιολογικών διακυμάνσεων της επιφανειακής τάσεως που φυσιολογικά παρατηρούνται κατά τη διάρκεια του αναπνευστικού κύκλου. Αποτέλεσμα των μεταβολών αυτών είναι η ελάττωση της πνευμονικής ενδοτικότητας, η αύξηση του έργου αναπνοής, η εγκατάσταση κυψελιδικού υποαερισμού, η σχέση αερισμού-αιματώσεως στους πνεύμονες διαταράσσεται και η σχέση αιματώσεως-διαχύσεως καθίσταται παθολογική. Αποτέλεσμα των διαταραχών αυτών είναι η εγκατάσταση υποξαιμίας, υπερκαπνίας και αναπνευστικής οξεώσεως. Επί εκσημασμένης υποξαιμίας δεν αποκλείεται να παρατηρηθεί μεταβολική οξέωση, επίσης.
Για την ανεπάρκεια της επιφανειοδραστικής ουσίας, ενεχοποιούνται οι επόμενοι παράγοντες:
- Η υποξία
- Η οξέωση
- Διαταραχές της πνευμονικής κυκλοφορίας, όπως η πνευμονική εμβολή και η αγγειακή συμφόρηση.
- Η ατελεκτασία
- Το πνευμονικό οίδημα (διάμεσο και κυψελιδικό)
- Η εξωσωματική κυκλοφορία (καρδιοπνευμονική παράκαμψη)
- Η υπεροξία. Αποτελεί τη συνήθη κλινική αιτία καταβολισμού της επιφανειοδραστικής ουσίας. Στην καθημερινή κλινική πρακτική, η οξυγονοθεραπεία πραγματοποιείται υπό σχετικά χαμηλά μίγματα Ο2, η οποία, κατά περιόδους, μάλιστα, διακόπτεται. Η συνεχής, για μεγάλο χρονικό διάστημα χορήγηση υψηλών μιγμάτων Ο2, μπορεί να προκαλέσει επιδείνωση της διαταραχής της σχέσεως αερισμού-αιματώσεως, λόγω ποικιλίας βρογχοπνευμονικών παθήσεων. Η προκαλούμενη ανεπάρκεια της επιφανειοδραστικής ουσίας μπορεί να ευθύνεται για τις επιδεινώσεις αυτές.
- Βρογχοπνευμονική έκπλυση
- Εισρόφηση διαφόρων ξένων υλών, όπως υδρογονανθράκων.
- Πνιγμός
- Σύνδρομο αναπνευστικής δυσχέρειας των ενηλίκων ή των νεογνών.
- Ασφυξία.
Οι προηγούμενα αναφερόμενες καταστάσεις επιφέρουν διαταραχή της αναπνευστικής λειτουργίας, επειδή προκαλούν ελάττωση της επιφανειοδραστικής ουσίας. Ανεπάρκεια επιφανειοδραστικής ουσίας μπορεί να συμβαίνει συχνότερα, παρ΄ό,τι πιστεύεται, πχ., κατά τη μετεγχειρητική περίοδο μετά από επεμβάσεις στην κοιλιά. Στις τυπικές περιπτώσεις, η ανταλλαγή αερίων στους πνεύμονες επιδεινώνεται, μετά 24-36 ώρες, από την επέμβαση και αναγνωρίζεται, αρχικά, με την εγκατάσταση υποξαιμίας, η οποία αίρεται με τη χορήγηση συμπληρωματικού Ο2, μόνο παροδικά. Η πνευμονική λειτουργία επιδεινώνεται, μέχρις εκδηλώσεως σημαντικής ελαττώσεως της ενδοτικότητας, σε σημείο εμφανίσεως πλέον κυψελιδικού υποαερισμού, σοβαρού βαθμού διαταραχές αερισμού-αιματώσεως και αναπνευστικής οξεώσεως. Αρχικά, η μηχανική υποστήριξη της αναπνοής αποβαίνει αποδοτική στη βελτίωση του αερισμού του ασθενούς, αλλά η πίεση εκπτύξεως πρέπει να αυξάνεται προοδευτικά, προκειμένου να εξασφαλισθεί επαρκής κυψελιδικός αερισμός. Παρά το φαινομενικά ικανοποιητικό αερισμό, αναπτύσσονται σποραδικές ατελεκτασίες, οι οποίες αντιστοιχούν σε περιοχές διαφυγής. Η αυξημένη δεξιά προς αριστερά διαφυγή επιδεινώνει την υποξαιμία και την καθιστά περισσότερο ανένδοτη στη χορήγηση συμπληρωματικού Ο2. Στη φάση αυτή, πρέπει να χορηγηθούν γλυκοκορτικοειδή, διουρητικά, συμπληρωματικό Ο2 και να εφαρμοσθεί θετική τελοεκπνευστική πίεση.