Συνδετικός ιστός, όριο αντοχής

 

Το όριο αντοχής καθορίζεται από το μέτρο της διατείνουσας δύναμης, πέρα από την οποία η προκαλούμενη παραμόρφωση είναι πλέον μόνιμη. Ο συνδυασμός  των ιδιοτήτων μεταξύ των ινών κολλαγόνου και των ελαστικών ινών καθορίζει τη συμπεριφορά του συνδετικού ιστού στις αναπνευστικές παραμορφώσεις του πνευμονικού ιστού. Συγκεκριμένα,  στην εκπνοή, οι ίνες του κολλαγόνου εμφανίζουν αναδιπλώσεις, ενώ οι ελαστικές ίνες έχουν υποστεί σύμπτυξη. Αντίθετα, κατά το τέλος της εισπνοής, όπου η δύναμη των εισπνευστικών μυών έχει πάρει τη μεγαλύτερή της τιμή κι έχει προκαλέσει τη μεγαλύτερη ελαστική παραμόρφωση στις ελαστικές ίνες, οι ίνες του κολλαγόνου έχουν ‘τεντωθεί’ και επιβάλλουν ένα προστατευτικό όριο στην πνευμονική διάταση, ενώ οι ελαστικές ίνες έχουν υποστεί ελαστική παραμόρφωση κι έχουν αποθηκεύσει ενέργεια, που αποδίδεται κατά την επακόλουθη (παθητική) εκπνοή, αναλαμβάνοντας να συμπιέσουν τους πνεύμονες και να επιβάλουν την εκπνευ­στι­κή τους σύμπτυξη. Η ελαστική ιδιότητα των ελαστικών ινών οφείλεται στην ελαστίνη (à547) που περιέχουν. Δεν είναι γνωστές οι μηχανικές ιδιότητες των μικροϊνι­δί­ων (à899). Πιστεύεται ευρέως, ότι οι ελαστικές ίνες του πνευμονικού παρεγχύματος ευρίσκονται σ΄ένα βαθμό ελαστικής διατάσεως σε όλους τους πνευ­μο­νικούς όγκους κι επομένως, ασκούν μείζονες επιδράσεις στον προσδιορισμό των μηχανικών χαρακτήρων του πνεύμονα καθ΄όλο το εύρος των δυνατών μεταβολών του πνευμονικού όγκου στη διάρκεια του αναπνευστικού κύκλου. Οι ελαστικές ίνες δεν καθορίζουν μόνο την ελαστική συμπεριφορά του παρεγχύματος (à1019), αλλά επιπλέον, χρησιμεύουν και στον προσανατολισμό των ινών κολλαγόνου (à716), έτσι, ώστε, με­γαλύτερος αριθμός ινών κολλαγόνου τίθεται σε κατάσταση διατάσεως με την εισπνευστική αύξηση του πνευμονικού όγκου.