Οι λείες μυϊκές ίνες υφίστανται τον έλεγχο και των δύο κλάδων του ΑΝΣ, η ανατροπή της ισορροπίας των οποίων έχει θεωρηθεί μεταξύ των πλέον σημαντικών αιτιοπαθογενετικών μηχανισμών του βρογχικού άσθματος. Από τους μεταγαγγλιακούς νευρώνες του παρασυμπαθητικού απελευθερώνεται ακετυλοχολίνη, που προκαλεί σύσπαση των λείων μυϊκών κυττάρων, ενώ τουλάχιστον σε πειραματόζωα έχουν απομονωθεί μεταγαγγλιακές συμπαθητικές ίνες, που απελευθερώνουν νορεπινεφρίνη, που προκαλεί χάλαση των λ. μ. ινών, βρογχοδιαστολή, αναστολή των εκκρίσεων και αγγειοσύσπαση. Οι λείες μυϊκές ίνες των βρόγχων έχουν ακόμη την ιδιότητα της αυτόματης ρυθμικής συσπάσεως και της διαδόσεως της αυτόματης περιοδικής αποπολώσεως, στα παρακείμενα κύτταρα. Με τον τρόπο αυτό, αραιές νευρικές ώσεις συντηρούν συνεχώς ένα ήπιο βαθμό στενώσεως που παριστάνει τον τόνο του αεραγωγού, ο οποίος υφίσταται, έτσι, ρυθμίσεις με τις οποίες επιδιώκεται η πλεονεκτικότερη προσαρμογή του νεκρού χώρου στις μεταβολές του αερισμού. Ο ρυθμιστικός αυτός ρόλος είναι, πάντως, οριακής σημασίας και η ύπαρξή του είναι τελεολογικά δυσερμήνευτη. Η σημασία της λειτουργίας του μυοελαστικού συστήματος του βρογχικού δένδρου στην αποκόλληση και τη μετακίνηση των εκκρίσεων δεν πρέπει να υποεκτιμηθεί. Τα επιφανέστερα στηρικτικά στοιχεία των μεσομεγέθων αεραγωγών είναι οι κυκλοτερείς μυϊκές ίνες έτσι, ώστε, στο επίπεδο αυτό, ο αντανακλαστικός βρογχόσπασμος είναι περισσότερο έκδηλος. Στους περιφερικότερους αεραγωγούς, η ποσότητα των λείων μυϊκών κυττάρων μειώνεται σημαντικά και σχεδόν σπανίζει στο επίπεδο των τελικών βρογχιολίων. Επί χρονίας αποφρακτικής πνευμονοπάθειας, όμως, επισυμβαίνει πολλαπλασιασμός των λείων μυϊκών ινών περιφερικά, έτσι, που είναι δυνατό να εντοπισθούν μέχρι τα στόμια των κυψελιδικών πόρων.