Σύνδρομα με μείωση ικανότητας αερισμού, FVC

Η FVC μειώνεται σε αποφρακτικές παθήσεις, λόγω φυσικής μειώσεως της εγκάρσιας διαμέτρου των αεραγωγών, κατά τη διάρκεια της εκπνοής (απώλεια πιέσεως ελαστικής επαναφοράς, που τείνει να διατηρεί τη βατότητα των αεραγωγών). Η FVC, επομένως, είναι σημαντιική παράμετρος, που εμπλέκεται στην αποτίμηση της φύσεως της παθολογικής εκτροπής. Επί αποφρακτικών παθήσεων, ο όγκος αέρος που υπάρχει στους πνεύμονες εξωθείται υπό βραδύτερους ρυθμούς, και διατηρεί μικρότερο μέγεθος, επειδή στους πνεύμονες δεν διατίθεται απεριόριστος χρόνος εκπνοής. Μετά ένα κριτικό σημείο, τα κέντρα της αναπνοής επιβάλλουν την άμεση διακοπή της περαιτέρω εκπνοής και άμεση έναρξη νέας εισπνοής, ώστε στον πνεύμονα να συνεχίσει απρόσκοπτα η ανταλλαγή αερίων με φρέσκο αέρα. Έτσι παρατηρείται το φαινόμενο της παγιδεύσεως αέρος, που συνοδεύει κάθε περίπτωση αποφρακτικής παθήσεως, ενώ άν μπορούσε να παραταθεί επαρκώς η εκπνοή, ο πνεύμονας θα εκκενούτο και νέος αέρας θα εισερχόταν με την επόμενη εισπνοή, παρέχοντας φυσιολογικό μέγεθος στην FVC.

Στους ασθενείς με περιοριστικά σύνδρομα, η FVC είναι μικρότερη του φυσιολογικού επειδή ο όγκος αέρα που βίαια εισέρχεται στους πνεύμονες είναι μικρότερος, λόγω της μειώσεως της διατασιμότητας και της καταβολής μεγαλύτερου έργου αναπνοής για επαρκή έκπτυξη. Ο θωρακικός κλωβός δεν έχει την ικανότητα προβλεπόμενης εκπτύξεως, και η FVC θα είναι μικρότερη, λόγω μηχανικών μειονεξιών, που εντοπίζονται στο παρέγχυμα (πνευμονική ίνωση) ή στο θωρακικό τοίχωμα (κυφοσκολίωση, οστεοαρθρίτιδα, μυοπάθειες). 

Επομένως, καθώς η FVC μειώνεται τόσο επί αποφρακτικών, όσο και επί περιοριστικών συνδρόμων, η FVC δεν είναι κατάλληλη διαγνωστική παράμετρος. Εάν ο εξεταζόμενος εμφανίσει μείωση της FVC, η δοκιμασία πρέπει να επαναληφθεί, μετά χορήγηση ικανής ποσότητας εισπνεόμενου βρογχοδιασταλτικού. Τα βρογχοδιασταλτικά διατείνουν τους αεραγωγούς και μειώνουν την απόφραξη ροής σε αυτούς. Η μεταβρογχοδιασταλτική διενέργεια σπιρομετρήσεως, συνήθως, εμφανίζει αυξημένη FVC, κατά 10-15% ή περισσότερο.  Επομένως, η διάγνωση διευκολύνεται, και η παθολογική εκτροπή που απέληξε στη μείωση της FVC μπορεί με ασφάλεια να αποδοθεί σε αποφρακτικού τύπου μείωση της ικανότητας αερισμού. Εάν η μετά βρογχοδιαστολή FVC δεν μεταβληθεί, η κατάσταση μπορεί να αποδοθεί σε περιοριστικό σύνδρομο.

Σύμφωνα με όσα εκτέθηκαν στην πρώτη παράγραφο του παρόντος λήμματος, η διενέργεια δοκιμασίας βραδείας εκπνοής ζωτικής χωρητικότητας (Slow Vital Capacity, SVC, à615), μπορεί να διευκολύνει το διαγνωστικό προβληματισμό. Η διενέργεια βραδείας εκπνοής, από το όριο της TLC, μειώνει την πρόσθετη απόφραξη που συνοδεύει τη βίαιη εκπνοή (δυναμική συμπίεση). Επομένως, εάν η VC βελτιωθεί, μετά τη διενέργεια SVC μπορεί να επιβεβαιωθεί ότι η προηγούμενη μικρή FVC οφείλεται σε απόφραξη των αεραγωγών και δεν αποτελεί ένδειξη περιοριστικού συνδρόμου. Εάν, αντίθετα, η SVC δεν βελτιωθεί και παραμείνει το ίδιο χαμηλή, όπως και η FVC, τότε μπρεί να επιβεβαιωθεί ότι η υποκείμενη εκτροπή οφείλεται σε περιοριστικό σύνδρομο.