Διάγνωση

a. Ακτινογράφημα θώρακος

Κατά τη διάρκεια των παροξύνσεων, στην ακτινογραφία θώρακος αναγνωρίζονται διάχυτες, αμφοτερόπλευρες κυψελιδικές διηθήσεις. Μετά την αναχαίτηση της αιμορραγίας, οι κυψελιδικές διηθήσεις λύονται ταχέως, αλλά μπορεί να παραμένει μία διάχυτη δικυοοζώδης απεικόνιση, επί διάστημα μερικών εβδομάδων. Μετά επανειλημμένα επεισόδια αιμορραγιών, αναγνωρίζονται μόνιμες μεταβολές της απεικονίσεως του διάμεσου ιστού. 

b. Λειτουργικός έλεγχος αναπνοής

Η πλέον χρήσιμη λειτουργική δοκιμασία είναι η ικανότητα διαχύσεως του CO. Όπως σημειώθηκε προηγούμενα, η ικανότητα διαχύσεως ευρίσκεται αυξημένη επί κυψελιδικής αιμορραγίας, λόγω της απορροφήσεως  του CΟ από την εξαγγειωμένη αιμοσφαιρίνη. Τιμή της ικανότητας διαχύσεως μεγαλύτερη του 30% της προβλεπόμενης τιμής της αποτελεί παθογνωμονικό στοιχείο υπάρξεως αιμορραγίας στις κυψελίδες και το κριτήριο αυτό είναι περισσότερο αξιόπιστο από την ακτινογραφία θώρακος. Η ικανότητα διαχύσεως επιστρέφει στα φυσιολογικά της όρια, περίπου 48 ώρες, μετά την αναστολή της αιμορραγίας. Επομένως, η διάγνωση της κυψελιδικής αιμορραγίας διευκολύνεται με την καθημερινή μέτρηση της ικανότητας διαχύσεως και την παρακολούθηση των μεταβολών της. Οι πνευμονικοί όγκοι μειώνονται κατά τη διάρκεια της αιμορραγίας. Η υποξαιμία και η υποκαπνία αποτελούν συνηθισμένο εύρημα επί κυψελιδικής αιμορραγίας και οφείλονται στη διαμόρφωση περιοχών διαφυγής και την ταχύπνοια.

c. Βιοχημικός έλεγχος

Η μικροκυτταρική, υπόχρωμη αναιμία είναι σταθερό εύρημα επί συνδρόμου Goodpasture. Η ελάττωση της αιμοσφαιρίνης κατά 2 g σε διάστημα ενός 24-ωρου, πρέπει να αποδοθεί σε κυψελιδική αιμορραγία, εφόσον δεν υπάρχει ορατή ερμηνεία της. Η αζωταιμία, η αιματουρία και η λευκωματουρία  αναγνωρίζονται στα 2/3 των ασθενών με σύνδρομο Goodpasture.

d. Ανίχνευση κυκλοφορούντων αντισωμάτων αντι-GBM.

Κυκλοφορούντα αντισώματα αντι-GBM ανιχνεύονται είτε με ρασιοανοσολογικές μεθόδους ή με ELIZA. Οι επανειλημμένες μετρήσεις αποτελούν οδηγό και κριτήριο αποδόσεως της θεραπείας.

e. Νεφρική βιοψία

Η διάγνωση του συνδρόμου τίθεται οριστικά με τη νεφρική βιοψία και την αποτίμηση της καθηλώσεως των αντι-GBM κατά μήκος της βασικής μεμβράνης. Η νεφρική βιοψία είναι ιδιαίτερα αναγκαία, εφόσον οι ορολογικές μέθοδοι δεν είναι προσιτές ή  παρέχουν αμφίβολα αποτελέσματα. 

f. Βρογχοσκόπηση

Εάν  η αιτιολογία των κυψελιδικών διηθημάτων παραμένει αμφίβολη, πχ., επί απουσίας αιμοπτύσεως, η κυψελιδική αιμορραγία μπορεί να τεκμηριωθεί με την ανίχνευση κεχρωσμένων με αιμοσιδηρίνη κυψελιδικών μακροφάγων που παραλαμβάνονται από τις βρογχικές ή τις βρογχιολοκυψελιδικές εκπλύσεις. Αν και δεν αποκλείεται να τεθεί η διάγνωση με επεξεργασία βιοπτικών δειγμάτων διά της διαβρογχικής βιοψίας πνεύμονος, η νεφρική βιοψία παραμένει η μέθοδος εκλογής για τη διάγνωση του συνδρόμου Goodpasture.